Με αφορμή το “κλείσιμο” της ΕΡΤ: Ελληνικό προτεκτοράτο, ώρα μηδέν

0
http://periektikidimokratia.org/fotopoulos/grE/06_22/elliniko-protektorato-ora-miden

Ελληνικό προτεκτοράτο, ώρα μηδέν – Τάκης Φωτόπουλος

ekapsan-ti-simaia-tis-evropis-stin-ert-Video-1-315x236.jpg

Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (23 Ιουνίου 2013)


Ενώ η παράσταση στο «θέατρο Μαξίμου» των επαγγελματιών πολιτικάντηδων την στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές βρίσκεται  στην τρίτη πράξη της, είναι πια φανερό τι παίχθηκε στα παρασκήνια. Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών δεν αποτελούσαν επίθεση κατά της δημοκρατίας, όπως ψευδώς παρουσίασε το θέμα η Αριστερά της παγκοσμιοποίησης, στην Ελλάδα και διεθνώς. Και αυτό, γιατί η «δημοκρατία» της κοινοβουλευτικής Χούντας, που επιβάλλει η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, δεν κινδύνευσε ποτέ από το προσωρινό «κλείσιμο» την ΕΡΤ που στόχο είχε να τρομοκρατήσει τα λαϊκά στρώματα ώστε να περάσουν ευκολότερα:
  • η «μεταρρύθμιση» της δημόσιας τηλεόρασης με βάση τα πρότυπα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που περιλαμβάνουν μαζικές απολύσεις των εργαζομένων σε αυτή, ωστε να ικανοποιηθούν και οι απαιτήσεις της τροικας που απαιτούσε ονοματεπώνυμα και διευθύνσεις 2.000 υπαλλήλων μεχρι το τέλος του μήνα απο τους διαχειριστές του Ελληνικού προτεκτοράτου (πολιτική και πολιτειακή εξουσία, δικαστική εξουσία κλπ)
  • τα χειρότερα μέτρα που θα ακολουθήσουν σύντομα, δηλαδή, οι μαζικές απολύσεις στον δημόσιο τομέα, οι ιδιωτικοποιήσεις και, γενικότερα, το ξεπούλημα του κοινωνικού πλούτου
  • το κλείσιμο νοσοκομείων, σχολείων, Πανεπιστημιακών Σχολών, αν όχι και Πανεπιστημίων, και η γενικότερη κατάρρευση κάθε κοινωνικής υπηρεσίας, πάντα προς όφελος των «μεταρρυθμίσεων» που θα μας κάνουν πιο «αποδοτικούς» στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. 
Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι όλες αυτές οι κοινωνικές υπηρεσίες, με προεξάρχουσα τη δημόσια τηλεόραση, δεν χρειάζονται ριζικές αλλαγές για να ικανοποιούν πραγματικά τις λαϊκές ανάγκες. Όμως οι αλλαγές αυτές δεν έχουν καμιά σχέση με τις μεταρρυθμίσεις που επιβάλλει η λογική της αγοράς, παρά τους αποπροσανατολιστικούς μύθους του ΣΥΡΙΖΑ, ο αρχηγός του οποίου πριν μερικούς μόλις μήνες θαύμαζε τον δήθεν «αγώνα κατά του νεοφιλελευθερισμού» κάποιων εξίσου απατηλών λατινοαμερικάνικων  ηγεσιών, όπως αυτή της  Βραζιλίας, όπου σήμερα εξελίσσεται μια μαζική λαϊκή εξέγερση.
Έτσι, στην Ελλάδα, συνδικαλιστικά σωματεία στον Τύπο, όπως  η Συντονιστική Επιτροπή των Συνεργαζόμενων Ομοσπονδιών και Ενώσεων του Τύπου (η οποία «οργάνωσε» το φιάσκο της δήθεν διαρκούς απεργίας των ΜΜΕ) χαιρέτισε  την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ως «νίκη της δημοκρατίας» και των εργαζομένων στην ΕΡΤ (όπως άλλωστε έκανε και ο ΣΥΡΙΖΑ). Δηλαδή, ουσιαστικά χαιρέτισε την απόφαση που νομιμοποιούσε τη σφαγή των υπαλλήλων της, αφού τo ΣτΕ δεν θεώρησε την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου αντισυνταγματική, όπως δεν θεώρησε παλαιότερα αντισυνταγματικά τα Μνημόνια και το χαράτσι… Παράλληλα, ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ καλούσαν σε …24ωρη «γενική απεργία» (μερικών κλάδων), για την «τιμή των όπλων», όπως έκαναν από τότε που ξεκίνησε η οικονομική καταστροφή των λαϊκών στρωμάτων. 
Αντίστοιχα,  η Ευρωπαϊκή Αριστερά που παντοιοτρόπως ενισχύει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στην εξαπάτηση του Ελληνικού λαού ότι, μέσα στην ΕΕ, θα μπορούσε να σταματήσει η σημερινή καταστροφή, μαζί με την  Ευρωπαϊκή ελίτ, καταδίκαζαν το «κλείσιμο» της ΕΡΤ, χωρίς  να αναφέρει κανένας τους ότι το «κλείσιμο» αυτό ουσιαστικά απαιτήθηκε (έστω έμμεσα) από την ίδια ελίτ, μέσω της τρόικας, με την πλήρη βέβαια σύμπνοια της ελληνικής ελίτ.
Αλλά και για  κάποιους «Μαρξιστές της συμφοράς» η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν είναι νέο συστημικό φαινόμενο, η Υπερεθνική Ελίτ (Υ/Ε) είναι ανύπαρκτη, και  η Ελλάδα δεν αποτελεί προτεκτοράτο της αλλά, αντίθετα, (με βάση στατιστικά στοιχεία και «αναλύσεις» που θα έκαναν… μετεξεταστέο οποιονδήποτε φοιτητή οικονομικών σε έγκυρο Πανεπιστήμιο) είναι μια «ιμπεριαλιστική χώρα» (sic!). Και αυτό,  τη στιγμή που ακόμη και διεθνείς οργανισμοί τη μετατάσσουν σήμερα στη κατηγορία των υπανάπτυκτων χωρών! —Αντίθετα, για αυτούς τους «αναλυτές» ο βασικός παράγοντας στο «κλείσιμο» της ΕΡΤ ήταν η ντόπια ελίτ, μέσω της Digea των μεγαλοεκδοτών, οι οποίοι, στην «ιμπεριαλιστική» Ελλάδα, προφανώς λειτουργούν ανεξάρτητα από την Υ/Ε! Ευτυχώς, δηλαδή, που υπάρχουν και φωτισμένοι Μαρξιστές στον διεθνή χώρο (π.χ. Leslie Sklair) που προσπαθούν να αναλύσουν το νέο φαινόμενο της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, αντίθετα με τα Μαρξιστικά απολιθώματα μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΚΚΕ, που δεν έχουν πάρει είδηση για τη σημασία του φαινομένου, ενώ στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ εσκεμμένα το αγνοούν επειδή βολεύονται μέσα στην ΕΕ. Όλοι αυτοί μιλούν για «ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις» με βάση τον «Ιμπεριαλισμό» του Λένιν, που αναφέρεται στον καπιταλισμό των ιμπεριαλιστικών κρατών-εθνών του 19ου αιώνα και έχει ελάχιστη σχέση με τον παγκοσμιοποιημένο κόσμο μας, όπου μόλις προχθές η Υ/Ε αποφάσισε την έναρξη άμεσων διαπραγματεύσεων για την εμπορική ενσωμάτωση ΕΕ και ΗΠΑ στην μεγαλύτερη, ιστορικά, εμπορική συμφωνία!
Περιττό να προσθέσω ότι η υπό κατάληψη ΕΡΤ έδειξε για άλλη μια φορά τον ρόλο της σαν φερέφωνο της Υ/Ε και της ντόπιας ελίτ. Έτσι οι ίδιες ανώδυνες «αιρετικές» φωνές παρέλαυναν από τα μικρόφωνα των ίδιων εκφωνητών που λειτουργούσαν σε όλη την κρίση, αποκλείοντας κάθε φωνή που θα έθετε το θέμα της πραγματικής αιτίας της καταστροφής στην πλήρη ενσωμάτωση της χώρας στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, μέσω της ένταξης της στην ΕΕ.
Συμπερασματικά, το «κλείσιμο» της ΕΡΤ αποτελεί την ώρα μηδέν για το Ελληνικό προτεκτοράτο,  αφού αποτελεί την κορύφωση της κρίσης, αλλά συγχρόνως και την έναρξη της τελικής φάσης «Κινεζοποίησης» του…
Δείτε επίσης: 
 
 

Η κοινοβουλευτική Χούντα εν δράσει και οι ευθύνες δημοσιογράφων, συνδικάτων και Αριστεράς*

Ιούνιος, 16 2013

 

Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών και ιδιαίτερα η αποβολή κάθε δημοκρατικού προσωπείου από την κοινοβουλευτική Χούντα που έχει διορίσει η Υπερεθνική ελίτ στην Ελλάδα για να την κυβερνά, είναι καθοριστικά. Ετσι, η Χούντα αυτή, ξεπερνώντας σε αυταρχικότητα ακόμη και την στρατιωτική Χούντα Παπαδόπουλου, δεν δίστασε να κλείσει την κρατική τηλεόραση. Τα γεγονότα αυτά καθορίζουν πέραν κάθε πια αμφιβολίας τον χαρακτήρα του προτεκτοράτου (βλ. Τ.Φ. Η Ελλάδα ως προτεκτοράτο της Υπερεθνικής Ελίτ, Γόρδιος, 2011) που  έχει επιβάλλει η ελίτ αυτή μέσω της ΕΕ στην χώρα μας, με την πλήρη βέβαια σύμπραξη της ντόπιας ελίτ και των προνομιούχων στρωμάτων. Μόνο σε ένα προτεκτοράτο υπό κατοχή, στην προκειμένη περίπτωση οικονομική, οι γκαουλάιτερ διατάσσουν τα όργανά τους που παριστάνουν τους κυβερνήτες, και ένα «πρόεδρο Δημοκρατίας» που προφανώς δεν έχει ακούσει στη ζωή του τη λέξη «παραίτηση», ότι θέλουν τα ονοματεπώνυμα και διευθύνσεις 2000 δημοσίων υπαλλήλων. Και αυτοί, στη φούρια τους να εξυπηρετήσουν τα ξένα και ντόπια αφεντικά τους, σπεύδουν να κλείσουν εν μια νυκτί, χωρίς να ρωτήσουν κανένα, τα μοναδικά μη ιδιωτικά κανάλια της χώρας. Και είναι ώρα μηδέν, διότι η πράξη αυτή αποτελεί την κορύφωση, αλλά συγχρόνως και την έναρξη της τελικής φάσης στη διαδικασία πλήρους μετατροπής της χώρας σε μια Κινεζοποιημένη Ευρωπαϊκή οικονομία όπου:
 

  • όλος ο κοινωνικός πλούτος της θα είναι ξεπουλημένος σε πολυεθνικές για ένα κομμάτι ψωμί,
  • οι εργαζόμενοι της δεν θα έχουν κανένα ουσιαστικό εργασιακό δικαίωμα και θα είναι στην απόλυτη δικαιοδοσία του εργοδότη τους για το πότε θα τους προσλαμβάνει και πότε θα τους απολύει κατά βούληση, καθως και για τα άθλια μεροκάματα που μόλις θα καλύπτουν τις ανάγκες επιβίωσης,
  • οι «τυχεροί» νέοι που θα μπορούν να σπουδάσουν στα Πανεπιστήμια, τα οποία σύντομα θα αρχίσουν να εισάγουν δίδακτρα, θα είναι ευτυχείς να βρίσκουν δουλειά σε κάποια πολυεθνική στην Ελλάδα ή κυρίως στο εξωτερικό,
  • οι άρρωστοι θα στριμώχνονται σε άθλια δημόσια νοσοκομεία  με γιατρούς  και νοσοκόμους να δουλεύουν κάτω από εξοντωτικές συνθήκες, και
  • οι συνταξιούχοι θα ζούν στο όριο της απόλυτης φτώχειας, έχοντας χάσει τις εισφορές που πλήρωναν όλη τους τη ζωή για να ζήσουν λίγα χρόνια ανθρώπινα μετά απο τον μόχθο μιας ολόκληρης ζωής -για χάρη, υποτίθεται,  της αποπληρωμής ενός Χρέους που έκαναν οι ελίτ και οι προνομιούχοι, για το οποίο βέβαια δεν τους ρώτησε κανείς!
Και όλα αυτά, ενώ τα “γκέτο” των προνομιούχων (περίπου 30% του πληθυσμού που είναι και οι ευνοημένοι της παγκοσμιοποίησης)  θα θεριεύουν, με τα δικά τους πολυτελή νοσοκομεία και σχολεία, τις υπερπολυτελείς βίλες Χολιγουντιανού τύπου με τις πισίνες και ενώ τα “σκάφη” τους στις πολυτελείς μαρίνες (ιδιοκτησίας Κατάρ κ.λπ.) θα τους περιμένουν. Φυσικά, το πανάθλιο αυτό σύστημα των «δύο κόσμων», οι οποίοι θα είναι περισσότερο διακριτοί παρά ποτέ, θα θεωρείται “ανάπτυξη”, αφού το ΑΕΠ θα αυξάνει και η άθλια υποαπασχόληση θα θεωρείται πλήρης απασχόληση, όπως ακριβώς γίνεται σήμερα στις περισσότερες Λατινοαμερικανικές χώρες και τώρα αυξανόμενα στην Ευρώπη, αρχίζοντας με τις χώρες του τ. Υπαρκτού και συνεχίζοντας τώρα στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Το κλείσιμο επομένως της ΕΡΤ είναι απλά ο καταλύτης που θα ολοκληρώσει την καταστροφή των λαϊκών στρωμάτων που άρχισε με τα Μνημόνια και τώρα θα συνεχιστεί με μαζικές απολύσεις, ολοκλήρωση του ξεπουλήματος κοινωνικού πλούτου κλπ. Γι αυτό και δεν έχει καμία πρακτική σημασία αν τελικά οι ελίτ βρουν κάποια μπαλωματική λύση ώστε να συνεχίσει η ΕΡΤ, είτε σαν ΕΡΤ-μαϊμού, είτε κανονικά, μετά από κάποιο «πάγωμα» που θα επιβάλλει το ΣτΕ μέχρι τον Οκτώβρη. Το «μήνυμα» που θέλει να περάσει στον Ελληνικό λαό η Χούντα που τώρα παριστάνει και τη «Θάτσερ-μαϊμού», το πέρασε: να τρομοκρατήσει τον λαό για την παντοδυναμία της. Έτσι, αντίθετα με τη Θάτσερ που είχε τη στήριξη μιας τεράστιας μεσαίας τάξης, η δική μας Χούντα στηρίζεται μόνο στις ελίτ και τα «νέα» προνομιούχα στρώματα (κν. «λαμόγια») που δημιούργησε κυρίως το ΠΑΣΟΚ (πέρα από τα παραδοσιακά προνομιούχα στρώματα που ψήφιζαν πάντα δεξιά), εφόσον η «μεσαία τάξη» που δημιούργησε το ΠΑΣΟΚ στον δημόσιο τομέα σήμερα είναι υπό διωγμό από τη ντόπια και την υπερεθνική ελίτ.
Όμως, δεν είναι μόνο οι ελίτ που ευθύνονται για το κλείσιμο της ΕΡΤ. Το ίδιο συνυπεύθυνες είναι η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ που, όπως συνηθίζουν, έκαναν μια 24ωρη απεργία σε μερικούς κλάδους για την τιμή των όπλων, αντί να κηρύξουν γενική απεργία διαρκείας, όπως επέβαλλε η κρισιμότητα των περιστάσεων, διότι, όπως ανέφερα, το τι έγινε στην ΕΡΤ είναι προπομπός αυτών που θα επακολουθήσουν. Μόνο μια γενική απεργία διαρκείας με καθαρό πολιτικό περιεχόμενο  ενάντια στην ΕΕ και την παγκοσμιοποίηση, καθώς και την Χουντοποίηση της χώρας, θα έδινε την ευκαιρία στα λαϊκά στρώματα, τα οποία κυρίως θα πληρώσουν την ολοκληρούμενη καταστροφή, να ακινητοποιήσουν τη χώρα. Κατόπιν, ας έκανε η κοινοβουλευτική Χούντα επιστράτευση και σύλληψη των εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων, ή ας τολμούσε να κάνει στρατιωτικό Νόμο, για να συνειδητοποιήσει ακόμη και τους λιγότερο συνειδητοποιημένους στα λαϊκά στρώματα για την επιτακτική ανάγκη ενός Μετώπου Κοινωνικής και Εθνικής Απελευθέρωσης:
Αλλά, για να έλθουμε και στους δημοσιογράφους, το ίδιο συνυπεύθυνη είναι η σημερινή ηγεσία της ΕΣΗΕΑ, η οποία τόσο καιρό ενθάρρυνε συνεχείς απεργίες στην ΕΡΤ, που δεν τις συνέδεε όμως με παράλληλες απεργίες στα ιδιωτικά κανάλια, με αποτέλεσμα την απαξίωση της δημόσιας έναντι της ιδιωτικής τηλεόρασης που έχανε συνεχώς σε όρους τηλεθέασης, έτσι ώστε σήμερα η ΕΡΤ να είναι έτοιμη να κλείσει και αύριο να επανιδρυθεί κατά τρόπο που θα είναι ώριμο φρούτο για ιδιωτικοποίηση. Σήμερα, η ίδια αμαρτωλή ηγεσία της ΕΣΗΕΑ που είναι γνωστή και για τον ρόλο της στο κλείσιμο της Ελευθεροτυπίας πέρυσι, ενώ συνεργαζόταν με τ. συντάκτες της για την έκδοση κλώνου της, φρόντισε να σιγήσει κάθε ΜΜΕ ώστε οι πολίτες να μην έχουν ιδέα για τα τεκταινόμενα, ενώ συγχρόνως να αποδυναμώνεται η μαζικοποίηση της λαϊκής οργής. Τα κοινωνικά μίντια, ακόμη και όταν είναι καλοπροάιρετα όπως συμβαίνει με αρκετές ιστοσελίδες, προφανώς δεν έχουν απήχηση στη πλειοψηφία του ελληνικού λαού που δεν έχει καν πρόσβαση  σε κομπιούτερ. Όμως υπήρχε τρόπος για να μην μένει η πλειοψηφία του λαού στο σκοτάδι, όπως θέλουν οι ελίτ και κατά τεκμήριο και η ηγεσία της ΕΣΗΕΑ. Όπως ιστορικά γινόταν σε παρόμοιες γενικές απεργίες των ΜΜΕ, θα μπορούσε να βγαίνει ένα κοινό φύλλο των απεργών δημοσιογράφων, το οποίο θα ήταν κυρίως ειδησεογραφικό και την αντικειμενικότητα του θα εξασφάλιζε μια επιτροπή των απεργών που θα εξέφραζε όλες τις πολιτικές τάσεις της γενικής τους συνέλευσης, ώστε να μην μένει το κοινό στο σκοτάδι την  κρίσιμη αυτή στιγμή. Αντίθετα, με την τακτική που διάλεξε η ΕΣΗΕΑ γρήγορα θα ξεφτίσει η απεργία, ιδιαίτερα αν δοθούν οι μπαλωματικές λύσεις που ανέφερα, αφού και χωρίς αυτές ήδη άρχισε να σπάει η απεργία με τις περισσότερες εφημερίδες να κυκλοφορούν το Σαββατοκύριακο.
Και, φυσικά, οι δημοσιογράφοι της δημόσιας τηλεόρασης φρόντισαν και οι ίδιοι να την απαξιώσουν, κυρίως στα χρόνια της κρίσης, δουλεύοντας αδιαμαρτύρητα σαν φερέφωνα της Χουντικής προπαγάνδας. Έτσι, κάθε φωνή που έθετε την μονομερή άμεση έξοδο από την ΕΕ (όχι απλά την Ευρωζώνη που είναι άλλη μια απάτη!) σαν αναγκαία προϋπόθεση για την έξοδο της χώρας από την καταστροφή, ήταν “κομμένη” από τα πάνελ και τις συνεντεύξεις των δημοσιογράφων της δημόσιας τηλεόρασης, οι οποίοι ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκαν  γι’ αυτή την άθλια λογοκρισία που προφανώς την θεωρούσαν φυσική. Γι’ αυτό άλλωστε και τώρα η κατειλημμένη ΕΡΤ (που εκπέμπει χάρη στην EBU) προβάλλει τους ίδιους αναλυτές και θέσεις που προέβαλλε και πριν, δίνοντας τους μάλιστα τώρα και «εναλλακτικό» χρώμα, αντί να αρχίσει μια καμπάνια διαφώτισης του λαού για τα πραγματικά αίτια της κρίσης στην ΕΡΤ, που οφείλεται βέβαια στη γενικότερη κρίση στην οποία μας καταδίκασε η ένταξη μας στην ΕΕ. Έτσι δίνουν έναν καθαρά συντεχνιακό χαρακτήρα στον αγώνα τους, όπως ακριβώς θέλει και η ελίτ, δικαιώνοντας και τη Χουντική προπαγάνδα. Από αυτή τη σκοπιά η κατειλημμένη ΕΡΤ σήμερα παίζει τον ρόλο ενός «πολυτεχνείου-μαϊμού», γιατί βέβαια οι φοιτητές τότε δεν αναφερόντουσαν μόνο, η ούτε καν κυρίως, στα φοιτητικά αιτήματα, αλλά στα γενικότερα αιτήματα του λαού –γι’ αυτό και κέρδισαν την λαϊκή εμπιστοσύνη.  Όπως αντίστοιχα δεν διαμαρτυρήθηκαν οι ίδιοι δημοσιογράφοι για την κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ελευθερίας του Λόγου όταν ένα νόμιμο κόμμα που σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις (VPRC) προσελκύει 13-15% των ψήφων “κόπηκε” για τις απεχθείς απόψεις του. Όμως, με την ίδια λογική, θα μπορούσε αύριο να κοπεί πχ και το ΚΚΕ αν έθετε θέμα άμεσης εξόδου από την ΕΕ! Αλλά, είναι βασική αρχή ότι η ελευθερία του Λόγου ή είναι αδιαίρετη η είναι ανύπαρκτη. Φασιστικές τάσεις μπορούν να κτυπηθούν μόνο με τον δημοκρατικό ορθολογισμό και την ελευθερία του Λόγου, όχι με το φίμωμα, όπως έκανε η Χουντική ΕΡΤ!
Τέλος ίση, αν όχι μεγαλύτερη, ευθύνη φέρνει η κοινοβουλευτική Αριστερά, η οποία δεν τόλμησε να αποχωρήσει από την Βουλή και να καλέσει τον Λαό σε συλλαλητήριο έξω από αυτή μέχρι να ψηφιστεί σε έκτακτη συνεδρίαση η απόρριψη του ψευδο-νόμου που ενέκρινε η κοινοβουλευτική Χούντα και να προκηρυχθούν άμεσες εκλογές που θα έκριναν οριστικά και το θέμα της ένταξης μας στην ΕΕ, (εάν βέβαια η Αριστερά μας τολμούσε να το θέσει σαν κύριο θέμα!)  Εάν η Αριστερά δεν τολμήσει ούτε αυτή την ύστατη στιγμή να παίξει τον ρόλο της, και επικρατήσουν πάλι οι απόψεις των πολλών βολεμένων μέσα στην ΕΕ στελεχών της, η αναπόφευκτη συνέπεια είναι ότι θα έχει την τύχη της Ευρωπαϊκής «Αριστεράς»…
 
