ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Η πολιτική και οικονομική ελίτ έχει από καιρό προσκολληθεί στην ουρά της υπερεθνικής ελίτ στον «πόλεμο» κατά της τρομοκρατίας. Mετά από την 11/9 ιδιαίτερα, ενέτεινε την εκστρατεία της εναντίον της «τρομοκρατίας», την οποία εξέφραζε βασικά η 17Ν. Μια εκστρατεία, κάτω από τη σαφή καθοδήγηση των μυστικών υπηρεσιών της υπερεθνικής ελίτ που, εντελώς ανεξέλεγκτες από τους «ιθαγενείς», παίζουν ουσιαστικά ρόλο εσωτερικής κατοχής στα θέματα ασφάλειας. Πολύ πρόσφατα μάλιστα, η πολιτική ελίτ είχε το θράσος να καμαρώνει κιόλας γιατί η Ελλάδα «μαζί με τους ισχυρούς» της Ευρώπης, θα μετάσχει σαν ιδρυτικό μέλος στον Ευρωπαϊκό στρατό. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι ο στρατός αυτός όχι μόνο δεν θα είναι ανεξάρτητος από το ΝΑΤΟ (όπως κάποτε ονειρευόταν η γαλλική ελίτ) αλλά και τελικά προαλείφεται να παίξει ρόλο κομπάρσου του στρατιωτικού βραχίονα της υπερεθνικής ελίτ, δηλαδή του στρατού των ΗΠΑ, για να κάνει τη «φασίνα» μετά από τις βρώμικες εκστρατείες του -όπως για παράδειγμα στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Δηλαδή, για να επιμερίζεται το οικονομικό κόστος και αυτό σε ανθρώπινες ζωές που σήμερα υφίσταται μόνη της η αμερικανοβρετανική ελίτ.
Όμως, το κυριότερο χαρακτηριστικό της ελληνικής συμμετοχής στον πόλεμο αυτό δεν είναι απλώς η αναμενόμενη συμμετοχή της ελληνικής ελίτ στον Ευρωπαϊκό στρατό, στον ρόλο του ήρωα του θεάτρου Σκιών, του «κολλητηριού». Το κυριότερο χαρακτηριστικό της είναι ότι, με τον πόλεμο αυτό, η υπερεθνική ελίτ και το ντόπιο παράρτημα της επιδιώκουν να σπάσουν το ηθικό των θυμάτων της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς μέσα στον ελληνικό λαό και να τον μετατρέψουν σε πειθήνιο όργανο τους, (όπως είναι η ελληνική ελίτ η οποία όμως έχει τους δικούς της ταξικούς λόγους για τη σύμπλευση αυτή) και έτοιμο να δέχεται την προπαγάνδα της Νεας Τάξης για τους εκάστοτε πόλεμους της. Και αυτό, επειδή τα θύματα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς στον ελληνικό λαό, όπως βέβαια και σε κάθε λαό των χωρών στη περιφέρεια και την ημιπεριφέρεια, έχοντας γνωρίσει στο πετσί τους τη βαρβαρότητα των καπιταλιστικών ελίτ της δύσης, δεν καταπίνουν εύκολα τη προπαγάνδα αυτή, όπως οι λαοί στο κέντρο. Έτσι, όλες οι δημοσκοπήσεις σε χώρες όπως στην Ελλάδα και τη Λατινική Αμερική παρουσίαζαν πολύ μεγάλα ποσοστά κατά των πόλεμων της υπερεθνικής ελίτ (δεν εννοώ μόνο τον τελευταίο στο Ιράκ όπου, λόγω της διχασμένης θέσης των τμημάτων της υπερεθνικής ελίτ, παρουσιάστηκαν αντίστοιχα υψηλά ποσοστά κατά του πόλεμου και στο κέντρο -Γαλλία, Γερμανία, Βρετανία κ.λπ.): από τη Γιουγκοσλαβία, μέχρι το Αφγανιστάν και το Ιράκ. Αντίστοιχα, το ποσοστό του λαού στη χώρα μας που δεν πείθεται από τη σιωνιστική προπαγάνδα και αυτή της υπερεθνικής ελίτ για τον δήθεν «τρομοκρατικό» χαρακτήρα του εθνικό-απελευθερωτικού κινήματος στην Παλαιστίνη είναι τεράστιο σε σχέση με τα αντίστοιχα ποσοστά στο κέντρο. Αυτές οι διαφορές δεν οφείλονται βέβαια στην ανώτερη ευφυΐα του ελληνικού λαού, όπως εύκολα υποστηρίζουν οι διάφοροι Ελληναράδες. Οφείλονται μόνο στη διαφορετική ιστορία των λαών στο κέντρο και την περιφέρεια/ημιπεριφέρεια που έχει δημιουργήσει διαφορετικά επίπεδα συνειδητοποίησης για τις πρακτικές της υπερεθνικής ελίτ στις αντίστοιχες χώρες.
