Ιράν – Παλαιστίνη : Πάμε για την ολοκλήρωση του νέου Χάρτη της Μ. Ανατολής;

Print Friendly, PDF & Email

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

Τελευταία, ξαναφούντωσε η συζήτηση (αλλά και η «ανησυχία» των Χρηματιστηρίων, με  συνακόλουθες επιπτώσεις στην τιμή του πετρελαίου!) σχετικά  με την πιθανή νέα επίθεση της υπερεθνικής ελίτ, αυτή τη φορά κατά του Ιράν. Κάποιοι ((Gaby Hinsliff, “So how close is a showdown over Iran?,” The Guardian (16/04/2006).)) μιλούν για μπλόφες –τόσο των Άγγλο-Αμερικανών σε σχέση με σχεδιαζόμενη νέα επίθεση, όσο και των Ιρανών σε σχέση με το πρόγραμμα τους για την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων– που σκοπεύουν απλώς σε καλύτερες διαπραγματευτικές θέσεις. Άλλοι ((Π.χ. Paul Krugman, “Oh yes he would,” The Guardian (11/04/2006).)) μιλούν για πράγματι σχεδιαζόμενη Αμερικανική επίθεση με στόχο την ενίσχυση των Ρεπουμπλικάνων στις προσεχείς εκλογές του Κογκρέσου. Τέλος, η ρεφορμιστική Αριστερά, όπως συνήθως, βάζει στο ίδιο τσουβάλι θύτες και θύματα, παίζοντας σαφώς το ιδεολογικό παιχνίδι της υπερεθνικής ελίτ. Όπως, όμως,  θα προσπαθήσω να δείξω, το κτύπημα στο Ιράν, με πραγματικό στόχο την αλλαγή καθεστώτος, είναι μόνο θέμα χρόνου. Και αυτό, επειδή όπως προσπάθησα να δείξω και στο παρελθόν ((Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Ο Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας (Γόρδιος, 2003).)),  δεν αποτελεί παρά την επόμενη φάση του στρατηγικού σχεδίου ριζικής αναδιάταξης της Μέσης Ανατολής που άρχισε να εφαρμόζεται από την υπερεθνική ελίτ στις αρχές της περασμένης δεκαετίας με τον πόλεμο του Κόλπου (που ήταν το πρώτο στάδιο για την αλλαγή καθεστώτος στο Ιράκ), στη συνέχεια με την εισβολή και συνακόλουθη αλλαγή καθεστώτος στο Αφγανιστάν και τώρα με τη σχεδιαζόμενη αλλαγή καθεστώτος στο Ιράν και συνακόλουθα στη Συρία, που αναμένεται να οδηγήσουν επίσης στην οριστική συντριβή του Παλαιστινιακού κινήματος—τη τελική φάση του στρατηγικού σχεδίου.

Οι στόχοι της σχεδιαζόμενης επίθεσης στο Ιράν

Αν, όμως απορρίψουμε τις ρηχές αναλύσεις για «μπλόφες» και εκλογικά πλεονεκτήματα, ποιοι είναι οι βασικοί στόχοι της σχεδιαζόμενης επίθεσης στο Ιράν; Κατά τη γνώμη μου, οι στόχοι αυτοί είναι:

