ΘΩΜΑΣ ΛΕΚΚΑΣ
Τη στιγμή που το αντάρτικο στο Ιράκ συνεχίζει αδιάκοπα και με αυξανόμενους ρυθμούς να προκαλεί σημαντικές απώλειες στις κατοχικές δυνάμεις, στην Παλαιστίνη οι εντεινόμενες το τελευταίο διάστημα προσπάθειες της υπερεθνικής ελίτ να καταπνίξουν την αντίσταση πέφτουν στο κενό. Τόσο στη μία περίπτωση όσο και στην άλλη είναι φανερές οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Νέα Τάξη στην προσπάθεια της να επιβληθεί σε αυτά τα, καθοριστικής σημασίας για αυτή, μέτωπα.
Όσον αφορά το Ιράκ, λίγοι ίσως θα περίμεναν να ξεδιπλωθεί σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα μια τόσο αποτελεσματική, δεδομένης της υπεροπλίας του κατακτητή αντίσταση, αν και ακόμα είναι πολύ νωρίς για να πάρει μαζικές διαστάσεις. Μια αντίσταση των πιο μαχητικών Iρακινών, που σε συνδυασμό με το αντιπολεμικό κίνημα που είχε αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια της επιδρομής σε ολόκληρο τον κόσμο, έχει σαν αποτέλεσμα όχι αμελητέο πολιτικό κόστος κυρίως για την κυβέρνηση της Αγγλίας, ενώ και στις ΗΠΑ έρχονται όλο και περισσότερο στην επιφάνεια απόψεις που αμφισβητούν την ορθότητα της πολιτικής της κυβέρνησης Μπους στο Ιράκ, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι ξεφεύγουν από το συντηρητικό πλαίσιο που περιορίζεται περισσότερο στο κατά πόσο αυτή η εκστρατεία θα στοιχίσει στο αμερικανικό έθνος.
Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η δεξιά πτέρυγα της υπερεθνικής ελίτ, δηλαδή οι ΗΠΑ και η Βρετανία, στην προσπάθεια της να μειώσει αυτό το κόστος και να κάμψει την αναπτυσσόμενη, όπως φαίνεται, αντίσταση στο Ιράκ επιχειρεί τώρα να προσεγγίσει τις απόψεις του «προοδευτικού» τμήματος της υπερεθνικής ελίτ, δηλαδή βασικά της Γαλλίας και της Γερμανίας. Βλέποντας ότι η κατά μέτωπο αδιάλλακτη στάση που υιοθετούσε δεν είχε τα αποτελέσματα που θα περίμενε αρχίζει να κάνει λόγο για αναβαθμισμένο ρόλο του ΟΗΕ, ενώ παράλληλα ακούγεται πιο έντονα η «προοδευτική» ελίτ, η οποία προτείνει τη μεταβίβαση της εξουσίας στους Ιρακινούς με διενέργεια εκλογών, πάντα υπό τον έλεγχο του ΟΗΕ. Η «οικογενειακή» αυτή διαμάχη αφορά βέβαια, όπως και πριν από την έναρξη του πολέμου, το θέμα κατά πόσο όλα τα μέλη της υπερεθνικής ελίτ θα μετάσχουν (μέσω του ΟΗΕ) στη λεία -διαχείριση πετρελαίου, ανοικοδόμηση του ερειπωμένου Ιράκ κλπ- ή εάν θα την μονοπωλήσει η αμερικανοβρετανική ελίτ που κατέκτησε και το Ιράκ.
Ενώ όμως τα μέσα που επιθυμεί η κάθε μερίδα της υπερεθνικής ελίτ να χρησιμοποιηθούν και τελικά η συνισταμένη των επιθυμητών μέσων που εφαρμόζεται σε κάθε φάση μπορούν να αλλάζουν, ο βασικός στόχος για την υπερεθνική ελίτ και για κάθε μερίδα της παραμένει ο ίδιος. Δεν είναι άλλος από την ένταξη του Ιράκ στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς.
Η δεξιά πτέρυγα, που σαν πιο ισχυρή επιβλήθηκε, έκρινε ότι αυτό θα το πετύχαινε με μια επιδρομή και στη συνέχεια με μια κλασικoύ τύπου κατοχή, για κάποιο διάστημα τουλάχιστον. Η «αριστερή» πτέρυγα ήταν από την αρχή αντίθετη σε κάτι τέτοιο επιθυμώντας η πτώση του απροσάρμοστου στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς καθεστώτος του Σαντάμ να επιτευχθεί με διαφορετικά «δημοκρατικά» μέσα, ή έστω κάποιο πραξικόπημα. Αυτό όμως δεν αποκλείει καθολου ότι αν για παράδειγμα είχε εγκριθεί το γαλλικό σχέδιο ψηφίσματος στον ΟΗΕ τον Μάρτη, τελικά το θέμα πάλι θα κατέληγε σε ένοπλη επέμβαση, «με τη βούλα» όμως του Συμβουλίου Ασφαλείας -όπως συνέβη και στον πόλεμο στον Κόλπο- και αφού προηγούμενα θα είχε προετοιμαστεί η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Αυτό είναι κάτι που φανερώνει τις δυσκολίες που ακόμα συναντούν οι ευρωπαϊκές ελίτ, εξαιτίας της πιο υψηλής πολιτικής συνειδητοποίησης των λαών της Ευρώπης, (εξαιτίας της ισχυρότερης παράδοσης της Αριστεράς στις χώρες αυτές), σε σχέση με τον λαό των ΗΠΑ να εφαρμόσουν τις πολιτικές που αποτελούν ζήτημα επιβίωσης για τις ίδιες στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς.