* Μια προηγούμενη πρώτη εκδοχή τoυ άρθρου αυτού επρόκειτο να δημοσιευθεί στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία της 16/6/2013 που λόγω της απεργίας των εργαζομένων στα ΜΜΕ δεν κυκλοφόρησε
 

 

Εξωτερικός σύνδεσμος: 


Τι κάνουμε τώρα; (1) – Τάκης Φωτόπουλος

0
 
Εκτύπωση Εκτύπωση Στείλτο με emailΣτείλτο με email

Μάρτης, 10 2013

Εμίρης Κατάρ με τους ντόπιους λακέδες της υπερεθνικής και ντόπιας ελίτ

http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grE/gre2013/2013_03_10.html

Ενώ στην Ευρώπη ένα αντί-ΕΕ τσουνάμι έχει ξεσπάσει από την Βρετανία μέχρι την Ιταλία, η μόνη χώρα  όπου το θέμα της ΕΕ δεν είναι καν στην δημόσια ατζέντα, είναι η Ελλάδα. Δηλαδή, η χώρα στην οποία έχει επιβληθεί μια ολοκληρωτική καταστροφή των λαϊκών στρωμάτων από την υπερεθνική ελίτ, ώστε να αναγκαστούν να προσφέρουν το μόχθο τους αλλά και τον κοινωνικό πλούτο της χώρας σε τιμές ευκαιρίας. Ήδη φθάσαμε στον έσχατο ευτελισμό να ξεπουλάμε νησιά μας στον γνωστό πειρατο-«επενδυτή» Εμίρη του Κατάρ! Aυτό ακριβώς είναι το περιεχόμενο της «ανάπτυξης μέσω των επενδύσεων» που υπόσχονται οι ελίτ, αλλά υιοθετεί και ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά την επιχειρούμενη εξαπάτηση  ότι θα… αποκλείσει τους πειρατές. Και είναι εξαπάτηση, όταν ακόμη και η πελώρια «κομουνιστική» Κίνα δεν μπόρεσε να τους αποκλείσει, πληρώνοντας την «ανάπτυξη» που της έφεραν οι πολυεθνικές με την ολοκληρωτική καταστροφή του περιβάλλοντος και την αγριότερη δυνατή εκμετάλλευση της εργασίας. Ο λαός της Χαλκιδικής όμως έδειξε τον δρόμο! Και ο λαός στα Ιόνια δεν θα επιτρέψει να τον εξευτελίσουν ξεπουλώντας τα νησιά του  για τις παλλακίδες του Εμίρη…

Η εξαπάτηση της κοινής γνώμης δεν γίνεται επομένως μόνο από συστημικά κανάλια και αναλυτές, αλλά και από κόμματα και αναλυτές της «Αριστεράς». Όλοι αυτοί συμμερίζονται την ευθύνη για τη σημερινή καταστροφή που μας οδήγησε πίσω στη δεκαετία του ’50, στα παιδικά μας χρόνια, όταν ζεσταινόμαστε με μαγκάλια και όποιον πάρει ο Χάρος. Το κρίσιμο πια ερώτημα στα χείλη όλων, είναι : τι κάνουμε τώρα; Στη σειρά αυτή των άρθρων θα προσπαθήσω να δώσω απάντηση στο κρίσιμο αυτό ερώτημα, κατατάσσοντας τις απαντήσεις, με βάση τρία κριτήρια: αίτια-προτεινόμενες λύσεις-αποτίμηση. Ο στόχος είναι να περιληφθεί όλο το πολιτικό φάσμα (οι κατηγοριοποιήσεις δεν είναι βεβαια στεγανές): νεοφιλελεύθεροι * Κεϋνσιανοί * ΣΥΡΙΖΑ * εκτός Ευρώ * ΚΚΕ * «Ελευθεριακοί» * Αυτοδύναμη οικονομία.

ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΙ

Αίτια: η διαφθορά των προηγούμενων κυβερνήσεων και η ανικανότητά τους να εισαγάγουν τις απαιτούμενες από την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση «μεταρρυθμίσεις».

Λύσεις: Άμεση εισαγωγή των «διαρθρωτικών» μεταρρυθμίσεων που επιβάλλει η ανταγωνιστικότητα. Δηλαδή: «ελαστικές» εργασιακές σχέσεις, «Βουλγαροποίηση» μισθών, ουσιαστική διάλυση του Κράτους-πρόνοιας και συνακόλουθη μείωση φόρων για τους επενδυτές, μαζικές ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ. Οι «μεταρρυθμίσεις» αυτές θα φέρουν «ανάπτυξη» αυτού του είδους, στον βαθμό που αρκετές πολυεθνικές θα προσελκυστούν να επενδύσουν στην Ελλάδα.

Αποτίμηση: αν δεχτούμε ότι η παραμονή μας στην ΕΕ και η σύνδεσή μας με την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι… θέλημα Θεού, τότε η παραπάνω ανάλυση δεν είναι αβάσιμη. Όμως, η «λύση» αυτή θα μονιμοποιήσει τη σημερινή λαϊκή καταστροφή, γεγονός που επιβάλλει την άμεση μονομερή έξοδο από την ΕΕ.

ΚΕΫΝΣΙΑΝΟΙ

Αίτια: ανεξάρτητα από τα ποια είναι ακριβώς τα αίτια, όπου υπάρχουν διαφορές μεταξύ τους, όλοι τους συμφωνούν ότι η κρίση επιδεινώθηκε ραγδαία, ως αποτέλεσμα των πολιτικών λιτότητας που εφαρμόζει η ΕΕ, τις οποίες χαρακτηρίζουν «μυωπικές» (ή, εναλλακτικά, ως ηγεμονικές πολιτικές της Γερμανίας).

Λύσεις:  ανατροπή της  ύφεσης με πολιτικές… Ρούζβελτ, «ξεχνώντας» ότι σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία παρόμοιες πολιτικές είναι ανέφικτες! Ακόμη και ο Ομπάμα, που θαύμαζε ο Τσίπρας, σήμερα εφαρμόζει «αυτόματες» πολιτικές λιτότητας, ενώ ο «σοσιαλιστής» Ολάντ, αντιμετωπίζοντας «φυγή κεφαλαίου», ήδη άρχισε στροφή 180 μοιρών. Συγκεκριμένα για την Ελλάδα, οι Κευνσιανοί συνιστούν παραγωγικές επενδύσεις για να καλυφθεί το έλλειμμα της ανταγωνιστικότητας

Αποτίμηση: Το αναπάντητο ερώτημα είναι από που θα προέλθουν τα σχετικά κεφάλαια για παρόμοιες επενδύσεις, ιδιαίτερα όταν οι περισσότεροι από αυτούς δεν αμφισβητούν ούτε το Ευρώ, ενώ κανένας δεν αμφισβητεί την ΕΕ! Μήπως απο… «μη πειρατές» επενδυτές; Ή μήπως απο την ΕΚΤ, με βάση κάποια παραλλαγή του Αμερικάνικου ομοσπονδιακού συστήματος; Όμως, η Ευρώπη έχει μικρή οικονομική, και ελάχιστη πολιτιστική, ομοιογένεια για να εφαρμόσει παρόμοιο σύστημα που θα σήμαινε ότι ακόμη και χώρες σαν την Γαλλία και την Ιταλία θα έχαναν σχεδόν κάθε εθνική και οικονομική κυριαρχία.

 

Αλλα θα επανέλθω στη Σαββατιάτικη 16/3.

 

 


Ο Ιταλικός κόλαφος – Τάκης Φωτόπουλος

0

Εκτύπωση Εκτύπωση Στείλτο με emailΣτείλτο με email

Μάρτης, 02 2013

italy-eu.jpg

 

Δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία, Σάββατο 2 Μαρτίου 2013


 

http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grE/gre2013/2013_03_02.html

 

Τον Νοέμβρη του 2011 η υπερεθνική ελίτ που διαχειρίζεται τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση καθιέρωσε και επίσημα τoν θεσμό της κοινοβουλευτικής Χούντας στην Ελλάδα και την Ιταλία. Όπως έγραφαν τότε οι Financial Times, το Ευρωπαϊκό τμήμα της ελίτ αυτής απέστειλε δύο νέους κυβερνήτες: «στη θέση του αλλοπρόσαλλου Παπανδρέου τον πρώην αντιπρόεδρο της ΕΚΤ (Παπαδήμο), και στη θέση του απείθαρχου Μπερλουσκόνι τον Μόντι, πρώην επικεφαλής της πολιτικής ανταγωνισμού στην Κομισιόν». Και οι δύο, μέλη της Τριμερούς Επιτροπής (Trilateral Commission), δηλ. της επιτροπής που είχε ιδρύσει ο Ροκφέλλερ για τη διαχείριση της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, οι οποίοι μαζί με τον Ντράγκι  (που ακόμη διευθύνει την ΕΚΤ) ανήκουν, σε διαφόρους βαθμούς, στο Ευρωπαϊκό τμήμα της Goldman Sachs, κύριου «στελέχους» της υπερεθνικής ελίτ! Και ο μεν Παπαδήμος αντικαταστάθηκε από τους αντάξιους, ως προς την δουλικότητά τους στην υπερεθνική ελίτ,  σημερινούς μας κυβερνήτες, ο δε Μόντι ήταν η μεγάλη ελπίδα της υπερεθνικής ελίτ για να συγκρατηθεί η Ιταλία στο ίδιο χαλινάρι με την Ελλάδα.

Πριν από ένα μόλις μήνα, στο Νταβός όπου συγκεντρώνεται κάθε χρόνο άτυπα η υπερεθνική ελίτ, υποδεχόντουσαν τον Μόντι σαν τον «σωτήρα της Ευρώπης». Οι στημένες δημοσκοπήσεις της ίδιας ελίτ τον έφερναν φαβορί να σχηματίζει κυβέρνηση μαζί με τον Μπερσάνι, τον Ιταλό…Τσίπρα, και την εκφυλισμένη τέως κομμουνιστική Αριστερά που εκπροσωπείται από το Δημοκρατικό κόμμα της Ιταλίας, που δεν διανοείται μεν, ακριβώς όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, να θέσει θέμα εξόδου από την  ΕΕ, αλλά τουλάχιστον δεν εξαπατά τον Λαό ότι ακόμη και μέσα στην ΕΕ θα μπορούσε να παραβεί τους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας! Οι πολιτικές αυτές  έχουν ήδη προκαλέσει σημαντική φτωχοποίηση που δεν συγκρίνεται βέβαια με την Ελληνική καταστροφή. Γι’ αυτό και οι αγορές, προεξοφλώντας τη νίκη του διδύμου της υπερεθνικής ελίτ (Μόντι/Δημοκρατικό κόμμα) ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξες στην αρχή, μέχρι να έλθουν τα νέα για τη πανωλεθρία του Μόντι που δεν κατάφερε να συγκεντρώσει παρά μόνο το 10% των ψήφων, αλλά και την αντίστοιχη βαριά ήττα του Δημοκρατικού κόμματος που έχασε το 30% των ψήφων του σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές. Και εδώ έγκειται ο κόλαφος του Ιταλικού λαού στην υπερεθνική ελίτ. Όχι μόνο το νεοσύστατο «κίνημα» του Γκρίλλο δεν διστάζει να θέσει θέμα δημοψηφίσματος για την έξοδο από το Ευρώ (που η δυναμική του σε μια χώρα του μεγέθους της Ιταλίας, θα έθετε και θέμα εξόδου και από ΕΕ)  αλλά και το κόμμα του Μπερλουσκόνι δεν το έχει αποκλείσει, εισπράττοντας τη λυσσασμένη επίθεση της υπερεθνικής ελίτ. Έτσι πάνω από 55% του Ιταλικού λαού (και πολύ περισσότεροι αν συνυπολογίσουμε την αποχή-ρεκόρ) δεν διστάζουν να αγγίξουν την πραγματική αιτία των δεινών τους, την ένταξη στην ΕΕ, ενώ στην Ελλάδα χάρις κυρίως στην αξιωματική αντιπολίτευση που διαθέτουμε, η υπερεθνική ελίτ δεν έχει λόγο να ανησυχεί για την χώρα μας, όπως άλλωστε διαπίστωσε και «ιδίοις όμμασιν» από τις επισκέψεις του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ σε Βερολίνο και Ουάσιγκτον για να επιδώσει τα «διαπιστευτήρια» του!

Φυσικά, όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι ήδη γίνεται κάποια ριζική αλλαγή στην  Ιταλία, ιδιαίτερα αν πάρουμε υπόψη τη σύνθεση και τον χαρακτήρα των δύο λαϊκιστικών κομμάτων που ήταν οι νικητές. Απλά, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει η δυναμική για ριζικές αλλαγές, η οποία απουσιάζει σήμερα στην Ελλάδα. Έτσι, η παράταξη Μπερλουσκόνι εκπροσωπεί μεν τα συμφέροντα της Ιταλικής ελίτ και των προνομιούχων στρωμάτων, τα οποία όμως δεν συμπίπτουν πάντα με αυτά της υπερεθνικής ελίτ γιατί η Ιταλία δεν παύει να είναι μια χώρα της Ευρωπαϊκής περιφέρειας που αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα απώλειας της ανταγωνιστικότητάς της εξαιτίας της ένταξής της στην ΕΕ/Ευρωζώνη. Αυτό σημαίνει ότι στην Ιταλία, σε αντίθεση με την Ελλάδα που δεν διαθέτει καν αξιόλογη παραγωγική δομή, ένα κόμμα σαν αυτό του Μπερλουσκόνι δεν θα δίσταζε να έλθει σε σύγκρουση με την Ευρωπαϊκή ελίτ για να προστατεύσει τα συμφέροντα της Ιταλικής ελίτ. Ανάλογα ισχύουν για το «κίνημα» του Γκρίλλο που, καθεαυτό, είναι εντελώς ακίνδυνο για την υπερεθνική ελίτ, αφού δεν καταδικάζει το ίδιο το σύστημα αλλά απλά την διαφθορά του από παραδόπιστους πολιτικούς. Είναι, δηλαδή, το κόμμα των «αγανακτισμένων» το οποίο, χωρίς πολιτικό πρόταγμα, ανάλυση που να το στηρίζει, και συνακόλουθη στρατηγική, εκφράζει την οργή του Ιταλικού λαού με εντελώς ανοργάνωτο (και επομένως ελέγξιμο από τις ελίτ) τρόπο ―όπως συνέβαινε γενικά με τους «αγανακτισμένους».

Το μεγάλο ερώτημα επομένως που αφορά όλους τους Ευρωπαϊκούς λαούς είναι αν ο Ιταλικός λαός θα ξεπεράσει τις συστημικές παγίδες που εκφράζουν τα κόμματα Μπερλουσκόνι και Γκρίλλο, καθώς και τα  ψευτοδιλήμματα για τις πολιτικές λιτότητας και την «κακή» Μέρκελ, και θα προχωρήσει στη δημιουργία ενός παλλαϊκού Μετώπου με στόχο την έξοδο από την ΕΕ και την οικονομική αυτοδυναμία, ώστε να ξανακτίσει την παραγωγική δομή της χώρας. Γεγονός που, αντικειμενικά, θα μπορούσε να θέσει τις βάσεις μελλοντικής συστημικής αλλαγής


Η ώρα των ριζικών λύσεων – Τάκης Φωτόπουλος

0
 

Εκτύπωση Εκτύπωση Στείλτο με emailΣτείλτο με email

Φλεβάρης, 24 2013

ΘΕΜΑ: Προτεκτοράτο μέσα στην ΕΕ ή Αυτοδύναμη Οικονομία ως βάση ενός νέου διεθνισμού;

 

Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 24 Φεβρουαρίου 2013


http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grE/gre2013/2013_02_24.html

Οι καταστροφικές οικονομικές συνέπειες της σημερινής οικονομικής κατοχής από την υπερεθνική και τις ντόπιες ελίτ δεν διαφέρουν σημαντικά από τις αντίστοιχες της στρατιωτικής Κατοχής πριν 70 χρόνια. Το βασικό στοιχείο που διαφοροποιεί ριζικά τη σημερινή κατοχή, που είναι και το πιο αβάσταχτο για τα λαϊκά στρώματα, είναι η έλλειψη οποιουδήποτε συνεκτικού στόχου και συνακόλουθα οποιασδήποτε ελπίδας για πραγματική βελτίωση της κατάστασής τους, σε μια ριζικά διαφορετική κοινωνία. Αυτόν τον καθοριστικό ρόλο έπαιζε τότε το ΕΑΜ.