Με την ευκαιρία λοιπόν της σύλληψης μελών της 17Ν εξαπολύθηκε μια μαζική εκστρατεία από τα ΜΜΕ και τους κονδυλοφόρους της ελίτ σε αυτά, η οποία παπαγάλιζε τα συνθήματα της υπερεθνικής ελίτ τα οποία κατακλύζουν τον διεθνή τύπο. Βασικό στοιχείο της προπαγάνδας αυτής είναι η απαξίωση κάθε μορφής αντισυστημικής βίας, δηλαδή της πολιτικής αντί-βίας που στρέφεται εναντίον της αυξανόμενα ολοκληρωτικής Νέας Τάξης και των θεμελιακών συνιστωσών της: οικονομία της αγοράς και αντιπροσωπευτική «δημοκρατία». Δηλαδή, η απαξίωση κάθε αντισυστημικού οράματος και η υποταγή όλων στη Νέα Τάξη. Στον στόχο αυτόν απέβλεπε και η συστηματική προσπάθεια από την πολιτική και «διανοητική» ελίτ στη χώρα μας να ποινικοποιήσει την πολιτική αντί-βία, μορφή της οποίας ήταν η δράση της 17Ν. Εκείνο δηλαδή που είναι σημαντικότερο για την ελίτ και από την παραδειγματική τιμωρία των μελών της Οργάνωσης είναι να απαξιώσει κάθε μορφή αντίστασης στη Νέα Τάξη που θα ξεπερνά τις μορφές παθητικής αντίστασης της ρεφορμιστικής Αριστεράς (συνηθισμένες πορείες, ψηφίσματα κ.λπ.).
Το κρίσιμο όμως ερώτημα που θέτει η ίδια η δίκη είναι κατά πόσο νομιμοποιείται η βία των ελίτ (την οποία εκπροσωπεί και η «νόμιμη» βία της δίκης) καθώς και η αντι-βία οργανώσεων όπως η 17Ν.
Όσον αφορά τη βία των ελίτ, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η δικαστική απόφαση για την 17Ν που θα επιβάλλει βαριές ποινές φυλάκισης είναι προδιαγεγραμμένη. Για το γεγονός αυτό δεν χρειάζεται βέβαια να αναφερθούμε στον τρόπο που έγινε η προδικασία (ομολογίες χωρίς τη παρουσία δικηγόρων, άγριοι ξυλοδαρμοί, ψυχολογικά βασανιστήρια κ.λπ.). Αρκεί να αναφερθούμε στο γεγονός ότι η δικαιοσύνη στη χώρα μας, όπως και σε κάθε άλλη αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», δεν έχει σχέση με μια δημοκρατική δικαιοσύνη που ελέγχεται άμεσα από τους πολίτες, όπως για παράδειγμα συνέβαινε με την αρχαία Ηλιαία. Οι επαγγελματίες δικαστές, όχι μόνο δεν λειτουργούν σαν λαϊκοί εντολοδόχοι όπως στην Ηλιαία, όχι μόνο δεν εφαρμόζουν ένα δίκαιο που έχουν εγκρίνει οι ίδιοι οι πολίτες όπως στην εκκλησία του δήμου, αλλά απλώς το δίκαιο που έχει εγκρίνει μια ελίτ, αλλά και εξαρτώνται με μύριους τρόπους από την πολιτική και οικονομική ελίτ, παρά τη δήθεν ανεξαρτησία που εξασφαλίζει η ισοβιότητα. Και αυτό, γιατί το μέγεθος της οικονομικής τους ευμάρειας και του κοινωνικού τους κύρους, καθώς και η ίδια η θέση τους στη δικαστική και γενικότερα κοινωνική ιεραρχία (προαγωγές, τόπος υπηρεσίας κ.