Το παραπάνω βρίσκεται σε αντίθεση με αυτό που υποστηρίζει η ρεφορμιστική αριστερά, ότι δηλαδή υπάρχει μια «καλή» Ευρώπη με διαφορετικά συμφέροντα από αυτά της κακής Αμερικής, η οποία επιθυμεί αυτοκρατορικά να κυριεύσει τον κόσμο. Στην πραγματικότητα, υπάρχει μια ήδη διαμορφωμένη υπερεθνική ελίτ, κυρίαρχο τμήμα της οποίας (πολιτικοστρατιωτικα) είναι η αμερικανική ελίτ και ιδιαίτερα σημαντικό μέρος της οι ευρωπαϊκές ελίτ. Όπως ειπώθηκε και πιο πάνω, ο στόχος όλων των μερίδων της υπερεθνικής ελίτ είναι ο ίδιος, δηλαδή η αναπαραγωγή της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, κάτι που απαραίτητα προϋποθέτει την ένταξη σε αυτή κρατών σαν το Ιράκ, που ανοίγει την πόρτα για την πλήρη ενσωμάτωση της Μέσης Ανατολής στην αγορά αυτή. Το βασικό που επιχειρείται άλλωστε με το διαρκή πόλεμο κατά της «τρομοκρατίας» είναι η ενσωμάτωση στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς όσων κρατών αντιστέκονται σε αυτή, ή για διάφορους λόγους βάζουν προσκόμματα στην εξάπλωσή της. Σε αυτή την προβληματική, δεν είναι εξάλλου καθόλου περίεργη η στάση της «προοδευτικής» ελίτ, που μόνο φραστικά ήταν ενάντια στην επιδρομή, χωρίς να θελήσει σε καμιά περίπτωση να θέσει κάποιο ουσιαστικό εμπόδιο σε αυτή την εξέλιξη.
Στην άλλη τεράστια εγκληματική απόπειρα στη Μέση Ανατολή, αυτή της κατάπνιξης του παλαιστινιακού κινήματος, οι σιωνιστές κλιμακώνουν την κτηνωδία τους με την ολοένα και πιο απροκάλυπτη υποστήριξη των ΗΠΑ. Στο στόχαστρο είναι βασικά οι ριζοσπαστικές τάσεις στο παλαιστινιακό κίνημα, οι «τρομοκρατικές», δηλαδή, οργανώσεις σύμφωνα με την ορολογία της υπερεθνικής ελίτ και της πιο ακραίας της πτέρυγας, της σιωνιστικής. Οι σιωνιστές όμως δε μένουν εκεί. Από τη στιγμή που έχουν βάλει στο στόχαστρο και τον σχετικά μετριοπαθή Αραφάτ (στο βαθμό που δεν παίρνει μέτρα κατά των οργανώσεων αυτών) είναι πλέον φανερό ότι επιθυμούν μια ολοκληρωτική επικράτηση, χωρίς καν να τηρούν τα προσχήματα με το να εγγυηθούν κάποιες σημαντικές παραχωρήσεις στους Παλαιστίνιους.
Αυτό δεν είναι άσχετο με το γεγονός ότι ούτε ο Αραφάτ, αλλά και ούτε ο Αμπάς που παραιτήθηκε, θέλησαν να συγκρουστούν με τις ριζοσπαστικές οργανώσεις στο παλαιστινιακό κίνημα, όπως απαιτούν οι σιωνιστές και γενικότερα η υπερεθνική ελίτ, πράγμα όμως που δεν αποκλείει μια τέτοια πιθανότητα στο προσεχές μέλλον. Ιδιαίτερα όσον αφορά τον Αμπάς, ο διορισμός του ήταν μια ξεκάθαρη προσπάθεια της υπερεθνικής ελίτ για εγκατάσταση μιας πελατειακής κυβέρνησης που θα εξουδετέρωνε τις «τρομοκρατικές» οργανώσεις. Η παραίτηση του αποτελεί πλήγμα για τα σχέδια των δυτικών και αντανακλά τη δύναμη του παλαιστινιακού κινήματος, ενώ παράλληλα οφείλεται και στην ακραία στάση των σιωνιστών που δεν επιθυμούν ουσιαστικούς συμβιβασμούς με τους Παλαιστίνιους, όπως δείχνει και η πρόσφατη επέκταση του τείχους που ουσιαστικά αποκλείει τη «λύση» των δύο κρατών.
