Οι «μη συστημικές» προσεγγίσεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς για την Παγκοσμιοποίηση και η επιτακτική ανάγκη σχηματισμού Μετώπου εξόδου από ΕΕ/ΟΝΕ

3

 

Σημ. της σύνταξης:

Κρίναμε χρήσιμο να αναδημοσιεύσουμε ένα σημαντικό κεφάλαιο (Οι μη συστημικές προσεγγίσεις της ρεφορμιστικής αριστεράς) από το βιβλίο του Τ. Φωτόπουλου «Παγκοσμιοποίηση Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία»[1], που αναφέρεται και απαντά στις στρεβλές προσεγγίσεις της ρεφορμιστικής «αριστεράς» για την Παγκοσμιοποίηση. Η διαστρέβλωση της έννοιας της «Παγκοσμιοποίησης» από την συγκεκριμένη «αριστερά» και οι αντίστοιχες προτάσεις της, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο τις τελευταίες δεκαετίες στον αποπροσανατολισμό του κόσμου και την αδρανοποίησή του μέσα από ανώδυνες- αν όχι χρήσιμες για το σύστημα – ρεφορμιστικές κατευθύνσεις, τις τραγικές συνέπειες των οποίων βιώνουμε στον Ελλαδικό χώρο. Το κείμενο συνοδεύεται στο τέλος από την πρόταση της ΠΔ για την υπέρβαση της κρίσης μέσα από ένα Λαϊκό Μέτωπο Κοινωνικής και Εθνικής Απελευθέρωσης από την οικονομική κατοχή της χώρας.

 

Οι «μη συστημικές» προσεγγίσεις της ρεφορμιστικής αριστεράς.

Ονομάζω «ρεφορμιστική Αριστερά» το σύνολο των διανοουμένων, κινημάτων και πολιτικών κομμάτων στην Αριστερά που υιοθετούν μια «μη συστημική» προσέγγιση στην παγκοσμιοποίηση σύμφωνα με την οποία η παγκοσμιοποίηση οφείλεται σε εξωγενείς αλλαγές στην οικονομική πολιτική, και, ως τέτοια, είναι αντιστρέψιμη ακόμη και εντός του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Επομένως, η ρεφορμιστική Αριστερά περιλαμβάνει όλους εκείνους που είτε προτείνουν διάφορες μεταρρυθμίσεις για να βελτιωθεί η λειτουργία της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς (π.χ. να εξαλειφθεί ο μονοπωλιακός  χαρακτήρας της, να καταργηθεί η νεοφιλελεύθερη απορύθμιση των αγορών κ.ο.κ.), είτε απλώς επικρίνουν τις συνέπειες της χωρίς όμως να προτείνουν κάποια εναλλακτική μορφή κοινωνικής οργάνωσης, υιοθετώντας, ρητά η σιωπηρά, την μεταμοντέρνα απόρριψη κάθε ‘συνολικού’ προτάγματος (universalism),[2] είτε τέλος θεωρούν δεδομένο το παρόν σύστημα της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας». Με αυτήν την έννοια, η ρεφορμιστική Αριστερά περιλαμβάνει μετα-Μαρξιστές, σοσιαλδημοκράτες και άλλους στην ευρεία Αριστερά (π.χ. Pierre Bourdieu, Immanuel Wallerstein, N. Τσόμσκι, Samir Amin, John Gray  Leo Panitch κ.α. καθώς και τα παρακλάδια τους στην Ελλάδα που συνήθως βρίσκονται στον Συνασπισμό, την εφημερίδα ‘Εποχή’—Κ. Βεργόπουλος, Π. Κοροβέσης κλπ) που παίρνουν μια αρνητική μεν, αλλά ρεφορμιστική, στάση απέναντι στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.

Υπάρχουν αρκετές προσεγγίσεις που θα μπορούσαμε να κατατάξουμε στη κατηγορία της ρεφορμιστικής Αριστεράς.. Όλες τους μοιράζονται ένα κοινό στοιχείο: σε αντίθεση με τους πολύ πιο ρεαλιστές σοσιαλ-φιλελεύθερους, οι προσεγγίσεις αυτές υιοθετούν τη θέση ότι η παγκοσμιοποίηση δεν είναι ένα νέο φαινόμενο αλλά κάτι που ήδη υπήρχε στην αρχή του περασμένου αιώνα και, στη συνέχεια, προχωρούν στη διερεύνηση τρόπων να αντισταθούν σ’ αυτή – χωρίς βέβαια να αμφισβητούν βέβαια το συστημικό πλαίσιο προτείνοντας εναλλακτικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Η αρνητική τους στάση σε σχέση με την παγκοσμιοποίηση στηρίζεται στη θέση ότι, πέρα από τις δυσμενείς συνέπειές της πάνω στην εργασία και το περιβάλλον, είναι επιπλέον ασύμβατη με την σημερινή «δημοκρατία». Η ρητή – ή κάποιες φορές σιωπηρή – υπόθεση που μοιράζεται η ρεφορμιστική Αριστερά είναι ότι μια επιστροφή σε ένα είδος κρατισμού είναι ακόμη δυνατή σήμερα – πράγμα καθόλου περίεργο εφόσον θεωρούν την σημερινή παγκοσμιοποίηση ως απλώς το προϊόν νεοφιλελεύθερων πολιτικών (αν όχι μια ιδεολογία για να δικαιολογηθεί ο νεοφιλελευθερισμός), και όχι ως το αποτέλεσμα μιας θεμελιώδους δομικής αλλαγής.

Ετσι, ο Bourdieu, ξεκινώντας με την υπόθεση ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια ουτοπία που επιβλήθηκε κύρια από την Αμερικανική ελίτ, συμπεραίνει ότι πρέπει να στραφούμε στο «έθνος- κράτος», ή ακόμη καλύτερα στο υπερεθνικό κράτος – ένα ευρωπαϊκό κράτος στο δρόμο προς ένα παγκόσμιο κράτος – που θα είναι ικανό να ελέγχει και να φορολογεί αποτελεσματικά τα κέρδη που αποφέρονται στις χρηματοπιστωτικές αγορές και, πάνω απ’ όλα, να εξουδετερώνει τον καταστροφικό αντίκτυπο που έχουν οι τελευταίες πάνω στην αγορά εργασίας».[3] Στην προβληματική του, η παγκοσμιοποίηση είναι περισσότερο ένα πολιτικό πρόταγμα παρά μια οικονομική πραγματικότητα»[4], μια πολιτική που στοχεύει στο να επεκτείνει σε ολόκληρο τον κόσμο το Αμερικανικό οικονομικό μοντέλο:[5]

«Η οικονομική «παγκοσμιοποίηση» δεν είναι μηχανικό αποτέλεσμα των νόμων της τεχνικής ή της οικονομίας, είναι το προϊόν μιας πολιτικής που εφαρμόζεται από ένα σύνολο φορέων και θεσμών (…) η «παγκόσμια αγορά» είναι το προϊόν μιας περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά συντονισμένης πολιτικής (…) αυτό που προτείνεται και επιβάλλεται κατά τρόπο καθολικό ως κανονιστικό πρότυπο κάθε ορθολογικής οικονομικής πρακτικής είναι στην πραγματικότητα η καθολίκευση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών μιας συγκεκριμένης οικονομίας, που αναδύθηκε στο πλαίσιο μιας πολύ συγκεκριμένης ιστορίας και κοινωνικής δομής, της ιστορίας και της κοινωνικής δομής των Ηνωμένων Πολιτειών».

 

Ανάλογη είναι η στάση που υιοθετείται από ορισμένους συγγραφείς στην ρεφορμιστική Αριστερά, όπως ο Leo Panitch,[6] ο Ν Τσόμσκι[7] και άλλους, οι οποίοι επίσης υποστηρίζουν επίσης ότι η παγκοσμιοποίηση δεν είναι κάτι το καινούργιο και αντιπροσωπεύει κατά βάση ένα είδος νεοφιλελεύθερης συνωμοσίας Αμερικανικής προέλευσης, ο στόχος της οποίας είναι να προωθήσει τα συμφέροντα του μονοπωλιακού καπιταλισμού των ΗΠΑ. Η συμβουλή τους στο «κίνημα» κατά της παγκοσμιοποίησης είναι να ασκήσει μέγιστη πίεση πάνω στις ελίτ, έτσι ώστε το έθνος-κράτος να αναγκαστεί να αντισταθεί στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Παρόμοια, ο Immanuel Wallerstein[8] υιοθετεί ρητά την εξωγενή (αν όχι ιδεολογική) φύση της σημερινής παγκοσμιοποίησης τονίζοντας ότι:

Η δεκαετία του 1990 κατακλύστηκε από συζητήσεις πάνω στην παγκοσμιοποίηση. Ακούμε από τους πάντες σχεδόν ότι τώρα ζούμε, και για πρώτη φορά, σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης. Ακούμε ότι η παγκοσμιοποίηση έχει αλλάξει τα πάντα: η κυριαρχία των κρατών έχει εξασθενίσει, η ικανότητα του καθενός να αντισταθεί στους κανόνες της αγοράς έχει εξαφανιστεί, η δυνατότητά μας για πολιτιστική αυτονομία έχει ουσιαστικά αναιρεθεί, και η ίδια η ταυτότητά μας έχει τεθεί υπό σοβαρή αμφισβήτηση. Αυτή η κατάσταση «παγκοσμιοποίησης» έχει υμνηθεί από κάποιους και θρηνηθεί από άλλους. Όμως, η συζήτηση αυτή είναι μια γιγαντιαία παρερμηνεία της τωρινής πραγματικότητας – μια πλάνη που μας την επιβάλλουν ισχυρές ομάδες, και, ακόμη χειρότερα, μια πλάνη που έχουμε επιβάλλει στους εαυτούς μας, συχνά σε κατάσταση απόγνωσης (…) Στην πραγματικότητα, οι διαδικασίες που συχνά εννοούνται όταν αναφερόμαστε στην παγκοσμιοποίηση δεν είναι καθόλου νέες. Υπάρχουν εδώ και 500 περίπου χρόνια.

 

Τέλος, μια ακόμη εκδοχή, που υποστηρίζεται από σοσιαλδημοκράτες όπως ο καθηγητής της LSE John Gray[9], διακηρύσσει το τέλος της παγκοσμιοποίησης, ακολουθώντας το παράδειγμα του Eric Hobsbawm, του ‘πρύτανη’  των Μαρξιστών ιστορικών, ο οποίος, ακόμη  και το 1998, διακήρυσσε  το τέλος του νεοφιλελευθερισμού![10]. Αυτή τη φορά, το επιχείρημα που προβάλλεται για να υποστηριχθεί το υποτιθέμενο τέλος της παγκοσμιοποίησης βασίζεται στη σημερινή πορεία προς την ύφεση  της Αμερικάνικης οικονομίας και την εκλογή του  Μπούς στην προεδρία των ΗΠΑ.

Το κοινό συμπέρασμα όλων των αναλυτών στην ρεφορμιστική Αριστερά (που υιοθετεί και το κύριο σώμα του «κινήματος» κατά της παγκοσμιοποίησης), είναι ότι η πίεση «από τα κάτω» θα μπορούσε να αντιστρέψει τη «νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση», ή τουλάχιστον, να υποχρεώσει τις σοσιαλ-φιλελεύθερες κυβερνήσεις να «επαναδιαπραγματευθούν» τους κανόνες της και ιδιαίτερα, τους κανόνες που καθορίζουν τη λειτουργία  διεθνών θεσμών όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου – θέση που υποστηρίζουν για παράδειγμα, μεταξύ άλλων,  οι Pierre Bourdieu[11],  Samir Amin[12] κλπ.

Αλλά ας δούμε πιο λεπτομερώς τα επιχειρήματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς ότι η παγκοσμιοποίηση είναι ένας «μύθος», ή μια ιδεολογία. Ισως η πιο συστηματική έκθεση αυτών των επιχειρημάτων μέχρι σήμερα βρίσκεται  στη μελέτη των Paul Hirst και Grahame Thompson,[13] οι οποίοι υποστηρίζουν  τη θέση ότι το  έθνος-κράτος εξακολουθεί να παίζει σημαντικό ρόλο στη νεοφιλελεύθερη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Μολονότι  ρητός στόχος των συγγραφέων είναι να επιτεθούν στη θέση της παγκοσμιοποίησης που προωθεί η εθνικιστική Δεξιά, η μελέτη τους, ουσιαστικά, στηρίζει το είδος στρατηγικής και πολιτικής που προτείνονται σήμερα από την ρεφορμιστική Αριστερά. Τα επιχειρήματά τους μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

  1. Ο σημερινός υψηλός βαθμός διεθνοποίησης της οικονομίας δεν είναι πρωτοφανής εφόσον ο βαθμός ανοίγματος της παγκόσμιας οικονομίας το 1913 ήταν στην πραγματικότητα υψηλότερος από τον αντίστοιχο βαθμό ανοίγματος στην περίοδο μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο.[14]
  2. Οι καθαρά υπερεθνικές επιχειρήσεις είναι σχετικά σπάνιες μιας και οι περισσότερες επιχειρήσεις έχουν κάποια εθνική έδρα.[15]
  3. Η παγκόσμια οικονομία σήμερα δεν είναι πραγματικά παγκόσμια εφόσον το εμπόριο, οι ξένες άμεσες επενδύσεις και οι ροές κεφαλαίου γενικότερα συγκεντρώνονται στις «Χώρες της Τριάδας», δηλ. στις χώρες των τριών κύριων οικονομικών περιφερειών (Βόρεια Αμερική, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ιαπωνία).[16]
  4. Κατά συνέπεια, οι μεγάλες οικονομικές δυνάμεις «έχουν την ικανότητα να ασκούν ισχυρές καθοδηγητικές πιέσεις στις  αγορές κεφαλαίου και σε άλλες οικονομικές τάσεις. Οι παγκόσμιες αγορές δεν είναι σε καμία περίπτωση πέραν από ρύθμιση και έλεγχο».[17]

 

Ας εξετάσουμε καθένα από τα παραπάνω επιχειρήματα πιο λεπτομερώς. Όσον αφορά στο πρώτο επιχείρημα των συγγραφέων, όπως θα προσπαθήσω να δείξω παρακάτω, είναι αλήθεια ότι κατά τη διάρκεια της φιλελεύθερης μορφής της νεωτερικότητας υπήρξε πράγματι μια αρχική διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, η οποία συνοδεύθηκε από μια απόπειρα εγκαθίδρυσης μιας καθαρά φιλελεύθερης διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Όμως αυτή η απόπειρα, για τους λόγους που θα εξετάσω αμέσως, απέτυχε. Ετσι, παρ’ όλο που ήδη στις αρχές του εικοστού αιώνα ήταν εμφανής ένας σημαντικός βαθμός διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς, η σημερινή διεθνοποίηση είναι τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά διαφορετική από την πρώτη διεθνοποίηση.

Είναι ποσοτικά διαφορετική επειδή, παρά τους αστήρικτους ισχυρισμούς περί του αντιθέτου, ποτέ στο παρελθόν δεν υπήρξε ένας παρόμοιος βαθμός ανοίγματος της αγοράς. Οι κύριοι δείκτες που χρησιμοποιούν οι Hirst και Thompson για να υποστηρίξουν την θέση ότι το άνοιγμα της οικονομίας της αγοράς σήμερα είναι μικρότερο σε σχέση με το παρελθόν είναι  ο βαθμός ανοίγματος της σε σχέση με  την κίνηση κεφαλαίου και εμπορευμάτων.

Ωστόσο, όσον αφορά πρώτα στο άνοιγμα της οικονομίας της αγοράς στο κεφάλαιο, οι μελέτες που παραθέτουν για να δείξουν το μεγαλύτερο άνοιγμα στην περίοδο πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο σε σχέση με σήμερα, χρησιμοποιούν έναν στατιστικό δείκτη[18] που δεν έχει καθολική ισχύ, καθώς στην περίπτωση της χώρας με το κυριότερο αποθεματικό νόμισμα, τις ΗΠΑ., οδηγούν σε  αποτελέσματα που δεν έχουν κανένα νόημα. Από την άλλη μεριά, η χρήση εναλλακτικών δεικτών δείχνει μια δραματική αύξηση στο άνοιγμα της οικονομίας της αγοράς σε σχέση με τη κίνηση  κεφαλαίου. Και αυτό, όχι μόνο σε σχέση με την κίνηση επενδυτικού κεφαλαίου όπου παρατηρείται διπλασιασμός της αναλογίας των άμεσων ξένων επενδύσεων στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών  στα πρώτα 20 χρόνια της σημερινής παγκοσμιοποίησης,[19] αλλά κυρίως σε σχέση με την  κίνηση κερδοσκοπικών κεφαλαίων. Ετσι, οι κερδοσκοπικές ροές /συναλλαγές συναλλάγματος αυξήθηκαν 14 φορές μέσα σε 15 χρόνια παγκοσμιοποίησης (από περίπου  25.000 δις. δολ. το 1983 σε πάνω από  350.000 δις. δολ. το 1998) ενώ οι κινήσεις κεφαλαίου σε σχέση με το εμπόριο και τις άμεσες ξένες επενδύσεις απλώς διπλασιάστηκαν στην ίδια περίοδο (από περίπου 3.000 δις. δολ. το  1983 σε περίπου 7.000 δις. δολ. το 1998)[20]. Η συνέπεια είναι ότι σήμερα περίπου ένα τρισεκατομμύριο δολάρια αλλάζει χέρια κάθε μέρα.