  • πρώτον, η πλήρης ενσωμάτωση στη Νέα Διεθνή Τάξη της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης ολόκληρης της περιοχής, ώστε να εξασφαλισθεί τόσο η στήριξη των μουσουλμανικών πελατειακών καθεστώτων που σήμερα κλονίζονται –από την Αίγυπτο μέχρι το Πακιστάν και την Ινδονησία– όσο και η θεμελίωση των προτεκτοράτων που έχουν εγκαθιδρυθεί μετά τις επιθέσεις στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, τα οποία καταρρέουν κάτω από την αντίσταση των λαών τους. Σήμερα, είναι πια φανερό ότι η μακροπρόθεσμη επιτυχία των εισβολών στο Ιράκ και το Αφγανιστάν εξαρτάται απόλυτα από την αλλαγή καθεστώτος στο Ιράν. Η  επίτευξη του στόχου αυτού θα σήμαινε επίσης, σύμφωνα με το σχέδιο της υπερεθνικής ελίτ, την αρχή του τέλους της μουσουλμανικής «τρομοκρατίας», ενώ θα εξασφάλιζε οριστικά την ελεύθερη ροή, και σε τιμές ελεγχόμενες από τη διεθνή αγορά (δηλαδή την υπερεθνική ελίτ), του πετρελαίου.
  • δεύτερον, η δημιουργία των προϋποθέσεων για την τελική συντριβή του Παλαιστινιακού κινήματος με την εγκαθίδρυση κάποιου είδους Μπαντουστάν. Ένα τέτοιο καθεστώς επιδίωκαν η υπερεθνική ελίτ και οι Σιωνιστές από την αρχή της προηγούμενης δεκαετίας με τη συνθήκη του Όσλο, τον Οδικό Χάρτη κλπ. Η λύση όμως αυτή αποδείχθηκε ανέφικτη χωρίς την τελειωτική αναδιάταξη της Μ. Ανατολής που βασικά προϋπέθετε την αλλαγή καθεστώτος στο Ιράν, το οποίο άλλωστε παντοιοτρόπως υποστήριζε το Παλαιστινιακό αντιστασιακό κίνημα. Αντίθετα, η συνέχιση του σημερινού καθεστώτος στο Ιράν, το οποίο είναι θέμα χρόνου ν’ αποκτήσει πυρηνικά όπλα, θα διατάρασσε ολόκληρο τον σημερινό συσχετισμό δυνάμεων στη περιοχή, απειλώντας το πυρηνικό μονοπώλιο του Σιωνιστικού καθεστώτος του Ισραήλ το οποίο, στον νέο Χάρτη της Μέσης Ανατολής, προορίζεται να παίξει κρίσιμο ρόλο στη κατάπνιξη κάθε «τρομοκρατικού» (δηλαδή  αντιστασιακού) κινήματος εναντίον της Νέας Τάξης.

Για τους αντίθετους λόγους, το Ισλαμικό καθεστώς στο Ιράν έχει κάθε λόγο να αναπτύξει πυρηνικό εξοπλισμό, εφόσον ξέρει πολύ καλά ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αποφύγει τον αφανισμό του. Ήταν άλλωστε διδακτικό σχετικά το παράδειγμα της Βορείου Κορέας, την οποία έπαυσε να απειλεί η Αμερικανική ηγεσία της υπερεθνικής ελίτ όταν διαπίστωσε  ότι ήδη είχε τη δυνατότητα να δημιουργήσει σοβαρό κίνδυνο στα συμφέροντα της στην Άπω Ανατολή. Και φυσικά, το Ιράν όχι μόνο έχει κάθε νομικό δικαίωμα να προχωρήσει στον εμπλουτισμό ουράνιου για ειρηνικούς σκοπούς ((Βλ. άρθρο IV της Συνθήκης για την Μη Διάδοση Πυρηνικών όπλων; Cyrus Safdari, “Iran needs nuclear energy, not weapons,”  Le Monde diplomatique (November 2005).)), αλλά και κάθε «ηθικό» δικαίωμα να προχωρήσει στην ανάπτυξη πυρηνικού εξοπλισμού, όταν συνορεύει με δυο κράτη υπό κατοχή από εχθρικές πυρηνικές δυνάμεις, ενώ πολύ κοντά στα σύνορά του βρίσκεται το επεκτατικό –επίσης πυρηνικά εξοπλισμένο–Σιωνιστικό Ισραήλ!