Το γεγονός αυτό δεν είναι βέβαια περίεργο δεδομένου ότι τότε ο στόχος ήταν κατ’ αρχήν η εθνική απελευθέρωση που συνένωνε όλους, από την Αριστερά μέχρι τον ευρύτερο πατριωτικό χώρο, ενώ η κοινωνική απελευθέρωση από την ανισότητα, την ανεργία και την φτώχεια ― όπου και αρχίζουν οι διαφορές ανάλογα με τις ταξικές και ιδεολογικές θέσεις του καθενός/καθεμιάς― εθεωρείτο επακόλουθο της πρώτης. Σήμερα όμως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο:  δεν νοείται εθνική απελευθέρωση αν δεν προηγηθεί κοινωνική απελευθέρωση. Το ζητούμενο όμως είναι αν αυτή η κοινωνική απελευθέρωση μπορεί, στις σημερινές συνθήκες, να πάρει τη μορφή συστημικής αλλαγής, ή αν θα πρέπει, αρχικά τουλάχιστον, να περιοριστεί στην εξασφάλιση των κοινωνικών προϋποθέσεων για την άμεση ανάκτηση της εθνικής και οικονομικής κυριαρχίας που  θα έβαζε και τα θεμέλια για την ολοκληρωτική κοινωνική απελευθέρωση στο μέλλον, με τη μορφή συστημικής αλλαγής, η οποία θα αποφασιζόταν δημοκρατικά από τον Λαό.

Και αυτό, διότι σήμερα έχουμε χάσει τόσο την οικονομική κυριαρχία όσο και την συνακόλουθη εθνική, σε μια διαδικασία που εντάθηκε στη μεταπολεμική περίοδο όταν η χώρα εντάχθηκε, κυρίως με την προσχώρησή της στην ΕΟΚ/ΕΕ και την Ευρωζώνη που αποφάσισαν οι ελίτ μας, στη παγκοσμιοποιημένη οικονομία της αγοράς, η οποία μόνο νεοφιλελεύθερη μπορούσε να ήταν, παρά τα παραμύθια της ρεφορμιστικής Αριστεράς και «προοδευτικών» οικονομολόγων του κατεστημένου.

Η ένταξη μας στην ΕΟΚ/ΕΕ οδήγησε στη πλήρη εξάρτηση από τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς για γεωργικά προϊόντα που κάλυπταν βασικές ανάγκες του λαού μας, ενώ τώρα, με τις ιδιωτικοποιήσεις και τις ξένες επενδύσεις που περιμένουμε για την «ανάπτυξη», όπως μας επιβάλλουν οι ξένες και ντόπιες ελίτ, θα χάσουμε κάθε αυτοδυναμία στην κάλυψη εξίσου βασικών αναγκών όπως το ηλεκτρικό, το νερό, οι συγκοινωνίες, οι επικοινωνίες κ.λπ.. Η απώτερη δηλαδή αιτία που μας οδήγησε στη σημερινή καταστροφή, δεν ήταν το Χρέος, το οποίο ήταν απλά μια συνέπεια της καταστροφής της παραγωγικής μας δομής ―γι'αυτό και είναι εντελώς αποπροσανατολιστική η «Χρεολογία» καθώς και τα περί Λογιστικού ελέγχου του Χρέους κλπ.. Η αιτία ήταν το άνοιγμα και απελευθέρωση των αγορών μας, ενώ δεν διαθέταμε παραγωγική δομή αρκούντως «ανταγωνιστική» για να συναγωνιστεί τα εισαγόμενα προϊόντα από χώρες του Βορρά, με υψηλότερη παραγωγικότητα λόγω του ιστορικού τους επιπέδου ανάπτυξης, ή από χώρες του Νότου, με  εξαθλιωμένους μισθούς και αντίστοιχες εργασιακές συνθήκες.

Αυτό το γεγονός αποκρύπτουν συνειδητά ή μη, «συστημικές» θεωρίες που αποδίδουν την αιτία της καταστροφής στους κακούς πολιτικούς, τη διαφθορά, το κακό κράτος κ.λπ., «αντισυστημικές»  που την αποδίδουν  σε γενικότερες καπιταλιστικές κρίσεις, και «ενδιάμεσες» που μιλούν για την κακή δόμηση της Ευρωζώνης, τη «Χρεοκρατία» κλπ.. Η αναπόφευκτη συνέπεια είναι μια τρομερή ιδεολογική σύγχυση που κάνει αδύνατη τη συνένωση των λαϊκών στρωμάτων που είναι τα θύματα της παγκοσμιοποίησης σε ένα παλλαϊκό μέτωπο με συγκεκριμένους στόχους και πρόγραμμα που θα συνεπάγονταν την ανοικοδόμηση της παραγωγικής δομής με βάση την οικονομική αυτοδυναμία, που προϋποθέτει την μονομερή έξοδο από την ΕΕ (και όχι απλά από την Ευρωζώνη που θα ήταν καταστροφική!), τη μονομερή διαγραφή του Χρέους,  την ακύρωση των Μνημονίων κ.λπ..

Μόνο ριζικές λύσεις μπορούν να μας βγάλουν από μια ριζική καταστροφή σαν τη σημερινή. Τα ημίμετρα και οι συστημικές ψευδο-λύσεις, ή, αντίστοιχα, οι αντισυστημικές προτάσεις ενώ λείπουν οι υποκειμενικές συνθήκες γι αυτές, απλώς διαιωνίζουν την καταστροφή.

 


Είναι αναστρέψιμη η καταστροφή; – Τάκης Φωτόπουλος

0
 

Εκτύπωση Εκτύπωση Στείλτο με emailΣτείλτο με email

Φλεβάρης, 16 2013
 

skines_katoxis.jpg

 

 

 

 

 

 

Ελευθεροτυπία, Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013

http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grE/gre2013/2013_02_16.html

Ενώ η καταστροφή των λαϊκών στρωμάτων συνεχίζεται και εντείνεται, με περίπου 4 εκ των πολιτών (σχεδόν το 40% του πληθυσμού) να έχουν ήδη φτωχοποιηθεί, την ανεργία να αγκαλιάζει σχεδόν 60% των νέων και την Υγεία, και Εκπαίδευση να καταρρέουν, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, που (μέσω της ένταξής μας στην ΕΕ) είναι η απώτερη αιτία της καταστροφής αυτής, επίσης προχωρά αλματωδώς. Έτσι, μόλις ανακοινώθηκε ότι ΕΕ και ΗΠΑ θα ξεκινήσουν άμεσα διαπραγματεύσεις για μια υπερατλαντική συμφωνία ελευθέρου εμπορίου που ανοίγει το δρόμο για τη μεγαλύτερη, στην Ιστορία, εμπορική συμφωνία  ανοίγματος και απελευθέρωσης των αγορών εμπορευμάτων. Και αυτό τη στιγμή που η μεν ρεφορμιστική Αριστερά μας, εντελώς αποπροσανατολιστικά, μιλά για το… τέλος της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και την αλλαγή “από τα μέσα” της ΕΕ, ενώ η αντισυστημική Αριστερά, προσκολλημένη σε ξεπερασμένες  θεωρητικές κατασκευές που δεν έχουν σχέση με το νέο φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης και τη συνακόλουθη απώλεια της οικονομικής και γενικότερα εθνικής κυριαρχίας, μιλά για …ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις.

Κατά την άποψή μου, απώτερη αιτία της καταστροφής είναι η ένταξή μας στην ΕΕ και μέσω αυτής στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Επομένως, το συνεκτικό αίτημα, που θα  μπορούσε να συνενώσει τα λαϊκά στρώματα που αποτελούν τα θύματά της σε ένα παλλαϊκό μέτωπο για την σωτηρία από την καταστροφή, θα μπορούσε να είναι η έξοδος από την ΕΕ, μέσα από ένα συγκροτημένο πρόγραμμα με βραχυπρόθεσμους, μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους για την έξοδο από την ΕΕ, σαν προϋπόθεση για την αποκοπή των δεσμών μας με την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.[1] Με τη μαζική απήχηση που θα είχε ένα παρόμοιο ευρύ μέτωπο σαν το προτεινόμενο, τόσο η σημερινή καταστροφή, που δεν είναι μόνο οικονομική αλλά και κοινωνική και πολιτιστική, θα μπορούσε να αντιστραφεί, αλλά και θα μπορούσαν να τεθούν οι βάσεις για μια ριζική συστημική κοινωνική αλλαγή μέσα από το ξανακτίσιμο της παραγωγικής δομής με βάση την αυτοδυναμία.

Αντί, όμως, για τη δημιουργία μιας μαζικής συλλογικής συνειδητοποίησης πάνω σε συγκριμένα και πραγματοποιήσιμα αιτήματα, υπάρχει μια απερίγραπτη ιδεολογική σύγχυση για τα πραγματικά αίτια της καταστροφής και τις δυνατότητες εξόδου από αυτή, που σε μεγάλο βαθμό είναι, βέβαια, καλλιεργημένη από τα άθλια ΜΜΕ που ελέγχουν οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ. Δικαιολογημένα οι ντόπιες και ξένες ελίτ πανηγυρίζουν για τη μεγάλη σχετική ευκολία (που κανένας δεν περίμενε), με την οποία καταστρέφουν τον ελληνικό λαό, που δεν οφείλεται ασφαλώς στην εθελοδουλία και παρόμοιες (βολικές) ανοησίες που υποστηρίζουν περισπούδαστες «ερμηνείες» κάποιων «αριστερών». Στην τρομερή όμως αυτή σύγχυση συμβάλλει αποφασιστικά και η αποτυχία της αντισυστημικής Αριστεράς που, ενώ σωστά βλέπει ότι διέξοδος από την καταστροφή μέσα στην ΕΕ είναι αδύνατη, δεν επιδίωξε να ηγηθεί ενός λαϊκού μετώπου σαν το παραπάνω.  Αντίθετα συνδέοντας την έξοδο απο την ΕΕ με την σοσιαλιστική επανάσταση, ουσιαστικά παράπεμψε την άμεση σωτηρία απο την ολοκληρωτική καταστροφή στις …Ελληνικές καλένδες, αφού προφανώς δεν υπάρχουν οι υποκειμενικές συνθήκες γι αυτήν.

Περιττό βέβαια ν’ αναφερθώ στη σύγχυση που δημιουργεί εκείνο το τμήμα της Αριστεράς που δεν κάνει απλά λάθος στρατηγικής, όπως η αντισυστημική Αριστερά, αλλά εσκεμμένα, για να κατακτήσει την εξουσία, υποστηρίζει την αποπροσανατολιστική θέση ότι  είναι δυνατή η διέξοδος από την κρίση μέσα στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, προσελκύοντας έτσι τους απογοητευμένους (τ. βολεμένους)  νοικοκυραίους του ΠΑΣΟΚ και αυξάνοντας αλματωδώς τις ψήφους της. Φυσικά, σε περίπτωση «νίκης» στις επόμενες εκλογές, οπότε θ’ αποκαλυπτόταν η εξαπάτηση, αυτό θα οδηγούσε στην εξαφάνιση γενικά της Αριστεράς, όπως ήδη έχει γίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη! Ούτε αναφέρομαι στην παραλλαγή της εκδοχής αυτής που υποστηρίζει μεν έξοδο από την Ευρωζώνη αλλά όχι και από την ΕΕ –που στη πραγματικότητα είναι και το «Σχέδιο Β» της υπερεθνικής ελίτ αν γίνει ανεξέλεγκτη η κατάσταση στην Ελλάδα…

Μια σημαντική παράπλευρη απώλεια αυτής της ολοκληρωτικής αποτυχίας της Αριστεράς ήταν η στροφή των λαϊκών στρωμάτων σε ακροδεξιά σχήματα, τα οποία όμως στην Ελλάδα δεν είναι καν του τύπου των πατριωτικών–εθνικιστικών κομμάτων όπως το Κόμμα της Ανεξαρτησίας στη Βρετανία. Αντίθετα, η ηγεσία των σχημάτων αυτών εμπνέεται από τους…Γερμανοτσολιάδες και τα προπολεμικά (αλλά και μεταπολεμικά) φασιστοειδή, που πάντα ήταν μια ελάχιστη μειοψηφία στον Ελληνικό λαό, και σήμερα χάρη στη προσέλκυση οργισμένων λαϊκών στρωμάτων (που δεν έχουν βέβαια σχέση με τον εθνικοσοσιαλισμό!) χρησιμοποιούνται από τις συστημικές δυνάμεις σαν “φασιστικός μπαμπούλας”, για αποπροσανατολισμό και ψηφοθηρικούς λόγους. Ένα όμως πραγματικά πατριωτικό κίνημα που θα καταλάβαινε ότι η μετανάστευση είναι συνέπεια της παγκοσμιοποίησης και ότι η έξοδος από την ΕΕ θα έλυνε επίσης αυτό το πρόβλημα, θα μπορούσε να παίξει σημαντικό ρόλο σε ένα παλλαϊκό μέτωπο.

Στη σειρά των άρθρων που θα ξεκινήσουν με τη στήλη μου στην Κυριακάτικη «Ε» της 24/2 και θα εναλλάσσονται με αυτή τη στήλη θα προσπαθήσω να δώσω απαντήσεις στα ερωτήματα που έθεσα εδώ. 
 

 


[1] Βλ.λ.χ. http://www.periektikidimokratia.org/anakoinoseis/2012-11-05/apergia-6-11-2012-palevoume-ee-mekea


Παγκοσμιοποίηση και κοινοβουλευτικές χούντες- Τάκης Φωτόπουλος

0

Εκτύπωση Εκτύπωση Στείλτο με emailΣτείλτο με email

Φλεβάρη 10 2013

 

Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία

afissa_egklima_eu_metopo_mekea.jpg

   http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grE/gre2013/2013_02_10.html

 

Η Νέα Διεθνής Τάξη που σηματοδότησαν αφενός η άνοδος της διεθνοποιημένης καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, σαν συνέπεια της ανάδυσης του νέου φαινόμενου των πολυεθνικών, και αφετέρου η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», χαρακτηρίζεται από δύο αλληλένδετα στοιχεία. Το ένα αφορά το οικονομικό επίπεδο, και συνοπτικά ονομάζεται «νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση», ενώ το άλλο, το πολιτικό επίπεδο, αφορά  τη μορφή που παίρνει στις συνθήκες παγκοσμιοποίησης η κοινοβουλευτική «δημοκρατία». Και τα δύο αυτά στοιχεία είναι μη αναστρέψιμα φαινόμενα μέσα στο διεθνοποιημένο καπιταλιστικό σύστημα, και δεν έχουν επομένως σχέση με συνωμοσίες, δόγματα και κακές πολιτικές «κακών» πολιτικών, όπως ισχυρίζεται αποπροσανατολιστικά η ρεφορμιστική Αριστερά.

Ανάλογα, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν είναι απλά η συνέχιση της αποτυχημένης απόπειρας στις αρχές του περασμένου αιώνα για τη διεθνοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, όπως ισχυρίζονται αναχρονιστικές εκδοχές του Μαρξισμού που βασίζονται σε αντίστοιχα αναχρονιστικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού και του υπερ-ιμπεριαλισμού οι οποίες αγνοούν το θεμελιακό γεγονός που χαρακτηρίζει τη σημερινή παγκοσμιοποίηση: την ουσιαστική απώλεια της οικονομικής και, συνακόλουθα, της πολιτικής (αλλά και πολιτιστικής) κυριαρχίας. Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι δηλαδή μια δομική αλλαγή του καπιταλιστικού συστήματος που γεννήθηκε και καθολικεύθηκε χάρη στην μαζική εξάπλωση των πολυεθνικών, οι οποίες σήμερα ελέγχουν το παγκόσμιο εμπόριο και παραγωγή, μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο που καθορίσαν οι ίδιες, με βάση τους διεθνείς οργανισμούς κάτω απο τον έλεγχό τους, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, το ΔΝΤ αλλά και οικονομικές ενώσεις όπως η ΕΕ και η NAFTA. Το θεσμικό αυτό πλαίσιο συνοψίζεται στο άνοιγμα και την απελευθέρωση των αγορών εμπορευμάτων και κεφαλαίου και τις «ελαστικές» εργασιακές σχέσεις που καθιερώνουν την ανταγωνιστικότητα σαν το παγκόσμιο κριτήριο του τι, πως και που θα παραχθεί.

Όλα τα άλλα (το πετσόκομμα του κράτους πρόνοιας, οι μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, οι πολιτικές λιτότητας και συνακόλουθα η μαζική ανεργία και φτώχεια των θυμάτων της παγκοσμιοποίησης) είναι αναπόφευκτες  συνέπειες των παραπάνω θεσμικών αλλαγών. Γι’ αυτό, οποιοδήποτε κόμμα να εκλεγεί σε μια χώρα που είναι ενσωματωμένη στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς θα εφαρμόσει βασικά τις ίδιες πολιτικές—εκτός αν αποκόψει τους δεσμούς της χώρας με αυτήν. Με δεδομένες επομένως τις παραμέτρους που καθορίζει το διεθνές θεσμικό πλαίσιο που ανέφερα, τα κράτη-έθνη περιορίζονται στον ρόλο διαχειριστή της παγκοσμιοποίησης, μολονότι φυσικά υπάρχουν διαφοροποιήσεις, στις οποίες δεν μπορώ να επεκταθώ, ανάλογα με τον βαθμό και τον τρόπο ενσωμάτωσης μιας χώρας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς κ.λπ.

Όπως είναι αυτονόητο από τα παραπάνω, η μορφή της κοινοβουλευτικής «δημοκρατίας» αλλάζει ριζικά στο νέο παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο και γίνεται ένα υβρίδιο μεταξύ της παλαιάς κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και μιας Χούντας, εξ ου και ο όρος «κοινοβουλευτική Χούντα». Έτσι τα κόμματα που κυβερνούν σήμερα εκλέγονται μέσα από μια διαδικασία που έχει ελάχιστα κοινά χαρακτηριστικά με τις παλαιές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, όπου κόμματα μαζών, με σαφώς διαφοροποιημένα εκλογικά προγράμματα (συντηρητικά, σοσιαλδημοκρατικά, κ.λπ.) εναλλάσσονταν στην  εξουσία. Σήμερα, πολιτικά κόμματα χωρίς μαζική βάση  και με πολιτικά προγράμματα που αποτελούν απλά παραλλαγές τη ίδιου θέματος απευθύνονται σε ένα περίπου 50%-60% του εκλογικού σώματος, εφόσον τα λαϊκά στρώματα που είναι τα θύματα της παγκοσμιοποίησης βασικά απέχουν από την εκλογική διαδικασία θεωρώντας (σωστά), ότι δεν τους αφορά. Και φυσικά η όλη διαδικασία χειραγωγείται κατάλληλα από τα ΜΜΕ (και κυρίως τα κανάλια) που ανήκουν στις ίδιες οικονομικές ελίτ, οι οποίες στις ΗΠΑ —την αποθέωση κοινοβουλευτικής Χούντας— χρηματοδοτούν και τα δύο εναλλασσόμενα κόμματα εξουσίας!

Με αυτή την έννοια, οι διαφορές μεταξύ μιας στρατιωτικής και μιας κοινοβουλευτικής Χούντας ελαχιστοποιούνται. Η πρώτη αποκτά εξουσία μέσα από ένα στρατιωτικό πραξικόπημα και κυβερνά μέσα από διατάγματα. Η δεύτερη κατακτά την εξουσία μέσα από μια ψευδο-δημοκρατική εκλογική διαδικασία σαν την παραπάνω και κυβερνά μέσα από «νόμους» που περνούν από μια τυπική κοινοβουλευτική διαδικασία, ενώ το περιεχόμενο τους έχει προκαθοριστεί από την Χούντα που αποτελεί την κυβερνώσα πολιτική ελίτ, με βάση το θεσμικό πλαίσιο που ανάφερα και τις εντολές των ντόπιων ελίτ, σε αγαστή σύμπνοια με την υπερεθνική ελίτ, όπως την έχω ορίσει άλλου. Και οι δυο μορφές Χούντας ασκούν οικονομική βία και καταφεύγουν συχνά στην κρατική βία, μολονότι η «κοινοβουλευτική» μορφή της τη συγκαλύπτει κάτω από διαδικασίες και δικαιώματα που σήμερα είναι περισσότερο τυπικά παρά ουσιαστικά.

 


*Ο Τάκης Φωτόπουλος γράφει κάθε δεύτερη Κυριακή στην ΚΕ, με εναλλαγή κάθε δεύτερο Σάββατο στην Σαββατιάτικη


Η Χουντική απόπειρα συντριβής κάθε αντίστασης – Τάκης Φωτόπουλος

0

 

Εκτύπωση Εκτύπωση Στείλτο με emailΣτείλτο με email

Φλεβάρης, 02 2013

 

Ελευθεροτυπία, Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013


http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grE/gre2013/2013_02_02.html

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Στον αξέχαστο Παναγιώτη Κουμεντάκη που αγωνίστηκε να συνθέσει
την  Οικολογική Ιατρική με μια Περιεκτική Δημοκρατία.