Περνώντας τώρα στο άνοιγμα όσον αφορά στο εμπόριο, σ’ αντίθεση με τα στοιχεία που παρουσιάζουν οι Hirst και Thompson, αυτό το άνοιγμα, όχι απλώς δεν είναι μικρότερο σήμερα απ’ ότι ήταν στην περίοδο πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά αυξήθηκε σημαντικά στο τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα (δηλ. στην περίοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης). Ετσι, το άνοιγμα αυτό κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, έχει αυξηθεί στις μεγαλύτερες εμπορικές χώρες του κόσμου (με εξαίρεση την Ιαπωνία). Ως αποτέλεσμα, όπως δείχνει ο παρατιθέμενος Πίνακας, ο μέσος δείκτης ανοίγματος ως προς το εμπόριο αυξήθηκε από 43,6% που ήταν το 1913, σε 48,3% το 1996. Aκομη, σύμφωνα με πιο πρόσφατα στοιχεία, ο ίδιος μέσος δείκτης αυξήθηκε πολύ σημαντικά τα τελευταία χρόνια φθάνοντας το επίπεδο του 53,4 το 1998.[21] Είναι λοιπόν προφανές ότι ο ισχυρισμός των Hirst και Thompson ότι το άνοιγμα της οικονομίας της αγοράς στο εμπόριο ήταν μεγαλύτερο το 1913 απ’ ό,τι σήμερα (ένας ισχυρισμός που, όλως περιέργως, βασίζεται σε δεδομένα μέχρι το 1973, δηλ. πριν το ξεκίνημα της σημερινής παγκοσμιοποίησης!) δεν μπορεί να υποστηριχθεί  από τα υπάρχοντα στοιχεία.

Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι η σημερινή διεθνοποίηση είναι ποιοτικά διαφορετική από αυτή του περασμένου αιώνα. Αυτό συμβαίνει επειδή η προηγούμενη διεθνοποίηση ήταν βασισμένη στα έθνη-κράτη και όχι στις πολυεθνικές επιχειρήσεις όπως σήμερα. Το γεγονός ότι ο βαθμός (τυπικού ή άτυπου) ανοίγματος των αγορών εμπορευμάτων και κεφαλαίου ήταν πολύ μικρότερος στο παρελθόν απ’ ό,τι είναι σήμερα, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον καθορισμό του «φορέα» της διεθνοποίησης σε κάθε περίοδο, καθώς και του βαθμού οικονομικής κυριαρχίας του κράτους. Όταν ο βαθμός του ανοίγματος της αγοράς ήταν σχετικά μικρός (μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970) τα κράτη-έθνη

 

Δείκτης ανοίγματος ως προς το εμπόριο* στις μεγάλες οικονομίες της αγοράς

 

1913 1950 1973 1980 1996
Γαλλία 35,4 21,2 29,0 44,0 45,0
Γερμανία 35,1 20,1 35,2 46,0
Ιαπωνία 31,4 16,9 18,3 28,0 17,0
Ολλανδία 103,6 70,2 80,1 103,0 100,0
Βρετανία 44,7 36,0 39,3 52,0 58,0
ΗΠΑ 11,2 7,0 10,5 21,0 24,0

* Λόγος του εμπορίου (εξαγωγές και εισαγωγές) προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν σε τρέχουσες τιμές.

Πηγή: Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question, Πίνακας 2.5 (για τις χρονιές 1913, 1950 και 1973) και World Development Report της Παγκόσμιας Τράπεζας  1998/99, Πιν. 20.

 

μπορούσαν να ασκήσουν σημαντικό βαθμό ελέγχου πάνω στην οικονομική δραστηριότητα μέσω νομισματικών, συναλλαγματικών και δημοσιονομικών πολιτικών. Από την άλλη μεριά, τη στιγμή που (και ως αποτέλεσμα της επέκτασης των πολυεθνικών επιχειρήσεων) ο βαθμός ανοίγματος της αγοράς άρχισε να αυξάνεται, τα έθνη-κράτη έχασαν ένα σημαντικό μέρος της οικονομικής τους κυριαρχίας. Ετσι, επιθετικές δημοσιονομικές πολιτικές για τον έλεγχο της οικονομικής δραστηριότητας δεν είναι πια δυνατές σε ένα πλαίσιο ανοικτών αγορών εμπορευμάτων και κεφαλαίου, ενώ ο σημερινός βαθμός ενσωμάτωσης στη διεθνοποιημένη οικονομία  της αγοράς κάνει σχεδόν αδύνατες οποιεσδήποτε πραγματικά αποκλίνουσες νομισματικές πολιτικές.

Όσον αφορά στο δεύτερο επιχείρημα των συγγραφέων ότι οι καθαρά υπερεθνικές επιχειρήσεις είναι σχετικά σπάνιες μιας και οι περισσότερες επιχειρήσεις έχουν κάποια εθνική έδρα, το πραγματικό ζήτημα δεν είναι η αναλογία των πολυεθνικών επιχειρήσεων ως προς τον συνολικό αριθμό εταιριών αλλά η εξουσία που ασκούν. Και τα στατιστικά στοιχεία πάνω σε αυτό είναι αδιαμφισβήτητα. Στη δεκαετία του 1990, οι 500 πολυεθνικές επιχειρήσεις στην κορυφή της πυραμίδας είχαν υπό τον έλεγχό τους το 70% του παγκόσμιου εμπορίου, το 80% των ξένων επενδύσεων και το 30% του παγκόσμιου Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος.[22] Επιπλέον, το ζήτημα δεν είναι το εάν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις έχουν μια εθνική βάση, ή, αντίθετα, είναι α-κρατικά σώματα, αλλά το εάν οι δραστηριότητές τους και ιδιαίτερα το εμπόριο, οι επενδύσεις και η παραγωγή εκτείνονται πολύ πέρα από τα εθνικά τους όρια. Σε αυτήν την προβληματική, η εθνική έδρα εξακολουθεί να είναι πολύ χρήσιμη για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, εφόσον τους προσπορίζει διάφορα πλεονεκτήματα έναντι των ανταγωνιστών τους, και το γεγονός αυτό είναι απόλυτα συμβατό με τη σημερινή επιταχυνόμενη αγοραιοποίηση[23] της οικονομίας. Στην πραγματικότητα, η θέση που υποστηρίζεται εδώ, όσον αφορά στη σημασία που έχουν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις σε σχέση με τη διεθνοποίηση, έχει πολλά κοινά στοιχεία με τη θέση της Susan Strange ότι «δεν είναι το φαινόμενο της πολυεθνικής επιχείρησης που είναι καινούργιο, αλλά η αλλαγή του συσχετισμού μεταξύ, από τη μια μεριά των εταιριών που απευθύνονται αποκλειστικά στην τοπική ή εγχώρια αγορά και, από την άλλη, αυτών που απευθύνονται στην παγκόσμια αγορά και εν μέρει παράγουν σε χώρες άλλες από την αρχική τους έδρα».[24]

Όσον αφορά στο τρίτο επιχείρημα των συγγραφέων ότι η παγκόσμια οικονομία σήμερα δεν είναι πραγματικά παγκόσμια εφόσον το εμπόριο, οι ξένες άμεσες επενδύσεις και οι χρηματοπιστωτικές ροές είναι συγκεντρωμένες στις «Χώρες της Τριάδας» (NAFTA, Ευρωπαϊκή Eνωση, Ιαπωνία), είναι πράγματι σωστό ότι ο μεγάλος όγκος του βιομηχανικού εμπορίου των προηγμένων οικονομιών της αγοράς λαμβάνει χώρα ανάμεσα σε αυτές τις χώρες και μόνο ένα μικρό κλάσμα (περίπου το 1,5% εξαιρώντας την Κίνα) γίνεται ανάμεσα σε αυτές και το Νότο.[25] Ωστόσο, αυτό δεν είναι ένα επιχείρημα ενάντια στο γεγονός της παγκοσμιοποίησης, αλλά ενάντια στον τύπο της παγκοσμιοποίησης που λαμβάνει χώρα. Η επέκταση της οικονομίας της αγοράς, καθώς και η διεθνοποίησή της, ήταν πάντοτε ανομοιογενής, ακριβώς εξαιτίας της ουσιαστικά αυτορυθμιζόμενης φύσης της. Επομένως, δεν έχει κανένα νόημα να προσδοκάμε ότι η σημερινή διεθνοποίηση, που στηρίζεται στον υψηλότερο βαθμό αγοραιοποίησης στην Ιστορία, θα είναι κάτι το διαφορετικό. Είναι δηλαδή αναπόφευκτη η συγκέντρωση της  διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς  στο Βορρά, ο οποίος έχει ήδη δημιουργήσει, μέσα στη διαδικασία αγοραιοποίησης, εγγενή συγκριτικά πλεονεκτήματα στην παραγωγικότητα, την αποτελεσματικότητα, την τεχνολογία και την ανταγωνιστικότητα.[26]

Τέλος, όσον αφορά στο επιχείρημα των συγγραφέων, το οποίο είναι στην πραγματικότητα το κύριο επιχείρημα που χρησιμοποιεί η ρεφορμιστική Αριστερά, ότι οι παγκόσμιες αγορές δεν είναι πέραν ρυθμίσεως και ελέγχου, και ότι οι μεγάλες οικονομικές δυνάμεις «έχουν την ικανότητα να ασκούν ισχυρές καθοδηγητικές πιέσεις στις αγορές κεφαλαίου και σε άλλες οικονομικές τάσεις», θα υποστήριζα ότι η θέση που προτάσσεται σε αυτό το βιβλίο δεν συνεπάγεται την εξάλειψη του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους, πόσο μάλλον την υλική εξαφάνισή του στο πολιτικό επίπεδο. Αυτό που όντως συνεπάγεται είναι ότι το κράτος, τα τελευταία 25 περίπου χρόνια, ουσιαστικά χάνει την οικονομική του κυριαρχία. Στην πραγματικότητα, οι ίδιοι οι συγγραφείς το παραδέχονται αυτό σιωπηρά, όταν χαρακτηρίζουν «ριζοσπαστικό» ακόμα και το στόχο για πλήρη απασχόληση[27] – δηλ. τον κύριο στόχο της σοσιαλδημοκρατίας σ’ ολόκληρη την περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης. Είναι συνεπώς ξεκάθαρο ότι, όταν οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι «οι διαδικασίες της διεθνοποίησης, όχι μόνο δεν υποβαθμίζουν το έθνος-κράτος, αλλά ενδυναμώνουν τη σημασία του με πολλούς τρόπους»[28], αυτό που έχουν κατά νου δεν είναι οι αποτελεσματικοί κοινωνικοί έλεγχοι για την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος, αλλά, κυρίως, οι «ρυθμιστικοί έλεγχοι».[29]

Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι ακόμα και όταν οι συγγραφείς αναφέρονται στην πιθανότητα μιας «νέας πολυκεντρικής εκδοχής της μεικτής οικονομίας» για την επίτευξη «φιλόδοξων» στόχων, η μόνη προϋπόθεση που αναφέρουν είναι «μια πολιτική με μεγάλο βαθμό κοινού συντονισμού από την πλευρά των μελών της Τριάδας».[30] Αυτό όμως που δεν εξηγούν είναι το γιατί οι ελίτ που ελέγχουν την Τριάδα θα υιοθετήσουν πολιτικές για τη δημιουργία μιας νέας παγκόσμιας μεικτής οικονομίας. Στην πραγματικότητα, το μόνο επιχείρημα που προτάσσουν οι συγγραφείς για να υποστηρίξουν αυτήν την θέση είναι η παλιά θεωρία της υποκατανάλωσης, ότι δηλαδή η αναπαραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης δεν είναι βιώσιμη σ’ ένα πλαίσιο μεγάλης ανισότητας, που οδηγεί αναπόφευκτα σε χαμηλή ζήτηση.[31] Αλλά αυτό το επιχείρημα παραβλέπει το γεγονός ότι η οικονομία ανάπτυξης δεν έχει παρουσιάσει ιδιαίτερη δυσκολία στο να αυτο-αναπαράγεται, στο βαθμό που η «κοινωνία των δύο τρίτων» επεκτείνει την κατανάλωσή της. Είναι ξεκάθαρο επομένως ότι για τους συγγραφείς, καθώς και για την ρεφορμιστική Αριστερά γενικότερα, ο μόνος τρόπος για να πειστούν οι ελίτ της Τριάδας να υιοθετήσουν μια τέτοια οικονομία είναι μέσω κάποιας μορφής πίεσης «από τα κάτω» – ανεξάρτητα από το κρίσιμο θέμα  αν μια μεικτή οικονομία είναι ακόμη εφικτή σήμερα!

Ο λόγος για τον οποίον η ρεφορμιστική Αριστερά καταλήγει σε τέτοιους είδους ανόητα συμπεράσματα είναι ότι το σημείο εκκίνησής της είναι είτε μια χοντροκομμένη Μαρξιστική ανάλυση, που υποθέτει ότι η σημερινή διεθνοποίηση δεν είναι καθόλου διαφορετική από την προηγούμενη διεθνοποίηση στο τέλος του 19ου  αιώνα και στις αρχές του 20ου (αν όχι ακόμη πιο πριν, όπως υποστηρίζει ο Wallerstein) είτε, εναλλακτικά – όπως στην περίπτωση των Hirst και Thompson – μια ανιστόρητη ανάλυση της οικονομίας της αγοράς που υποθέτει ότι η σημερινή διεθνοποίηση είναι απλώς ένα συγκυριακό φαινόμενο και όχι μια δομική αλλαγή.[32] Το συμπέρασμα που βγάζουν και οι δύο τύποι ανάλυσης είναι ότι η σημερινή «παγκοσμιοποιημένη» οικονομία είναι ακόμη «ελέγξιμη» και ότι συνεπώς το μόνο που είναι αναγκαίο για την εισαγωγή ενός συστήματος αποτελεσματικού ελέγχου πάνω της είναι η δραστική πίεση από το «κίνημα» κατά της παγκοσμιοποίησης.

Ωστόσο, το γεγονός ότι η οικονομία της αγοράς είναι ελέγξιμη, με τη στενή έννοια της ρύθμισης, είναι προφανές σε όλους, εκτός ίσως από ορισμένους ακραίους υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης. Το πραγματικό ζήτημα είναι εάν τα έθνη-κράτη είναι ακόμα ικανά, σε μια διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, να επιβάλλουν αποτελεσματικούς κοινωνικούς ελέγχους για την προστασία του ανθρώπου και της φύσης, ή εάν αντίθετα τέτοιοι έλεγχοι δεν είναι πια εφικτοί, ούτε στο επίπεδο του έθνους-κράτους, ούτε στο επίπεδο του οικονομικού μπλοκ, αλλά ούτε ακόμη και στο πλανητικό επίπεδο.

Ετσι, όσον αφορά το κρατικό επίπεδο, αν λάβουμε υπόψη την τεράστια αύξηση της ξένης διείσδυσης στις χρηματιστηριακές αγορές και στις αγορές κρατικών ομολόγων,[33] που έχει λάβει χώρα στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα περίπου, γίνεται προφανές ότι καμιά εθνική κυβέρνηση δεν μπορεί να ακολουθήσει σήμερα οικονομικές πολιτικές που δεν εγκρίνονται από τις αγορές κεφαλαίου. Οι αγορές αυτές έχουν σήμερα τη δύναμη να δημιουργούν αβάσταχτη οικονομική πίεση στη δανειοληπτική ικανότητα, στην αξία του νομίσματος και στη ροή επενδύσεων μιας χώρας. Αν υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα υιοθετεί, ενάντια στο ρεύμα, πολιτικές για να αντιστρέψει την ελαστικοποίηση των αγορών εργασίας ή, εναλλακτικά, πιο επιθετικές πολιτικές για να επιβραδύνει το φαινόμενο του θερμοκηπίου, εύκολα μπορεί να δειχθεί ότι, σε συνθήκες ελεύθερης διακίνησης του κεφαλαίου, το αποτέλεσμα θα ήταν μια φυγή κεφαλαίου και μια πίεση στις αντίστοιχες συναλλαγματικές και χρηματιστηριακές τιμές, δηλ. εξελίξεις που θα μπορούσαν εύκολα να οδηγήσουν σε μια ύφεση, αν όχι σε μια πλήρη κρίση. Είναι για τους λόγους αυτούς που ο Μιτεράν και ο Ζοσπέν αναγκάστηκαν  να εγκαταλείψουν κάθε ιδέα προσφυγής στις παλιές σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές, ενώ ο Λαφοντέν υποχρεώθηκε  να απομακρυνθεί από την Γερμανική κυβέρνηση.

Η περίπτωση του Λαφοντέν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική όσον αφορά τη δύναμη των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Όπως την περιγράφει η (ρεφορμίστρια) συγγραφέας ενός πολύ πρόσφατου βιβλίου πάνω στη δύναμη των μεγάλων επιχειρήσεων:[34]

Στη Γερμανία, όπου, ως αποτέλεσμα της μείωσης των επιχειρηματικών φόρων,  τα έσοδα από τη φορολόγηση επιχειρήσεων έχουν μειωθεί κατά 50% στα τελευταία 20 χρόνια οδηγώντας σε μια αύξηση των επιχειρηματικών κερδών της τάξης του 90%, μια ομάδα εταιρειών, (στην οποία περιλαμβάνονται η Deutsche Bank, η BMW, η Daimler-Benz και η RWE, ο Γερμανικός ενεργειακός και βιομηχανικός όμιλος εταιρειών), το 1999 ματαίωσε την προσπάθεια του Υπουργού Οικονομικών Oσκαρ Λαφοντέν να αυξηθεί η φορολογική επιβάρυνση των Γερμανικών εταιρειών, απειλώντας πως θα μεταφέρουν τις επενδύσεις ή τα εργοστάσια σε άλλες χώρες εάν η κυβερνητική πολιτική δεν τους βόλευε. «Είναι ένα ζήτημα που θέτει σε κίνδυνο τουλάχιστον 14.000 θέσεις εργασίας» απείλησε ο Dieter Schweer, εκπρόσωπος του ομίλου RWE. «Εάν η επενδυτική κατάσταση δεν είναι πια ελκυστική, θα εξετάσουμε κάθε δυνατότητα μεταφοράς των επενδύσεών μας στο εξωτερικό». Ετσι, η Daimler-Benz πρότεινε την επανεγκατάσταση στις ΗΠΑ ενώ άλλες εταιρείες απείλησαν πως θα διακόψουν την αγορά κρατικών ομολόγων και τις επενδύσεις στη Γερμανική οικονομία. Δοθείσας της δύναμης που έχουν αυτές οι επιχειρήσεις, οι απειλές τους πάρθηκαν στα σοβαρά. Μέσα σε λίγους μήνες η Γερμανία σχεδίαζε φορολογικές ελαφρύνσεις για τις επιχειρήσεις, που θα έριχναν τους φόρους στις Γερμανικές εταιρείες κάτω από τα επίπεδα των ΗΠΑ. Όπως σχολίασε εκείνη την περίοδο ένας από τους κυριότερους συμβούλους του Γκ. Σρέντερ στην Washington: «Η Deutsche Bank και οι βιομηχανικοί γίγαντες σαν την Mercedes παρά-είναι ισχυροί για την εκλεγμένη κυβέρνηση του Βερολίνου».