Τι μορφή θα πάρει η επίθεση της υπερεθνικής ελίτ;

Όσον αφορά τη μορφή που θα πάρει η επίθεση, είναι αδιανόητο ότι θα είναι μια νέα εισβολή τύπου Ιράκ. Ούτε οι ΗΠΑ, ούτε τα άλλα μέλη της υπερεθνικής ελίτ που πιθανώς θα συμμετέχουν στη νέα επίθεση, έχουν τη δύναμη ή την επιθυμία να αναλάβουν παρόμοιο εγχείρημα, ιδιαίτερα όταν γνωρίζουν ότι το Ιράν είναι πολύ ισχυρότερο από το Ιράκ για να την αντιμετωπίσει. Η πιθανότερη επομένως μορφή που θα πάρει η επίθεση αυτή είναι αρχικά οικονομική, με ένα αυστηρό εμπάργκο από τα κυριότερα μέλη της υπερεθνικής ελίτ. Στόχος θα ήταν το οικονομικό γονάτισμα του καθεστώτος (που ήδη αντιμετωπίζει 16-20% ανεργία ((Βλ. την έκθεση του Foreign Policy Centre, Understanding Iran, The Guardian (20/04/2006).)))  και η δημιουργία  οικονομικής κρίσης που θα έστρεφε την άκρως καταναλωτική ((Robert Tait, “A consumer society not ready for sanctions,” The Guardian (06/02/2006).)) αστική τάξη του Ιράν (τους «εκσυγχρονιστές») κατά του καθεστώτος—όπως στη Γιουγκοσλαβία. Στη περίπτωση που το εμπάργκο θα οδηγούσε στην κατάρρευση του Ισλαμικού καθεστώτος, η υπερεθνική ελίτ θα μπορούσε κατόπιν ν’ αναλάβει την οικονομική «ανοικοδόμηση» της χώρας, υπό τον όρο ότι το νέο πελατειακό καθεστώς θα σταματούσε κάθε προσπάθεια πυρηνικού εξοπλισμού του. Εάν όμως πιθανές διαφωνίες μεταξύ των μελών της υπερεθνικής ελιτ περιόριζαν την αποτελεσματικότητα του εμπάργκο, θα μπορούσε να αναληφθεί (από το Σιωνιστικό καθεστώς, ή άμεσα από μέλη της υπερεθνικής ελιτ) μια εκστρατεία αεροπορικών «χειρουργικών επεμβάσεων», με στόχο τις πυρηνικές εγκαταστάσεις και απώτερο στόχο την αντικατάσταση του καθεστώτος από την εκσυγχρονιστική ελιτ.

Είναι φανερό λοιπόν από τα παραπάνω ότι η έκβαση της νέας επίθεσης στο Ιράν ενέχει τεράστιους κίνδυνους για την υπερεθνική ελίτ, εφόσον τυχόν αποτυχία της θα οδηγήσει στην τελική κατάρρευση τόσο του Ιράκ και του Αφγανιστάν, όσο και πιθανώς σειράς πελατειακών καθεστώτων – πέρα από την αναπόφευκτη ένταση της «τρομοκρατίας». Όμως, τόσο οι Ιρανοί φονταμενταλιστές όσο και η υπερεθνική ελίτ δεν έχουν άλλη επιλογή. Ιδιαίτερα, όταν η υπερεθνική ελίτ ούτε καν συζητά τη μόνη βραχυπρόθεσμη λύση στο πρόβλημα των πυρηνικών εξοπλισμών: τον γενικό πυρηνικό αφοπλισμό, με πρώτο στάδιο τον πυρηνικό αφοπλισμό ολόκληρης της Μέσης Ανατολής συμπεριλαμβανόμενου του Σιωνιστικού Ισραήλ.

Οι παράμετροι του παλαιστινιακού προβλήματος

Ας έλθουμε όμως τώρα στο Παλαιστινιακό πρόβλημα που συνδέεται άμεσα με τη σχεδιαζόμενη επίθεση στο Ιράν και, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί κομβικό σημείο για την κατανόηση  της κατάστασης στη Μέση Ανατολή γενικότερα.