 

Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών φανερώνουν ότι έχουμε μια συντονισμένη απόπειρα συντριβής κάθε αντίστασης από την Κοινοβουλευτική Χούντα, με στόχο το άνετο ξεπούλημα του κοινωνικού μας πλούτου, που πρέπει μάλιστα να γίνει στις πιο εξευτελιστικές τιμές, αφού μας επιβάλλεται ακόμη και να αρνηθούμε καλύτερες προσφορές που δεν προέρχονται  απο μέλη της υπερεθνικής ελίτ (π.χ. Ρωσία)! Αναφέρομαι συγκεκριμένα:

―στην Χουντική πράξη της επίταξης απεργών για να σπάσουν την απεργία στο μετρό, κάτι που δεν τόλμησε να κάνει ούτε η πιο αντιδραστική Βρετανική κυβέρνηση της Θάτσερ, όταν οι ανθρακωρύχοι  για μήνες παρέλυαν την οικονομική ζωή της χώρας,

―στην παρεμπόδιση των αγροτών από τα ΜΑΤ να διαμαρτυρηθούν,  κάτι που ούτε η πιο  αντιδραστική Γαλλική Κυβέρνηση του Σαρκοζί τόλμησε, όταν  οι αγρότες έμπαιναν με τα τρακτέρ στις πόλεις! Και, τέλος,

―στην επίθεση των ΜΑΤ κατά των συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ με Γκεμπελικές δικαιολογίες ότι κατέστρεψαν κρατική περιουσία, όταν το ΠΑΜΕ και το ΚΚΕ είναι γνωστά για τις …Γκαντικές πρακτικές τους στη μεταπολίτευση.

Η κυβέρνηση αυτή είναι και συμπεριφέρεται σαν κοινοβουλευτική Χούντα, παρά τα άθλια ψέματα των καλοπληρωμένων παπαγάλων στα κανάλια, (που επαναλαμβάνουν τα αντίστοιχα ψέματα της τρικομματικής κυβέρνησης των καλοβολεμένων αρχηγών με τα δεκάδες ακίνητα και περιουσιακά στοιχεία στη διάθεση τους) ότι δήθεν στηρίζεται στη λαϊκή πλειοψηφία για να περνά «νόμους» που συντρίβουν, όσο ποτέ άλλοτε απο συστάσεως του Ελληνικού Κράτους, τα λαϊκά στρώματα, τα οποία αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού. Και αυτό, για τρεις λόγους.

Πρώτον, διότι η κυβέρνηση αυτή που στηρίζεται σε τρία κόμματα ψηφίστηκε από μια (σχετικά) μικρή μειοψηφία του εκλογικού σώματος. Έτσι, λόγω της μαζικής αύξησης της αποχής (που σημείωσε αύξηση ρεκόρ πάνω από 20% μεταξύ των εκλογών 2009 και 2012) η «λαοπρόβλητη» τρικομματική κυβέρνηση εκλέχτηκε από μόλις το 30% του εκλογικού σώματος! Δηλαδή, ακριβώς από το ίδιο ποσοστό που, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, αγωνίζεται σήμερα να μείνουμε στην ΕΕ, παρά την καταστροφή που μας επιβάλλει η παραμονή μας σε αυτή. Όχι από σύμπτωση, αυτό είναι περίπου και το ποσοστό των βολεμένων συμπολιτών μας, οι οποίοι είτε δεν υπέστησαν το παραμικρό από την καταστροφή αυτή, όταν οι άλλοι πεινούν, κοιμούνται στους δρόμους ή σε παγωμένα σπίτια, αυτοκτονούν, η μεταναστεύουν, είτε, πολλοί από αυτούς, ωφελήθηκαν κιόλας αφού φρόντισαν (με την αρωγή των μνημονιακών κυβερνήσεων) να φυγαδεύσουν στο εξωτερικό τα συσσωρευμένα κεφάλαια τους. Και φυσικά, η Κινέζικη «ανάπτυξη» που ετοιμάζει για εμάς η υπερεθνική ελίτ μαζί με την εγχώρια, δεν αποκλείεται να έλθει, αφού τώρα έχουν ήδη καθιερώσει τις προϋποθέσεις γι αυτή: ελαστικές εργασιακές συνθήκες Αμερικάνικου τύπου, ατομικές συμβάσεις εργασίας, μισθούς και συντάξεις στα όρια (ή χαμηλότερα) της επιβίωσης, κατάρρευση των κοινωνικών υπηρεσιών συμπεριλαμβανομένης της Υγείας, Εκπαίδευσης κ.λπ.

Δεύτερον, η ωμή οικονομική βία που εφαρμόζει η Κυβέρνηση δεν έχει καμιά σχέση με τα προεκλογικά προγράμματα των κομμάτων που την απαρτίζουν που είχαν κοινή δέσμευση την ανα-διαπραγμάτευση για την βελτίωση των μνημονίων. Έτσι, τη μόνη «υπόσχεση» που τήρησαν (που ήταν και «υπόσχεση» του ΣΥΡΙΖΑ, του μεγαλυτέρου μέρους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, της πατριωτικής Αριστεράς κ.λπ.) ήταν συγχρόνως και απαίτηση των ελίτ να παραμείνουμε στην ΕΕ (έστω και αν φύγουμε―μας διώξουν―από την Ευρωζώνη), ανεξάρτητα από το κοινωνικό ή οικονομικό κόστος. Πρόκειται δηλαδή για καθαρή περίπτωση υφαρπαγής ψήφου, σαν αυτή του «Γιωργάκη».

Τρίτον, η επιστράτευση που επέβαλε είναι, στο εύρος της, καθαρά χουντικής φύσης που, όπως δηλώνουν οι εγκυρότεροι συνταγματολόγοι, καταπατά κατάφωρα το Σύνταγμα (άλλο πώς την βλέπουν τα δικαστήρια, όπως και τις απεργίες…). Η επίταξη όμως είναι μια μπλόφα της εξουσίας γιατί προφανώς αν όλοι, ή έστω η μεγάλη πλειοψηφία των απεργών, ήταν αποφασισμένοι να την αγνοήσουν θα ήταν αδύνατη η συλλήβδην φυλάκιση τους, που όχι μόνο θα ήταν πρακτικά ατελέσφορη αφού τα ΜΜΜ θα παρέμεναν ακινητοποιημένα, αλλά και θα οδηγούσε στην κατάρρευση του μύθου της «δημοκρατικής» ΕΕ. Όμως, για να γίνει αυτό, θα έπρεπε να υπάρχει ένα βαθιά συνειδητοποιημένο απεργιακό κίνημα που, αυτο-οργανωμένο  «από τα κάτω», θα ξεπέρναγε τις κομματικές συνδικαλιστικές ηγεσίες (που σήμερα το βραχυκυκλώνουν), αλλά και την ηγεσία της κοινοβουλευτικής Αριστεράς (συμπεριλαμβανόμενης της αντισυστημικής) που, αντί να προχωρήσει στην σύσσωμη αποχώρηση από την Βουλή μέχρι την άρση της επίταξης, προτίμησε να κάνει κοινοβουλευτικές… ερωτήσεις για το θέμα, ενισχύοντας την ψευδή εικόνα της «κανονικότητας» που τόσο επιδίωκε η κοινοβουλευτική Χούντα και οι ελίτ!

 

 


 

* Η στήλη, με τον νέο μήνα, γίνεται εβδομαδιαία και η δεκαπενθήμερη Ανάλυση στη «Σαββατιάτικη Ε» θα εναλλάσσεται με αντίστοιχη Ανάλυση στην «Κυριακάτικη», που ξεκινά στις 10/2.

 


Η συντελούμενη καταστροφή και η Χρεοκοπία της Αριστεράς

0

Ελευθεροτυπία, Πέμπτη10 Ιανουαρίου 2013


ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

http://inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grE/gre2013/2013_01_10.html

 

Μετά από αναγκαστική απουσία πάνω από ένα χρόνο η στήλη επανέρχεται με ιδιαίτερη χαρά στην τακτική δεκαπενθήμερη βάση της, και από τις 19/1 στη Σαββατιάτικη θέση της. Το γεγονός ότι η έκλειψη της μοναδικής πολυφωνικής εφημερίδας «συνέπεσε» με τον πιο κρίσιμο χρόνο, όπου το τρίτο Μνημόνιο έβαλε τις βάσεις για να συντελεστεί η σημερινή οικονομική καταστροφή της χώρας, την κάνει ελάχιστα συμπτωματική. Ιδιαίτερα, όταν στο φίμωμα της εφημερίδας έπαιξαν καθοριστικό ρόλο όχι μόνο συστημικές δυνάμεις, αλλά και δυνάμεις της χρεοκοπημένης Αριστεράς που στόχο είχαν την μονοπώληση του μη «μνημονιακού»Τύπου από φερέφωνα της (π.χ. νεοπαγείς εφημερίδες –η μια κακή απομίμηση της «Ε»–από τ. συντάκτες της εφημερίδας), καθώς και εργατοπατέρες που αντικειμενικά έπαιξαν ρόλο συνοδοιπόρων τους, σε μια λυσσώδη προσπάθεια να κλείσει και στη συνέχεια να αποτραπεί η επανέκδοση της εφημερίδας­­, εξαπατώντας τους εργαζόμενους (που, ορθότατα βέβαια, διεκδικούν δεδουλευμένα μηνών) ότι έτσι θα ικανοποιούνταν τα απαράγραπτα δικαιώματά τους!

Μιλώ για καταστροφή, και όχι απλά για κρίση,γατί ποτέ άλλοτε δεν είχε θεσμοποιηθεί, όπως σήμερα, η συστηματική φτωχοποίηση των λαϊκών στρωμάτων και η μετατροπή της χώρας σε καθαρό προτεκτοράτο των ξένων ελίτ με την αγαστή σύμπνοια των ντόπιων ελίτ και τη στήριξη των προνομιούχων στρωμάτων που ξεπουλάνε όλο τον κοινωνικό πλούτο της χώρας, και προσδοκούν μια«ανάπτυξη» που θα στηρίζεται στην Κινεζοποίηση των εργασιακών σχέσεων. Για να συγκαλυφθεί αυτή η ιστορική καταστροφή, που θα μετατρέψει τη χώρα σε μπανανία της ΕΕ και τα λαϊκά στρώματα σε άθυρμα των ξένων και ντόπιων ελίτ,καλλιεργούνται από το σύστημα μια σειρά ανώδυνοι αντιπερισπασμοί, με την αμέριστη βοήθεια της ρεφορμιστικής Αριστεράς, δηλ. αυτής που δεν αμφισβητεί,όχι το σύστημα, αλλά ούτε καν την ένταξή μας στην ΕΕ (πέρα απο αυτή που ζητά την απλή έξοδο από την Ευρωζώνη που είναι άλλη μια απάτη). Και αυτό, παρόλο που, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η πλειοψηφία του Ελληνικού λαού αμφισβητεί σήμερα την ένταξή μας στην ΕΕ, εφόσον βλέπει «στο πετσί της» ότι μέσα στην ΕΕ είναι καταδικασμένη στη μόνιμη φτωχοποίηση, που θα προκαλεί η ανάπτυξη με βάση την ανταγωνιστικότητα. Δηλαδή, μια «ανάπτυξη» που συνεπάγεται είτε την ανοικτή ανεργία, είτε τη συγκαλυμμένη ανεργία της μερικής και περιστασιακής απασχόλησης, είτε, τέλος, μισθούς ανατολικής Ευρώπης.

Η Αριστερά αυτή εξαπατά διπλά τα λαϊκά στρώματα.

Πρώτον, με το να υπόσχεται ότι μέσα στην ΕΕ θα μπορούσε να εφαρμόσει ριζικά διαφορετική πολιτική από την ήδη εφαρμοζόμενη από την Τρόικα. Όμως, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν είναι απλή επιλογή κάποιων «κακών» πολιτικών και οικονομικών ελίτ, όπως παραμυθιάζει τον λαό η Αριστερά αυτή. Η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, η οποία είναι δομικό φαινόμενο που οδήγησε στις ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές (κεφαλαίου, εμπορευμάτων εργασίας), μόνο νεοφιλελεύθερη μπορεί να είναι, εφόσον αναγκαστικά θεμελιώνεται στην ανταγωνιστικότητα. Αλλά,η ανταγωνιστικότητα, στις συνθήκες αυτές, μπορεί να ενισχυθεί είτε μέσα από μαζικές επενδύσεις στην έρευνα και τεχνολογία σε συνδυασμό με τη δραστική μείωση του κόστους παραγωγής (δηλ. του εργατικού κόστους, των φόρων στο κεφάλαιο, εργοδοτικών εισφορών κ.λπ.) ––όπως κάνουν οι χώρες του κέντρου–– είτε μέσα μόνο από τη μείωση του κόστους που ελπίζεται να προσελκύσει τις επενδύσεις των πολυεθνικών ––όπως κάνουν οι χώρες στη περιφέρεια σαν την Ελλάδα. Όλες οι νεοφιλελεύθερες «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» επιβάλλονται με βάση αυτή τη λογική και καμιά ρεφορμιστική αριστερά δεν μπόρεσε να τις ανατρέψει: από αυτήν του Μιτεράν μέχρι του Ολάντ. Και αυτό,διότι η ανατροπή τους προϋποθέτει μονομερή έξοδο μιας χώρας από την ΕΕ, σαν πρώτο βήμα για την αποκοπή των δεσμών της, μέσω της οικονομικής αυτοδυναμίας(όχι αυτάρκειας), από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.

Δεύτερον, με το να στρέφει την προσοχή των λαϊκών στρωμάτων είτε στις ανώδυνες (για το σύστημα) διαμάχες για την διαφθορά,ώστε να εκτονωθεί η διογκούμενη οργή, είτε στον φασιστικό μπαμπούλα που δήθεν απειλεί την Ελλάδα, αν όχι τον πλανήτη ολόκληρο! Όμως, η Ελλάδα είναι ήδη εκφασισμένη με την ωμή οικονομική βία που επιβάλλεται στα λαϊκά στρώματα και την απαιτούμενη για τη στήριξή της φυσική βία. Αν, επομένως, μεγάλα λαϊκά στρώματα στην Ελλάδα, αλλά και στην ΕΕ γενικότερα, στρέφονται σε εθνικιστικά κινήματα και κινήματα κατά των μεταναστών,δεν το κάνουν γιατί ξαφνικά έγιναν ρατσιστικά ή …φασιστικά. Το κάνουν διότι η Αριστερά σήμερα είναι απόλυτα χρεοκοπημένη στην Ευρώπη ––και σύντομα και στην Ελλάδα, όταν θα αποκαλυφθεί η απάτη της–– εφόσον δεν θέλησε να ηγηθεί ενός Μετώπου για να αποτρέψει τη συντελούμενη μέσα στην ΕΕ καταστροφή τους. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι τα στρώματα αυτά, παραπλανημένα από την αντί-μεταναστευτική προπαγάνδα παρόμοιων κινημάτων, στρέφονται κατά των μεταναστών, ενώ βέβαια η μετανάστευση είναι απλό σύμπτωμα της παγκοσμιοποίησης.

 

http://inclusivedemocracy.org/fotopoulos


Οι «μη συστημικές» προσεγγίσεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς για την Παγκοσμιοποίηση και η επιτακτική ανάγκη σχηματισμού Μετώπου εξόδου από ΕΕ/ΟΝΕ

3

 

Σημ. της σύνταξης:

Κρίναμε χρήσιμο να αναδημοσιεύσουμε ένα σημαντικό κεφάλαιο (Οι μη συστημικές προσεγγίσεις της ρεφορμιστικής αριστεράς) από το βιβλίο του Τ. Φωτόπουλου «Παγκοσμιοποίηση Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία»[1], που αναφέρεται και απαντά στις στρεβλές προσεγγίσεις της ρεφορμιστικής «αριστεράς» για την Παγκοσμιοποίηση. Η διαστρέβλωση της έννοιας της «Παγκοσμιοποίησης» από την συγκεκριμένη «αριστερά» και οι αντίστοιχες προτάσεις της, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο τις τελευταίες δεκαετίες στον αποπροσανατολισμό του κόσμου και την αδρανοποίησή του μέσα από ανώδυνες- αν όχι χρήσιμες για το σύστημα – ρεφορμιστικές κατευθύνσεις, τις τραγικές συνέπειες των οποίων βιώνουμε στον Ελλαδικό χώρο. Το κείμενο συνοδεύεται στο τέλος από την πρόταση της ΠΔ για την υπέρβαση της κρίσης μέσα από ένα Λαϊκό Μέτωπο Κοινωνικής και Εθνικής Απελευθέρωσης από την οικονομική κατοχή της χώρας.

 

Οι «μη συστημικές» προσεγγίσεις της ρεφορμιστικής αριστεράς.

Ονομάζω «ρεφορμιστική Αριστερά» το σύνολο των διανοουμένων, κινημάτων και πολιτικών κομμάτων στην Αριστερά που υιοθετούν μια «μη συστημική» προσέγγιση στην παγκοσμιοποίηση σύμφωνα με την οποία η παγκοσμιοποίηση οφείλεται σε εξωγενείς αλλαγές στην οικονομική πολιτική, και, ως τέτοια, είναι αντιστρέψιμη ακόμη και εντός του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Επομένως, η ρεφορμιστική Αριστερά περιλαμβάνει όλους εκείνους που είτε προτείνουν διάφορες μεταρρυθμίσεις για να βελτιωθεί η λειτουργία της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς (π.χ. να εξαλειφθεί ο μονοπωλιακός  χαρακτήρας της, να καταργηθεί η νεοφιλελεύθερη απορύθμιση των αγορών κ.ο.κ.), είτε απλώς επικρίνουν τις συνέπειες της χωρίς όμως να προτείνουν κάποια εναλλακτική μορφή κοινωνικής οργάνωσης, υιοθετώντας, ρητά η σιωπηρά, την μεταμοντέρνα απόρριψη κάθε ‘συνολικού’ προτάγματος (universalism),[2] είτε τέλος θεωρούν δεδομένο το παρόν σύστημα της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας». Με αυτήν την έννοια, η ρεφορμιστική Αριστερά περιλαμβάνει μετα-Μαρξιστές, σοσιαλδημοκράτες και άλλους στην ευρεία Αριστερά (π.χ. Pierre Bourdieu, Immanuel Wallerstein, N. Τσόμσκι, Samir Amin, John Gray  Leo Panitch κ.α. καθώς και τα παρακλάδια τους στην Ελλάδα που συνήθως βρίσκονται στον Συνασπισμό, την εφημερίδα ‘Εποχή’—Κ. Βεργόπουλος, Π. Κοροβέσης κλπ) που παίρνουν μια αρνητική μεν, αλλά ρεφορμιστική, στάση απέναντι στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.

Υπάρχουν αρκετές προσεγγίσεις που θα μπορούσαμε να κατατάξουμε στη κατηγορία της ρεφορμιστικής Αριστεράς.. Όλες τους μοιράζονται ένα κοινό στοιχείο: σε αντίθεση με τους πολύ πιο ρεαλιστές σοσιαλ-φιλελεύθερους, οι προσεγγίσεις αυτές υιοθετούν τη θέση ότι η παγκοσμιοποίηση δεν είναι ένα νέο φαινόμενο αλλά κάτι που ήδη υπήρχε στην αρχή του περασμένου αιώνα και, στη συνέχεια, προχωρούν στη διερεύνηση τρόπων να αντισταθούν σ’ αυτή – χωρίς βέβαια να αμφισβητούν βέβαια το συστημικό πλαίσιο προτείνοντας εναλλακτικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Η αρνητική τους στάση σε σχέση με την παγκοσμιοποίηση στηρίζεται στη θέση ότι, πέρα από τις δυσμενείς συνέπειές της πάνω στην εργασία και το περιβάλλον, είναι επιπλέον ασύμβατη με την σημερινή «δημοκρατία». Η ρητή – ή κάποιες φορές σιωπηρή – υπόθεση που μοιράζεται η ρεφορμιστική Αριστερά είναι ότι μια επιστροφή σε ένα είδος κρατισμού είναι ακόμη δυνατή σήμερα – πράγμα καθόλου περίεργο εφόσον θεωρούν την σημερινή παγκοσμιοποίηση ως απλώς το προϊόν νεοφιλελεύθερων πολιτικών (αν όχι μια ιδεολογία για να δικαιολογηθεί ο νεοφιλελευθερισμός), και όχι ως το αποτέλεσμα μιας θεμελιώδους δομικής αλλαγής.