 

Η κατάσταση δεν είναι πολύ διαφορετική όσον αφορά στα οικονομικά μπλοκ. Αν ένα μπλοκ, όπως η ΕΕ, αποπειραθεί να εισαγάγει το είδος των πολιτικών που ήταν δημοφιλείς στη διάρκεια της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, (π.χ. πολιτικές με στόχο την επέκταση του κράτους πρόνοιας ανεξάρτητα από τις συνέπειες τους στον πληθωρισμό) ή, εναλλακτικά, αποπειραθεί να εισαγάγει αυστηρούς περιβαλλοντικούς ελέγχους, ασχέτως των συνεπειών τους στην κερδοφορία, τότε αυτό το μπλοκ, αντιμετωπίζει τον άμεσο κίνδυνο μιας σημαντικής φυγής κεφαλαίου προς τα άλλα μπλοκ, με σοβαρές επιπτώσεις στο νόμισμά του, στη συγκεκριμένη περίπτωση το Ευρώ, έναντι των νομισμάτων των άλλων μπλοκ. Ο κίνδυνος μάλιστα αυτός είναι ιδιαίτερα σημαντικός στη περίπτωση της ΕΕ όπου η χρόνια αδυναμία του Ευρώ έναντι του δολαρίου φαίνεται να αντανακλά το γεγονός ότι τα υπολείμματα του κράτους πρόνοιας στην Ευρώπη είναι, ακόμη, πιο σημαντικά από αυτά των ΗΠΑ. Η διαδικασία διεθνοποίησης και ο σημερινός βαθμός ανοίγματος των αγορών συνεπάγονται την ομογενοποίηση των κοινωνικών ελέγχων στις μεγάλες οικονομίες της αγοράς. Από τη στιγμή όμως που η ομογενοποίηση αυτή, κάτω από συνθήκες σκληρού ανταγωνισμού, βασίζεται στην αρχή του «ελάχιστου κοινού παρανομαστή» και με δεδομένη τη σημερινή διαφορά στους κοινωνικούς ελέγχους των χωρών της Τριάδας, η ιδέα ότι είναι ακόμα εφικτή η εισαγωγή αποτελεσματικών κοινωνικών ελέγχων (που θα προκληθεί με πρωτοβουλία του κράτους ή της «κοινωνίας των πολιτών») καθίσταται κενή νοήματος. Επομένως, οι ιδέες που υιοθετούν σήμερα πολλοί στη ρεφορμιστική Αριστερά ότι η παγκοσμιοποίηση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια απόπειρα των ΗΠΑ να επιβάλλουν τη δικιά τους εκδοχή καπιταλισμού ελεύθερης αγοράς, στην οποία θα μπορούσε να αντισταθεί μια ΕΕ που θα βασίζεται σε μια κοινωνική αγορά,[35] (ή, ακόμη χειρότερα, σε ένα νέο είδος «καλού» εθνικισμού[36]) αντανακλούν απλώς την παρούσα ηττοπάθεια της Αριστεράς και την ροπή της στο να πιστεύει ουτοπικούς μύθους.

Στο σημείο αυτό θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς: «δεν υπάρχει δυνατότητα για μια διεθνή συμφωνία των χωρών της Τριάδας (της G7+1 για παράδειγμα) που θα επέβαλλε τέτοιους αποτελεσματικούς ελέγχους;». Όμως, όπως μπορεί να διαβεβαιώσει οποιοσδήποτε έχει στοιχειώδεις γνώσεις πάνω στην ιστορική δυναμική της οικονομίας της αγοράς και τις πολιτικές και οικονομικές δομές που προέκυψαν από αυτή τη δυναμική, αυτή είναι μονάχα μια θεωρητική δυνατότητα. Είναι φανερό οτι παρόμοιοι έλεγχοι θα αμφισβητούσαν έντονα τη λογική και δυναμική της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και ως τέτοιοι, θα δεχόντουσαν την άμεση και έμμεση επίθεση των πελώριων πολυεθνικών επιχειρήσεων, οι οποίες ελέγχουν όχι μόνο τις οικονομίες της αγοράς αλλά επίσης τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας (στα οποία στηρίζεται αποφασιστικά η προβολή των επαγγελματιών πολιτικών), και ασφαλώς τις πηγές χρηματοδότησης των πανάκριβων εκλογικών εκστρατειών τους. Συνεπώς, το να απαιτεί κανείς σήμερα την επιβολή κοινωνικών ελέγχων πάνω στις οικονομικές ελίτ, έτσι ώστε να προστατευθούν αποτελεσματικά η εργασία και το περιβάλλον (πέρα από ρυθμιστικούς και άλλους ανώδυνους ελέγχους στις δραστηριότητές τους), ισοδυναμεί με το να απαιτεί την επιβολή δραστικών περιορισμών στην ίδια τη δυναμική του συστήματος της οικονομίας της αγοράς – μια δυναμική που στηρίζεται καθοριστικά στην οικονομική υγεία των οικονομικών ελίτ και ιδιαίτερα των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Πάνω σε αυτό, οι φιλελεύθεροι, νεοφιλελεύθεροι και σοσιαλφιλελεύθεροι οικονομολόγοι είχαν πάντοτε δίκιο: κάθε αποτελεσματικός κοινωνικός έλεγχος πάνω στις αγορές για την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος θα είχε αναγκαστικά αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική αποτελεσματικότητα (όπως ορίζεται σήμερα) και συνεπώς στην κερδοφορία, τα εισοδήματα και τον πλούτο των οικονομικών ελίτ.

Σε αυτήν την προβληματική, η εξήγηση που δίνει η ρεφορμιστική Αριστερά για την άνοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης με αναφορά στην «μεταστροφή» των παλιών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και την προδοσία από τη μεριά τους των σοσιαλιστικών ιδανικών, ή με αναφορά στην «ιστορική ήττα της Αριστεράς» μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», δίνει μια διαστρεβλωμένη εικόνα της πραγματικότητας. Αν και είναι αλήθεια ότι η ‘έκλειψη’ του κινήματος της εργατικής τάξης στο τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην άνοδο του νεοφιλελευθερισμού, εντούτοις, ο αποδεκατισμός της εργατικής τάξης ήταν άμεσα συνδεδεμένος, όπως θα δούμε παρακάτω, με τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς και, ειδικότερα, με τη δραστική αλλαγή στη διάρθρωση της απασχόλησης, ως αποτέλεσμα τεχνολογικών και οικονομικών αλλαγών. Επομένως, η μεταστροφή των παλιών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων θα μπορούσε να εξηγηθεί με αναφορά στην αλλαγή στη διάρθρωση του εκλογικού σώματος, ως αποτέλεσμα των αντίστοιχων αλλαγών στη διάρθρωση της απασχόλησης, και ακόμη με αναφορά στον αυξημένο βαθμό ανοίγματος της αγοράς–πράγμα που έκανε τις κρατικιστικές πολιτικές που εφαρμόζονταν κατά τη διάρκεια της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης ασύμβατες με τις αναπτυξιακές ανάγκες της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.

Είναι συνεπώς προφανές ότι η γενική μετατόπιση προς τα Δεξιά, η οποία έχει σφραγίσει τη νεοφιλελεύθερη μορφή της νεωτερικότητας, παρακίνησε πολλούς στην Αριστερά να μετακινηθούν προς τη θέση που κάποτε καταλάμβαναν οι παλιοί σοσιαλδημοκράτες – οι οποίοι με τη σειρά τους έχουν μετακινηθεί προς τον σοσιαλ-φιλελευθερισμό και έχουν ρεαλιστικά αποδεχθεί τη μη αντιστρεψιμότητα της σημερινής παγκοσμιοποίησης. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη αν λάβει κανείς υπόψη το γεγονός ότι η αποδοχή της συστημικής φύσης της σημερινής παγκοσμιοποίησης θα είχε σοβαρές πολιτικές συνέπειες. Με άλλα λόγια, η αναγνώριση από την Αριστερά του συστημικού χαρακτήρα της παγκοσμιοποίησης θα την έβαζε σε ένα σημαντικό δίλημμα: είτε να υιοθετήσει τη σημερινή παγκοσμιοποίηση με ορισμένες επιφυλάξεις (όπως κάνουν οι σοσιαλ-φιλελεύθεροι) είτε να την απορρίψει συνολικά, και να αμφισβητήσει τον θεμελιώδη θεσμό που οδήγησε σ’ αυτήν κατά πρώτο λόγο– το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Είναι προφανές ότι η σημερινή ηττοπαθής και γενικά κομφορμιστική (συχνά λόγω των μεταμοντέρνων επιρροών) Αριστερά έχει επιλέξει μια ενδιάμεση οδό ανάμεσα σε αυτά τα δύο «άκρα» η οποία συνεπάγεται σημαντικές μεταρρυθμίσεις της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας – οι οποίες, όμως, είναι αδύνατες μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Αυτό που είναι πράγματι ειρωνικό είναι ότι η ρεφορμιστική Αριστερά αιτιολογεί την εγκατάλειψη κάθε οράματος για έναν εναλλακτικό τρόπο οργάνωσης της οικονομίας (πέρα από τα συστήματα της οικονομίας της αγοράς και του κεντρικού σχεδιασμού) με μια επίκληση στο «ρεαλισμό» όταν, στην πραγματικότητα, οι ρεφορμιστικές της προτάσεις σήμερα είναι πολύ πιο ουτοπικές από τα οράματα του σοσιαλιστικού κρατισμού, τα οποία υποστήριζε πριν την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού»!

 

Η προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας[37]

Σύμφωνα με την προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας, η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς είναι μια διαδικασία που τέθηκε σε κίνηση μαζί με την ανάδυση της ίδιας της οικονομίας της αγοράς. Επομένως, αν και είναι αλήθεια ότι σε όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς προωθείτο ενεργά από τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, εν όψει – ιδιαίτερα– της επέκτασης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στον Τρίτο Κόσμο, ωστόσο, αυτή η διεθνοποίηση ήταν κυρίως το αποτέλεσμα «αντικειμενικών» παραγόντων που σχετίζονταν με τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς. Οι «υποκειμενικοί» παράγοντες, με τη μορφή της κοινωνικής πάλης, έπαιξαν έναν παθητικό ρόλο σε σχέση με αυτήν την εντεινόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, ιδιαίτερα μετά την σημαντική υποχώρηση του εργατικού κινήματος που ακολούθησε την συρρίκνωση—για τεχνολογικούς λόγους—της εργατικής τάξης. Με αυτήν την έννοια, οι αλλαγές στις πολιτικές των μεγάλων διεθνών θεσμών (ΔΝΤ, ΠΟΕ, ΠΤ κ.λπ.) και οι αντίστοιχες αλλαγές στις εθνικές πολιτικές, που στόχευαν στο άνοιγμα και την απελευθέρωση των αγορών, ήταν «ενδογενείς», δηλαδή αντανακλούσαν και θεσμοποιούσαν υπάρχουσες τάσεις της οικονομίας της αγοράς, και όχι εξωγενείς, όπως υποστηρίζουν όσοι ανήκουν στη ρεφορμιστική Αριστερά.

Επομένως, η ανάδυση της νεοφιλελεύθερης οικονομίας της αγοράς είναι βασικά η συνέπεια αυτής της δυναμικής διαδικασίας και όχι το αποτέλεσμα συνωμοσιών, ή των πολιτικών των μοχθηρών νεοφιλελεύθερων κομμάτων και/ή των διεφθαρμένων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, όπως ισχυρίζονται πολλοί στην Αριστερά. Αντιπροσωπεύει, στην πραγματικότητα, την ολοκλήρωση της διαδικασίας αγοραιοποίησης, που απλώς διακόπηκε από την άνοδο του κρατισμού στη δεκαετία του 1930 —ο οποίος ωστόσο κατέρρευσε στη δεκαετία του 1970, όταν έγινε φανερό ότι το είδος κρατικής παρέμβασης στην αγορά που σφράγισε την κρατικιστική περίοδο της αγοραιοποίησης δεν ήταν πια συμβατό με τη νέα διεθνοποίηση που αναδύθηκε την ίδια εποχή. Αυτό το θεμελιακό γεγονός είχε ως συνέπεια, στο πολιτικό επίπεδο, το τέλος της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, η οποία σφράγισε την πρώιμη μεταπολεμική περίοδο.

Η σημερινή όμως νεοφιλελεύθερη μορφή της νεωτερικότητας δεν αποτελεί απλώς επιστροφή στην φιλελεύθερη μορφή της αλλά αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα μια νέα σύνθεση της παλιάς φιλελεύθερης μορφής της νεωτερικότητας από τη μια μεριά και της κρατικιστικής μορφής της, από την άλλη – μια σύνθεση στην οποία η ουσιαστικά φιλελεύθερη αυτορυθμιζόμενη αγορά εντάσσεται σε ένα σύστημα κρατικών ελέγχων για την εξασφάλιση ενός ελαχίστου επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης ζωής και του περιβάλλοντος. Το γεγονός επομένως ότι οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές υποστηρίζονται σήμερα, με ασήμαντες αποκλίσεις, τόσο από κέντρο-δεξιά όσο και από κέντρο-αριστερά κόμματα στην κυβέρνηση ή στην αντιπολίτευση, και ότι τα βασικά στοιχεία του νεοφιλελευθερισμού έχουν ενσωματωθεί στις στρατηγικές των διεθνών θεσμών, μέσω των οποίων η υπερεθνική ελίτ ελέγχει την παγκόσμια οικονομία (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΠΟΕ, ΕΕ, NAFTA κ.λπ.), κάνει φανερό ότι η νέα συναίνεση αντανακλά επακριβώς τις ριζικές δομικές αλλαγές που προκάλεσε η ανάδυση της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.

 

Η πρόταση της Περιεκτικής Δημοκρατίας για την υπέρβαση της Κρίσης μεσα απο ενα Λαϊκό Μέτωπο Κοινωνικής και Εθνικής Απελευθέρωσης απο την οικονομική κατοχή της χώρας.

Η σταδιακή πρόσδεση της χώρας στις απελευθερωμένες αγορές που θεσμοθετήθηκε με την ένταξή της καταρχήν στην ΕΕ, θεμελίωσε τις προϋποθέσεις για να δημιουργηθεί ένα νέο είδος άτυπου προτεκτοράτου που δεν θα χρειαζόταν να στηρίζεται σε στρατιωτικές χούντες πλέον, αλλά μόνο  σε κοινοβουλευτικές Χούντες. Τα οικονομικά και πολιτιστικά θεμέλια αυτού του νέου τύπου προτεκτοράτου τέθηκαν ήδη με την Χουντική επταετία, με την ανάδυση του προτύπου της καταναλωτικής κοινωνίας. Παράλληλα, οι διεθνείς συνθήκες και κυρίως η ανάδυση της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς που έφερε η μαζική εξάπλωση ενός νέου φαινομένου, της πολυεθνικής επιχείρησης (που σήμερα ελέγχει την παγκόσμια παραγωγή και εμπόριο), οδήγησε σε αυτό που ονομάστηκε «νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση», όπου ―σε αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο Αμερικανικής μονοκρατορίας― τόσο η οικονομική όσο και η πολιτική εξουσία διαχέεται σε πολλά κέντρα πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής δύναμης, δηλαδή, αυτό που ονομάζουμε «υπερεθνική ελίτ». Θεμελιακή προϋπόθεση για την αποτελεσματική λειτουργία των πολυεθνικών και, επομένως, της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς είναι το άνοιγμα και «απελευθέρωση» των αγορών, δηλαδή, η ουσιαστική υπονόμευση των κοινωνικών ελέγχων που είχαν επιβληθεί στο παρελθόν στις αγορές κεφαλαίου, αγαθών, υπηρεσιών και εργασίας για την προστασία της κοινωνίας από την αγορά. Την «απελευθέρωση» αυτή επέβαλαν οι ελεγχόμενοι από την υπερεθνική ελίτ διεθνείς οργανισμοί (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΠΟΕ κ.λπ.).

Στον Ευρωπαϊκό χώρο ήταν οι διευθυντικές ελίτ και κυρίως η Γερμανική οι οποίες, με τις συνθήκες Μάαστριχτ και Λισαβόνας, ανέλαβαν την θεσμοποίηση στην ΕΕ του ανοίγματος και απελευθέρωσης των αγορών.

Έτσι με την απόφαση των πολιτικών ελίτ μας (και την καθοριστική συμβολή της ρεφορμιστικής «αριστεράς» ) η Ελλάδα όχι μόνο εντάχθηκε πλήρως στην ΕΕ χάνοντας σταδιακά την οικονομική κυριαρχία της, πρώτα με την κατάργηση των κοινωνικών ελέγχων στη κίνηση κεφαλαίου και εμπορευμάτων και στη συνέχεια στην αγορά εργασίας, αλλά και έχασε στη διαδικασία ακόμη και το νόμισμά της (βασική έκφραση της οικονομικής κυριαρχίας μιας χώρας).

Άρκεσε κατόπιν η πρόσφατη παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση για να λειτουργήσει σαν καταλύτης που θα έσκαγε την μεταπολιτευτική αναπτυξιακή φούσκα και θα μετέτρεπε την χώρα και σε τυπικό οικονομικό προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ.

Αναπόφευκτα, η δημιουργία ενός τυπικού οικονομικού προτεκτοράτου θα οδηγούσε και σε ένα άτυπο πολιτικό προτεκτοράτο, αθλιότερο μάλιστα ακόμη και αυτού της δεκαετίας του ’50, όπως ακριβώς είναι σήμερα οι διαδοχικές κυβερνήσεις (κοινοβουλευτικές χούντες) των συμβάσεων με τη Τρόικα που θεσμοθέτησαν και με νόμο του κράτους την προτεκταριοποίηση της χώρας, δηλ την οικονομική κατοχή.