λπ.) εξαρτώνται από το πόσο «προσαρμόσιμοι» είναι. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι παίρνουν εντολές από την ελίτ. Μπορεί αυτό να συνέβαινε στη προδικτατορική και χουντική Ελλάδα αλλά σήμερα υπάρχουν πιο εκλεπτυσμένοι τρόποι γι’ αυτό. Είναι οι ίδιοι τρόποι αυτοπειθαρχίας που κάνουν ένα δημοσιογράφο να εφαρμόζει τη γραμμή της εφημερίδας ή του καναλιού που εργάζεται, χωρίς να χρειάζεται να παίρνει εντολές, αλλά γνωρίζοντας σαφώς τα όρια που δεν πρέπει να ξεπεράσει εάν θέλει να ανέβει στην ιεραρχική κλίμακα της απασχόλησης της/του και τη γενικότερη κοινωνική κλίμακα. Παρόλα αυτά, ο Ριχ. Σωμερίτης (γνωστός σοσιαλ-φιλελεύθερος που αρθρογραφεί στο Βήμα, υποστηρίζοντας κάθε πόλεμο της Νέας Τάξης -εκτός από αυτούς που δεν εγκρίνει το «προοδευτικό» γαλλικό τμήμα της υπερεθνικής ελίτ με το οποίο συγγενεύει ιδεολογικά) δεν δίστασε να γράψει, χωρίς ίχνος ντροπής: Όταν «δικάζει ο λαός» έχουμε συχνά είτε εφαρμογή του «νόμου του Λίντς» είτε το ακριβώς αντίθετό του (Βήμα,10/10/03)!
Με βάση τα παραπάνω για την επαγγελματική σε σχέση με τη λαϊκή δικαιοσύνη γεννώνται μία σειρά από ερωτήματα. Με ποια έννοια ένα δικαστήριο σαν αυτό που δικάζει τη 17Ν εκφράζει τη βούληση του λαού; Το εξέλεξε ο λαός; Ή μήπως μετέχει ο ίδιος ο λαός σε αυτό, όπως συνέβαινε στην Ηλιαία; Και με τι θράσος μιλούν οι ελίτ για δικαιοσύνη που ασκείται επ’ ονόματι του λαού όταν ο λαός ούτε να παρακολουθήσει τη δίκη δεν είχε τη δυνατότητα από το μόνο ΜΜΕ στο οποίο είχε μαζική πρόσβαση, την τηλεόραση; Τέλος, όσον αφορά το δίκαιο που εφαρμόζει το δικαστήριο, ποιος λαός ρωτήθηκε για το δίκαιο που εφαρμόζει το δικαστήριο; Έγιναν μήπως λαϊκές συνελεύσεις όπου συζητήθηκαν και εγκρίθηκαν ο τρομονόμος και οι συναφείς νόμοι; Ή μήπως το δίκαιο που εφαρμόζει το δικαστήριο εγκρίθηκε από μια πολιτική ελίτ με βάση τις προδιαγραφές της υπερεθνικής; Είναι λοιπόν σαφές ότι η νομιμοποίηση πολιτικών δικών όπως αυτή της 17Ν μπορεί να προέλθει μόνο από δικαστήρια στα οποία μετέχει ο ίδιος ο λαός, που εφαρμόζουν νόμους οι οποίοι εγκρίθηκαν σε λαϊκές συνελεύσεις και επομένως εκφράζουν τις αξίες της δημοκρατικής πλειοψηφίας και όχι μιας ολιγαρχίας -όπως σήμερα.