Αυτό έγινε φανερό με τη στάση των σιωνιστών σε σχέση με το λεγόμενο «οδικό χάρτη» που συνέταξε η υπερεθνική ελίτ και ο οποίος για την ώρα φαίνεται να ναυαγεί. Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό, θα πρέπει να τερματιστεί η βία και από τις δύο πλευρές και τελικά να δημιουργηθεί παλαιστινιακό «κράτος», αφού πρώτα θα έχει σταματήσει η οικιστική δραστηριότητα των Ισραηλινών στα κατεχόμενα. Το έδαφος που προορίζει η υπερεθνική ελίτ για να παραχωρηθεί στους παλαιστίνιους είναι μόνο το 22% του πριν την ίδρυση του Ισραήλ παλαιστινιακού εδάφους, ενώ ούτε λόγος γίνεται για την επιστροφή των προσφύγων. Είναι όμως τόσο ακραία η στάση των σιωνιστών, ώστε ούτε αυτή την υποτιθέμενη παραχώρηση στους Παλαιστίνιους δέχονται, αν πρώτα δεν εξασφαλίσουν ότι θα εξαλειφθεί από το σχέδιο κάθε όρος για ανεξαρτησία του «κράτους» αυτού, κυρίως όσον αφορά τα σύνορα, την εξωτερική ασφάλεια, τον εναέριο χώρο και τα υπόγεια ύδατα. Ακόμα, στόχος των σιωνιστών είναι να μην έχει το προτεκτοράτο αυτό το δικό του στρατό παρά μόνο μια ελαφρά οπλισμένη αστυνομία, ενώ το Ισραήλ θα έχει δικαίωμα να ασκεί βέτο για τις συνθήκες που θα συνάπτει το παλαιστινιακό «κράτος» με άλλα κράτη. Έτσι, δεν είναι περίεργο ότι η επιθετικότητα των σιωνιστών συνεχίστηκε και εντάθηκε και μετά τη διατύπωση του σχεδίου αυτού.
Τη στιγμή, λοιπόν, που από τα παραπάνω είναι εμφανές ότι υπάρχουν λαοί, οι οποίοι είτε αντιστέκονται σθεναρά στη Νέα Τάξη, όπως οι παλαιστίνιοι, είτε πιθανότατα βρίσκονται στο ξεκίνημα της αντίστασής τους, όπως οι Ιρακινοί, αξίζει να δούμε ποια είναι η στάση της «αριστεράς». Μιλάμε για τη ρεφορμιστική αριστερά, την «αριστερά», δηλαδή, που δεν αμφισβητεί το θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αλλά απλώς ουτοπικά και παραπλανητικά μιλάει για την ουσιαστική βελτίωσή του.
Η άποψη της για το Ιράκ και την Παλαιστίνη κυμαίνεται από την εξισωτική λογική ότι ο πόλεμος και η κατοχή του Ιράκ, καθώς και η πολιτική του Σαρόν, οδηγούν σε γενικότερη αστάθεια και αναπαραγωγή της «τρομοκρατίας», μέχρι πιο «αριστερές» εκδοχές ότι οι πολιτικές αυτές καταδικάζονται γιατί είναι επεκτατικές, χωρίς όμως να στηρίζει η ρεφορμιστική αριστερά την προοπτική της απελευθέρωσης των λαών της περιοχής στον αγώνα των ίδιων των λαών, και ιδιαίτερα των Παλαιστινίων και των Ιρακινών, και την συντριβή της Νέας Τάξης στη Μέση Ανατολή. Αντίθετα, κάνουν ουτοπικές εκκλήσεις στη διεθνή κοινότητα να επιβάλλει δικαιοσύνη, τη στιγμή που αυτή η διεθνής κοινότητα στην ουσία αποτελεί ευφημιστικό όνομα της υπερεθνικής ελίτ. Αντί λοιπόν η ρεφορμιστική αριστερά να συμβάλλει στη συνειδητοποίηση ότι η Νέα Τάξη μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με τον αγώνα των ίδιων των λαών σπέρνει αυταπάτες ότι οι «δημοκρατικοί» θεσμοί του συστήματος, και ιδιαίτερα η «καλή» Ευρώπη, μπορούν να αποτελέσουν εγγυητές δικαιοσύνης και ειρήνης, αρκεί να το θελήσουν!
Για την αντισυστημική δημοκρατική αριστερά, αντίθετα, είναι σαφές ότι ο δρόμος της εναντίωσης στη Νέα Τάξη περνάει μέσα από τον αγώνα των ίδιων των θυμάτων της, και με μέσα, μεταξύ άλλων, τα οποία η υπερεθνική ελίτ, αλλά και η ρεφορμιστική αριστερά, καταδικάζουν ως τρομοκρατικά.