Γι αυτό σήμερα είναι περισσότερο επιτακτικό από ποτέ η ανοικοδόμηση της παραγωγικής βάσης και η οικονομική αυτοδυναμία που μπορεί να επιτευχθεί μόνο εκτός ΕΕ/ΟΝΕ, καθώς και η άρση όλων των συμβάσεων με τη Τρόικα που καθιστούν νόμιμους ιδιοκτήτες της δημόσιας περιουσίας και μικροϊδιοκτησίας εξωγενείς παράγοντες.

Για ένα Λαϊκό Μέτωπο Κοινωνικής και Εθνικής Απελευθέρωσης:

http://www.periektikidimokratia.org/anakoinoseis/2012-02-29/metopo-koinonikis-ethnikis-apeleftherosis


[1] Το Βιβλίο υπάρχει και σε ηλεκτρονική μορφή pdf εδώ: http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grbooksglobal/grbooksglobal.htm

[2] Βλ. Takis Fotopoulos, «The Myth of Postmodernity».

[3] Pierre Bourdieu, «The essence of neoliberalism: utopia of endless exploitation».

[4] Βλ. τη συνέντευξη του Pierre Bourdieu στην επιθεώρηση Socialist Review (τεύχος 242, Ιούνιος 2000).

[5] Pierre Bourdieu, Για ένα Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Κίνημα, Αντεπίθεση Πυρών 2 (Αθήνα: Πατάκης, 2001).

[6] Leo Panitch, «The New Imperial State», New Left Review, Μάρτιος-Απρίλιος 2000.

[7] Noam Chomsky, «Power in the Global Arena», New Left Review, Ιούλιος-Αύγουστος 1998. Βλέπε ακόμη τη συνέντευξή του που δημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία στις 25 Φεβρουαρίου 2001.

[8]  πβ. Wallerstein, Immanuel, «Globalization or the age of transition?  A long-term view of the trajectory of the world-system», στον δικτυακό τόπο του Κέντρου Fernand Braudel:  http://fbc.binghamton.edu/.

[9] John Gray, «Goodbye to globalisation», The Guardian, 27 Φεβρουαρίου 2001.

[10] Perry Anderson, «Renewals», New Left Review νo 1 (νέα περίοδος), Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2000, σελ. 10.

[11] Βλέπε π.χ. τη συνέντευξη του Pierre Bourdieu που δημοσιεύθηκε στην Hangyoreh Shinmun στις 4 Φεβρουαρίου 2000.

[12]  Samir Amin στο Μιλάνο ‘World Forum of alternative solutions’ Il Manifesto / Εποχή, 16 Απριλίου 2000.

[13] Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question (Cambridge: Polity Press, 1996).

[14] Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question, σελ. 27.

[15] Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question, σελ. 3.

[16] Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question, σελ. 3.

[17] Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question, σελ. 4.

[18] Ο στατιστικός δείκτης που χρησιμοποιούν οι Hirst και Thompson (Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) είναι προφανώς ακατάλληλος– τουλάχιστον όσον αφορά στην περίπτωση της οικονομίας των ΗΠΑ– για τη μέτρηση του βαθμού ανοίγματος της σε σχέση με την κίνηση χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Για παράδειγμα, το πλεόνασμα των τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ μειώθηκε δραστικά από 32,3 δισεκατομμύρια δολάρια την περίοδο 1960-67 σε λιγότερο από 5 δισεκατομμύρια δολάρια την περίοδο 1968-81 [Phillip Armstrong et al Capitalism Since World War II (London:Fontana, 1984), Πίνακες 10.7, 12.2 & 16.6.]. Αυτό θα έπρεπε να σημαίνει μια αντίστοιχη μείωση στην εκροή κεφαλαίου καθώς και στο βαθμό  ανοίγματος των ΗΠΑ στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Όμως, η εκροή άμεσων επενδύσεων από τις ΗΠΑ προς άλλες προηγμένες καπιταλιστικές χώρες αυξήθηκε από 3,4% των συνολικών επενδύσεων των ΗΠΑ για την περίοδο 1960-69 σε 4,4% την περίοδο 1970-79 (Grazia letto-Gillies, «Some Indicators of Multinational Domination of National Economies», International Review of Applied Economics, Vol. 3, No. 1, 1989, Πίνακας 1) πράγμα που δείχνει ακριβώς το αντίθετο! Ο λόγος είναι προφανής. Οι ΗΠΑ, ως χώρα της οποίας το εθνικό νόμισμα χρησιμοποιείται και ως διεθνές αποθεματικό νόμισμα, δεν εξαρτώνται από τα πλεονάσματα των τρεχουσών συναλλαγών  για να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις τους στο εξωτερικό – όπως συμβαίνει με τις χώρες των οποίων το νόμισμα δεν παίζει παρόμοιο ρόλο—εφόσον αρκεί η εμπιστοσύνη των ξένων προς το νόμισμά τους. Επομένως, ο λόγος του ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δείκτης του  ανοίγματος αυτού στην περίπτωση χωρών με μεγάλα χρηματικά αποθέματα όπως οι ΗΠΑ, οι οποίες όμως τυχαίνει να είναι και οι χώρες με τη μεγαλύτερη χρηματοπιστωτική σημασία.

[19] UN-TCMD, World Investment Report, 1993.

[20] Charlotte Denny, The Guardian,  August 31, 2001

[21] Το  1998 ο δείκτης ανοίγματος ως προς το εμπόριο ήταν 51,1 στη Γαλλία, 58,2 στη Γερμανία, 19,6 στην Ιαπωνία, 110,8 στην Ολλανδία, 56,7 στη Βρετανία και 24,3 στις ΗΠΑ δηλ. ο μέσος δείκτης για τις σημαντικότερες εμπορικές χώρες ήταν 53,4 (World Bank, World Development Report 2000/2001, Πιν. 1&15.

 

[22] Βλέπε Tim Lang και Colin Hines, The New Protectionism (London: Earthscan, 1993), κεφ. 3. Βλέπε ακόμη The Ecologist, Vol. 22, No. 4 (Ιούλιος-Αύγουστος. 1992), σελ. 159.

[23] Με τον όρο αγοραιοποίηση εννοούμε την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές για την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος. Η διαδικασία αγοραιοποίησης ορίζεται ως η ιστορική διαδικασία που έχει οδηγήσει στον μετασχηματισμό των κοινωνικά ελεγχόμενων αγορών του παρελθόντος στη σημερινή οικονομία της αγοράς. (Βλέπε Τάκης Φωτόπουλος, Περιεκτική  Δημοκρατία, κεφ. 1).

[24] Suzan Strange “Rethinking Structural Change in the International Political Economy: States, Firms and Diplomacy,” in Stubbs and Underhill, Political Economy and the Changing Global Order, (London: Macmillan, 1994) σελ. 104.

[25] Larry Elliott, The Guardian, 11 Δεκεμβρίου 2000.

[26] Για την άνιση παγκόσμια ανάπτυξη της οικονομίας της αγοράς βλέπε Τάκης Φωτόπουλος, Περιεκτική  Δημοκρατία, κεφ. 3 και Εξαρτημένη Ανάπτυξη (Εξάντας, 1985 & 1987) κεφ.Γ

[27] Hirst and Thompson, Globalisation in Question, σελ. 6.

[28] Hirst and Thompson, Globalisation in Question, σελ. 17.

[29] Αυτό γίνεται φανερό από αποσπάσματα όπως το ακόλουθο: «Οι εθνικές κυβερνήσεις δεν έχουν αποδειχτεί ανίσχυρες απέναντι σε μια τεράστια «παγκοσμιοποίηση» του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Αντίθετα, έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους για να οργανώσουν μια αποτελεσματική εποπτεία της νέας κατάστασης. Η εποπτεία όμως αυτή παραμένει η περιορισμένη εποπτεία μιας καθοδηγούμενης από την αγορά διεθνούς οικονομίας. Η ρύθμιση δεν προσπαθεί να τροποποιήσει τον καθορισμό των τιμών από τις αγορές σύμφωνα με τη κατεύθυνση των   ροών κεφαλαίου». Hirst and Thompson, Globalisation in Question, σελ. 134-35.

[30] Hirst and Thompson, Globalisation in Question, σελ. 152.

[31] Hirst and Thompson, Globalisation in Question, σελ. 163.

[32] Hirst and Thompson, Globalisation in Question, σελ. 15.

[33] Η ξένη διείσδυση στις εθνικές αγορές κρατικών ομολόγων στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες αυξήθηκε κατά 50% την δεκαετία του 1980 (από 10% το 1983 σε 15% το 1989). Hirst and Thompson, Globalization in Question, πίνακας 2.11.

[34] Noreena Hertz, ‘Why we must stay silent no longer’, The Observer, 8 Απριλίου 2001. Βλέπε ακόμη το βιβλίο της ίδιας, The Silent Takeover: Global Capitalism and the Death of Democracy , (London:  Heinemann, 2001).

[35] John Gray, False Dawn: the Delusions of Global Capitalism (London: Granta books, 1998).

[36] Βλέπε Fredric Jameson, ‘Globalisation and strategy’, New Left Review, Ιούλιος-Αύγουστος 2000.

[37] Πιο αναλυτικά για την προσέγγιση της ΠΔ για τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση βλ. σελ. 79-89 του βιβλίου.


Απάντηση στο άρθρο του Lenin Reloaded “Μια μερική αντι-τοποθέτηση πάνω στο πρόσφατο άρθρο-ομιλία του Τάκη Φωτόπουλου”

2

Απαντάμε στην κριτική του έντιμου συναγωνιστή Lenin Reloaded με τίτλο  «Μια μερική αντι-τοποθέτηση πάνω στο πρόσφατο άρθρο-ομιλία του Τάκη Φωτόπουλου», επάνω στο κείμενο του Τάκη Φωτόπουλου «Η επιτακτική ανάγκη για ένα Λαϊκό Μέτωπο Κοινωνικής και Εθνικής Απελευθέρωσης: Μετά την ήττα του λαϊκού κινήματος». Οι υπογραμμίσεις στο κείμενο είναι δικές μας.

 

Lenin Reloaded

«(…) Ξεκινάμε με την αποτίμηση:

“ακόμη και όταν αντισυστημικά κόμματα όπως το ΚΚΕ έπαιρναν σωστές θέσεις για τη διαγραφή του Χρέους και τη συνακόλουθη έξοδο από την ΕΕ/Ευρωζώνη και την ανάγκη αυτοδύναμης ανάπτυξης, ουσιαστικά τις αχρήστευαν με το να συνδέουν την έξοδο από την ΕΕ με τη κατάκτηση της λαϊκής εξουσίας, δηλαδή με την αλλαγή του συστήματος, η οποία βέβαια αυτή τη στιγμή ήταν αδύνατη, όπως άλλωστε και το ίδιο τόνιζε. […] Όχι τυχαία, τόσο το ΚΚΕ όσο και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπέστησαν εκλογική συντριβή, που, συνακόλουθα, δεν οφείλεται μόνο στην τρομοκρατία των ελίτ και τον λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ.”

Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να συμφωνήσω με την τελευταία πρόταση του παραθέματος: πράγματι το ΚΚΕ υπέστη εκλογική συντριβή και πράγματι η συντριβή αυτή “δεν οφείλεται μόνο στην τρομοκρατία των ελίτ και τον λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ”, αλλά έχει πολλαπλές αιτίες. Η αιτία όμως που παραθέτει εκτός από αυτές τις δύο ο Φωτόπουλος είναι μόνο μία και είναι η εξής: οι σωστές θέσεις του ΚΚΕ για έξοδο από την ΕΕ/Ευρωζώνη και την ανάγκη αυτοδύναμης ανάπτυξης “αχρηστεύθηκαν” από την σύνδεσή τους με την κατάκτηση της λαϊκής εξουσίας. Το πρώτο ερώτημα που ανακύπτει από μια τέτοια διάγνωση είναι γιατί δεν εμφανίστηκε καμία απολύτως πολιτική δύναμη που να προκρίνει την έξοδο από την ΕΕ/Ευρωζώνη και την ανάγκη αυτοδύναμης ανάπτυξης χωρίς να τις συνδέσει με την κατάκτηση της λαϊκής εξουσίας

 

Απάντηση ομάδας ΠΔ Αθήνας: Η απάντηση στο ερώτημα είναι βέβαια γιατί ούτε το ΚΚΕ ούτε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή καμιά άλλη πολιτική δύναμη δεν έβλεπε όπως η ΠΔ ότι το συστημικό πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί άμεσα (γιατί δεν υπάρχουν βέβαια οι επαναστατικές συνθήκες ούτε στην Ελλάδα αλλά ούτε και πουθενά αλλού στην ΕΕ η τον Βορρά γενικότερα, στον δε Νότο έχουμε απλά «επαναστάσεις-μαϊμού» όπως η Αραβική Άνοιξη) και επομένως το μόνο που μπορεί να επιδιώξει σήμερα μια αντισυστημική αριστερά θα ήταν να θέσει αιτήματα που μπορεί να ικανοποιηθούν και μέσα στο σύστημα, αλλά μόνο από ένα ριζοσπαστικό Λαϊκό Μέτωπο σαν αυτό που προτείνουμε, το οποίο θα στόχευε:

Α) ΒΡΑΧΥΠΡΟΘΕΣΜΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ ΚΡΙΣΗ μέσα από την έξοδο από ΕΕ/Ευρω κλπ

Β) ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΑ ΤΗΝ ΑΥΤΟΔΥΝΑΜΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ  ΣΑΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΕΘΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΚΑΙ

Γ) ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΠΟΥ ΘΑ ΕΠΑΙΡΝΕ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΥ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΣΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

 

L.R.: «Ο ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στον οποίο αναφέρεται επίσης ο Φωτόπουλος, ανέπτυξε αποσπασματικά και κατά περίσταση θέσεις για έξοδο, ανέπτυξε όμως και πρωτοβουλία για την Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου που δεν συμβαδίζει με το πρόταγμα της εξόδου και ρητορική που “θόλωνε” τα νερά με μια αφηρημένη επίκληση “ρήξης και ανατροπής” που δεν περιελάμβανε συγκεκριμένη πρόταση για το ποια πολιτική μορφή και οικονομική μορφή θα είχαν αυτές. Και φυσικά, καταποντίστηκε και ο ίδιος εκλογικά. Στην πραγματικότητα, κανένα από τα κόμματα τα οποία εξελέγησαν στη Βουλή πλην ΚΚΕ δεν έθεσε ζήτημα εξόδου από την ΕΕ/Ευρωζώνη.

Το ρεαλιστικό “μίνιμουμ” λοιπόν του προγράμματος που προκρίνει ο Φωτόπουλος συμπίπτει στην πολιτικά εκπεφρασμένη πράξη (στη βάση των διαθέσιμων πολιτικών επιλογών) με το μάξιμουμ, με αυτό που ο ίδιος θεωρεί ότι ακύρωσε την θελκτικότητα του “μίνιμουμ”: την ανατροπή του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος μέσα από την μαζική κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Δεν θα θίξουμε εδώ το κατά πόσο το “μίνιμουμ” ήταν πράγματι “θελκτικό”: αρκεί να πούμε ότι αν ήταν, δεν θα υπήρχε τόση πίεση από την κοινή γνώμη στο ΚΚΕ να συμμαχήσει με κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ/ΔΗΜΑΡ) που καμία τέτοια πρόταση δεν εκπροσώπησαν, και δεν θα αναδεικνυόταν πρώτο κόμμα η βαρυφορτωμένη με διαχειριστικά σκάνδαλα και πρώην “απονομιμοποιημένη” ΝΔ, με μια ατζέντα που διακήρυττε την παραμονή στο ευρώ ως απόλυτη προτεραιότητα και στόχο.