Ας έλθουμε όμως τώρα στη νομιμοποίηση της αντι-βίας. Όπως προσπάθησα να δείξω αλλού (Ο Πόλεμος κατά της «τρομοκρατίας», Γόρδιος 2003), υπάρχουν διάφορες μορφές πολιτικής αντιβιας «από τα κάτω» που περιλαμβάνουν τόσο τη συλλογική όσο και την ατομική αντι-βία. Το ερώτημα που γεννιέται σε σχέση με τις μορφές αυτές πολιτικής αντι-βίας και γενικότερα με την πολιτική βία είναι το εξής: είναι συμβατή η πολιτική βία με τη δημοκρατία και το δημοκρατικό πρόταγμα;
Εάν ξεκινήσουμε πρώτα με τη συμβατότητα της πολιτικής βίας με τη δημοκρατία η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι βέβαια αρνητική, προϋποτιθέμενου φυσικά ότι αναφερόμαστε σε μια γνήσια δημοκρατία όπου δεν υπάρχει διαχωρισμός κοινωνίας από το κράτος, όπου δηλαδή το κράτος είναι η κοινωνία με την έννοια της συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων όλων των πολιτών. Σε μια τέτοια δημοκρατία , όπως για παράδειγμα είναι η μορφή δημοκρατίας που στοχεύει το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, κάθε μορφή πολιτικής βίας, είτε από τα πάνω είτε από τα κάτω, είναι όχι μόνο ηθικώς αναιτιολόγητη αλλά και πολιτικά απορριπτέα.
Έτσι, στο ηθικό επίπεδο, κάθε πολιτική δραστηριότητα που χρησιμοποιεί ως κύριο μέσο για την επίτευξη πολιτικών στόχων την καταστροφή της ανθρώπινης ζωής, η οποία πρέπει να θεωρηθεί ως το απόλυτο αγαθό, είναι καταδικαστέα. Όμως, όταν η ζωή παύει να θεωρείται απόλυτο αγαθό από τη μια πλευρά σε αυτό τον κύκλο της βίας, τότε, αναγκαστικά σχετικοποιείται γενικότερα. Όταν για παράδειγμα το Αμερικανικό ή το Βρετανικό κράτος εκπαιδεύουν επαγγελματίες δολοφόνους που αποτελούν τους σημερινούς μισθοφορικούς στρατούς, οι οποίοι διαπράττουν τα μαζικά εγκλήματα που είδαμε στους «πόλεμους» της υπερεθνικής ελίτ στη Νέα Διεθνή Τάξη (πόλεμος στον Κόλπο, Γιουγκοσλαβία, Αφγανιστάν, εισβολή στο Ιράκ), αναπόφευκτα, η ανθρώπινη ζωή παύει να θεωρείται απόλυτο αγαθό και από την άλλη πλευρά, αυτήν της πολιτικής αντι-βίας, και ιδιαίτερα της «τρομοκρατίας», λαϊκής ή ατομικής.
Πέρα όμως από τους ηθικούς λόγους, κάθε μορφή πολιτικής βίας είναι και πολιτικά ασύμβατη με μια πραγματική δημοκρατία. Και αυτό, διότι η φυσική βία βρίσκεται εκτός του πεδίου του λόγον διδόναι, (του να δίνεις λόγο και λογαριασμό), που «συνεπάγεται αφ’ εαυτού την αναγνώριση της αξίας της αυτονομίας στη σφαίρα της σκέψης». Με άλλα λόγια, όπως τονίζει η Hannah Arendt, η ίδια η βία είναι ανίκανη για λόγο, και όχι, όπως συνήθως λέγεται, ο λόγος είναι απλώς ανίσχυρος όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με τη βία. Γι’ αυτό άλλωστε, όπως παρατηρεί η ίδια, στον βαθμό που η βία παίζει πρωταρχικό ρόλο στους πολέμους και στις επαναστάσεις, και οι δύο βρίσκονται εκτός του πολιτικού πεδίου. Η δημοκρατία επομένως, της οποίας η ίδια η βάση είναι ο Λόγος, είναι ασύμβατη με την πολιτική βία. Δεν είναι λοιπόν άξιο απορίας ότι η κλασική έννοια της πολιτικής, η οποία αναπτύχθηκε στην Αθηναϊκή Δημοκρατία (μία δημοκρατία που ήταν βέβαια μερική και μόνο σαν σπόρος μπορεί να θεωρηθεί για μία περιεκτική δημοκρατία) ήταν επίσης ασύμβατη με τη βία. Έτσι, το να είναι κανείς πολιτικό ον, το να ζει σε μία πόλιν, σήμαινε ότι το κάθε τι αποφασιζόταν δια των λόγων και της πειθούς, και όχι με τον καταναγκασμό και τη βία. Κατά την αντίληψη των Ελλήνων για τον εαυτό τους, το να καταναγκάζεις τους ανθρώπους δια της βίας, το να προστάζεις αντί να πείθεις, ήταν προπολιτικοί τρόποι αντιμετώπισης των ανθρώπων, οι οποίοι χαρακτήριζαν την εκτός της πόλεως ζωή, την οικιακή και οικογενειακή ζωή όπου η κεφαλή του σπιτιού κυβερνούσε με αδιαφιλονίκητες δεσποτικές εξουσίες, ή τη ζωή στις βαρβαρικές αυτοκρατορίες της Ασίας ο δεσποτισμός των οποίων συχνά παρομοιαζόταν με την οργάνωση του νοικοκυριού.