Ετσι, ο Bourdieu, ξεκινώντας με την υπόθεση ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια ουτοπία που επιβλήθηκε κύρια από την Αμερικανική ελίτ, συμπεραίνει ότι πρέπει να στραφούμε στο «έθνος- κράτος», ή ακόμη καλύτερα στο υπερεθνικό κράτος – ένα ευρωπαϊκό κράτος στο δρόμο προς ένα παγκόσμιο κράτος – που θα είναι ικανό να ελέγχει και να φορολογεί αποτελεσματικά τα κέρδη που αποφέρονται στις χρηματοπιστωτικές αγορές και, πάνω απ’ όλα, να εξουδετερώνει τον καταστροφικό αντίκτυπο που έχουν οι τελευταίες πάνω στην αγορά εργασίας».[3] Στην προβληματική του, η παγκοσμιοποίηση είναι περισσότερο ένα πολιτικό πρόταγμα παρά μια οικονομική πραγματικότητα»[4], μια πολιτική που στοχεύει στο να επεκτείνει σε ολόκληρο τον κόσμο το Αμερικανικό οικονομικό μοντέλο:[5]

«Η οικονομική «παγκοσμιοποίηση» δεν είναι μηχανικό αποτέλεσμα των νόμων της τεχνικής ή της οικονομίας, είναι το προϊόν μιας πολιτικής που εφαρμόζεται από ένα σύνολο φορέων και θεσμών (…) η «παγκόσμια αγορά» είναι το προϊόν μιας περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά συντονισμένης πολιτικής (…) αυτό που προτείνεται και επιβάλλεται κατά τρόπο καθολικό ως κανονιστικό πρότυπο κάθε ορθολογικής οικονομικής πρακτικής είναι στην πραγματικότητα η καθολίκευση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών μιας συγκεκριμένης οικονομίας, που αναδύθηκε στο πλαίσιο μιας πολύ συγκεκριμένης ιστορίας και κοινωνικής δομής, της ιστορίας και της κοινωνικής δομής των Ηνωμένων Πολιτειών».

 

Ανάλογη είναι η στάση που υιοθετείται από ορισμένους συγγραφείς στην ρεφορμιστική Αριστερά, όπως ο Leo Panitch,[6] ο Ν Τσόμσκι[7] και άλλους, οι οποίοι επίσης υποστηρίζουν επίσης ότι η παγκοσμιοποίηση δεν είναι κάτι το καινούργιο και αντιπροσωπεύει κατά βάση ένα είδος νεοφιλελεύθερης συνωμοσίας Αμερικανικής προέλευσης, ο στόχος της οποίας είναι να προωθήσει τα συμφέροντα του μονοπωλιακού καπιταλισμού των ΗΠΑ. Η συμβουλή τους στο «κίνημα» κατά της παγκοσμιοποίησης είναι να ασκήσει μέγιστη πίεση πάνω στις ελίτ, έτσι ώστε το έθνος-κράτος να αναγκαστεί να αντισταθεί στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Παρόμοια, ο Immanuel Wallerstein[8] υιοθετεί ρητά την εξωγενή (αν όχι ιδεολογική) φύση της σημερινής παγκοσμιοποίησης τονίζοντας ότι:

Η δεκαετία του 1990 κατακλύστηκε από συζητήσεις πάνω στην παγκοσμιοποίηση. Ακούμε από τους πάντες σχεδόν ότι τώρα ζούμε, και για πρώτη φορά, σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης. Ακούμε ότι η παγκοσμιοποίηση έχει αλλάξει τα πάντα: η κυριαρχία των κρατών έχει εξασθενίσει, η ικανότητα του καθενός να αντισταθεί στους κανόνες της αγοράς έχει εξαφανιστεί, η δυνατότητά μας για πολιτιστική αυτονομία έχει ουσιαστικά αναιρεθεί, και η ίδια η ταυτότητά μας έχει τεθεί υπό σοβαρή αμφισβήτηση. Αυτή η κατάσταση «παγκοσμιοποίησης» έχει υμνηθεί από κάποιους και θρηνηθεί από άλλους. Όμως, η συζήτηση αυτή είναι μια γιγαντιαία παρερμηνεία της τωρινής πραγματικότητας – μια πλάνη που μας την επιβάλλουν ισχυρές ομάδες, και, ακόμη χειρότερα, μια πλάνη που έχουμε επιβάλλει στους εαυτούς μας, συχνά σε κατάσταση απόγνωσης (…) Στην πραγματικότητα, οι διαδικασίες που συχνά εννοούνται όταν αναφερόμαστε στην παγκοσμιοποίηση δεν είναι καθόλου νέες. Υπάρχουν εδώ και 500 περίπου χρόνια.

 

Τέλος, μια ακόμη εκδοχή, που υποστηρίζεται από σοσιαλδημοκράτες όπως ο καθηγητής της LSE John Gray[9], διακηρύσσει το τέλος της παγκοσμιοποίησης, ακολουθώντας το παράδειγμα του Eric Hobsbawm, του ‘πρύτανη’  των Μαρξιστών ιστορικών, ο οποίος, ακόμη  και το 1998, διακήρυσσε  το τέλος του νεοφιλελευθερισμού![10]. Αυτή τη φορά, το επιχείρημα που προβάλλεται για να υποστηριχθεί το υποτιθέμενο τέλος της παγκοσμιοποίησης βασίζεται στη σημερινή πορεία προς την ύφεση  της Αμερικάνικης οικονομίας και την εκλογή του  Μπούς στην προεδρία των ΗΠΑ.

Το κοινό συμπέρασμα όλων των αναλυτών στην ρεφορμιστική Αριστερά (που υιοθετεί και το κύριο σώμα του «κινήματος» κατά της παγκοσμιοποίησης), είναι ότι η πίεση «από τα κάτω» θα μπορούσε να αντιστρέψει τη «νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση», ή τουλάχιστον, να υποχρεώσει τις σοσιαλ-φιλελεύθερες κυβερνήσεις να «επαναδιαπραγματευθούν» τους κανόνες της και ιδιαίτερα, τους κανόνες που καθορίζουν τη λειτουργία  διεθνών θεσμών όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου – θέση που υποστηρίζουν για παράδειγμα, μεταξύ άλλων,  οι Pierre Bourdieu[11],  Samir Amin[12] κλπ.

Αλλά ας δούμε πιο λεπτομερώς τα επιχειρήματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς ότι η παγκοσμιοποίηση είναι ένας «μύθος», ή μια ιδεολογία. Ισως η πιο συστηματική έκθεση αυτών των επιχειρημάτων μέχρι σήμερα βρίσκεται  στη μελέτη των Paul Hirst και Grahame Thompson,[13] οι οποίοι υποστηρίζουν  τη θέση ότι το  έθνος-κράτος εξακολουθεί να παίζει σημαντικό ρόλο στη νεοφιλελεύθερη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Μολονότι  ρητός στόχος των συγγραφέων είναι να επιτεθούν στη θέση της παγκοσμιοποίησης που προωθεί η εθνικιστική Δεξιά, η μελέτη τους, ουσιαστικά, στηρίζει το είδος στρατηγικής και πολιτικής που προτείνονται σήμερα από την ρεφορμιστική Αριστερά. Τα επιχειρήματά τους μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

  1. Ο σημερινός υψηλός βαθμός διεθνοποίησης της οικονομίας δεν είναι πρωτοφανής εφόσον ο βαθμός ανοίγματος της παγκόσμιας οικονομίας το 1913 ήταν στην πραγματικότητα υψηλότερος από τον αντίστοιχο βαθμό ανοίγματος στην περίοδο μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο.[14]
  2. Οι καθαρά υπερεθνικές επιχειρήσεις είναι σχετικά σπάνιες μιας και οι περισσότερες επιχειρήσεις έχουν κάποια εθνική έδρα.[15]
  3. Η παγκόσμια οικονομία σήμερα δεν είναι πραγματικά παγκόσμια εφόσον το εμπόριο, οι ξένες άμεσες επενδύσεις και οι ροές κεφαλαίου γενικότερα συγκεντρώνονται στις «Χώρες της Τριάδας», δηλ. στις χώρες των τριών κύριων οικονομικών περιφερειών (Βόρεια Αμερική, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ιαπωνία).[16]
  4. Κατά συνέπεια, οι μεγάλες οικονομικές δυνάμεις «έχουν την ικανότητα να ασκούν ισχυρές καθοδηγητικές πιέσεις στις  αγορές κεφαλαίου και σε άλλες οικονομικές τάσεις. Οι παγκόσμιες αγορές δεν είναι σε καμία περίπτωση πέραν από ρύθμιση και έλεγχο».[17]

 

Ας εξετάσουμε καθένα από τα παραπάνω επιχειρήματα πιο λεπτομερώς. Όσον αφορά στο πρώτο επιχείρημα των συγγραφέων, όπως θα προσπαθήσω να δείξω παρακάτω, είναι αλήθεια ότι κατά τη διάρκεια της φιλελεύθερης μορφής της νεωτερικότητας υπήρξε πράγματι μια αρχική διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, η οποία συνοδεύθηκε από μια απόπειρα εγκαθίδρυσης μιας καθαρά φιλελεύθερης διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Όμως αυτή η απόπειρα, για τους λόγους που θα εξετάσω αμέσως, απέτυχε. Ετσι, παρ’ όλο που ήδη στις αρχές του εικοστού αιώνα ήταν εμφανής ένας σημαντικός βαθμός διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς, η σημερινή διεθνοποίηση είναι τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά διαφορετική από την πρώτη διεθνοποίηση.

Είναι ποσοτικά διαφορετική επειδή, παρά τους αστήρικτους ισχυρισμούς περί του αντιθέτου, ποτέ στο παρελθόν δεν υπήρξε ένας παρόμοιος βαθμός ανοίγματος της αγοράς. Οι κύριοι δείκτες που χρησιμοποιούν οι Hirst και Thompson για να υποστηρίξουν την θέση ότι το άνοιγμα της οικονομίας της αγοράς σήμερα είναι μικρότερο σε σχέση με το παρελθόν είναι  ο βαθμός ανοίγματος της σε σχέση με  την κίνηση κεφαλαίου και εμπορευμάτων.

Ωστόσο, όσον αφορά πρώτα στο άνοιγμα της οικονομίας της αγοράς στο κεφάλαιο, οι μελέτες που παραθέτουν για να δείξουν το μεγαλύτερο άνοιγμα στην περίοδο πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο σε σχέση με σήμερα, χρησιμοποιούν έναν στατιστικό δείκτη[18] που δεν έχει καθολική ισχύ, καθώς στην περίπτωση της χώρας με το κυριότερο αποθεματικό νόμισμα, τις ΗΠΑ., οδηγούν σε  αποτελέσματα που δεν έχουν κανένα νόημα. Από την άλλη μεριά, η χρήση εναλλακτικών δεικτών δείχνει μια δραματική αύξηση στο άνοιγμα της οικονομίας της αγοράς σε σχέση με τη κίνηση  κεφαλαίου. Και αυτό, όχι μόνο σε σχέση με την κίνηση επενδυτικού κεφαλαίου όπου παρατηρείται διπλασιασμός της αναλογίας των άμεσων ξένων επενδύσεων στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών  στα πρώτα 20 χρόνια της σημερινής παγκοσμιοποίησης,[19] αλλά κυρίως σε σχέση με την  κίνηση κερδοσκοπικών κεφαλαίων. Ετσι, οι κερδοσκοπικές ροές /συναλλαγές συναλλάγματος αυξήθηκαν 14 φορές μέσα σε 15 χρόνια παγκοσμιοποίησης (από περίπου  25.000 δις. δολ. το 1983 σε πάνω από  350.000 δις. δολ. το 1998) ενώ οι κινήσεις κεφαλαίου σε σχέση με το εμπόριο και τις άμεσες ξένες επενδύσεις απλώς διπλασιάστηκαν στην ίδια περίοδο (από περίπου 3.000 δις. δολ. το  1983 σε περίπου 7.000 δις. δολ. το 1998)[20]. Η συνέπεια είναι ότι σήμερα περίπου ένα τρισεκατομμύριο δολάρια αλλάζει χέρια κάθε μέρα.

Περνώντας τώρα στο άνοιγμα όσον αφορά στο εμπόριο, σ’ αντίθεση με τα στοιχεία που παρουσιάζουν οι Hirst και Thompson, αυτό το άνοιγμα, όχι απλώς δεν είναι μικρότερο σήμερα απ’ ότι ήταν στην περίοδο πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά αυξήθηκε σημαντικά στο τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα (δηλ. στην περίοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης). Ετσι, το άνοιγμα αυτό κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, έχει αυξηθεί στις μεγαλύτερες εμπορικές χώρες του κόσμου (με εξαίρεση την Ιαπωνία). Ως αποτέλεσμα, όπως δείχνει ο παρατιθέμενος Πίνακας, ο μέσος δείκτης ανοίγματος ως προς το εμπόριο αυξήθηκε από 43,6% που ήταν το 1913, σε 48,3% το 1996. Aκομη, σύμφωνα με πιο πρόσφατα στοιχεία, ο ίδιος μέσος δείκτης αυξήθηκε πολύ σημαντικά τα τελευταία χρόνια φθάνοντας το επίπεδο του 53,4 το 1998.[21] Είναι λοιπόν προφανές ότι ο ισχυρισμός των Hirst και Thompson ότι το άνοιγμα της οικονομίας της αγοράς στο εμπόριο ήταν μεγαλύτερο το 1913 απ’ ό,τι σήμερα (ένας ισχυρισμός που, όλως περιέργως, βασίζεται σε δεδομένα μέχρι το 1973, δηλ. πριν το ξεκίνημα της σημερινής παγκοσμιοποίησης!) δεν μπορεί να υποστηριχθεί  από τα υπάρχοντα στοιχεία.

Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι η σημερινή διεθνοποίηση είναι ποιοτικά διαφορετική από αυτή του περασμένου αιώνα. Αυτό συμβαίνει επειδή η προηγούμενη διεθνοποίηση ήταν βασισμένη στα έθνη-κράτη και όχι στις πολυεθνικές επιχειρήσεις όπως σήμερα. Το γεγονός ότι ο βαθμός (τυπικού ή άτυπου) ανοίγματος των αγορών εμπορευμάτων και κεφαλαίου ήταν πολύ μικρότερος στο παρελθόν απ’ ό,τι είναι σήμερα, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον καθορισμό του «φορέα» της διεθνοποίησης σε κάθε περίοδο, καθώς και του βαθμού οικονομικής κυριαρχίας του κράτους. Όταν ο βαθμός του ανοίγματος της αγοράς ήταν σχετικά μικρός (μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970) τα κράτη-έθνη

 

Δείκτης ανοίγματος ως προς το εμπόριο* στις μεγάλες οικονομίες της αγοράς

 

1913 1950 1973 1980 1996
Γαλλία 35,4 21,2 29,0 44,0 45,0
Γερμανία 35,1 20,1 35,2 46,0
Ιαπωνία 31,4 16,9 18,3 28,0 17,0
Ολλανδία 103,6 70,2 80,1 103,0 100,0
Βρετανία 44,7 36,0 39,3 52,0 58,0
ΗΠΑ 11,2 7,0 10,5 21,0 24,0

* Λόγος του εμπορίου (εξαγωγές και εισαγωγές) προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν σε τρέχουσες τιμές.

Πηγή: Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question, Πίνακας 2.5 (για τις χρονιές 1913, 1950 και 1973) και World Development Report της Παγκόσμιας Τράπεζας  1998/99, Πιν. 20.

 

μπορούσαν να ασκήσουν σημαντικό βαθμό ελέγχου πάνω στην οικονομική δραστηριότητα μέσω νομισματικών, συναλλαγματικών και δημοσιονομικών πολιτικών. Από την άλλη μεριά, τη στιγμή που (και ως αποτέλεσμα της επέκτασης των πολυεθνικών επιχειρήσεων) ο βαθμός ανοίγματος της αγοράς άρχισε να αυξάνεται, τα έθνη-κράτη έχασαν ένα σημαντικό μέρος της οικονομικής τους κυριαρχίας. Ετσι, επιθετικές δημοσιονομικές πολιτικές για τον έλεγχο της οικονομικής δραστηριότητας δεν είναι πια δυνατές σε ένα πλαίσιο ανοικτών αγορών εμπορευμάτων και κεφαλαίου, ενώ ο σημερινός βαθμός ενσωμάτωσης στη διεθνοποιημένη οικονομία  της αγοράς κάνει σχεδόν αδύνατες οποιεσδήποτε πραγματικά αποκλίνουσες νομισματικές πολιτικές.

Όσον αφορά στο δεύτερο επιχείρημα των συγγραφέων ότι οι καθαρά υπερεθνικές επιχειρήσεις είναι σχετικά σπάνιες μιας και οι περισσότερες επιχειρήσεις έχουν κάποια εθνική έδρα, το πραγματικό ζήτημα δεν είναι η αναλογία των πολυεθνικών επιχειρήσεων ως προς τον συνολικό αριθμό εταιριών αλλά η εξουσία που ασκούν. Και τα στατιστικά στοιχεία πάνω σε αυτό είναι αδιαμφισβήτητα. Στη δεκαετία του 1990, οι 500 πολυεθνικές επιχειρήσεις στην κορυφή της πυραμίδας είχαν υπό τον έλεγχό τους το 70% του παγκόσμιου εμπορίου, το 80% των ξένων επενδύσεων και το 30% του παγκόσμιου Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος.[22] Επιπλέον, το ζήτημα δεν είναι το εάν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις έχουν μια εθνική βάση, ή, αντίθετα, είναι α-κρατικά σώματα, αλλά το εάν οι δραστηριότητές τους και ιδιαίτερα το εμπόριο, οι επενδύσεις και η παραγωγή εκτείνονται πολύ πέρα από τα εθνικά τους όρια. Σε αυτήν την προβληματική, η εθνική έδρα εξακολουθεί να είναι πολύ χρήσιμη για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, εφόσον τους προσπορίζει διάφορα πλεονεκτήματα έναντι των ανταγωνιστών τους, και το γεγονός αυτό είναι απόλυτα συμβατό με τη σημερινή επιταχυνόμενη αγοραιοποίηση[23] της οικονομίας. Στην πραγματικότητα, η θέση που υποστηρίζεται εδώ, όσον αφορά στη σημασία που έχουν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις σε σχέση με τη διεθνοποίηση, έχει πολλά κοινά στοιχεία με τη θέση της Susan Strange ότι «δεν είναι το φαινόμενο της πολυεθνικής επιχείρησης που είναι καινούργιο, αλλά η αλλαγή του συσχετισμού μεταξύ, από τη μια μεριά των εταιριών που απευθύνονται αποκλειστικά στην τοπική ή εγχώρια αγορά και, από την άλλη, αυτών που απευθύνονται στην παγκόσμια αγορά και εν μέρει παράγουν σε χώρες άλλες από την αρχική τους έδρα».[24]