Τα παραπάνω παραπέμπουν σε μια λογική την οποία ο Φωτόπουλος είναι ξεκάθαρο ότι δεν αποδέχεται, δεν είναι όμως ξεκάθαρο τι τον οδηγεί να την απορρίψει: και η λογική αυτή, που κατά την δική μου εκτίμηση εξέφρασε η πολιτική στάση του ΚΚΕ, είναι πως οι αντικειμενικές συνθήκες σε ότι αφορά την σύνδεση του ελληνικού καπιταλισμού με τον ευρωπαϊκό είναι τέτοιες που η ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αδύνατη (εξόν ως ρητορική φαμφάρα και άσκηση στην πολυγλωσσία) χωρίς ριζική ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών σε βαθμό τέτοιο που να ανατρέπεται η ίδια η υφιστάμενη κρατική εξουσία. Το ζήτημα το έθεσε προεκλογικά κατ’ επανάληψη η ΓΓ, τα στελέχη και όργανα του κόμματος, όταν έκαναν λόγο για τη διαφορά μεταξύ της αναγκαστικής, νομοτελειακής διαχειριστικότητας μιας “αριστερής κυβέρνησης” ακόμα και αν αυτή περιελάμβανε το ΚΚΕ, και της ρηξιγενούς προοπτικής μιας συνολικής ανατροπής του πολιτικού συστήματος. »

 

Απάντηση μας: Όλη η ανάλυση και η κριτική για μινιμαλιστικές και μαξιμαλιστικές θέσεις, στηρίζονται στην παραπάνω λαθεμένη εκτίμηση. Από πού κι ως πού λοιπόν, η ρήξη με την ΕΕ είναι αδύνατη χωρίς αλλαγή συστήματος και λαϊκή εξουσία; Δηλαδή οι άλλες χώρες που δεν μπαίνουν σήμερα στην ΕΕ ακριβώς για να μην πάθουν την Ελληνική καταστροφή (Ισλανδία), ή δεν μπαίνουν στο Ευρώ ( ακόμη και η Βουλγαρία και η Πολωνία) άλλαξαν το σύστημά τους; Ή θα καταλήξουμε να υιοθετήσουμε τις τρομολαγνικές συστημικές ανοησίες, ότι άλλο το να μπαίνει μια χώρα στην ΕΕ και άλλο να βγεί από αυτή; Γιατί άραγε; Αν έκανε κυβέρνηση ένα ισχυρό Λαϊκό Μέτωπο στο οποίο θα μπορούσε να παίζει καθοριστικό ρόλο το ΚΚΕ με αιτήματα σαν κι αυτά που προτείνουμε, τι θα έκανε το σύστημα για να το εμποδίσει να πάρει την εξουσία, ή, αν την έπαιρνε,  να εφαρμόσει μια διαδικασία μονομερούς εξόδου απο την ΕΕ/Ευρωζώνη; Απόβαση του 6ου στόλου ή στρατιωτική δικτατορία;; Μα ακριβώς τότε ήταν που ακόμη και αυτοί που δεν θα είχαν στηρίξει το Μέτωπο θα το πλαισίωναν μαζικά και θα αποκαλυπτόταν πλεον σε πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο ο ρόλος της ΕΕ σαν τμήμα της Νεας Διεθνούς Τάξης που στηρίζεται στη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» της πλάκας…Αυτή την έλλειψη πολιτικής βούλησης από την αντισυστημική Αριστερά πληρώνουν τώρα τα λαϊκά στρώματα και θα την πληρώνουν για πολλά χρόνια ενώ θα τους εξαπατούν οι αγύρτες της «Αριστεράς» τύπου ΣΥΡΙΖΑ…

 

L.R.: «Πράγμα το οποίο μας φέρνει σε μια κρίσιμη λεπτομέρεια στο πιο πάνω παράθεμα: για τον Φωτόπουλο, υπήρχε μια αντίφαση στην στάση του ΚΚΕ διότι “το ίδιο τόνιζε” πως η “αλλαγή του συστήματος” που ήταν η μαξιμαλιστική προϋπόθεση για το φαινομενικά ελάχιστο ήταν αδύνατη. Δεν γνωρίζω όμως κανένα κείμενο ή ομιλία του κόμματος που να “τονίζει” κάτι τέτοιο· το αντίθετο, αυτό που τονιζόταν ήταν η ανάγκη ο λαός να κατανοήσει την ιστορική αναγκαιότητα μιας τέτοιας αλλαγής. Και εκεί βέβαια ήταν που το ΚΚΕ απέτυχε να πείσει για τον “ρεαλισμό” των προσδοκιών του, όπως και εκεί ήταν που “πάτησε” ο υποτιθέμενα ρεαλιστικός σαρκασμός ΣΥΡΙΖΑ περί “πίστης στην δευτέρα παρουσία.” Ο λαός συμμερίστηκε την άποψη πως το ΚΚΕ έχει χιλιαστικές προσδοκίες που δεν τον αφορούν ούτε επιλύουν τα προβλήματά του στο παρόν, όχι την ιδέα ότι το ΚΚΕ προωθούσε αντιφατικά ένα όραμα ανατροπής για το οποίο το ίδιο “τόνιζε” πως είναι ανέφικτο.»

 

Απάντηση μας: Δεν τόνιζε το ΚΚΕ ότι ΤΩΡΑ είναι αδύνατη η κατάληψη της λαϊκής εξουσίας; Αφού το πρόγραμμα του για την επόμενη ημέρα των εκλογών μιλούσε για πάλη στους χώρους δουλειάς, στις γειτονιές κτλ. ώστε να γίνει καταληπτή (προφανώς στο μέλλον) αυτό που άλλωστε γράφεις και εσύ: δηλαδή «η ανάγκη ο λαός να κατανοήσει την ιστορική αναγκαιότητα μιας τέτοιας αλλαγής». Είναι προφανές ότι αυτό το πρόγραμμα σε σχέση με το τώρα, δεν δίνει καμία διέξοδο πραγματική στα λαϊκά στρώματα, τη στιγμή που τώρα βέβαια πρέπει να ανακόψουν την κρίση, κάτι που δεν θα γίνει απλά με οργάνωση στις γειτονιές και εκπαίδευση για την αναγκαιότητα της Επανάστασης αλλά και με το χτίσιμο ενός Μετώπου για άμεση αποδέσμευση από την ΕΕ και θεσμικές αλλαγές σαν αυτές που προτείνουμε.

Προφανώς ο Τ.Φ. μιλάει για την περίπτωση να γίνει μια ριζική αλλαγή που θα βγάλει τα λαϊκά στρώματα από την κρίση σήμερα (κάτι που προϋποθέτει ότι δεν υπάρχουν ακόμη επαναστατικές συνθήκες και όλοι παραδέχονται ότι δεν υπάρχουν), όχι μετά από 20 ή 100 χρόνια που θα ανατρέψει ο λαός το καπιταλιστικό σύστημα και θα πάρει τη λαϊκή εξουσία, όταν στο μεταξύ θα έχει καταστραφεί, και αυτό είναι το ζήτημα που θίγει από την αρχή. Το πώς δηλαδή θα βγούμε από την κρίση πριν την οριστική καταστροφή των λαϊκών στρωμάτων, το ξεπούλημα του κοινωνικού πλούτου, την υποκειμενική καταστροφή κάθε απελευθερωτικής συνείδησης μέσα στη λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης (όπως έχει γίνει σε κάθε χώρα που έχει ενσωματωθεί πλήρως σε αυτή όπως στον Ευρωπαϊκό Βορρά κτλ. και έχει καταστρέψει κάθε εναπομείναν σημαντικό αντισυστημικό κίνημα).

 

L.R.: «Στην πραγματικότητα, και εδώ θα περάσουμε στο δεύτερο παράθεμα, είναι ο ίδιος ο Φωτόπουλος που διακηρύσσει το αδύνατο της “αλλαγής του συστήματος” και βασίζει σε αυτή την πεποίθηση την λογική και το σκεπτικό της συνολικής του πρότασης:

“Ο απώτερος στόχος ενός παρόμοιου Μετώπου δεν μπορεί παρά να είναι η απεξάρτηση της Ελλάδας από τη διεθνοποιημένη καπιταλιστική οικονομία της αγοράς και τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση […] Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι ΣΥΣΤΗΜΙΚΟ φαινόμενο και ανατρέπεται μόνο μέσα από την ανατροπή των θεσμών της, και ιδιαίτερα των ανοικτών και «απελευθερωμένων» αγορών κεφαλαίου, εργασίας, εμπορευμάτων και υπηρεσιών. […]

Όμως ο στόχος αυτός είναι και άρρηκτα δεμένος με την συστημική αλλαγή και επομένως συναρτάται απόλυτα με τον συσχετισμό δυνάμεων που θα επικρατεί αφού θα έχουν επιτευχθεί οι άμεσοι και μεσοπρόθεσμοι στόχοι οι ΟΠΟΙΟΙ ΔΕΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΤΟΥΝ ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ […]

Όμως γιατί οι στόχοι του ΛΜ δεν πρέπει να προϋποθέτουν τη Λαϊκή Εξουσία και τη συστημική αλλαγή γενικότερα, όπως υποστηρίζει σχεδόν σύσσωμη η πραγματική αντισυστημική Αριστερά […];

-Γιατί σήμερα όλοι παραδέχονται ότι δεν υπάρχουν επαναστατικές συνθήκες (έστω και αν υπάρχουν εξεγερσιακές συνθήκες), ούτε προβλέπονται για το προσεχές μέλλον, πράγμα που κάνει επιτακτική της ανάγκη ενός Λαϊκού Μετώπου με στόχους σαν τους παραπάνω για να σταματήσουμε την οικονομική και κοινωνική καταστροφή, να βάλουμε τις βάσεις για μόνιμη έξοδο από την κρίση αλλά και τα θεμέλια για συστημική ή επαναστατική αλλαγή.”

Δεν έχει νόημα να ρωτήσουμε γιατί ο Φωτόπουλος δεν θεωρεί υφιστάμενες τις επαναστατικές συνθήκες σήμερα ή μάλλον αδύνατες στο “προσεχές μέλλον”, και συνεπώς απορρίπτει τη θέση του ΚΚΕ για την αναγκαιότητα της λαϊκής εξουσίας ως προϋπόθεσης. Είναι προφανές από το “όλοι παραδέχονται ότι…” πως ο ίδιος θεωρεί αναμφισβήτητη την διαπίστωση, και φυσικά δεν είναι ο μόνος απλώς επειδή είναι σχεδόν ο μόνος που έχει την εντιμότητα να το πει. Μάλλον, η απάντηση εδώ στον Φωτόπουλο οφείλει να έρθει με τη μορφή μιας ερώτησης που απευθύνεται στο ΚΚΕ: γιατί, την στιγμή που “όλοι παραδέχονται ότι δεν υπάρχουν επαναστατικές συνθήκες” επέμενε και επιμένει το ΚΚΕ στην πρόταξη της “λαϊκής εξουσίας”; Η ερώτηση αυτή έχει το πλεονέκτημα να αντικατοπτρίζει ένα πραγματικό, και αναπάντητο για τους περισσότερους, αίνιγμα, σε αντίθεση με την ερώτηση περί επιμονής στην λαϊκή εξουσία όταν το ίδιο το ΚΚΕ δέχεται το αδύνατο της συστημικής αλλαγής (παραδοχή που έδειξα ότι αφορά μάλλον τον ίδιο τον Φωτόπουλο παρά το ΚΚΕ).»

 

Απάντηση μας: Εδώ διακρίνουμε (α) μια παρανόηση και (β) ένα «κυκλικό αδιέξοδο» που επαναλαμβάνεται: Η (α) παρανόηση αφορά στο ότι ο Φωτόπουλος μιλάει για τους άμεσους και μεσοπρόθεσμους στόχους που είναι οι τωρινοί στόχοι που πράγματι δεν προϋποθέτουν την επαναστατική αλλαγή, από τη στιγμή που δεν υπάρχουν επαναστατικές συνθήκες. Και το ότι δεν υπάρχουν επαναστατικές συνθήκες είναι αυτονόητο, από το γεγονός ότι δεν έγινε ούτε μια γενική απεργία να παραλύσει τη χώρα, ούτε καν μια διαδήλωση εκατομμυρίων και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν το 70-80% να φοβάται μη χάσει το Ευρώ «του», γι’ αυτό και ψηφίζει τα κόμματα εξουσίας ή τη …γιαλαντζί «Αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ που υπόσχεται έξοδο από την κρίση …μέσα στην ΕΕ και την Ευρωζώνη! Μιλάμε λοιπόν για το «τώρα» και το «ορατό μέλλον». Δεν μιλάμε για το τι θα μπορούσε ίσως να γίνει σε 20 χρόνια, αφού έχει εξοντωθεί ο λαός και αντικειμενικά και υποκειμενικά (επαναφέρουμε και το εμπειρικό παράδειγμα της Βόρειας Ευρώπης καθώς και πολλών άλλων χωρών με τεράστιο επαναστατικό παρελθόν που κάθε άλλο παρά η υποταγή των λαών τους έφερε απελευθερωτικές προοπτικές).

Όταν ο Τ.Φ. μιλάει για συστημικό φαινόμενο, δεν «διακηρύσσει το αδύνατο της συστημικής αλλαγής» όπως γράφεις, αλλά ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι συστημικό φαινόμενο με την έννοια ότι η ενσωμάτωση μιας χώρας στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν ανατρέπεται απλά με την καταδίκη του νεοφιλελευθερισμού και την αλλαγή πολιτικής, όπως διακηρύσσει η ρεφορμιστική Αριστερά, αλλά μόνο μέσα από την ανατροπή των ίδιων των θεσμών της (ανοιχτές και απελευθερωμένες αγορές κ.λπ.). Όμως η ανατροπή των θεσμών αυτών ΔΕΝ προϋποθέτει ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος! Οι αγορές δεν ήταν ανοιχτές και απελευθερωμένες μέχρι σχεδόν πριν 30-35 χρόνια στις περισσότερες χώρες, ενώ βέβαια καπιταλισμό είχαμε. Το τι μορφή θα πάρει μακροπρόθεσμα η κοινωνία αυτή (ΠΔ, κρατικοσοσιαλιστική, αναρχοσυνδικαλιστική κτλ.) είναι θέμα συσχετισμού δυνάμεων στο μέλλον, αφού θα έχουν επιτευχθεί οι άμεσοι και μεσοπρόθεσμοι στόχοι και κυρίως η οικονομική αυτοδυναμία, που ΔΕΝ προϋποθέτουν συστημική αλλαγή, στις σημερινές και ορατές για τον λαό συνθήκες.

(β) («κυκλικό αδιέξοδο») Έγραψες επάνω και το επαναφέρουμε και εδώ σε σχέση με το ΚΚΕ ότι «αυτό που τονιζόταν από τη μεριά του ήταν η ανάγκη ο λαός να κατανοήσει την ιστορική αναγκαιότητα μιας τέτοιας αλλαγής».

Μα είναι το ίδιο πράγμα το να παλεύεις για να πείσεις για την ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ μιας τέτοιας αλλαγής, με το ότι υπάρχουν επαναστατικές συνθήκες;; Δεν υπάρχει καμία αιτιώδης συσχέτιση μεταξύ αυτών των δύο. Μπορεί να παλεύεις 100 χρόνια να πείσεις για την επαναστατική αλλαγή (βλ. π.χ. τους Τροτσκιστές, αν και ίσως να μην είναι το καταλληλότερο παράδειγμα) και όχι απλά να μην πείθεις, αλλά να χάνεις και σχετικές δυνάμεις. Συνεπώς επανερχόμαστε στην «κοινή» εκτίμηση ότι ΣΗΜΕΡΑ και στο ορατό μέλλον δεν υπάρχουν επαναστατικές συνθήκες. Άλλο αν θέλεις να τις δημιουργήσεις και άλλο αν υπάρχουν. Το ένα δεν συνεπάγεται το άλλο.

 

L.R.: «(…)

 Τι σημαίνει στην πράξη το να ξέρεις ότι ο χειμώνας της παρούσας κρίσης είναι μακρύς όσο και βαθύς; Σημαίνει το να ξέρεις ότι δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις· σημαίνει να ξέρεις ότι η ελληνική αστική τάξη, μια τάξη που στηρίχτηκε για την βιωσιμότητά της στην πολιτική και οικονομική παρέμβαση του ξένου παράγοντα, βρίσκεται μπροστά σε δομικά και όχι απλώς  συγκυριακά αδιέξοδα· σημαίνει το να ξέρεις ότι οι τακτικές της αστικής εξουσίας, στην bona fide “δεξιά” ή στην “αριστερή”, “μεταρρυθμιστική” εκδοχή της, έχουν πάρα πολύ μικρό shelf life, πολύ σύντομη ζωή στο ιδεολογικό ράφι. Καταρρέουν όσο γρήγορα εμφανίζονται, και η σαγήνη τους ξεθωριάζει πολύ σύντομα. Δεν είναι λοιπόν η πίστη ότι “υπάρχουν επαναστατικές συνθήκες” (αυτό προϋποθέτει πολύ συγκεκριμένη αλληλεπίδραση ανάμεσα σε αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις) αλλά η έλλειψη πίστης στο ότι υπάρχουν “μεταρρυθμιστικές προϋποθέσεις” (ζήτημα καθαρά αντικειμενικό στη διάγνωσή του) που καθυπαγορεύει τόσο την επιμονή του ΚΚΕ σε ένα πρόγραμμα ολικής και μετωπικής ρήξης με το αστικό καθεστώς όσο και την μορφή και κατεύθυνση της αυτοκριτικής για το παρελθόν της περιόδου 1941-49.

 Το ΚΚΕ θεωρεί βέβαιο ότι η ελληνική αστική τάξη συγκεκριμένα δεν έχει επιλογές που να μπορούν να εξασφαλίσουν την διαβίωση των μικροαστικών στρωμάτων και δεν μπορεί κατά συνέπεια να χτίσει σταθερές συμμαχίες μαζί τους (αλήθεια, μετρά κανείς από όσους πιστεύουν σε μια τέτοια δυνατότητα πόσοι μικροαστοί έπαψαν να πιστεύουν σ’ αυτή αρκετά ώστε να μεταναστεύσουν την τελευταία τριετία); Η όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών εκτός Ελλάδας δημιουργεί ένα εξόχως αρνητικό περιβάλλον για “μεσοβέζικες λύσεις” και συμβιβασμούς. Και το ΚΚΕ επέλεξε την άμεση, ραγδαία φθορά της εκλογικής του δύναμης από την μαθηματικά βέβαιη φθορά της ενσωμάτωσης σε έναν μεταρρυθμισμό χωρίς περιεχόμενο ή αντικείμενο βάζοντας ένα έλλογο στοίχημα κάτω από ακραίες συνθήκες: ρισκάρει ενσυνείδητα τα πάντα γιατί ξέρει ότι, σε τελική ανάλυση, για το ίδιο και το μέλλον του κρίνονται τα πάντα.»

 

Απάντηση μας: Η έννοια της αυτοδύναμης Οικονομίας (ή αυτοδύναμης «Ανάπτυξης» όπως από τη μεριά του το έχει θέσει το ΚΚΕ κατά καιρούς) δεν είναι «μεταρρυθμιστικό» αίτημα. Είναι ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ για τη συστημική αλλαγή (κάτι που τονίζεται σε όλα τα κείμενα μας), στις ΣΗΜΕΡΙΝΕΣ αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες και, με βάση την εμπειρία των τελευταίων 30 χρόνων από τις εξελίξεις των κινημάτων στον Βορρά και αλλού, πιθανότατα και στις μεσοπρόθεσμες μελλοντικές. Στην πραγματικότητα, η απεξάρτηση από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι ντε φάκτο επαναστατικό αίτημα με τη στενή έννοια, καθώς η συγκέντρωση που συνεπάγεται αυτή, ο έλεγχος που ασκείται σήμερα στα μέσα παραγωγής, το εμπόριο, τους πολιτικούς/στρατιωτικούς θεσμούς, από τις πολυεθνικές και την υπερεθνική ελίτ σε συνεργασία με τις μεταπρατικές/υποτελείς ντόπιες ελίτ, είναι συντριπτικός που δεν επιτρέπει καν να μιλάμε απλά για την «ντόπια αστική τάξη» (που βασικά πάντα ήταν παρασιτική και μεταπρατική στην Ελλάδα – οι εφοπλιστές για τους οποίους γίνεται συχνά λόγος βέβαια είναι κοσμοπολίτικο κεφάλαιο και δεν νοούνται σαν ισχυρή «ντόπια» τάξη καθώς ουσιαστικά μόνο τα… ονόματα τους είναι ελληνικά) σαν μια ξεχωριστή –και πόσο μάλλον αυτόνομη- οντότητα.