Η νίκη της Χαμάς, ερχόμενη μετά τη φυσική εξαφάνιση των δύο ιστορικών πρωταγωνιστών της σύγκρουσης μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστίνιων – του Αραφάτ και του Σαρόν – ήδη σηματοδότησε την αφετηρία μιας κρίσιμης και πιθανώς τελικής φάσης για το παλαιστινιακό. Ωστόσο, για να διαμορφώσουμε ολοκληρωμένη άποψη για την κατάσταση στη Μέση Ανατολή μέχρι σήμερα, είναι απαραίτητο να αναφερθούμε στις τρεις βασικές παραμέτρους του παλαιστινιακού προβλήματος, οι οποίες θα καθορίσουν και την τελική έκβασή του: την υπερεθνική ελίτ, το σιωνιστικό κίνημα και το παλαιστινιακό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα.

Ο ρόλος της υπερεθνικής ελίτ

Όσον αφορά την υπερεθνική ελίτ, όπως προσπάθησα να δείξω στο παρελθόν ((Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Ο Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας , κεφ. 2 – 5.)), ο διεθνής πόλεμος κατά της «τρομοκρατίας», ο οποίος εξαπολύθηκε μετά την 9/11, εμπλέκει και την «ειρήνευση» στην Παλαιστίνη, διαδικασία που ταυτίζεται με την επίτευξη των στόχων της σιωνιστικής ελίτ, η οποία κυριαρχεί στην περιοχή για σχεδόν 60 χρόνια. Στόχος είναι η τρομοκράτηση και συνακόλουθη υποταγή του παλαιστινιακού λαού προκειμένου να δημιουργηθεί ένα παλαιστινιακό προτεκτοράτο που θα εξαρτάται πλήρως (οικονομικά αλλά και πολιτικά-στρατιωτικά) από το σιωνιστικό καθεστώς και, μέσω αυτού, από την υπερεθνική ελίτ. Απώτερος στόχος είναι να διασφαλιστεί η «σταθερότητα» της κρίσιμης περιοχής της Μέσης Ανατολής στα πλαίσια του γενικού στρατηγικού σχεδιασμού της υπερεθνικής ελίτ.

Στην πραγματικότητα, οι στόχοι της επιθετικότητας της υπερεθνικής ελίτ στον Κόλπο και το Αφγανιστάν τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, καθώς και της σχεδιαζόμενης επίθεσης στο Ιράν, δεν ήταν ποτέ μόνο ο έλεγχος του πετρελαίου αλλά, κυρίως, η επέκταση στην περιοχή της Νέας Τάξης, η οποία βασίζεται στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και κάποιο είδος αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας». Όσο η συγκεκριμένη ελίτ πετυχαίνει τους στόχους της αυτούς –κυρίως εκμεταλλευόμενη τις εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ Σιιτών, Σουνιτών και Κούρδων (στο Ιράκ), ή μεταξύ «εκσυγχρονιστών» και φονταμενταλιστών (στο Αφγανιστάν, Ιράν) ((Βλ. Takis Fotopoulos, “The civil war as a means of imposing the New World Order,” IJID Newsletter #22 (31/10/2005).)) –οι στρατιωτικές της επιθέσεις «νομιμοποιούνται», παρά τις εκατόμβες των θυμάτων τις οποίες προκαλούν, είτε άμεσα είτε έμμεσα. Το τελευταίο ισχύει ιδιαίτερα όταν οι παρεμβάσεις αυτές κάνουν δυνατό τον μελλοντικό έλεγχο της περιοχής (όπως είναι το στρατηγικό πλάνο του Πενταγώνου), από την υπερεθνική ελίτ και την ακατανίκητη αεροπορική δύναμή της, με την υποστήριξη των μισθοφορικών δυνάμεων των προτεκτοράτων που ελέγχονται από αυτήν. Περιττό να προστεθεί ότι όσο περισσότερο σταθεροποιείται η Νέα Τάξη στην περιοχή, τόσο η θέση των τοπικών προτεκτοράτων βελτιώνεται – είτε αυτό αφορά τα παλαιότερα πελατειακά καθεστώτα (Σαουδική Αραβία, Εμιράτα, Αίγυπτος κ.λ.π.), είτε τα νέα  (Ιράκ, Αφγανιστάν και πιθανώς Ιράν και Συρία στο μέλλον).