Όσον αφορά στο τρίτο επιχείρημα των συγγραφέων ότι η παγκόσμια οικονομία σήμερα δεν είναι πραγματικά παγκόσμια εφόσον το εμπόριο, οι ξένες άμεσες επενδύσεις και οι χρηματοπιστωτικές ροές είναι συγκεντρωμένες στις «Χώρες της Τριάδας» (NAFTA, Ευρωπαϊκή Eνωση, Ιαπωνία), είναι πράγματι σωστό ότι ο μεγάλος όγκος του βιομηχανικού εμπορίου των προηγμένων οικονομιών της αγοράς λαμβάνει χώρα ανάμεσα σε αυτές τις χώρες και μόνο ένα μικρό κλάσμα (περίπου το 1,5% εξαιρώντας την Κίνα) γίνεται ανάμεσα σε αυτές και το Νότο.[25] Ωστόσο, αυτό δεν είναι ένα επιχείρημα ενάντια στο γεγονός της παγκοσμιοποίησης, αλλά ενάντια στον τύπο της παγκοσμιοποίησης που λαμβάνει χώρα. Η επέκταση της οικονομίας της αγοράς, καθώς και η διεθνοποίησή της, ήταν πάντοτε ανομοιογενής, ακριβώς εξαιτίας της ουσιαστικά αυτορυθμιζόμενης φύσης της. Επομένως, δεν έχει κανένα νόημα να προσδοκάμε ότι η σημερινή διεθνοποίηση, που στηρίζεται στον υψηλότερο βαθμό αγοραιοποίησης στην Ιστορία, θα είναι κάτι το διαφορετικό. Είναι δηλαδή αναπόφευκτη η συγκέντρωση της  διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς  στο Βορρά, ο οποίος έχει ήδη δημιουργήσει, μέσα στη διαδικασία αγοραιοποίησης, εγγενή συγκριτικά πλεονεκτήματα στην παραγωγικότητα, την αποτελεσματικότητα, την τεχνολογία και την ανταγωνιστικότητα.[26]

Τέλος, όσον αφορά στο επιχείρημα των συγγραφέων, το οποίο είναι στην πραγματικότητα το κύριο επιχείρημα που χρησιμοποιεί η ρεφορμιστική Αριστερά, ότι οι παγκόσμιες αγορές δεν είναι πέραν ρυθμίσεως και ελέγχου, και ότι οι μεγάλες οικονομικές δυνάμεις «έχουν την ικανότητα να ασκούν ισχυρές καθοδηγητικές πιέσεις στις αγορές κεφαλαίου και σε άλλες οικονομικές τάσεις», θα υποστήριζα ότι η θέση που προτάσσεται σε αυτό το βιβλίο δεν συνεπάγεται την εξάλειψη του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους, πόσο μάλλον την υλική εξαφάνισή του στο πολιτικό επίπεδο. Αυτό που όντως συνεπάγεται είναι ότι το κράτος, τα τελευταία 25 περίπου χρόνια, ουσιαστικά χάνει την οικονομική του κυριαρχία. Στην πραγματικότητα, οι ίδιοι οι συγγραφείς το παραδέχονται αυτό σιωπηρά, όταν χαρακτηρίζουν «ριζοσπαστικό» ακόμα και το στόχο για πλήρη απασχόληση[27] – δηλ. τον κύριο στόχο της σοσιαλδημοκρατίας σ’ ολόκληρη την περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης. Είναι συνεπώς ξεκάθαρο ότι, όταν οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι «οι διαδικασίες της διεθνοποίησης, όχι μόνο δεν υποβαθμίζουν το έθνος-κράτος, αλλά ενδυναμώνουν τη σημασία του με πολλούς τρόπους»[28], αυτό που έχουν κατά νου δεν είναι οι αποτελεσματικοί κοινωνικοί έλεγχοι για την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος, αλλά, κυρίως, οι «ρυθμιστικοί έλεγχοι».[29]

Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι ακόμα και όταν οι συγγραφείς αναφέρονται στην πιθανότητα μιας «νέας πολυκεντρικής εκδοχής της μεικτής οικονομίας» για την επίτευξη «φιλόδοξων» στόχων, η μόνη προϋπόθεση που αναφέρουν είναι «μια πολιτική με μεγάλο βαθμό κοινού συντονισμού από την πλευρά των μελών της Τριάδας».[30] Αυτό όμως που δεν εξηγούν είναι το γιατί οι ελίτ που ελέγχουν την Τριάδα θα υιοθετήσουν πολιτικές για τη δημιουργία μιας νέας παγκόσμιας μεικτής οικονομίας. Στην πραγματικότητα, το μόνο επιχείρημα που προτάσσουν οι συγγραφείς για να υποστηρίξουν αυτήν την θέση είναι η παλιά θεωρία της υποκατανάλωσης, ότι δηλαδή η αναπαραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης δεν είναι βιώσιμη σ’ ένα πλαίσιο μεγάλης ανισότητας, που οδηγεί αναπόφευκτα σε χαμηλή ζήτηση.[31] Αλλά αυτό το επιχείρημα παραβλέπει το γεγονός ότι η οικονομία ανάπτυξης δεν έχει παρουσιάσει ιδιαίτερη δυσκολία στο να αυτο-αναπαράγεται, στο βαθμό που η «κοινωνία των δύο τρίτων» επεκτείνει την κατανάλωσή της. Είναι ξεκάθαρο επομένως ότι για τους συγγραφείς, καθώς και για την ρεφορμιστική Αριστερά γενικότερα, ο μόνος τρόπος για να πειστούν οι ελίτ της Τριάδας να υιοθετήσουν μια τέτοια οικονομία είναι μέσω κάποιας μορφής πίεσης «από τα κάτω» – ανεξάρτητα από το κρίσιμο θέμα  αν μια μεικτή οικονομία είναι ακόμη εφικτή σήμερα!

Ο λόγος για τον οποίον η ρεφορμιστική Αριστερά καταλήγει σε τέτοιους είδους ανόητα συμπεράσματα είναι ότι το σημείο εκκίνησής της είναι είτε μια χοντροκομμένη Μαρξιστική ανάλυση, που υποθέτει ότι η σημερινή διεθνοποίηση δεν είναι καθόλου διαφορετική από την προηγούμενη διεθνοποίηση στο τέλος του 19ου  αιώνα και στις αρχές του 20ου (αν όχι ακόμη πιο πριν, όπως υποστηρίζει ο Wallerstein) είτε, εναλλακτικά – όπως στην περίπτωση των Hirst και Thompson – μια ανιστόρητη ανάλυση της οικονομίας της αγοράς που υποθέτει ότι η σημερινή διεθνοποίηση είναι απλώς ένα συγκυριακό φαινόμενο και όχι μια δομική αλλαγή.[32] Το συμπέρασμα που βγάζουν και οι δύο τύποι ανάλυσης είναι ότι η σημερινή «παγκοσμιοποιημένη» οικονομία είναι ακόμη «ελέγξιμη» και ότι συνεπώς το μόνο που είναι αναγκαίο για την εισαγωγή ενός συστήματος αποτελεσματικού ελέγχου πάνω της είναι η δραστική πίεση από το «κίνημα» κατά της παγκοσμιοποίησης.

Ωστόσο, το γεγονός ότι η οικονομία της αγοράς είναι ελέγξιμη, με τη στενή έννοια της ρύθμισης, είναι προφανές σε όλους, εκτός ίσως από ορισμένους ακραίους υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης. Το πραγματικό ζήτημα είναι εάν τα έθνη-κράτη είναι ακόμα ικανά, σε μια διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, να επιβάλλουν αποτελεσματικούς κοινωνικούς ελέγχους για την προστασία του ανθρώπου και της φύσης, ή εάν αντίθετα τέτοιοι έλεγχοι δεν είναι πια εφικτοί, ούτε στο επίπεδο του έθνους-κράτους, ούτε στο επίπεδο του οικονομικού μπλοκ, αλλά ούτε ακόμη και στο πλανητικό επίπεδο.

Ετσι, όσον αφορά το κρατικό επίπεδο, αν λάβουμε υπόψη την τεράστια αύξηση της ξένης διείσδυσης στις χρηματιστηριακές αγορές και στις αγορές κρατικών ομολόγων,[33] που έχει λάβει χώρα στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα περίπου, γίνεται προφανές ότι καμιά εθνική κυβέρνηση δεν μπορεί να ακολουθήσει σήμερα οικονομικές πολιτικές που δεν εγκρίνονται από τις αγορές κεφαλαίου. Οι αγορές αυτές έχουν σήμερα τη δύναμη να δημιουργούν αβάσταχτη οικονομική πίεση στη δανειοληπτική ικανότητα, στην αξία του νομίσματος και στη ροή επενδύσεων μιας χώρας. Αν υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα υιοθετεί, ενάντια στο ρεύμα, πολιτικές για να αντιστρέψει την ελαστικοποίηση των αγορών εργασίας ή, εναλλακτικά, πιο επιθετικές πολιτικές για να επιβραδύνει το φαινόμενο του θερμοκηπίου, εύκολα μπορεί να δειχθεί ότι, σε συνθήκες ελεύθερης διακίνησης του κεφαλαίου, το αποτέλεσμα θα ήταν μια φυγή κεφαλαίου και μια πίεση στις αντίστοιχες συναλλαγματικές και χρηματιστηριακές τιμές, δηλ. εξελίξεις που θα μπορούσαν εύκολα να οδηγήσουν σε μια ύφεση, αν όχι σε μια πλήρη κρίση. Είναι για τους λόγους αυτούς που ο Μιτεράν και ο Ζοσπέν αναγκάστηκαν  να εγκαταλείψουν κάθε ιδέα προσφυγής στις παλιές σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές, ενώ ο Λαφοντέν υποχρεώθηκε  να απομακρυνθεί από την Γερμανική κυβέρνηση.

Η περίπτωση του Λαφοντέν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική όσον αφορά τη δύναμη των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Όπως την περιγράφει η (ρεφορμίστρια) συγγραφέας ενός πολύ πρόσφατου βιβλίου πάνω στη δύναμη των μεγάλων επιχειρήσεων:[34]

Στη Γερμανία, όπου, ως αποτέλεσμα της μείωσης των επιχειρηματικών φόρων,  τα έσοδα από τη φορολόγηση επιχειρήσεων έχουν μειωθεί κατά 50% στα τελευταία 20 χρόνια οδηγώντας σε μια αύξηση των επιχειρηματικών κερδών της τάξης του 90%, μια ομάδα εταιρειών, (στην οποία περιλαμβάνονται η Deutsche Bank, η BMW, η Daimler-Benz και η RWE, ο Γερμανικός ενεργειακός και βιομηχανικός όμιλος εταιρειών), το 1999 ματαίωσε την προσπάθεια του Υπουργού Οικονομικών Oσκαρ Λαφοντέν να αυξηθεί η φορολογική επιβάρυνση των Γερμανικών εταιρειών, απειλώντας πως θα μεταφέρουν τις επενδύσεις ή τα εργοστάσια σε άλλες χώρες εάν η κυβερνητική πολιτική δεν τους βόλευε. «Είναι ένα ζήτημα που θέτει σε κίνδυνο τουλάχιστον 14.000 θέσεις εργασίας» απείλησε ο Dieter Schweer, εκπρόσωπος του ομίλου RWE. «Εάν η επενδυτική κατάσταση δεν είναι πια ελκυστική, θα εξετάσουμε κάθε δυνατότητα μεταφοράς των επενδύσεών μας στο εξωτερικό». Ετσι, η Daimler-Benz πρότεινε την επανεγκατάσταση στις ΗΠΑ ενώ άλλες εταιρείες απείλησαν πως θα διακόψουν την αγορά κρατικών ομολόγων και τις επενδύσεις στη Γερμανική οικονομία. Δοθείσας της δύναμης που έχουν αυτές οι επιχειρήσεις, οι απειλές τους πάρθηκαν στα σοβαρά. Μέσα σε λίγους μήνες η Γερμανία σχεδίαζε φορολογικές ελαφρύνσεις για τις επιχειρήσεις, που θα έριχναν τους φόρους στις Γερμανικές εταιρείες κάτω από τα επίπεδα των ΗΠΑ. Όπως σχολίασε εκείνη την περίοδο ένας από τους κυριότερους συμβούλους του Γκ. Σρέντερ στην Washington: «Η Deutsche Bank και οι βιομηχανικοί γίγαντες σαν την Mercedes παρά-είναι ισχυροί για την εκλεγμένη κυβέρνηση του Βερολίνου».

 

Η κατάσταση δεν είναι πολύ διαφορετική όσον αφορά στα οικονομικά μπλοκ. Αν ένα μπλοκ, όπως η ΕΕ, αποπειραθεί να εισαγάγει το είδος των πολιτικών που ήταν δημοφιλείς στη διάρκεια της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, (π.χ. πολιτικές με στόχο την επέκταση του κράτους πρόνοιας ανεξάρτητα από τις συνέπειες τους στον πληθωρισμό) ή, εναλλακτικά, αποπειραθεί να εισαγάγει αυστηρούς περιβαλλοντικούς ελέγχους, ασχέτως των συνεπειών τους στην κερδοφορία, τότε αυτό το μπλοκ, αντιμετωπίζει τον άμεσο κίνδυνο μιας σημαντικής φυγής κεφαλαίου προς τα άλλα μπλοκ, με σοβαρές επιπτώσεις στο νόμισμά του, στη συγκεκριμένη περίπτωση το Ευρώ, έναντι των νομισμάτων των άλλων μπλοκ. Ο κίνδυνος μάλιστα αυτός είναι ιδιαίτερα σημαντικός στη περίπτωση της ΕΕ όπου η χρόνια αδυναμία του Ευρώ έναντι του δολαρίου φαίνεται να αντανακλά το γεγονός ότι τα υπολείμματα του κράτους πρόνοιας στην Ευρώπη είναι, ακόμη, πιο σημαντικά από αυτά των ΗΠΑ. Η διαδικασία διεθνοποίησης και ο σημερινός βαθμός ανοίγματος των αγορών συνεπάγονται την ομογενοποίηση των κοινωνικών ελέγχων στις μεγάλες οικονομίες της αγοράς. Από τη στιγμή όμως που η ομογενοποίηση αυτή, κάτω από συνθήκες σκληρού ανταγωνισμού, βασίζεται στην αρχή του «ελάχιστου κοινού παρανομαστή» και με δεδομένη τη σημερινή διαφορά στους κοινωνικούς ελέγχους των χωρών της Τριάδας, η ιδέα ότι είναι ακόμα εφικτή η εισαγωγή αποτελεσματικών κοινωνικών ελέγχων (που θα προκληθεί με πρωτοβουλία του κράτους ή της «κοινωνίας των πολιτών») καθίσταται κενή νοήματος. Επομένως, οι ιδέες που υιοθετούν σήμερα πολλοί στη ρεφορμιστική Αριστερά ότι η παγκοσμιοποίηση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια απόπειρα των ΗΠΑ να επιβάλλουν τη δικιά τους εκδοχή καπιταλισμού ελεύθερης αγοράς, στην οποία θα μπορούσε να αντισταθεί μια ΕΕ που θα βασίζεται σε μια κοινωνική αγορά,[35] (ή, ακόμη χειρότερα, σε ένα νέο είδος «καλού» εθνικισμού[36]) αντανακλούν απλώς την παρούσα ηττοπάθεια της Αριστεράς και την ροπή της στο να πιστεύει ουτοπικούς μύθους.

Στο σημείο αυτό θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς: «δεν υπάρχει δυνατότητα για μια διεθνή συμφωνία των χωρών της Τριάδας (της G7+1 για παράδειγμα) που θα επέβαλλε τέτοιους αποτελεσματικούς ελέγχους;». Όμως, όπως μπορεί να διαβεβαιώσει οποιοσδήποτε έχει στοιχειώδεις γνώσεις πάνω στην ιστορική δυναμική της οικονομίας της αγοράς και τις πολιτικές και οικονομικές δομές που προέκυψαν από αυτή τη δυναμική, αυτή είναι μονάχα μια θεωρητική δυνατότητα. Είναι φανερό οτι παρόμοιοι έλεγχοι θα αμφισβητούσαν έντονα τη λογική και δυναμική της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και ως τέτοιοι, θα δεχόντουσαν την άμεση και έμμεση επίθεση των πελώριων πολυεθνικών επιχειρήσεων, οι οποίες ελέγχουν όχι μόνο τις οικονομίες της αγοράς αλλά επίσης τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας (στα οποία στηρίζεται αποφασιστικά η προβολή των επαγγελματιών πολιτικών), και ασφαλώς τις πηγές χρηματοδότησης των πανάκριβων εκλογικών εκστρατειών τους. Συνεπώς, το να απαιτεί κανείς σήμερα την επιβολή κοινωνικών ελέγχων πάνω στις οικονομικές ελίτ, έτσι ώστε να προστατευθούν αποτελεσματικά η εργασία και το περιβάλλον (πέρα από ρυθμιστικούς και άλλους ανώδυνους ελέγχους στις δραστηριότητές τους), ισοδυναμεί με το να απαιτεί την επιβολή δραστικών περιορισμών στην ίδια τη δυναμική του συστήματος της οικονομίας της αγοράς – μια δυναμική που στηρίζεται καθοριστικά στην οικονομική υγεία των οικονομικών ελίτ και ιδιαίτερα των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Πάνω σε αυτό, οι φιλελεύθεροι, νεοφιλελεύθεροι και σοσιαλφιλελεύθεροι οικονομολόγοι είχαν πάντοτε δίκιο: κάθε αποτελεσματικός κοινωνικός έλεγχος πάνω στις αγορές για την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος θα είχε αναγκαστικά αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική αποτελεσματικότητα (όπως ορίζεται σήμερα) και συνεπώς στην κερδοφορία, τα εισοδήματα και τον πλούτο των οικονομικών ελίτ.

Σε αυτήν την προβληματική, η εξήγηση που δίνει η ρεφορμιστική Αριστερά για την άνοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης με αναφορά στην «μεταστροφή» των παλιών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και την προδοσία από τη μεριά τους των σοσιαλιστικών ιδανικών, ή με αναφορά στην «ιστορική ήττα της Αριστεράς» μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», δίνει μια διαστρεβλωμένη εικόνα της πραγματικότητας. Αν και είναι αλήθεια ότι η ‘έκλειψη’ του κινήματος της εργατικής τάξης στο τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην άνοδο του νεοφιλελευθερισμού, εντούτοις, ο αποδεκατισμός της εργατικής τάξης ήταν άμεσα συνδεδεμένος, όπως θα δούμε παρακάτω, με τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς και, ειδικότερα, με τη δραστική αλλαγή στη διάρθρωση της απασχόλησης, ως αποτέλεσμα τεχνολογικών και οικονομικών αλλαγών. Επομένως, η μεταστροφή των παλιών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων θα μπορούσε να εξηγηθεί με αναφορά στην αλλαγή στη διάρθρωση του εκλογικού σώματος, ως αποτέλεσμα των αντίστοιχων αλλαγών στη διάρθρωση της απασχόλησης, και ακόμη με αναφορά στον αυξημένο βαθμό ανοίγματος της αγοράς–πράγμα που έκανε τις κρατικιστικές πολιτικές που εφαρμόζονταν κατά τη διάρκεια της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης ασύμβατες με τις αναπτυξιακές ανάγκες της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.

Είναι συνεπώς προφανές ότι η γενική μετατόπιση προς τα Δεξιά, η οποία έχει σφραγίσει τη νεοφιλελεύθερη μορφή της νεωτερικότητας, παρακίνησε πολλούς στην Αριστερά να μετακινηθούν προς τη θέση που κάποτε καταλάμβαναν οι παλιοί σοσιαλδημοκράτες – οι οποίοι με τη σειρά τους έχουν μετακινηθεί προς τον σοσιαλ-φιλελευθερισμό και έχουν ρεαλιστικά αποδεχθεί τη μη αντιστρεψιμότητα της σημερινής παγκοσμιοποίησης. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη αν λάβει κανείς υπόψη το γεγονός ότι η αποδοχή της συστημικής φύσης της σημερινής παγκοσμιοποίησης θα είχε σοβαρές πολιτικές συνέπειες. Με άλλα λόγια, η αναγνώριση από την Αριστερά του συστημικού χαρακτήρα της παγκοσμιοποίησης θα την έβαζε σε ένα σημαντικό δίλημμα: είτε να υιοθετήσει τη σημερινή παγκοσμιοποίηση με ορισμένες επιφυλάξεις (όπως κάνουν οι σοσιαλ-φιλελεύθεροι) είτε να την απορρίψει συνολικά, και να αμφισβητήσει τον θεμελιώδη θεσμό που οδήγησε σ’ αυτήν κατά πρώτο λόγο– το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Είναι προφανές ότι η σημερινή ηττοπαθής και γενικά κομφορμιστική (συχνά λόγω των μεταμοντέρνων επιρροών) Αριστερά έχει επιλέξει μια ενδιάμεση οδό ανάμεσα σε αυτά τα δύο «άκρα» η οποία συνεπάγεται σημαντικές μεταρρυθμίσεις της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας – οι οποίες, όμως, είναι αδύνατες μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Αυτό που είναι πράγματι ειρωνικό είναι ότι η ρεφορμιστική Αριστερά αιτιολογεί την εγκατάλειψη κάθε οράματος για έναν εναλλακτικό τρόπο οργάνωσης της οικονομίας (πέρα από τα συστήματα της οικονομίας της αγοράς και του κεντρικού σχεδιασμού) με μια επίκληση στο «ρεαλισμό» όταν, στην πραγματικότητα, οι ρεφορμιστικές της προτάσεις σήμερα είναι πολύ πιο ουτοπικές από τα οράματα του σοσιαλιστικού κρατισμού, τα οποία υποστήριζε πριν την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού»!