Ένα τέτοιο Μέτωπο συνεπώς εξ ορισμού δεν μπορεί να είναι μόνο του ΚΚΕ ή μόνο της ΠΔ, γι’ αυτό και είναι πάντα ένας ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ, με άξονα όμως την Αυτοδύναμη Οικονομία και ένα μίγμα ιδιοκτησιών και ελέγχου των μέσων παραγωγής, όπου οι μακροοικονομικές αποφάσεις λαμβάνονται μέσω ενδεικτικού, μερικώς κεντρικού σχεδιασμού καθώς και αποκέντρωσης σε δημοτικούς οικονομικούς και κοινωνικούς τομείς, που θα ελέγχεται από τις συνελεύσεις πολιτών και εργαζομένων του Μετώπου.

Αν θέλουμε λοιπόν να μιλάμε για Μέτωπο Κοινωνικής αλλά και ΕΘΝΙΚΗΣ απελευθέρωσης το οποίο να μην είναι μόνο «κομουνιστικό», δεν φαίνεται να υπάρξει πιο δόκιμη λύση από αυτή που προτείνουμε, παρά να περιμένουμε τη Δευτέρα Παρουσία της δημιουργίας τέτοιων συνθηκών σε ολοένα μεγαλύτερη κρίση, που όμως εμπειρικά ακριβώς δείχνει ότι επαναστατικές συνθήκες δεν δημιουργούνται μέσα σε αυτή τα τελευταία 30 χρόνια της νεοφιλελεύθερης Παγκοσμιοποίησης, και μάλιστα σε χώρες με πολύ μεγαλύτερη επαναστατική και εργατική παράδοση από την Ελλάδα. Αν βέβαια δεν λαμβάνεται η πρόσφατη ιστορική εμπειρία υπόψη και δεν υπάρχει κάποια υιοθετημένη, στέρεη άποψη περί αυξανόμενης οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης λόγω παγκοσμιοποίησης (αν δεν αποκηρύσσεται κιόλας η θεωρία ή δεν μπλέκεται με τον «υπερ-ιμπεριαλισμό» και άλλες απαρχαιωμένες θεωρίες), τότε μπορεί κανείς να πιστέψει πως το ζήτημα είναι απλά η σχέση των μικρομεσαίων με την ελληνική αστική τάξη και η σχέση της με τις «ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις» — αλήθεια όμως, μεταξύ ποιων αντιθέσεων «ιμπεριαλισμών»; Της Γαλλίας με τη Γερμανία και παρόμοιες ανοησίες που ξεφουρνίζονται από Μαρξιστές που δεν διαθέτουν μια σύγχρονη θεωρία για την παγκοσμιοποίηση και στηρίζονται στην εκατόχρονη  θεωρία του Ιμπεριαλισμού ή του υπερ-ιμπεριαλισμού που προϋπέθετε έθνη-κράτη ως τις βασικές οικονομικές μονάδες και οχι τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και υπερεθνικές καπιταλιστικές τάξεις (όπως κάνουν σύγχρονοι Μαρξιστές) ή υπερεθνικές ελίτ (όπως υποστηρίζει η ΠΔ);

 

L.R. : « Κανείς δεν ξέρει, και δεν μπορεί να ξέρει, αν αυτό το ιστορικό στοίχημα θα του “βγει”, αν δηλαδή το πλήρωμα του πολιτικού κόστους νωρίς θα του επιτρέψει να εκμεταλλευτεί το “ξερό του κεφάλι” όταν τα “εύπλαστα” θα έχουν γίνει πολτός. Αυτό όμως που μπορούμε να ξέρουμε είναι ότι πρόκειται ακριβώς για ιστορικό στοίχημα, για στοίχημα αναμέτρησης με την ιστορία, με αυτό το υπαρκτικά αφόρητο μείγμα τυχαιότητας και αναγκαιότητας που μας ωθεί σε ένα μέλλον που δεν μπορούμε να δούμε ποτέ καθαρά. Πολλοί γελούν με την δυνατότητα να βάλει οποιοσδήποτε τέτοια στοιχήματα σε τέτοιους καιρούς: είναι αυτοί που θεωρούν πως έχουν κάνει τις “καβάντζες” τους για να “τη βγάλουν” ώσπου “να περάσει η μπόρα.” Ο χρόνος θα δείξει αν υπάρχουν τέτοιες “καβάντζες” σήμερα, ή αν ήρθε αντίθετα καιρός που η “νίκη” και η “ήττα” σχετικοποιούνται και αλλάζουν θέσεις με μεγαλύτερη ευκολία και ταχύτητα από ό,τι θα ανέμεναν οι “ρεαλιστές.”»

 

Απάντηση μας: Προφανώς η ανάλυση περί «καβάντζας» να υποθέσουμε(;) αφορά τους «ρεαλιστές» καιροσκόπους της εκφυλισμένης «αριστεράς» του ΣΥΡΙΖΑ και κομματιών της μεσοαστικής τάξης που στήριξαν το εν λόγω κόμμα ή ακόμα και άλλα κόμματα. Αφήνεται επίσης να νοηθεί ότι σε μελλοντικό χρονικό ορίζοντα που θα στερέψουν οι «καβάντζες», αντίστοιχα το ΚΚΕ θα βρεθεί σε διαφορετική θέση απ’ ό,τι σήμερα, μετατρέποντας την σημερινή ήττα σε «νίκη»…

Πέρα όμως από «αναλύσεις» περί «καβαντζών» που αφορούν αποκλειστικά αυτούς που …δύνανται να τις έχουν, και πολλοί από αυτοί μπορεί να συνεχίζουν να τις έχουν στο μέλλον, η πρόταση της ΠΔ αφορά τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα που υφίστανται μια άνευ προηγουμένου μεταπολιτευτική καταστροφή και όχι σε ρεβανσισμούς οργανώσεων με την ιστορία, και σε τελική ανάλυση καλό είναι τα αίτια των αποτυχιών να αναζητούνται επίσης και στην ίδια την αδυναμία των ιστορικών καθολικών προταγμάτων να γίνουν κτήμα της κοινωνίας, και όχι απλά στην ίδια την κοινωνία.


Συνέντευξη του Τάκη Φωτόπουλου εφ όλης της ύλης στην εκπομπή “Αντιθέσεις” στη “ΚΡΗΤΗ TV”

0
Eφ’ όλης της ύλης συνέντευξη:

Η Παγκόσμια Κρίση και η σχέση της με την Ελληνική δομική κρίση που οδηγεί στη σημερινή καταστροφή του λαού, ο ρόλος της Νεοφιλελεύθερης Παγκοσμιοποίησης, η έννοια της υπερεθνικής ελίτ, η ιδεολογία της Παγκοσμιοποίησης, ο ρόλος του συστήματος και των εθνών-κρατών πριν την ανάδυση της Παγκοσμιοποίησης (σοσιαλδημοκρατική συναίνεση, κρατικίστικος σοσιαλισμός κτλ.), ο Νέος Βορράς και ο Νέος Νότος μέσα στο διεθνοποιημένο σύστημα, οι αραβικές “επαναστάσεις”, το ελληνικό πολιτικό σκηνικό ειδικά μετά τις εκλογές, οι θέσεις των συστημικών πολικάντηδων και η τρομοκρατία για το Ευρώ, οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, η ανάγκη για ένα Λαϊκό Μέτωπο Κοινωνικής και Εθνικής Απελευθέρωσης για την Αυτοδύναμη Οικονομία και τα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση,  ο δρόμος και η προοπτική μιας Περιεκτικής Δημοκρατίας.


Η ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΥΣΤΗΜΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ – ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΠΔ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ

0

ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ • 20 ΙΟΥΝΙΟΥ 2012


Η ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΥΣΤΗΜΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΠΔ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ


PDF (εκτυπώσιμο)

Α. Το Δίκτυο ΠΔ ήδη έναν μήνα πριν τις  εκλογές, με το καταστροφικό για την αντισυστημική Αριστερά αποτέλεσμα (που σημαίνει ότι η εκφυλισμένη «Αριστερά», παραπαίδι της υπερεθνικής ελίτ, η οποία είναι σήμερα κυρίαρχη σε όλο τον κόσμο, τώρα γίνεται κυρίαρχη και στην Ελλάδα), τόνιζε σε σχετική ανακοίνωση του τα εξής:

«Τα λαϊκά στρώματα που προχώρησαν με τις εκλογές σε μια πρωτοφανή καταδίκη των κομμάτων εξουσίας, η οποία συνέτριψε τη λογική του Μνημονιακού μονόδρομου, κινδυνεύουν  στις επόμενες εκλογές να πέσουν στη παγίδα που έστησαν οι ντόπιες και ξένες ελίτ, δηλαδή το δίλημμα “Ευρώ η καταστροφή”, που όχι μόνο θα ανατρέψει την προηγούμενη κατάκτηση αλλά και θα τα οδηγήσει στη πιο βαριά ήττα μετά τον εμφύλιο. Αυτό θα συμβεί αναπόφευκτα αν ο ΣΥΡΙΖΑ κατέβει με το σημερινό αντιφατικό αλλά και επικίνδυνο πρόγραμμα, είτε οι νέοι ψηφοφόροι του επιστρέψουν στα κόμματα εξουσίας από όπου βασικά προήλθαν και νομιμοποιήσουν τα εγκληματικά Μνημόνια, τη δανειακή συνθήκη και τους εφαρμοστικούς Νόμους, είτε αυξηθούν περισσότερο και δώσουν τη νίκη σε αυτό το κόμμα. Και αυτό, γιατί στις προηγούμενες εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ κατέβηκε με μια λαϊκίστικη και αντιφατική, δήθεν αντιμνημονιακή, πρόταση που, όσο εύκολα υπερψηφίστηκε για τους λόγους που θα εξηγήσουμε παρακάτω, άλλο τόσο εύκολα μπορεί να καταψηφιστεί στις επόμενες. Ακόμα μάλιστα και αν δεν γίνει αυτό το σενάριο, που είναι το πιθανότερο, και ψηφιστεί πρώτο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ, αν δεν κατέβει στις εκλογές με συγκροτημένο πρόγραμμα εξόδου από την κρίση μέσα από την έξοδο από την ΕΕ, το ευρώ και την ακύρωση της δανειακής συνθήκης, η προοπτική θα είναι το ίδιο σκοτεινή και επικίνδυνη για τα λαϊκά στρώματα».

http://www.inclusivedemocracy.org/brochures/2012.05.17__protasi_antimnimoniaki_aristera_krisi.html

 

Β. Οι προβλέψεις μας επιβεβαιώθηκαν απόλυτα από τα γεγονότα, και στην πραγματικότητα οδήγησαν στο χειρότερο δυνατό αποτέλεσμα, τόσο για τα λαϊκά στρώματα, όσο και για την αντισυστημική Αριστερά: το λαϊκίστικο «πρόγραμμα» του ΣΥΡΙΖΑ, που ήταν όχι μόνο αντιφατικό αλλά και άκρως αποπροσανατολιστικό, διότι καλλιέργησε ψευδαισθήσεις στα λαϊκά στρώματα ότι δήθεν μπορούσε να αποφύγει τα Μνημόνια ακόμη και μέσα στην ΕΕ, προσελκύοντας έτσι όλους τους «νοικοκυραίους» που τρέμουν μην χάσουν το Ευρώ «τους», αλλά δυστυχώς και μεγάλα λαϊκά στρώματα που δεν είχαν καν Ευρώ στην τσέπη, τρομοκρατήθηκαν από την αδίστακτη Γκεμπελική προπαγάνδα των ξένων και ντόπιων ελίτ ότι έξοδος από το Ευρώ σημαίνει την ολοκληρωτική κατάρρευση της οικονομίας, αν όχι τον …κατακλυσμό του Νώε, όπως το παρουσίαζαν τα πανάθλια κανάλια της ντόπιας ελίτ. Το ρεύμα όμως προς τον ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν αρκετό για να τον οδηγήσει στην κυβέρνηση, οπότε θα αποδείχνονταν και η αθλιότητα των θέσεων του και θα επιταχυνόταν η ριζοσπαστικοποίηση της λαϊκής συνειδητοποίησης, ιδιαίτερα  εάν ταυτόχρονα παρέμεναν σε αρκετά υψηλά επίπεδα τα ποσοστά της αντισυστημικής, αντι-ΕΕ Αριστεράς και κυρίως του ΚΚΕ. Αντίθετα, η τρομοκρατία των ελίτ από τη μία και ο λαϊκισμός του ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, τον οδήγησαν στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπως ακριβώς ήθελαν οι ντόπιες και ξένες ελίτ (και πιθανότατα και τα ίδια τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όπως φαίνεται καθαρά τώρα), ώστε να συνεχίσει να αποπροσανατολίζει και να λαϊκίζει ανώδυνα πλέον από τη θέση τώρα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, και έμμεσα  να ευνουχίζει κάθε διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης και κάθε συναφή αγώνα, αφού πρώτα κατάφερε να αποδομήσει σημαντικά την αντισυστημική Αριστερά.

Συγχρόνως, ακόμη και όταν αντισυστημικά κόμματα όπως το ΚΚΕ έπαιρναν σωστές  θέσεις για τη διαγραφή του Χρέους και τη συνακόλουθη έξοδο από την ΕΕ/Ευρωζώνη και την ανάγκη αυτοδύναμης ανάπτυξης, ουσιαστικά τις αχρήστευαν με το να συνδέουν την έξοδο από την ΕΕ με τη κατάκτηση της λαϊκής εξουσίας, δηλαδή με την αλλαγή του συστήματος, η οποία βέβαια αυτή τη στιγμή ήταν αδύνατη, όπως άλλωστε και το ίδιο τόνιζε. Από την άλλη μεριά, αντισυστημικές δυνάμεις όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ τόνιζαν τις αποπροσανατολιστικές και ρεφορμιστικές προτάσεις της ΕΛΕ, ενώ το θέμα της εξόδου από την ίδια την ΕΕ (σε αντίθεση με την Ευρωζώνη) συχνά παραπεμπόταν στο απώτερο μέλλον ή μπερδευόταν με την αντικαπιταλιστική ρήξη με την ΕΕ και τη διάλυση της ίδιας της ΕΕ κάτω απο τον αντικαπιταλιστικό αγώνα των Ευρωπαϊκών λαών, που παρέπεμπε στις Ελληνικές καλένδες. Όχι τυχαία, τόσο το ΚΚΕ όσο και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπέστησαν εκλογική συντριβή, που, συνακόλουθα, δεν οφείλεται μόνο στην τρομοκρατία των ελίτ και τον λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ.

Γ. Είναι λοιπόν φανερό, εν όψει της ολοκλήρωσης της σύνθλιψης των λαϊκών στρωμάτων και της καθιέρωσης εργασιακών σχέσεων Ινδικού ή Κινέζικου τύπου, παράλληλα με το ξεπούλημα κάθε κοινωνικού πλούτου από τη νέα κυβέρνηση, και ενώ η  αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ θα περιμένει την επανάσταση του Ολλάντ και «των άλλων προοδευτικών δυνάμεων» στην ΕΕ, είναι μονόδρομος να συνενωθούν όλες οι αντισυστημικές δυνάμεις κάτω από ένα ελάχιστο πρόγραμμα κοινών στόχων που θα έβγαζαν τη χώρα από την καταστροφική κρίση, όχι μόνο βραχυπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα, βάζοντας τις βάσεις για την οικονομική αυτοδυναμία, ώστε όταν αυτό θα είχε επιτευχθεί, ο λαός να αποφάσιζε δημοκρατικά τι είδους συστημική αλλαγή θα προτιμούσε για το μέλλον, με βάση τις προτάσεις των αντισυστημικών δυνάμεων που θα διατηρούσαν την ιδεολογική αυτονομία τους σαν συνιστώσες του Μετώπου αυτού, όπως είχαμε προτείνει παλιότερα στην ΕΚΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΛΑΪΚΟ ΜΕΤΩΠΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ :

http://www.inclusivedemocracy.org/brochures/2012.04.19__metopo_koinonikis_ethnikis_apeleytherosis.html

 

Δ. Οι άμεσοι στόχοι ενός παρόμοιου Μετώπου, στους οποίους θα έπρεπε να δεσμευτούν όλες οι συνιστώσες, θα μπορούσαν να είναι:

[1]. Άμεση μονομερής έξοδός μας από την ΕΕ (και όχι μόνο από την Ευρωζώνη), η οποία αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για την ανάκτηση της απαραίτητης οικονομικής κυριαρχίας.

[2]. Ακύρωση όλων των δανειακών συμβάσεων, Μνημονίων και σχετικών με παράλληλη ολοκληρωτική στάση πληρωμών των τοκοχρεολυσίων (που σημαίνει μονομερή διαγραφή του χρέους).

[3]. Αναγκαστική απαλλοτρίωση χωρίς αποζημίωση κάθε κοινού αγαθού που έχει περιέλθει, μέσα από τη διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων, στην ιδιοκτησία των ξένων και ντόπιων ελίτ.

[4]. Επανεισαγωγή της δραχμής και μερική υποτίμησή της με παράλληλη μετατροπή των καταθέσεων σε δραχμές, και μέτρα ώστε να μην πληγούν τα λαϊκά εισοδήματα και οι μικροκαταθέτες (π.χ. επιδοτήσεις των λαϊκών στρωμάτων χρηματοδοτούμενες από τα έσοδα ενός σημαντικού φόρου στη μεγάλη περιουσία ―κινητή και ακίνητη― καθώς και τα έσοδα από ένα βαρύ φόρο στα είδη πολυτελείας).

[5]. Αυστηροί κοινωνικοί έλεγχοι στην κίνηση αγαθών, κεφαλαίων και υπηρεσιών (τελωνειακοί έλεγχοι, συναλλαγματικοί έλεγχοι, ποσοστώσεις κλ.π.) ώστε να θωρακιστεί η οικονομική αυτοδυναμία της χώρας.

[6]. Επαναφορά μισθών και συντάξεων στα προ Μνημονίων επίπεδα με παράλληλη επαναπρόσληψη των απολυμένων στον δημόσιο τομέα, που θα αναδιοργανωθεί ορθολογικά, στο πλαίσιο της γενικότερης αναδιάρθρωσης της οικονομίας με βάση την αρχή της αυτοδυναμίας.