Στο πλαίσιο αυτό, η στάση της υπερεθνικής ελίτ σε σχέση με τη νίκη της Χαμάς στις παλαιστινιακές εκλογές δεν προκάλεσε έκπληξη, ούτε ήταν πρωτοφανής. Έτσι, όταν οι Παλαιστίνιοι – ακολουθώντας πιστά τους κανόνες της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας»– αποφάσισαν να απορρίψουν το φιλικό προς τους Αμερικανούς και διεφθαρμένο ((Robert Fisk, «The problem with democracy», The Independent (28/01/2006).)) καθεστώς της Φατάχ, η υπερεθνική ελίτ αποφάσισε τον οικονομικό τους στραγγαλισμό, έως ότου αναλάβουν να δεσμευθούν ότι θα τηρήσουν τους όρους που τους επέβαλε: δηλαδή, την καταδίκη της «τρομοκρατίας», όπως μετονομάσθηκε από τους Σιωνιστές το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των Παλαιστινίων μετά την 11/9 ((Ο De Gaulle είχε ήδη προβλέψει από το 1967 την εξέλιξη αυτή όταν, έξι μήνες μετά τον πόλεμο, δήλωνε ότι η Ισραηλινή στρατιωτική κατοχή περιοχών τις οποίες έχει καταλάβει «δεν μπορεί να γίνει χωρίς καταπίεση, καταστολή και απελάσεις, και ότι αυτο θα βρει αντίσταση την οποία οι Ισραηλινοί θα βαφτίσουν ως τρομοκρατία», ((Dominique Vidal, ‘Israel: Sharon the blessed’, Le Monde diplomatique (February 2006).)) και, επίσης, την αποκήρυξη των διακηρύξεων τους (οι οποίες πριν από τις συμφωνίες του Όσλο ήταν μέρος του παλαιστινιακού συντάγματος του 1968) που απαιτούσαν τη διάλυση του Κράτους του Ισραήλ και τη δημιουργία ενός «καθαρού» Παλαιστινιακού Κράτους στην Παλαιστίνη. Περιττό να προστεθεί ότι η υπερεθνική ελίτ ουδέποτε απαίτησε αντίστοιχη αποκήρυξη του συντάγματος του σιωνιστικού κινήματος και της Διακήρυξης Balfour από το Ισραήλ, η οποία επίσης στόχευε παρόμοια σε ένα «καθαρό» Εβραϊκό Κράτος στην Παλαιστίνη. Είναι, επομένως, φανερό ότι οι Σιωνιστές και η υπερεθνική ελίτ είναι αποφασισμένοι να συνεχίσουν και να εντατικοποιήσουν τον σημερινό φαύλο κύκλο αίματος, μέχρι να πετύχουν την επιθυμητή γι’ αυτούς λύση των δύο κρατών, η οποία θα διασφαλίσει την επ’ αόριστον παρουσία ενός πανίσχυρου σιωνιστικού κράτους στην περιοχή.