 

Η προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας[37]

Σύμφωνα με την προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας, η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς είναι μια διαδικασία που τέθηκε σε κίνηση μαζί με την ανάδυση της ίδιας της οικονομίας της αγοράς. Επομένως, αν και είναι αλήθεια ότι σε όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς προωθείτο ενεργά από τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, εν όψει – ιδιαίτερα– της επέκτασης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στον Τρίτο Κόσμο, ωστόσο, αυτή η διεθνοποίηση ήταν κυρίως το αποτέλεσμα «αντικειμενικών» παραγόντων που σχετίζονταν με τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς. Οι «υποκειμενικοί» παράγοντες, με τη μορφή της κοινωνικής πάλης, έπαιξαν έναν παθητικό ρόλο σε σχέση με αυτήν την εντεινόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, ιδιαίτερα μετά την σημαντική υποχώρηση του εργατικού κινήματος που ακολούθησε την συρρίκνωση—για τεχνολογικούς λόγους—της εργατικής τάξης. Με αυτήν την έννοια, οι αλλαγές στις πολιτικές των μεγάλων διεθνών θεσμών (ΔΝΤ, ΠΟΕ, ΠΤ κ.λπ.) και οι αντίστοιχες αλλαγές στις εθνικές πολιτικές, που στόχευαν στο άνοιγμα και την απελευθέρωση των αγορών, ήταν «ενδογενείς», δηλαδή αντανακλούσαν και θεσμοποιούσαν υπάρχουσες τάσεις της οικονομίας της αγοράς, και όχι εξωγενείς, όπως υποστηρίζουν όσοι ανήκουν στη ρεφορμιστική Αριστερά.

Επομένως, η ανάδυση της νεοφιλελεύθερης οικονομίας της αγοράς είναι βασικά η συνέπεια αυτής της δυναμικής διαδικασίας και όχι το αποτέλεσμα συνωμοσιών, ή των πολιτικών των μοχθηρών νεοφιλελεύθερων κομμάτων και/ή των διεφθαρμένων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, όπως ισχυρίζονται πολλοί στην Αριστερά. Αντιπροσωπεύει, στην πραγματικότητα, την ολοκλήρωση της διαδικασίας αγοραιοποίησης, που απλώς διακόπηκε από την άνοδο του κρατισμού στη δεκαετία του 1930 —ο οποίος ωστόσο κατέρρευσε στη δεκαετία του 1970, όταν έγινε φανερό ότι το είδος κρατικής παρέμβασης στην αγορά που σφράγισε την κρατικιστική περίοδο της αγοραιοποίησης δεν ήταν πια συμβατό με τη νέα διεθνοποίηση που αναδύθηκε την ίδια εποχή. Αυτό το θεμελιακό γεγονός είχε ως συνέπεια, στο πολιτικό επίπεδο, το τέλος της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, η οποία σφράγισε την πρώιμη μεταπολεμική περίοδο.

Η σημερινή όμως νεοφιλελεύθερη μορφή της νεωτερικότητας δεν αποτελεί απλώς επιστροφή στην φιλελεύθερη μορφή της αλλά αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα μια νέα σύνθεση της παλιάς φιλελεύθερης μορφής της νεωτερικότητας από τη μια μεριά και της κρατικιστικής μορφής της, από την άλλη – μια σύνθεση στην οποία η ουσιαστικά φιλελεύθερη αυτορυθμιζόμενη αγορά εντάσσεται σε ένα σύστημα κρατικών ελέγχων για την εξασφάλιση ενός ελαχίστου επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης ζωής και του περιβάλλοντος. Το γεγονός επομένως ότι οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές υποστηρίζονται σήμερα, με ασήμαντες αποκλίσεις, τόσο από κέντρο-δεξιά όσο και από κέντρο-αριστερά κόμματα στην κυβέρνηση ή στην αντιπολίτευση, και ότι τα βασικά στοιχεία του νεοφιλελευθερισμού έχουν ενσωματωθεί στις στρατηγικές των διεθνών θεσμών, μέσω των οποίων η υπερεθνική ελίτ ελέγχει την παγκόσμια οικονομία (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΠΟΕ, ΕΕ, NAFTA κ.λπ.), κάνει φανερό ότι η νέα συναίνεση αντανακλά επακριβώς τις ριζικές δομικές αλλαγές που προκάλεσε η ανάδυση της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.

 

Η πρόταση της Περιεκτικής Δημοκρατίας για την υπέρβαση της Κρίσης μεσα απο ενα Λαϊκό Μέτωπο Κοινωνικής και Εθνικής Απελευθέρωσης απο την οικονομική κατοχή της χώρας.

Η σταδιακή πρόσδεση της χώρας στις απελευθερωμένες αγορές που θεσμοθετήθηκε με την ένταξή της καταρχήν στην ΕΕ, θεμελίωσε τις προϋποθέσεις για να δημιουργηθεί ένα νέο είδος άτυπου προτεκτοράτου που δεν θα χρειαζόταν να στηρίζεται σε στρατιωτικές χούντες πλέον, αλλά μόνο  σε κοινοβουλευτικές Χούντες. Τα οικονομικά και πολιτιστικά θεμέλια αυτού του νέου τύπου προτεκτοράτου τέθηκαν ήδη με την Χουντική επταετία, με την ανάδυση του προτύπου της καταναλωτικής κοινωνίας. Παράλληλα, οι διεθνείς συνθήκες και κυρίως η ανάδυση της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς που έφερε η μαζική εξάπλωση ενός νέου φαινομένου, της πολυεθνικής επιχείρησης (που σήμερα ελέγχει την παγκόσμια παραγωγή και εμπόριο), οδήγησε σε αυτό που ονομάστηκε «νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση», όπου ―σε αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο Αμερικανικής μονοκρατορίας― τόσο η οικονομική όσο και η πολιτική εξουσία διαχέεται σε πολλά κέντρα πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής δύναμης, δηλαδή, αυτό που ονομάζουμε «υπερεθνική ελίτ». Θεμελιακή προϋπόθεση για την αποτελεσματική λειτουργία των πολυεθνικών και, επομένως, της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς είναι το άνοιγμα και «απελευθέρωση» των αγορών, δηλαδή, η ουσιαστική υπονόμευση των κοινωνικών ελέγχων που είχαν επιβληθεί στο παρελθόν στις αγορές κεφαλαίου, αγαθών, υπηρεσιών και εργασίας για την προστασία της κοινωνίας από την αγορά. Την «απελευθέρωση» αυτή επέβαλαν οι ελεγχόμενοι από την υπερεθνική ελίτ διεθνείς οργανισμοί (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΠΟΕ κ.λπ.).

Στον Ευρωπαϊκό χώρο ήταν οι διευθυντικές ελίτ και κυρίως η Γερμανική οι οποίες, με τις συνθήκες Μάαστριχτ και Λισαβόνας, ανέλαβαν την θεσμοποίηση στην ΕΕ του ανοίγματος και απελευθέρωσης των αγορών.

Έτσι με την απόφαση των πολιτικών ελίτ μας (και την καθοριστική συμβολή της ρεφορμιστικής «αριστεράς» ) η Ελλάδα όχι μόνο εντάχθηκε πλήρως στην ΕΕ χάνοντας σταδιακά την οικονομική κυριαρχία της, πρώτα με την κατάργηση των κοινωνικών ελέγχων στη κίνηση κεφαλαίου και εμπορευμάτων και στη συνέχεια στην αγορά εργασίας, αλλά και έχασε στη διαδικασία ακόμη και το νόμισμά της (βασική έκφραση της οικονομικής κυριαρχίας μιας χώρας).

Άρκεσε κατόπιν η πρόσφατη παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση για να λειτουργήσει σαν καταλύτης που θα έσκαγε την μεταπολιτευτική αναπτυξιακή φούσκα και θα μετέτρεπε την χώρα και σε τυπικό οικονομικό προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ.

Αναπόφευκτα, η δημιουργία ενός τυπικού οικονομικού προτεκτοράτου θα οδηγούσε και σε ένα άτυπο πολιτικό προτεκτοράτο, αθλιότερο μάλιστα ακόμη και αυτού της δεκαετίας του ’50, όπως ακριβώς είναι σήμερα οι διαδοχικές κυβερνήσεις (κοινοβουλευτικές χούντες) των συμβάσεων με τη Τρόικα που θεσμοθέτησαν και με νόμο του κράτους την προτεκταριοποίηση της χώρας, δηλ την οικονομική κατοχή.

Γι αυτό σήμερα είναι περισσότερο επιτακτικό από ποτέ η ανοικοδόμηση της παραγωγικής βάσης και η οικονομική αυτοδυναμία που μπορεί να επιτευχθεί μόνο εκτός ΕΕ/ΟΝΕ, καθώς και η άρση όλων των συμβάσεων με τη Τρόικα που καθιστούν νόμιμους ιδιοκτήτες της δημόσιας περιουσίας και μικροϊδιοκτησίας εξωγενείς παράγοντες.

Για ένα Λαϊκό Μέτωπο Κοινωνικής και Εθνικής Απελευθέρωσης:

http://www.periektikidimokratia.org/anakoinoseis/2012-02-29/metopo-koinonikis-ethnikis-apeleftherosis


[1] Το Βιβλίο υπάρχει και σε ηλεκτρονική μορφή pdf εδώ: http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grbooksglobal/grbooksglobal.htm

[2] Βλ. Takis Fotopoulos, «The Myth of Postmodernity».

[3] Pierre Bourdieu, «The essence of neoliberalism: utopia of endless exploitation».

[4] Βλ. τη συνέντευξη του Pierre Bourdieu στην επιθεώρηση Socialist Review (τεύχος 242, Ιούνιος 2000).

[5] Pierre Bourdieu, Για ένα Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Κίνημα, Αντεπίθεση Πυρών 2 (Αθήνα: Πατάκης, 2001).

[6] Leo Panitch, «The New Imperial State», New Left Review, Μάρτιος-Απρίλιος 2000.

[7] Noam Chomsky, «Power in the Global Arena», New Left Review, Ιούλιος-Αύγουστος 1998. Βλέπε ακόμη τη συνέντευξή του που δημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία στις 25 Φεβρουαρίου 2001.

[8]  πβ. Wallerstein, Immanuel, «Globalization or the age of transition?  A long-term view of the trajectory of the world-system», στον δικτυακό τόπο του Κέντρου Fernand Braudel:  http://fbc.binghamton.edu/.

[9] John Gray, «Goodbye to globalisation», The Guardian, 27 Φεβρουαρίου 2001.

[10] Perry Anderson, «Renewals», New Left Review νo 1 (νέα περίοδος), Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2000, σελ. 10.

[11] Βλέπε π.χ. τη συνέντευξη του Pierre Bourdieu που δημοσιεύθηκε στην Hangyoreh Shinmun στις 4 Φεβρουαρίου 2000.

[12]  Samir Amin στο Μιλάνο ‘World Forum of alternative solutions’ Il Manifesto / Εποχή, 16 Απριλίου 2000.

[13] Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question (Cambridge: Polity Press, 1996).

[14] Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question, σελ. 27.

[15] Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question, σελ. 3.

[16] Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question, σελ. 3.

[17] Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question, σελ. 4.

[18] Ο στατιστικός δείκτης που χρησιμοποιούν οι Hirst και Thompson (Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) είναι προφανώς ακατάλληλος– τουλάχιστον όσον αφορά στην περίπτωση της οικονομίας των ΗΠΑ– για τη μέτρηση του βαθμού ανοίγματος της σε σχέση με την κίνηση χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Για παράδειγμα, το πλεόνασμα των τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ μειώθηκε δραστικά από 32,3 δισεκατομμύρια δολάρια την περίοδο 1960-67 σε λιγότερο από 5 δισεκατομμύρια δολάρια την περίοδο 1968-81 [Phillip Armstrong et al Capitalism Since World War II (London:Fontana, 1984), Πίνακες 10.7, 12.2 & 16.6.]. Αυτό θα έπρεπε να σημαίνει μια αντίστοιχη μείωση στην εκροή κεφαλαίου καθώς και στο βαθμό  ανοίγματος των ΗΠΑ στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Όμως, η εκροή άμεσων επενδύσεων από τις ΗΠΑ προς άλλες προηγμένες καπιταλιστικές χώρες αυξήθηκε από 3,4% των συνολικών επενδύσεων των ΗΠΑ για την περίοδο 1960-69 σε 4,4% την περίοδο 1970-79 (Grazia letto-Gillies, «Some Indicators of Multinational Domination of National Economies», International Review of Applied Economics, Vol. 3, No. 1, 1989, Πίνακας 1) πράγμα που δείχνει ακριβώς το αντίθετο! Ο λόγος είναι προφανής. Οι ΗΠΑ, ως χώρα της οποίας το εθνικό νόμισμα χρησιμοποιείται και ως διεθνές αποθεματικό νόμισμα, δεν εξαρτώνται από τα πλεονάσματα των τρεχουσών συναλλαγών  για να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις τους στο εξωτερικό – όπως συμβαίνει με τις χώρες των οποίων το νόμισμα δεν παίζει παρόμοιο ρόλο—εφόσον αρκεί η εμπιστοσύνη των ξένων προς το νόμισμά τους. Επομένως, ο λόγος του ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δείκτης του  ανοίγματος αυτού στην περίπτωση χωρών με μεγάλα χρηματικά αποθέματα όπως οι ΗΠΑ, οι οποίες όμως τυχαίνει να είναι και οι χώρες με τη μεγαλύτερη χρηματοπιστωτική σημασία.

[19] UN-TCMD, World Investment Report, 1993.

[20] Charlotte Denny, The Guardian,  August 31, 2001

[21] Το  1998 ο δείκτης ανοίγματος ως προς το εμπόριο ήταν 51,1 στη Γαλλία, 58,2 στη Γερμανία, 19,6 στην Ιαπωνία, 110,8 στην Ολλανδία, 56,7 στη Βρετανία και 24,3 στις ΗΠΑ δηλ. ο μέσος δείκτης για τις σημαντικότερες εμπορικές χώρες ήταν 53,4 (World Bank, World Development Report 2000/2001, Πιν. 1&15.

 

[22] Βλέπε Tim Lang και Colin Hines, The New Protectionism (London: Earthscan, 1993), κεφ. 3. Βλέπε ακόμη The Ecologist, Vol. 22, No. 4 (Ιούλιος-Αύγουστος. 1992), σελ. 159.

[23] Με τον όρο αγοραιοποίηση εννοούμε την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές για την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος. Η διαδικασία αγοραιοποίησης ορίζεται ως η ιστορική διαδικασία που έχει οδηγήσει στον μετασχηματισμό των κοινωνικά ελεγχόμενων αγορών του παρελθόντος στη σημερινή οικονομία της αγοράς. (Βλέπε Τάκης Φωτόπουλος, Περιεκτική  Δημοκρατία, κεφ. 1).

[24] Suzan Strange “Rethinking Structural Change in the International Political Economy: States, Firms and Diplomacy,” in Stubbs and Underhill, Political Economy and the Changing Global Order, (London: Macmillan, 1994) σελ. 104.

[25] Larry Elliott, The Guardian, 11 Δεκεμβρίου 2000.

[26] Για την άνιση παγκόσμια ανάπτυξη της οικονομίας της αγοράς βλέπε Τάκης Φωτόπουλος, Περιεκτική  Δημοκρατία, κεφ. 3 και Εξαρτημένη Ανάπτυξη (Εξάντας, 1985 & 1987) κεφ.Γ

[27] Hirst and Thompson, Globalisation in Question, σελ. 6.

[28] Hirst and Thompson, Globalisation in Question, σελ. 17.

[29] Αυτό γίνεται φανερό από αποσπάσματα όπως το ακόλουθο: «Οι εθνικές κυβερνήσεις δεν έχουν αποδειχτεί ανίσχυρες απέναντι σε μια τεράστια «παγκοσμιοποίηση» του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Αντίθετα, έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους για να οργανώσουν μια αποτελεσματική εποπτεία της νέας κατάστασης. Η εποπτεία όμως αυτή παραμένει η περιορισμένη εποπτεία μιας καθοδηγούμενης από την αγορά διεθνούς οικονομίας. Η ρύθμιση δεν προσπαθεί να τροποποιήσει τον καθορισμό των τιμών από τις αγορές σύμφωνα με τη κατεύθυνση των   ροών κεφαλαίου». Hirst and Thompson, Globalisation in Question, σελ. 134-35.

[30] Hirst and Thompson, Globalisation in Question, σελ. 152.

[31] Hirst and Thompson, Globalisation in Question, σελ. 163.

[32] Hirst and Thompson, Globalisation in Question, σελ. 15.

[33] Η ξένη διείσδυση στις εθνικές αγορές κρατικών ομολόγων στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες αυξήθηκε κατά 50% την δεκαετία του 1980 (από 10% το 1983 σε 15% το 1989). Hirst and Thompson, Globalization in Question, πίνακας 2.11.

[34] Noreena Hertz, ‘Why we must stay silent no longer’, The Observer, 8 Απριλίου 2001. Βλέπε ακόμη το βιβλίο της ίδιας, The Silent Takeover: Global Capitalism and the Death of Democracy , (London:  Heinemann, 2001).

[35] John Gray, False Dawn: the Delusions of Global Capitalism (London: Granta books, 1998).

[36] Βλέπε Fredric Jameson, ‘Globalisation and strategy’, New Left Review, Ιούλιος-Αύγουστος 2000.

[37] Πιο αναλυτικά για την προσέγγιση της ΠΔ για τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση βλ. σελ. 79-89 του βιβλίου.


Η καταστροφή των λαϊκών στρωμάτων και η αποικιοποίηση της Ελλάδος από την ΕΕ: Διέξοδος και αδιέξοδα, του ΤΑΚΗ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ

0

Τρίτη, 28 Φλεβάρη 2012


Η καταστροφή των λαϊκών στρωμάτων και η αποικιοποίηση της Ελλάδος από την ΕΕ: Διέξοδος και αδιέξοδα*

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos

Η αδίστακτη ντόπια Χούντα, σε αγαστή σύμπνοια με την χούντα της υπερεθνικής ελίτ που εκπροσωπεί η Τρόικα, υιοθέτησαν μια δανειακή συνθήκη που ακόμη και το κύριο άρθρο της Βρετανικής Independent την παρομοίαζε με τη συνθήκη των Βερσαλλιών, (η οποία είχε στόχο το οικονομικό γονάτισμα της ηττημένης στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο Γερμανίας), ενώ η μεγάλη κεντροαριστερή Ισπανική εφημερίδα El Pais  την χαρακτήριζε ως μια «πελώρια μεταφορά κυριαρχίας, πιθανώς τη μεγαλύτερη που υπέστη μια χώρα εν καιρώ ειρήνης». Φυσικά, η δική μας ελίτ, δια του δοτού Τραπεζίτη πρωθυπουργού, δήλωνε «πολύ ευτυχής» την ημέρα που προσυπέγραφε και την τυπική πια αποικιοποίηση της Ελλάδος απο την ΕΕ.  Και αυτό, τη στιγμή που δεν υπάρχει σοβαρός διεθνής οικονομολόγος που να μην παραδέχεται ότι η συνθήκη αυτή είναι απλά ένα μέσο αναβολής της τυπικής χρεοκοπίας της χώρας, μέχρις ότου θωρακιστεί η υπόλοιπη Ευρωζώνη και ιδιαίτερα οι αδύνατοι κρίκοι της στη περιφερειακή Νότια Ευρώπη από οποιαδήποτε μεταδοτικά συμπτώματα, αλλά και –το κυριότερο-να εξασφαλιστεί ότι η συνθήκη αυτή θα δέσει χειροπόδαρα, ακόμη και Συνταγματικά, τον Ελληνικό λαό για πολλές δεκαετίες, ανεξάρτητα από τις αλλαγές του πολιτικού προσωπικού στη κυβέρνηση, ότι όχι μόνο θα ξεπληρώσει (για πολλοστή φορά) όλα τα χρέη, χωρίς κανένα πια δικαίωμα νέου κουρέματος στο μέλλον, αλλά και ότι θα ξεπουλήσει κάθε κοινωνικό αγαθό και υπηρεσία στις πολυεθνικές που θα εισβάλλουν στη χώρα υπό τη μορφή «επενδύσεων» . Αυτό, αφού στο μεταξύ θα έχει γίνει και μια τυπική χρεοκοπία  που θα ελέγχεται όμως πάλι από τις ελίτ και θα συνοδεύεται από προσωρινή έξοδο από την Ευρωζώνη, ώστε όχι μόνο να αγοραστεί ο κοινωνικός μας πλούτος στις σημερινές ευτελισμένες λόγω κρίσης τιμές, αλλά και σε υποτιμημένο νόμισμα !