[7]. Κοινωνικοποίηση των Τραπεζών και των στρατηγικών κλάδων παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων όλων των κλάδων που καλύπτουν βασικές ανάγκες, στο πλαίσιο του προτεινόμενου παρακάτω μίγματος μορφών ιδιοκτησίας και μεθόδων κατανομής των οικονομικών πόρων.

[8]. Γενική καταγραφή κινητής και ακίνητης περιουσίας, συμπεριλαμβανομένων των καταθέσεων στο εξωτερικό και επιβολή δραστικού «προοδευτικού» φόρου μεγάλης περιουσίας (φόρος δηλαδή ανάλογος με το μέγεθος της περιουσίας που μπορεί να φθάνει και στο 100% της περιουσίας για τις πολύ μεγάλες περιουσίες κ.λπ.), με στόχο τη δραστική ανακατανομή του εισοδήματος και του πλούτου.

[9]. Δημιουργία ενός πραγματικά λαϊκού συστήματος Υγείας, Εκπαίδευσης και Κοινωνικών Υπηρεσιών που θα καλύπτει τις λαϊκές ανάγκες και θα ελέγχεται από τα λαϊκά στρώματα.

Ε. Μεσοπρόθεσμος στόχος του Μετώπου θα έπρεπε να είναι η οικοδόμηση των βάσεων μιας αυτοδύναμης οικονομίας, δηλαδή να ληφθούν μέτρα για να ξανακτιστεί η παραγωγική δομή της χώρας, που έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά μετά την πλήρη ενσωμάτωσή της στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, και ιδιαίτερα μετά την ένταξή μας στην ΕΟΚ/ΕΕ, και να διαμορφωθεί ένα συναφές καταναλωτικό πρότυπο, πέρα από αυτό που μας επέβαλαν η εξάρτησή μας από την ΕΕ και το υπάρχον σύστημα, και οδήγησαν στη σημερινή πολυδιάστατη κρίση και στη συνακόλουθη οικονομική, κοινωνική και οικολογική καταστροφή. Χρειάζεται δηλαδή στο στάδιο αυτό να δημιουργηθεί μια ΑΥΤΟΔΥΝΑΜΗ (όχι αυτάρκης) οικονομία που θα στηρίζεται κατ’ αρχήν στους εγχώριους παραγωγικούς πόρους για την κάλυψη των αναγκών μας, και μόνο κατ’ εξαίρεση σε ξένους παραγωγικούς πόρους, τους οποίους μπορούμε ν’ αποκτούμε μέσω των εξαγωγών των πλεονασμάτων μας, και ενός τουρισμού που θα σέβεται τον ελληνικό λαό και το περιβάλλον, προσφέροντας υπηρεσίες, όχι απλά στα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα του εξωτερικού, όπως σήμερα, αλλά σε κάθε κοινωνικό στρώμα, σε ένα κλίμα διεθνούς αλληλεγγύης.

ΣΤ. Η αυτοδύναμη οικονομία αποτελεί άλλωστε τη μόνη δυνατή διέξοδο από την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, που προσφέρει εναλλακτική λύση στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Και φυσικά αυτό δεν σημαίνει «απομονωτισμό» όπως διαστρεβλώνουν την αυτονομία οι «Ευρωπαϊστές» στη ρεφορμιστική Αριστερά, τα Πανεπιστήμια κ.λπ. που έχουν άμεσα ή έμμεσα οικονομικά και άλλα συμφέροντα από την παραμονή μας στην ΕΕ. Αυτή είναι η μόνη φιλολαϊκή λύση, ιδιαίτερα αν αποτελέσει τμήμα οικονομικών ενώσεων με γειτονικές χώρες σε παρόμοιο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης (π.χ. χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, Βαλκανικές χώρες, χώρες της Βόρειας Αφρικής κ.λπ.). Οι νέες αυτές οικονομικές ενώσεις που θα θεμελιώνονται στην αλληλεγγύη των λαών, αντί για τις σημερινές ληστρικές ενώσεις του κεφαλαίου, όπως η ΕΕ, αποτελούν τον μόνο αληθινό διεθνισμό σήμερα, σε αντιδιαστολή με τον ψευτοδιεθνισμό της ρεφορμιστικής «Αριστεράς» που δήθεν θα κτιστεί μέσα στην ΕΕ! Πιο σημαντικό, η ίδρυση αυτοδύναμων οικονομιών αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για να γίνει δυνατή η ανάπτυξη του αγώνα για μια νέα μορφή κοινωνίας. Ούτε μια ΠΔ, ούτε μια σοσιαλιστική (κρατικοσοσιαλιστική ή ελευθεριακή) οικονομία, είναι δυνατές σήμερα σε μια χώρα που δεν έχει ανακτήσει την οικονομική αυτοδυναμία της και την απεξάρτησή της από την διεθνοποιημένη καπιταλιστική οικονομία της αγοράς.

 

Πιστεύουμε ότι μόνο ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα κοινωνικής αλλαγής με βραχυπρόθεσμους και μεσοπρόθεσμους στόχους σαν τους παραπάνω θα μπορούσε να ενώσει όλες τις αντισυστημικές δυνάμεις γύρω από ένα Μέτωπο κοινωνικής (και συνακόλουθα εθνικής) απελευθέρωσης, που θα ενέπνεε τα λαϊκά στρώματα να ξεσηκωθούν ενάντια στον πραγματικό εχθρό, δηλαδή τη  διεθνοποιημένη καπιταλιστική οικονομία της αγοράς και την υπερεθνική ελίτ (που στη χώρα μας εκπροσωπεί η Τρόικα) καθώς και τη ντόπια ελίτ και τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα. Είναι ο ίδιος εχθρός που οδηγεί καθημερινά όχι μόνο στην εξαθλίωση του λαού μας, αλλά και στον κοινωνικό κανιβαλισμό που φανερώνουν οι αρρωστημένες επιθέσεις κατά άλλων θυμάτων της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, που τα βάζει το σύστημα αυτό κάτω από εμάς στην κοινωνική ιεραρχία της εξαθλίωσης: τους μετανάστες. Έτσι, φασιστοειδείς οργανώσεις, με τη φανερή βοήθεια των κρατικών αρχών που θα μπορούσαν σε μια μέρα να πατάξουν, αν ήθελαν, παρόμοια φαινόμενα, δημιουργούν ένα τεχνητό διχασμό μεταξύ των θυμάτων της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης για να αποπροσανατολίσουν τα λαϊκά στρώματα από τον πραγματικό εχθρό τους. Μόνο ένα Μέτωπο σαν αυτό που προτείνουμε θα μπορούσε, κατά συνέπεια, να οδηγήσει στην πραγματική κοινωνική αλλαγή, η οποία θα έφερνε ταυτόχρονα τη μόνιμη έξοδο από τη σημερινή καταστροφική πολυδιάστατη κρίση.

 

ΔΙΚΤΥΟ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ – 20 ΙΟΥΝΗ 2012


Ελληνικό Δίκτυο Περιεκτικής Δημοκρατίας: www.inclusivedemocracy.org/pd • Διεθνές δίκτυο Περιεκτικής Δημοκρατίας: www.inclusivedemocracy.org • Επικοινωνία: [email protected]



Η ΑΝΤΙΜΝΗΜΟΝΙΑΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΑΡΙΑ ΛΑΪΚΗ ΗΤΤΑ ΠΟΥ ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΑ ΘΑ ΣΥΜΒΕΙ ΑΝ ΔΕΝ ΚΑΤΕΒΕΙ ΣΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΜΕ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΕΝΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΔΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΕ, ΤΟ ΕΥΡΩ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΑΝΕΙΑΚΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ

0

 

 

ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ      •  17 ΜΑΗ 2012

 ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

     εκτύπωση |      PDF

 

Τα  λαϊκά στρώματα που προχώρησαν με τις εκλογές σε μια πρωτοφανή καταδίκη των  κομμάτων εξουσίας, η οποία συνέτριψε τη λογική του Μνημονιακού μονόδρομου,  κινδυνεύουν  στις επόμενες εκλογές να  πέσουν στη παγίδα που έστησαν οι ντόπιες και ξένες ελίτ, δηλαδή το δίλημμα  «Ευρώ η καταστροφή», που όχι μόνο θα ανατρέψει την προηγούμενη κατάκτηση  αλλά και θα τα οδηγήσει στη πιο βαριά ήττα μετά τον εμφύλιο. Αυτο θα συμβεί  αναπόφευκτα αν ο ΣΥΡΙΖΑ κατέβει με το σημερινό αντιφατικό αλλά και  επικίνδυνο πρόγραμμα, είτε οι νέοι ψηφοφόροι του επιστρέψουν στα κόμματα  εξουσίας από όπου βασικά προήλθαν και νομιμοποιήσουν τα εγκληματικά  Μνημόνια, τη δανειακή συνθήκη και τους εφαρμοστικούς Νόμους, είτε αυξηθούν  περισσότερο και δώσουν τη νίκη σε αυτό το κόμμα. Και αυτό, γιατί στις  προηγούμενες εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ κατέβηκε με μια λαϊκίστικη και αντιφατική,  δήθεν αντιμνημονιακή, πρόταση που όσο εύκολα υπερψηφίστηκε για τους λόγους  που θα εξηγήσουμε παρακάτω άλλο τόσο εύκολα μπορεί να καταψηφιστεί στις  επόμενες. Ακόμα μάλιστα και αν δεν γίνει αυτό το σενάριο, που είναι το  πιθανότερο, και ψηφιστεί πρώτο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ,  αν  δεν κατέβει στις εκλογές με συγκροτημένο πρόγραμμα εξόδου από την κρίση μέσα  από την έξοδο από την ΕΕ, το ευρώ και την ακύρωση της δανειακής συνθήκης,η προοπτική θα είναι το ίδιο σκοτεινή και επικίνδυνη για τα λαϊκά στρώματα.

 

ΣΕΝΑΡΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΝΙΚΗ ΤΟΥ  ΚΑΘΑΡΑ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΥ, «ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΟΥ» ΜΕΤΩΠΟΥ

Όσον αφορά το πρώτο σενάριο, είναι φανερό ότι οι επιπλέον  ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ στις προηγούμενες εκλογές δεν αποτελούν  συνειδητοποιημένους ψηφοφόρους, οι οποίοι ξαφνικά ανακάλυψαν το «φως το  αληθινό»! Είναι γνωστό και όλες οι αναλύσεις των αποτελεσμάτων δείχνουν, ότι  πρόκειται βασικά για στρώματα που πριν την κρίση κυρίως ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ  (δηλαδή πρόκειται για τα κρατικοδίαιτα πρώην μεσαία στρώματα που έχουν  πληγεί πιο συντριπτικά από το Μνημόνιο, το οποίο θεσμοποιεί τη  νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση στη χώρα μας). Επομένως, πρόκειται για βασικά  συντηρητικά στρώματα που ακόμα δεν έχουν συνειδητοποιήσει την καταστροφή από  την ένταξη μας στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, την οποία ένταξη δεν αμφισβητούν,  αλλά απλά είναι αγανακτισμένα με τα Μνημόνια και τις συνέπειες τους, χωρίς  να συνδέουν την ένταξη μας στην ΕΕ με αυτά. Ο ΣΥΡΙΖΑ τους πρόσφερε, εντελώς  λαϊκίστικα, την ιδανική γι’ αυτά λύση: τη λύση της παραμονής μας στην ΕΕ και  το Ευρώ με παράλληλη κατάργηση του Μνημονίου! Δηλαδή τη λύση που άφηνε και  την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο.

Το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο: τα στρώματα αυτά  μετακινήθηκαν μαζικά προς τους «μάγους» του ΣΥΡΙΖΑ, αντί να μετακινηθούν  προς τις δυνάμεις που με συνέπεια υποστήριζαν ότι χωρίς την έξοδο από την  Ευρωζώνη αλλά και την ΕΕ καμία διέξοδος από την κρίση δεν ήταν δυνατή —ένας  επίπονος και μακρύς αλλά αναγκαίος δρόμος για την πραγματική και μόνιμη  έξοδο από την κρίση. Και έτσι καταλήξαμε σε ένα τραγελαφικό εκλογικό  αποτέλεσμα που υγιώς μεν καταδικάζει τα κόμματα εξουσίας, αλλά  αντιφατικότατα προτείνει «λύση» τετραγωνισμού του κύκλου, όπως αυτή που  προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ και σύμπασα η αντιμνημονιακή Αριστερά, στην οποία  περιλαμβάνουμε και όλες εκείνες τις δυνάμεις που παριστάνουν την  αντισυστημική Αριστερά, αλλά δεν τολμούν να θέσουν σαφώς σαν βασική  προϋπόθεση διεξόδου από την κρίση την έξοδο από την ΕΕ, ή τη συναρτούν με  την καπιταλιστική κατάρρευση σε όλη την Ευρώπη και παρόμοιες Μεσσιανικές  ανοησίες που ουσιαστικά την παραπέμπουν στις καλένδες (πχ ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΕΛΕ  κ.λπ.) Έτσι τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ μιλούν για καταγγελία του Μνημονίου και  συνέχιση της παραμονής μας στην Ευρωζώνη, ενώ ξέρουν και τα ίδια ότι θα ήταν  αδύνατη, (για καθαρά οικονομικούς λόγους που έχουν να κάνουν με την οργανική  σύνδεση οργάνων της ΕΕ, όπως η ΕΚΤ, με την ελληνική οικονομία), η συνέχιση  της παραμονής μας στο Ευρώ —που σημαίνει εξαφάνιση κάθε οικονομικής (και όχι  μόνο!) κυριαρχίας της χώρας— έχοντας καταγγείλει τη δανειακή σύμβαση και τα  μνημόνια. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η κωλοτούμπα που έδειξε η επιστολή Τσίπρα  προς τα κεντρικά όργανα της ΕΕ, όπου δεν μιλούσε πια για καταγγελία του  Μνημονίου και ακύρωση της δανειακής σύμβασης, αλλά για απλή επανεξέταση  (δηλαδή επαναδιαπραγμάτευση) των όρων του Μνημονίου—κάτι για το οποίο ούτε  οι ξένες ούτε οι ντόπιες ελίτ θα είχαν αντίρρηση (άλλο βέβαια τι νόημα δίνει  ο καθένας στην επαναδιαπραγμάτευση). Ούτε φυσικά είναι τυχαίες οι σχετικές  δηλώσεις Δραγασάκη.

Είναι λοιπόν φανερό, αν αληθεύουν οι δημοσκοπήσεις που  φέρνουν τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού υπέρ της ΕΕ και του Ευρώ —γεγονός  για το όποιο φέρνει βαρύτατη ευθύνη η ρεφορμιστική Αριστερά που ποτέ δεν  προσπάθησε να δείξει στα λαϊκά στρώματα τη πραγματική σημασία της ΕΕ και της  ευρωζώνης— τότε το δίλημμα που ήδη βάζουν επιτυχημένα οι ξένες και ντόπιες  ελίτ (Ευρώ η καταστροφή) θα πείσει τους ίδιους ψηφοφόρους, οι οποίοι  μετακόμισαν στον ΣΥΡΙΖΑ για να καταδικάσουν τα κόμματα εξουσίας, να  ξαναγυρίσουν τώρα στο μαντρί τους για να μην πάθουν μεγαλύτερη καταστροφή.  Τα «επιχειρήματα» που χρησιμοποιεί ο ΣΥΡΙΖΑ για να απαντήσει στο δίλημμα  αυτό όχι μόνο δεν πρόκειται να πείσουν κανένα αλλά αντίθετα θα τους κάνει να  συγχωρήσουν και τα εγκλήματα των κόμματων εξουσίας σε βάρος τους!

ΤΑ ΕΩΛΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ  ΣΥΡΙΖΑ

 

Έτσι, πρώτον, το επιχείρημα ότι οι εταίροι μας «μπλοφάρουν» και δεν θα  τολμήσουν να μας σπρώξουν στη χρεοκοπία και την «εκούσια» αποχώρηση μας από  την Ευρωζώνη, φοβούμενοι τον κίνδυνο «μεταδοτικότητας» των συνεπειών της  ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας ιδιαίτερα στην περιφέρεια της Ευρωζώνης, μόνο  εν μέρει στέκει γιατί στα δυο χρόνια που μεσολάβησαν, οι οικονομίες στο  Ευρωπαϊκό κέντρο έχουν θωρακιστεί σημαντικά, ακριβώς για ένα τέτοιο  ενδεχόμενο, και η Ελλάδα εκπροσωπεί μόνο 2% του Ευρωπαϊκού ΑΕΠ, κάτι που  κάνει πιο εύκολη μια τέτοιου είδους θωράκιση. Ο μόνος λόγος που οι  ευρωπαϊκές ελίτ θα είχαν δίκιο να φοβούνται να μας σπρώξουν στη χρεοκοπία  και την αποχώρηση από το Ευρώ θα ήταν αν αυτή η εξέλιξη δημιουργούσε  δυναμική και για έξοδο από την ΕΕ, καθώς και για άλλες θεσμικές αλλαγές σαν  αυτές που περιγράφουμε στο κείμενο για το Μέτωπο (Έκκληση  για ένα Λαϊκό Μέτωπο Κοινωνικής και Εθνικής Απελευθέρωσης). Και αυτό  γιατί τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να οδηγήσει μεσο-μακροπρόθεσμα όχι σε  οικονομική καταστροφή αλλά, αντίθετα, σε πραγματική έξοδο από τη κρίση, και  η Ελλάδα θα γινόταν παράδειγμα όχι προς αποφυγή αλλά προς μίμηση, κατ’ αρχήν  στις άλλες περιφερειακές χώρες της Ευρώπης. Γι’ αυτό θα προτιμούσαν να μας  κρατήσουν μέσα στην ΕΕ και την Ευρωζώνη για να μας ελέγχουν απόλυτα στον  οικονομικό τομέα και κατ’ επέκταση και στον πολιτικό, αρκεί να σταματούσαμε  κάθε κουβέντα για συνολική καταγγελία των Μνημονίων και της δανειακής  σύμβασης και να καταλήγαμε σε διαπραγμάτευση για τους (μη ουσιαστικούς για  τις ελίτ) όρους των Μνημονίων. Αρκεί δηλαδή να εκλέγαμε στις προσεχείς  εκλογές είτε τα καθαρά μνημονιακά κόμματα, είτε την αντιμνημονιακή Αριστερά,  όπως ο ΣΥΡΙΖΑ.