Εκτός, όμως, από τη θεμελιακή ασυμβατότητα της πολιτικής βίας, σε κάθε μορφή της, με το πολίτευμα της γνήσιας δημοκρατίας είναι γεγονός ότι σε μια παρόμοια μορφή κοινωνικής οργάνωσης εκλείπει και ο λόγος ύπαρξης πολιτικής βίας, είτε από τα πάνω είτε από τα κάτω. Ιδιαίτερα μάλιστα εάν η δημοκρατία αυτή παίρνει τη μορφή της Περιεκτικής Δημοκρατίας όπου κάθε μορφή δύναμης (πολιτική, οικονομική, κοινωνική) ισοκατανέμεται. Στη περίπτωση αυτή, δεν υπάρχει καν κίνητρο για τη γέννηση και αναπαραγωγή της πολιτικής βίας , εφόσον πρόκειται περί μιας αυτόνομης κοινωνίας, μολονότι φυσικά, εάν η δημοκρατία αυτή δεν είναι γενικευμένη και δεν έχει θεμελιωθεί μετά από μερικές γενιές πολιτών που έχουν γαλουχηθεί στη δημοκρατική Παιδεία, κανένας δεν μπορεί να αποκλείσει την πιθανότητα ύπαρξης κάποιων νοσταλγών ολιγαρχικών καθεστώτων που θα ήταν πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν φυσική βία για τη φαλκίδευση της δημοκρατίας.
Το γεγονός όμως ότι η πολιτική βία δεν είναι συμβατή με μια γνήσια δημοκρατία δεν σημαίνει βέβαια ότι το ίδιο ισχύει και για την παρωδία δημοκρατίας που αυτό-αποκαλείται αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», ή ακόμη περισσότερο για άλλες μορφές πολιτεύματος ακόμη πιο αυταρχικές. Στις περιπτώσεις αυτές δεν μπορούμε να μιλάμε πια για γενική ασυμβατότητα της πολιτικής βίας εφόσον μιλάμε για πολιτεύματα τα οποία αφορούν ετερόνομες κοινωνίες, όπου ενδημεί η συστημικη βία και συνακόλουθα η κρατική βία, που γεννούν τον κύκλο της πολιτικής βίας. Με δεδομένη τη πολιτική βία από τα πάνω, το θέμα που τίθεται τότε είναι εάν είναι επιτρεπτή η πολιτική αντι-βία, ατομική ή συλλογική. Συγκεκριμένα, σε σχέση με το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, το ερώτημα είναι αν υπάρχει ασυμβατότητα μεταξύ του προτάγματος αυτού και της αντι-βίας, πράγμα που θα έκανε αθέμιτη την αντι-βία στη μεταβατική περίοδο για μια Περιεκτική Δημοκρατία. Δηλαδή, το θέμα είναι εάν η πολιτική βία μπορεί να αιτιολογηθεί ως μέσο επίτευξης μίας γνήσιας δημοκρατίας, κάτι που μας φέρνει στο ζήτημα της «αντιπαράθεσης με το σύστημα» που μπορεί να ιδωθεί είτε υπό μία ευρεία είτε υπό μία στενή έννοια.