Φυσικά, τα παραπάνω δεν σημαίνουν, όπως υποστηρίζουν και οι εθναμύντορες, ότι αντιμετωπίζουμε κάποια ξένη επίθεση και κατοχή, όπως η αντίστοιχη Γερμανική στον πόλεμο. Μολονότι και τώρα έχουμε επίσης ένα είδος κατοχής και έχουμε απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, η διαφορά είναι ότι τώρα έχουμε μια οικονομική και όχι στρατιωτική κατοχή, η δε απώλεια εθνικής κυριαρχίας που σίγουρα υφιστάμεθα δεν είναι συνέπεια στρατιωτικής καταστροφής, αλλά συνέπεια οικονομικής καταστροφής. Και η διαφορά αυτή είναι κρίσιμη. Διότι ενώ στην πρώτη περίπτωση ο εχθρός είναι ορατός διά γυμνού οφθαλμού και εύκολα συνενώνει εναντίον του ολόκληρο τον λαό της κατεχόμενης χώρας στην αποπομπή του από τις πόλεις και τα χωριά που ανδρώθηκε, στη δεύτερη περίπτωση ο «εχθρός» φαίνεται μόνο όταν  έχει συνειδητοποιηθεί η φύση του ως ένα κοινωνικό-οικονομικό σύστημα, και μέχρι τότε μπορεί εύκολα να αποπροσανατολίζονται τα θύματα της κατοχής αυτής, από τους εγχώριους συμμάχους των ξένων θυτών που δεν υφίστανται στον ίδιο βαθμό τις συνέπειες της οικονομικής καταστροφής, αν δεν ωφελούνται κιόλας απο αυτές!

Και για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα. Η σημερινή οικονομική καταστροφή οδηγεί στην εξαθλίωση και την φτωχοποίηση της πλειοψηφίας του Ελληνικού λαού, δηλαδή των λαϊκών στρωμάτων που εξαναγκάζονται να δουλεύουν για μισθούς πείνας, ή ωθούνται στην ανεργία στην οποία ήδη καταδικάζονται οι μισοί σχεδόν νέοι μας, με μόνη διέξοδο την μετανάστευση (για όσους μπορούν) ή την φτώχεια, τα ναρκωτικά και τελικά την αυτοκτονία για κάποιους. Σήμερα, τα λαϊκά στρώματα που καταστρέφονται οικονομικά δεν ανήκουν μόνο στα παραδοσιακά στρώματα των φτωχών εργατών, αγροτών καθώς και των αυτο-απασχολούμενων κάθε είδους, αλλά περιλαμβάνουν και την κρατικοδίαιτη μεσαία τάξη που δημιούργησε η ψευτοανάπτυξη «με ξένα κόλλυβα» (του ΠΑΣΟΚ κυρίως) στη μεταπολίτευση. Γιατί είναι ακριβώς αυτή η μεσαία τάξη που σήμερα κτυπιέται αλύπητα, όχι γατί είναι οι «κακοί» Γερμανοί που το επιβάλλουν, ή η «κακιά» και «τιμωρητική» Ευρώπη,[1] σε αντίθεση με την «Ευρώπη των λαών» της «δημοκρατίας» και της «κοινωνικής δικαιοσύνης», που ήταν βεβαια απλα ένα ιδεολογικό κατασκεύασμα, στο οποίο στηριζόταν η ΕΟΚ και στη συνέχεια η ΕΕ.  Ούτε γιατί, όπως εντελώς ανιστόρητα υποστηρίζεται, «η υπαρκτή κρίση των δύο τελευταίων ετών έφερε στο προσκήνιο κοινωνικές δυνάμεις, που είτε χάρη ταξικών συσχετισμών ή πραγματικών δυνατοτήτων αναδιανομής κατά το παρελθόν, ποτέ δεν είχαν αποκτήσει το προβάδισμα στην χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής της ΕΕ”.[2] Και φυσικά το ίδιο ανιστόρητος είναι ο ισχυρισμός ότι ο Κεϊνσιανισμός τέθηκε σε διωγμό απο τον σημερινό αντιδραστικό συσχετισμό δυνάμεων στην ΕΕ που επιδιώκει την αναδιανομή του πλούτου, και ότι τα μνημόνια –σε μια προσέγγιση που πλησιάζει, (με “Μαρξιστική” ορολογία) μια συνωμοσιολογική θεωρία– δεν σχεδιαστήκαν παρά για να θέσουν το θεσμικό και οικονομικό πλαίσιο “ώστε ν’ αναδιαρθρωθεί η κοινωνία σε αντιδραστική κατεύθυνση: να συσσωρευτεί ο πλούτος σε λίγα χέρια, να ενισχυθούν τα κέρδη και ο εργοδοτικός δεσποτισμός, να αποδομηθούν τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα να αυξηθεί η “ελαστικότητα” της εργασίας”. [3] Και δεν είναι μόνο ανιστόρητες αυτές οι απόψεις, αλλά και προδίδουν παντελή έλλειψη κατανόησης της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, την οποία ερμηνεύουν συνήθως ως ιδεολογία ή ως κακή πολιτική, και όχι σαν δομικό καπιταλιστικό φαινόμενο, όπως σύγχρονες προσεγγίσεις που ξεπερνούν έναν ξεπερασμένο Μαρξισμό κάνουν.[4]

Στην πραγματικότητα, όπως έδειξα αλλού,[5] όλα άρχισαν πολύ νωρίτερα, σχεδόν είκοσι χρόνια πριν, με την ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Αγοράς το 1993, όταν θεσμοποιήθηκε η Πράξη Ενιαίας Αγοράς, η οποία καθιέρωνε την ελεύθερη διακίνηση των εμπoρευμάτων, τoυ κεφαλαίoυ και της εργασίας μέσα στην Κoινότητα, με την κατάργηση όλων των μη δασμoλoγικών εμπoδίων. Αυτό σήμαινε, όχι μόνο το άνοιγμα, αλλά και την «απελευθέρωση» από κοινωνικούς ελέγχους των τεσσάρων αγορών (αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίου και εργασίας) ―τις γνωστές «4 ελευθερίες». Η oλoκλήρωση της Ευρωπαϊκής αγoράς κρίθηκε αναγκαία στo πλαίσιo της εντεινόμενης διεθνoπoίησης της καπιταλιστικής oικoνoμίας της αγοράς και τoυ oξυνόμενoυ ανταγωνισμoύ με τα άλλα μπλόκ τoυ διεθνoύς κεφαλαίoυ, δηλαδή τo Αμερικανικό και των χωρών της Ν.Α. Ασίας. Όμως, τo πρόβλημα ανταγωνιστικότητας για τα μητροπολιτικά κέντρα της ΕΟΚ ήταν εντελώς διαφορετικό από το αντίστοιχο πρόβλημα στις περιφερειακές χώρες. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας στo κέντρo (με δεδoμένη την υψηλή παραγωγικότητα των μητρoπoλιτικών χωρών) εξαρτάται κυρίως από τη συγκράτηση τιμών και μισθών ώστε να μπορούν να ανταγωνιστούν τα Γερμανικά π.χ. βιομηχανικά προϊόντα τα φθηνότερα προϊόντα made in China, είτε αυτά παράγονται από θυγατρικές είτε από εγχώριες επιχειρήσεις. Αντίθετα, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας στις περιφερειακές χώρες μέσα στην ΕΟΚ/ΕΕ, όπως η Ελλάδα, εξαρτάται από τη μέσω νέων επενδύσεων βελτίωση της παραγωγικότητας. Το πρόβλημα δηλαδή σε αυτές τις χώρες ήταν αναπτυξιακό και αφoρούσε τη δημιoυργία μιας ισχυρής παραγωγικής βάσης με αντίστoιχα επίπεδα παραγωγικότητας προς αυτά των μητροπολιτικών κέντρων.

Εντoύτoις, παρά τη ριζική διαφoρά στα αίτια της μείωσης της ανταγωνιστικότητας, η πoλιτική πoυ ακoλoυθήθηκε στo πλαίσιo της μετα-Μάαστριχτ Ευρώπης ήταν κoινή για όλα τα μέλη και καθoριζόταν από τις ανάγκες και τα συμφέρoντα τoυ κέντρoυ. Έτσι, τo Ευρωπαϊκό κεφάλαιo προχώρησε με την Ενιαία Αγορά σε μια oικoνoμική ενoπoίηση νεo-φιλελεύθερoυ χαρακτήρα (η οποία ολοκληρώθηκε στη συνέχεια με την ΟΝΕ και την Ευρωζώνη), στην oπoία προσχώρησαν αμέσως τόσο οι τ. σοσιαλδημοκράτες και νυν σοσιαλ-φιλελεύθεροι, όσο και η Ευρω-αριστερά.

«Eλεύθερες» αγoρές, όμως, σημαίνουν όχι μόνo ανοικτές αγορές (δηλ. την απρόσκoπτη κίνηση εμπoρευμάτων, κεφαλαίoυ και εργασίας) αλλά και «ελαστικές» αγoρές, (δηλ. την εξαφάνιση των «εμπoδίων» στoν ελεύθερo σχηματισμό των τιμών, αλλά και των μισθών, καθώς και τον γενικότερo περιoρισμό τoυ Κρατικoύ ρόλoυ στoν έλεγχo της oικoνoμικής δραστηριότητας) ―με άλλα λόγια, τον δραστικό περιορισμό του στοιχείου «εθνικής οικονομίας». Και αυτή ήταν η oυσία της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης πoυ χαρακτήριζε τo νέo θεσμικό πλαίσιo της ΕΟΚ. Στην πραγματικότητα, η συνθήκη του Μάαστριχτ θεσμοποιούσε σε πανευρωπαϊκό επίπεδο τις αλλαγές που είχαν εισαχθεί από τη Θάτσερ στη Βρετανία και τον Ρίγκαν στις ΗΠΑ. Οι αλλαγές αυτές, με τη σειρά τους, είχαν ήδη επιβληθεί «από κάτω», από τις πολυεθνικές, στη διαδικασία διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς (π.χ. με την αγορά Ευρω-δολαρίων, ευρω-γιέν κ.λπ.). Αντίθετα, τελείως διαφoρετική εικόνα της oλoκλήρωσης έδινε ένα παλαιότερο κείμενo της Ευρωπαϊκής Επιτρoπής[6] πoυ oυσιαστικά πρόβλεπε «ενδεικτικό σχεδιασμό» σε πανευρωπαϊκό επίπεδo. Και αυτή ήταν και η oυσία της σoσιαλδημoκρατικής πρότασης: ένα είδoς διεθνoπoιημένoυ Κεϋνσιανισμoύ (δηλαδή, Κoινoτικoύ παρεμβατισμoύ στoν έλεγχo της oικoνoμικής δραστηριότητας) πoυ αναπόφευκτα θα έπρεπε να αντικαταστήσει τoν εθνικό Κεϋνσιανισμό. Αναπόφευκτα, γιατί η Κεϋνσιανή στρατηγική είναι ανεφάρμoστη σε στενά εθνικά πλαίσια, όταν επικρατoύν συνθήκες ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίoυ και εργασίας. Ο καταπoντισμός, δηλαδή, της σoσιαλδημoκρατικής συναίνεσης, πoυ άρχισε με την άνθηση τoυ νεoφιλελευθερισμού στη δεκαετία του 1980 —όχι σαν αποτέλεσμα κάποιας συνωμοσίας, οπως υποστηρίζουν αφελείς συνωμοσιολογικές, αλλά και αποπροσανατολιστικές για το λαϊκό κίνημα, «θεωρίες» τύπου Naomi Klein[7], αλλά σαν αποτέλεσμα των προαναφερθεισών αλλαγών απο τα κάτω που είχε φέρει η αυξανόμενη διεθνοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς— παραμέρισε και τις σχετικές πρoτάσεις για μια Ευρωπαϊκή Κευνσιανή στρατηγική.

Στη συνέχεια, η εισαγωγή του Ευρώ σήμαινε ότι για να επιτυγχάνεται η σταθερότητα των τιμών στην Ευρωζώνη έπρεπε τα δημοσιονομικά ελλείμματα να ελαχιστοποιούνται, όπως επέβαλε το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το οποίο ακριβώς επειδή δεν ετηρείτο απο πολλές χώρες, ακόμη και του κέντρου, οδήγησε τώρα στην ανάγκη συνταγματικής απαγόρευσης των ελλειμμάτων. Και αυτό, διότι η μόνη δυνατότητα που μένει στις ελίτ, κάτω από τις συνθήκες αυτές, για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας είναι η συμπίεση του κόστους παραγωγής και η ελαχιστοποίηση του φορολογικού βάρους πάνω στα κέρδη και τα εισοδήματα της ίδιας της ελίτ. Όταν δηλαδ η αύξηση της παραγωγικότητας δεν είναι δυνατή, λόγω της απουσίας σημαντικών επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες κ.λπ. (όπως ήταν η περίπτωση της χώρας μας), τότε μένει μόνο η απειλή της ανεργίας και της ανασφάλειας, καθώς και η παράλληλη «ελαστικοποίηση» της αγοράς εργασίας, στην οποία άλλωστε εξακολουθεί να στηρίζεται η «πολιτική» απασχόλησης της Ευρωζώνης, παρά τα ευχολόγια της συνθήκης του Άμστερνταμ. Με βάση τα δεδομένα αυτά δεν είναι περίεργο ότι η μεν οικονομική και πολιτική ελίτ μας είχε πάντα εναποθέσει τις ελπίδες της στις ξένες επενδύσεις, και σήμερα αυτή αποτελεί τη μόνη ελπίδα της για ανάπτυξη, οι δε Οικολόγοι Πράσινοι στην «πράσινη» ανάπτυξη και οι παλαιό-Μαρξιστές στο κίνημα αλληλεγγύης υπερ της Ελλάδος και την πάλη για την ανάπτυξη ενός πανευρωπαϊκού κινήματος που θα αλλάξει τον συσχετισμό δυνάμεων και θα οδηγήσει σε μια Ευρώπη των λαών –και άλλα παραμύθια στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο των ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών που επιβάλλει η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς.

Αν λοιπόν δούμε τις αδιέξοδες, δήθεν λύσεις, που πρότεινε η αριστερά αυτή, τότε μπορούμε να καταλάβουμε πώς κατάφεραν η ντόπια και η ξένη Χούντα να περάσουν τα κτηνώδη μέτρα. Και αυτό, διότι οι «λύσεις» αυτές δεν θεμελιώνονται στη βασική διαπίστωση πως η μονομερής έξοδος, όχι απλά από την Ευρωζώνη, αλλά και από την ΕΕ, καθώς και η επιβολή αυστηρών κοινωνικών ελέγχων στις «4 αγορές», είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για την έξοδο απο την καταστροφική κρίση, μαζί με την ακύρωση των δανειακών συμβάσεων, την αναγκαστική απαλλοτρίωση χωρίς αποζημίωση κάθε κοινού αγαθού που έχει περιέλθει, μέσα από τη διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων, στην ιδιοκτησία των ξένων και ντόπιων ελίτ. Όλα αυτά και άλλα μέτρα[8] θα έπρεπε να έχουν μακροπρόθεσμο στόχο την οικοδόμηση της παραγωγικής δομής της χώρας, (η οποία έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά μετά την πλήρη ενσωμάτωσή της στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, και ιδιαίτερα μετά την ένταξή μας στην ΕΟΚ/ΕΕ), και τη δημιουργία ενός συναφούς καταναλωτικού πρότυπου που θα στήριζε μια αυτοδύναμη (όχι αυτάρκη) οικονομία. Η αυτοδύναμη οικονομία αποτελεί άλλωστε την μόνη δυνατή διέξοδο από τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, που προσφέρει εναλλακτική λύση στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Και φυσικά αυτό δεν σημαίνει «απομονωτισμό» όπως διαστρεβλώνουν την αυτονομία οι «Ευρωπαϊστές» στη ρεφορμιστική Αριστερά, τα Πανεπιστήμια κ.λπ. που έχουν άμεσα ή έμμεσα οικονομικά και άλλα συμφέροντα από την παραμονή μας στην ΕΕ. Αυτή είναι η μόνη φιλολαϊκή λύση, ιδιαίτερα αν αποτελέσει τμήμα οικονομικών ενώσεων με γειτονικές χώρες σε παρόμοιο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης (π.χ. χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, Βαλκανικές χώρες, χώρες της Βόρειας Αφρικής κ.λπ.). Οι νέες αυτές οικονομικές ενώσεις που θα θεμελιώνονται στην αλληλεγγύη των λαών, αντί για τις σημερινές ληστρικές ενώσεις του κεφαλαίου, όπως η ΕΕ, αποτελούν τον μόνο αληθινό διεθνισμό σήμερα, σε αντιδιαστολή με τον ψευτοδιεθνισμό της ρεφορμιστικής «Αριστεράς» που δήθεν θα κτιστεί μέσα στην ΕΕ!

Ο αγώνας για να κτιστεί ένα παλλαϊκό Μέτωπο κοινωνικής και, κατά συνέπεια, εθνικής απελευθέρωσης είναι σήμερα επιτακτική ανάγκη, εφόσον μόνο ένα παρόμοιο Μέτωπο θα μπορούσε να σταματήσει τη σημερινή καταστροφή και να ανοίξει τον δρόμο, αρχικά, για μια αυτοδύναμη οικονομία και, τελικά, για τη μορφή απελευθερωτικής κοινωνίας που θα επέλεγε ο Λαός.

 

* Το άρθρο αυτό , όπως και το προηγούμενο  (22/2/2012), ανήκει στη σειρά των άρθρων που “δεν χωρά” στη νέα μεταλλαγμένη και δήθεν “αυτοδιαχειριζόμενη” εφημερίδα «Οι εργαζόμενοι στηνΕλευθεροτυπία», για τους λόγους που εξηγώ εδώ:

http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grE/gre2012/2012_02_22.html

 


[1] Σ. Πεσματζόγλου, “Δεν είναι μια η Ευρώπη”, “Οι εργαζόμενοι”, 25/2/2012

[2] Λ. Βατικιώτης, “Η Ευρώπη των αποικιών”, στο ίδιο

[3] Γ. Μηλιός, “Σωτήριο μνημόνιο θα είναι μόνο εκείνο που θα ανατραπεί”!, στο ιδιο

[4] Leslie Sclair, The Transnational Capitalist Class (Blackwell, 2001)

[5] Η Ελλάδα ως Προτεκτοράτο της Υπερεθνικής ελίτ: Η ανάγκη για άμεση έξοδο απο την ΕΕ και για μια αυτοδύναμη οικονομία, (Γόρδιος, 2010)

[6] Claude Gruson, Commission of the European Communities , Τhe challenges ahead: A plan for Europe (Office for Official Publications of the European Communities, 1979),

[7] Naomi Klein, Το δόγμα του σοκ, Η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής, (Λιβάνης,2010)

[8] βλ. ΕΚΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΝΕΟ ΕΘΝΙΚΟ-ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ http://www.inclusivedemocracy.org/brochures/2011.11.13__neo_ethniko_koinoniko_metopo_extented.html