 

Δεύτερον, το επιχείρημα ότι δεν θα τολμήσουν οι οικονομικές ελίτ μέσα στην  ΕΕ να μας σπρώξουν σε ανεξέλεγκτη χρεοκοπία και έξοδο από την Ευρωζώνη γιατί  θα τους σταματήσουν οι νέες ανερχόμενες «προοδευτικές» δυνάμεις, όπως ο  Ολλάντ στην Γαλλία, μάλλον σαν ανέκδοτο πρέπει να το πάρουμε τη  στιγμή που η «προοδευτικότητα» του  είναι γνωστό ότι απλά αποτελεί αναπτυξιακό σοσιαλφιλελευθερισμό (σαν αυτόν  περίπου που θέλει να εφαρμόσει και η ΝΔ) και ότι  βέβαια ποτέ δεν θα διακινδύνευε τα συμφέροντα των Γαλλικών Τραπεζών που  είναι ανάμεσα στους δανειστές μας, για χάρη της «σοσιαλιστικής αλληλεγγύης». Αποτελεί άλλωστε  άλλη μια εξαπάτηση ότι δήθεν φταίνε οι «κακοί» Μέρκελ κ.λπ. και αρκεί να  βγουν οι «σοσιαλιστές» του Ολλάντ και του σοσιαλδημοκρατικού και Πράσινου  κόμματος στη Γερμανία για να αλλάξουν αυτές οι πολιτικές. Και είναι  εξαπάτηση γιατί βέβαια ο …Μιτεράν ήταν πολύ πιο ριζοσπάστης σοσιαλιστής από  τον νερόβραστο σοσιαλφιλελεύθερο Ολλάντ, και όμως μετά από έναν χρόνο  απόπειρας ανατροπής της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης «μπήκε και αυτός  στο μαντρί». Και το ίδιο συνέβη και με το δικό μας ΠΑΣΟΚ και φυσικά με τους  σοσιαλδημοκράτες στην Βρετανία και τη Γερμανία. Γιατί άραγε; Ήταν όλοι αυτοί  προδότες και θα μας σώσουν οι γνήσιοι σοσιαλιστές του ΣΥΡΙΖΑ και της  ΑΝΤΑΡΣΥΑΣ ή μήπως γιατί στο πλαίσιο των ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών  που καθιερώνει η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση κάθε άλλη πολιτική είναι  αδύνατη; Είναι δηλαδή η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση που έκανε αδύνατη  κάθε μορφή σοσιαλδημοκρατίας σήμερα —κάτι που δεν κατάλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ που  φέρεται σαν να θέλει να κατακτήσει την σοσιαλδημοκρατική θέση του ΠΑΣΟΚ,  όταν η σοσιαλδημοκρατία είναι παγκόσμια νεκρή, ακριβώς λόγω των ανοικτών και  απελευθερωμένων αγορών που επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση!

 

ΣΕΝΑΡΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: Η  «ΑΝΤΙΜΝΗΜΟΝΙΑΚΗ» ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΚΕΡΔΙΖΕΙ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ

 

Αλλά  ας έλθουμε στο δεύτερο σενάριο και ας υποθέσουμε ότι, με το σημερινό  αντιφατικό και λαϊκίστικο πρόγραμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ έρχεται πρώτο κόμμα και  διεκδικεί την εξουσία. Αυτό σημαίνει ότι αν καταφέρει και σχηματίσει  κυβέρνηση, το κύριο σώμα των Μνημονίων και οι βασικές διατάξεις των  συνακόλουθων νόμων θα εφαρμοστούν με κάποιες (ανώδυνες για τις ελίτ)  τροποποιήσεις κατόπιν διαπραγματεύσεων. Τις τροποποιήσεις άλλωστε αυτές θα  τις έκαναν περίπου και τα μνημονιακά κόμματα,  με τη συμφωνία της Ευρωπαϊκής ελίτ, που  προτιμά, όπως θα δούμε, τη συνέχιση  της παραμονής της Ελλάδας στην ευρωζώνη και το Ευρώ. Και δεν πρόκειται ο  ΣΥΡΙΖΑ να καταγγείλει τη δανειακή συμφωνία και τα Μνημόνια γιατί ξέρει πολύ  καλά ότι η καταγγελία αυτή, εάν δεν συνοδευτεί από μονομερή έξοδο από την ΕΕ  και το Ευρώ, θα οδηγήσει σε ανεξέλεγκτη χρεοκοπία (δηλαδή χρεοκοπία που θα  ελέγχουν οι αγορές) και εξαναγκασμό μας να φύγουμε από το Ευρώ (όχι όμως και  την ΕΕ όπως σύσσωμη η ευρωπαϊκή ελίτ επιβεβαίωσε στο Eurogroup), πράγμα  που μπορεί να έχει και χειρότερα αποτελέσματα  από τα σημερινά.

Έτσι, αν πάρει την εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ, για να αναφέρουμε  μερικά παραδείγματα, δεν πρόκειται να επαναφέρει τους απολυθέντες δημόσιους  υπαλλήλους, και αντίθετα θα υποχρεωθεί να απολύσει και άλλους. Δεν πρόκειται  να καταργήσει τους νόμους για την ελαστικοποίηση της εργασίας. Δεν πρόκειται  να επιβάλλει αυστηρούς κοινωνικούς ελέγχους στις αγορές, και τη κίνηση  κεφαλαίου (παρά μόνο προσωρινά). Δεν πρόκειται να κοινωνικοποιήσει τις  ιδιωτικοποιημένες δημόσιες επιχειρήσεις. Ούτε πρόκειται να σταματήσει το  σημερινό ξεπούλημα του κοινωνικού πλούτου και την έρπουσα ιδιωτικοποίηση της  Υγείας και της Παιδείας. Και αυτό γιατί όλα τα παραπάνω δεν επιβάλλονται  μόνο από τα Μνημόνια και τους εφαρμοστικούς νόμους τους, αλλά από την ίδια  τη συνθήκη του Μάαστριχτ και τις άλλες συμβάσεις της ΕΕ (Λισαβόνας κ.λπ.)  που την ακολούθησαν και επιβάλλουν την αρχή της ανταγωνιστικότητας, χωρίς  την οποία δεν μπορεί να επιβιώσει καμία οικονομία που έχει ανοικτές και  απελευθερωμένες αγορές! Και ούτε το Ευρώ, ούτε πολύ περισσότερο την ΕΕ,  αμφισβήτησε ποτέ ο ΣΥΡΙΖΑ.

Ο ΑΠΟΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΑ  ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

 

Είναι λοιπόν φανερό ότι είναι αδύνατη η  πραγματική έξοδος από την κρίση αν δεν φύγουμε τόσο από την Ευρωζώνη όσο και  την  ΕΕ, γιατί, όπως έχουμε τονίσει  επανειλημμένα, η καταστροφή της γεωργίας μας, η καταστροφή της εγχώριας  βιομηχανίας, η ελαστικοποίηση της εργασίας, το πετσόκομμα του δημόσιου τομέα  και του κοινωνικού κράτους κ.λπ. —όλα αυτά είναι συνέπεια των συνθηκών  Μάαστριχτ και των συνθηκών της ΕΕ που ακολούθησαν, πολύ πριν να φτάσουμε στα  Μνημόνια. Και αυτές οι συνθήκες που μας επέβαλαν τις ανοιχτές και  απελευθερωμένες αγορές (τις «4 ελευθερίες») είναι που μας οδήγησαν στη  σημερινή καταστροφική κρίση, και όχι η γενικότερη παγκόσμια καπιταλιστική  κρίση που ξεκίνησε από τον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως εσκεμμένα ή από  ασχετοσύνη υποστηρίζουν οι «οικονομολόγοι» του ΣΥΡΙΖΑ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ.λπ..  Δεν είχαμε κρίση στον τραπεζικό τομέα που οδήγησε σε χρηματοπιστωτικές  φούσκες, όπως π.χ. στην Ιρλανδία, ή φούσκες στον κατασκευαστικό τομέα που  οδήγησαν σε εκτόξευση του ιδιωτικού χρέους, όπως στην Ισπανία. Η κρίση μας  είναι μακροχρόνια και δομική και προέκυψε από τα ελλείμματα στον  δημοσιονομικό τομέα και στον τομέα του εξωτερικού εμπορίου και τα  συνακόλουθα ελλείμματα που οδήγησαν στην ανάγκη του αυξανόμενου δανεισμού  (δηλαδή του Χρέους), ο οποίος, μέσα στην Ευρωζώνη του ευκολότερου δανεισμού  (λόγω ισχυρού νομίσματος), εκτοξεύτηκε. Με την παγκόσμια κρίση έγινε όμως  αδύνατος ο φτηνός αναδανεισμός, με τον οποίο καλύπταμε τα ολοένα αυξανόμενα  χρέη. Το Χρέος είναι επομένως η ΣΥΝΕΠΕΙΑ της μακροχρόνιας δομικής κρίσης και  όχι η αιτία της κρίσης, όπως παραπλανητικά υποστηρίζει όλη η αντιμνημονιακή  Αριστερά.

 

Ο ΜΠΑΜΠΟΥΛΑΣ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ  ΚΑΙ Η ΖΟΥΓΚΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

 

Σε  αυτό το έργο των δύο πόλων εξουσίας που διαμορφώνονται επικίνδυνα σήμερα με  στόχο τον εγκλωβισμό του λαού, τον ρόλο «μπαμπούλα» που θα δικαιολογεί  θεσμικά τον ρόλο τους στα ανώτερα και μεσαία στρώματα που κατά κανόνα  ψηφίζουν τους δύο αυτούς πόλους (η λεγόμενη «ικανοποιημένη εκλογική  πλειοψηφία» στις αντιπροσωπευτικές «δημοκρατίες»), θα αναλάβουν οι  ανανήψαντες φασίστες και η ισλαμοφαγική ακροδεξιά, η οποία ισχυροποιείται σε  όλη την Ευρώπη. Τα μορφώματα αυτά ψήφισε σημαντικό τμήμα του λαού επειδή  απέδωσε την ευθύνη για τη μαζική ανεργία, την καταρράκωση των συστημάτων  κοινωνικής  πρόνοιας, την  κατάρρευση των αστικών κέντρων κ.λπ. στη μετανάστευση, και όχι στην  παγκοσμιοποίηση, που μέσω της ΕΕ μας επιβάλλει τις σχετικές πολιτικές.  Άλλωστε η ίδια η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δημιουργεί και τη μαζική  μετανάστευση, με το ξερίζωμα εκατομμυρίων ανθρώπων λόγω των πολέμων της  υπερεθνικής ελίτ στην Ανατολή και της καταστροφής της οικονομικής  αυτοδυναμίας των λαών του Νότου. Την ακροδεξιά και τον φασισμό εξέθρεψε το  ίδιο το σύστημα και η εκφυλισμένη «Αριστερά» με τον αποπροσανατολισμό για  την κρίση και τις διαχειριστικές της «λύσεις» εντός της παγκοσμιοποίησης, με  τις θέσεις ίσων αποστάσεων στα εγκλήματα της υπερεθνικής ελίτ κατά των λαών  της Μ. Ανατολής και του Νότου, όπως και με τον φιλο-σιωνισμό της. Και  φυσικά, οι φασίστες δεν θα αποτελούν κίνδυνο βασικά στο κοινοβούλιο, όπως το  παρουσιάζουν τα κομματικά στελέχη της λαϊκίστικης «Αριστεράς», ούτε είναι  πιθανό να επιστρέψουμε στον …Φασισμό, όπως κινδυνολογούν αγωνιστές/στριες  ακόμα και της αντισυστημικής Αριστεράς, βασιζόμενοι/ες σε αναλύσεις προ 80  ετών. Και αυτό γιατί στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, που σήμερα έχει  φτάσει σε πρωτοφανή ολοκλήρωση, μέσω της συγκέντρωσης εξουσίας στην  υπερεθνική ελίτ, ένας (φυσικά) ψευτο-διεθνισμός, υπάρχει ντε φάκτο, σε  αντίθεση με την περίοδο του κρατισμού όπου το κράτος-έθνος ήταν πανίσχυρο  και μπορούσε να πάρει μεγάλες διαστάσεις ο εθνικισμός και ο φασισμός για  ιστορικούς λόγους που σήμερα δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα και έχουν  εξεταστεί από την Περιεκτική Δημοκρατία. Όμως θα είναι ο λαός και οι  μετανάστες που θα αντιμετωπίζουν τους —βασικά θερμόαιμους και όχι  «ιδεολόγους»— θιασώτες του φασισμού, τον τραμπουκισμό και τον ρατσισμό, την  εγκληματικότητα κτλ., καθημερινά στις γειτονιές, και όχι οι λίγοι βολεμένοι,  σε μεγάλο βαθμό, μελλοντικοί ψηφοφόροι των «Αριστερών Κυβερνήσεων».

Δηλαδή η ζουγκλοποίηση της κοινωνίας δεν θα απειλεί τόσο  τα προνομιούχα στρώματα που αποτελούν κατά κανόνα την, «ικανοποιημένη  εκλογική πλειοψηφία», (που στην πραγματικότητα είναι και θα γίνει ακόμα  περισσότερο μια ελάχιστη μειοψηφία στον γενικό πληθυσμό), η οποία, μαζί με  τα φθίνοντα, σήμερα, κρατικοδίαιτα στρώματα στην Ελλάδα, είναι αυτή που  καθορίζει κάθε φορά την εκάστοτε εκδοχή της διαχείρισης του συστήματος. Τα  προνομιούχα στρώματα θα δημιουργούν τα γκέτο πολυτελείας τους με ιδιωτική  αστυνομία, περίθαλψη κτλ., όπως γίνεται εκτεταμένα στη Λατινική Αμερική, ενώ  ο υπόλοιπος πληθυσμός θα βρίσκεται στο έλεος της κοινωνικής κρίσης.

Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΜΑΣ ΓΙΑ ΟΡΙΣΤΙΚΗ  ΔΙΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Να γιατί θεωρούμε ότι ο μόνος τρόπος εξόδου από την κρίση  είναι η απεξάρτησή μας από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση μέσα από τη  δημιουργία των προϋποθέσεων οικονομικής αυτοδυναμίας, σαν αυτή που  προτείνουμε στην  έκκληση για το Μέτωπο. Αναγκαία προϋπόθεση για να αρχίσουμε τη  διαδικασία αυτή είναι η έξοδος από την ΕΕ που είναι ο κύριος εκφραστής της  νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης στη χώρα μας. Μόνο έτσι ο ελληνικός λαός  και άλλοι λαοί στην καπιταλιστική περιφέρεια θα αποφύγουν, μέσα σε μια νέα  ένωση των λαών που θα στηρίζεται στις αρχές της αλληλεγγύης, την καταστροφή  που μας επιβάλλουν οι ξένες και ντόπιες ελίτ. Αυτό απαιτεί βέβαια ο  ελληνικός λαός να πάρει στο πρώτο βήμα στα χέρια του την οικονομία από τις  ντόπιες και ξένες ελίτ και να εφαρμόσει δραστικά μέτρα σαν αυτά που  προτείνουμε στην Έκκληση για το Μέτωπο, για να την προστατεύσουμε από τις  αγορές, και σε ένα δεύτερο βήμα να αποφασίσει μέσα από πραγματικά  δημοκρατικές διαδικασίες, τι είδους κοινωνία επιθυμεί (Περιεκτική  Δημοκρατία, κρατικοσοσιαλιστική, αναρχοσυνδικαλιστική κτλ.).

Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ, έστω την τελευταία αυτή στιγμή, και σαν απάντηση στο δίλημμα  που βάζουν οι ελίτ «ευρώ η καταστροφή» κατέβαινε με συγκροτημένο πρόγραμμα  εξόδου από την κρίση, μέσα από την έξοδο από την ΕΕ, το ευρώ και την ακύρωση  της δανειακής συνθήκης, και  με σύνθημα «ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΕΕ ΚΑΙ ΤΑ ΜΝΗΜΟΝΙΑ, ΝΑΙ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΔΥΝΑΜΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», τότε θα είχε μαζί του συμμάχους και όλη την πραγματική αντισυστημική  Αριστερά, αλλά και λαϊκά στρώματα πέρα από την Αριστερά, σε ένα ντε φάκτο  λαϊκό Μέτωπο που θα έσωζε τον λαό από την καταστροφή και θα έβαζε και τις  βάσεις για μια νέα κοινωνία και οικονομία, που θα έλεγχε πραγματικά ο λαός  και όχι οι ντόπιες και ξένες ελίτ.

Εάν αντίθετα αγνοήσει  την πρόταση αυτή και κατέβει στις εκλογές με το σημερινό λαϊκίστικο και  αποπροσανατολιστικό «πρόγραμμα» τότε, όπως δείξαμε παραπάνω, θα είναι  απόλυτα υπεύθυνος για την καταστροφή που θα επακολουθήσει. Τότε, ο μόνος  δρόμος που θα απομένει στις λαϊκές δυνάμεις για την πραγματική έξοδο από την  καταστροφική κρίση θα είναι ο παραμερισμός και περιθωριοποίηση της  αντιμνημονιακής Αριστεράς και η σύμπηξη ενός Λαϊκού Μετώπου Κοινωνικής και  Εθνικής Απελευθέρωσης για την έξοδο από την ΕΕ και το ΕΥΡΩ και τα  συνακόλουθα θεσμικά μέτρα. Ο καθένας και η καθεμιά ας αναλάβουν τις  ιστορικές ευθύνες τους.-

 

 

17ΜΑΗ 2012

 

 

Ελληνικό      Δίκτυο Περιεκτικής Δημοκρατίας:     www.inclusivedemocracy.org/pd • Διεθνές δίκτυο      Περιεκτικής Δημοκρατίας:     www.inclusivedemocracy.org • Επικοινωνία:     [email protected]