Υπό μία ευρεία έννοια, η αντιπαράθεση αυτή συμπεριλαμβάνει κάθε είδος δραστηριότητας που στοχεύει όχι απλώς στην παράκαμψη του συστήματος αλλά στην γενικότερη αντιπαράθεση με αυτό, σε κάθε στάδιο της μετάβασης σε μία νέα κοινωνία. Τέτοιες δραστηριότητες θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν τόσο τις δραστηριότητες άμεσης δράσης και αλλαγής του τρόπου ζωής, όσο και άλλες μορφές δράσης που στοχεύουν στη δημιουργία εναλλακτικών θεσμών σε σημαντική κοινωνική κλίμακα (π.χ. η κατάληψη των τοπικών αρχών μέσω της εκλογικής διαδικασίας). Η προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό παρομοίων δραστηριοτήτων ως αντιπαρατιθέμενων με το σύστημα είναι να αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα ενός μαζικού πολιτικού κινήματος για τη συστημική αλλαγή. Είναι σαφές ότι αυτός ο τύπος αντιπαράθεσης δεν συμπεριλαμβάνει κατ’ αρχήν τη χρήση φυσικής βίας -πέρα από την αυτοάμυνα, στην περίπτωση, λόγου χάρη, της «άμεσης δράσης»- αν και θα πρέπει να αναμένεται ότι οι ελίτ θα χρησιμοποιήσουν συστηματικά και άλλες μορφές βίας, ιδίως την οικονομική βία, για να συντρίψουν ένα τέτοιο κίνημα.
Υπό μία στενή έννοια, η αντιπαράθεση αυτή σημαίνει τη φυσική αντιπαράθεση με τους μηχανισμούς της φυσικής βίας που μπορεί να χρησιμοποιήσουν οι ελίτ ενάντια σε ένα αντισυστημικό κίνημα και αναφέρεται αποκλειστικά στο τελικό στάδιο της μετάβασης προς μία εναλλακτική κοινωνία. Για το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, το εάν η μετάβαση σε μία Περιεκτική Δημοκρατία θα σηματοδοτήσει μία φυσική αντιπαράθεση με τις ελίτ θα εξαρτηθεί ολοσχερώς από τη στάση των τελευταίων στο τελικό στάδιο μετασχηματισμού της κοινωνίας, δηλ. στο εάν θα δεχθούν ειρηνικά μία τέτοια μετάβαση, ή θα προτιμήσουν αντ’ αυτού να χρησιμοποιήσουν φυσική βία για να τη συντρίψουν, όπως είναι το πιο πιθανό εφόσον η μετάβαση αυτή θα τους στερήσει τα προνόμιά τους.
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, η ατομική αντι-βία είναι ασύμβατη με το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας τόσο για ηθικούς όσο και για πολιτικούς λόγους. Ειδικότερα για τους ηθικούς λόγους, πέρα από τον προαναφερθέντα όσον αφορά την απόλυτη άξια της ανθρώπινης ζωής στη μεταβατική περίοδο, προστίθεται ο λόγος ότι αποτελεί ηθική εξαχρείωση να χρησιμοποιούν οι καταπιεσμένοι τις ίδιες κτηνώδεις μεθόδους που υιοθετούν οι καταπιεστές -κάτι που αναπόφευκτα τους εθίζει στην πολιτική βία, μέσω των αρνητικών μακροπρόθεσμων συνεπειών που έχει η χρήση της βίας στην προσωπικότητα τους. Όσον αφορά τους πολιτικούς λόγους, η γενική αρχή είναι ότι οι μόνες περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να αιτιολογηθεί η πολιτική βία, όπως επεσήμανε και η Hannah Arendt, είναι οι περιπτώσεις της επανάστασης και, θα προσθετά, της συλλογικής ή ατομικής αυτοάμυνας κατά της βίας που πηγάζει από τις ελίτ.
Συμπερασματικά, με βάση τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η μεν ατομική αντι-βία και ιδιαίτερα η ατομική τρομοκρατία είναι ασύμβατη με το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, ενώ όσον αφορά τη συλλογική αντι-βία, η μεν άμεση βία καθώς και οι διαδηλώσεις, εξεγέρσεις, επαναστάσεις είναι βέβαια απόλυτα συμβατές με το πρόταγμα αυτό, σε σχέση με τη μετάβαση σε μία γνήσια δημοκρατική κοινωνία, αλλά η λαϊκή τρομοκρατία, ο ανταρτοπόλεμος κ.λπ. είναι ασύμβατες μορφές αντι-βίας, εκτός από τις εξαιρετικές περιπτώσεις όπου το κοινωνικό-οικονομικό σύστημα ουσιαστικά απαγορεύει κάθε μορφή συλλογικής αντι-βίας .