Με άλλα λόγια, με δεδομένο τον συσχετισμό δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η «λύση» των δύο κρατών υποστηριζόταν πάντοτε από την υπερεθνική ελίτ, καθώς και από το σιωνιστικό κατεστημένο –με εξαίρεση τα ακραία στοιχεία του τα οποία εξακολουθούν να πιστεύουν σε ένα «Μείζον Ισραήλ» και στη μαζική απέλαση των Παλαιστινίων. Ωστόσο, είναι αυτονόητο ότι η λύση των δύο κρατών θα οδηγήσει αναπόφευκτα στη δημιουργία δύο «εθνοκαθαρμένων» κρατών, μιας περιφερειακής υπερδύναμης, που θα παίζει τον ρόλο του προστάτη των συμφερόντων της υπερεθνικής ελίτ στην περιοχή, και ενός παλαιστινιακού Μπαντουστάν.

Το σιωνιστικό κίνημα

Το σιωνιστικό κίνημα που γεννήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα δεν ήταν ένα από τα συνηθισμένα εθνικιστικά ή αντι-αποικιακά κινήματα τα οποία ανθούσαν τότε και χαρακτηρίζονταν από το γεγονός ότι είχαν πάντοτε μία γεωγραφική βάση, η οποία δεν αναγνωριζόταν επίσημα ότι τους ανήκε – μολονότι η πλειοψηφία των ανθρώπων που κατοικούσαν εκεί ανήκαν σε ένα συγκεκριμένο έθνος. Συνεπώς, στόχος αυτών των συνηθισμένων εθνικιστικών κινημάτων ήταν να αποκτήσουν μία εθνική ταυτότητα – γεγονός που συνεπαγόταν συνήθως την απόσπασή τους από κάποια από τις αυτοκρατορίες της εποχής (οθωμανική, βρετανική κ.λ.π.).

Αντίθετα, οι Εβραίοι ήταν διεσπαρμένοι σε όλο τον κόσμο, ενώ ελάχιστοι είχαν απομείνει στην ιστορική Παλαιστίνη τον καιρό που η πρώτη Συνέλευση του σιωνιστικού κινήματος διακήρυξε το 1897 ότι η Παλαιστίνη αποτελεί τη Γη της Επαγγελίας – διακήρυξη που υιοθετήθηκε αργότερα από τη βρετανική αυτοκρατορία (η οποία είχε τον έλεγχο της Παλαιστίνης εκείνη τη χρονική περίοδο) μέσω της Διακήρυξης Balfour το 1917. Η Παλαιστίνη κατοικείτο από μη Εβραϊκούς πληθυσμούς για εκατοντάδες χρόνια με συνέπεια ότι λίγο πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1914), μόνο 85 χιλιάδες Εβραίοι (έναντι 700 χιλιάδων Αράβων) κατοικούσαν στην Παλαιστίνη κατέχοντας περίπου το 2% των εδαφών, ενώ ακόμα και στις παραμονές του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου (1939), μόνο 445 χιλιάδες Εβραίοι κατοικούσαν στην Παλαιστίνη (παρά τη μαζική αγορά εδαφών και την παντοειδή ενθάρρυνση της μετανάστευσης προς την περιοχή από το Σιωνιστικό κίνημα) — αριθμός που αναλογούσε μόλις στο 30% του πληθυσμού. Εντούτοις, μολονότι ο Εβραϊκός πληθυσμός είχε αυξηθεί στο 40% του συνολικού όταν το ψήφισμα του ΟΗΕ δημιούργησε το κράτος του Ισραήλ (1948), τα εδάφη που τους παραχωρήθηκαν από τον ΟΗΕ ήταν το 55% των παλαιστινιακών εδαφών.

Είναι, επομένως, φανερό ότι τα αιτήματα των Σιωνιστών συνεπάγονταν την εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης και τη δημιουργία εκατομμυρίων Παλαιστίνιων προσφύγων. Ο κύκλος αίματος που ακολούθησε μετά την απόφαση του ΟΗΕ στο τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου να υιοθετήσει τα αιτήματα των Σιωνιστών για ένα «καθαρό» Εβραϊκό Κράτος στην Παλαιστίνη, ήταν αναπόφευκτο αποτέλεσμα της τελικής επικράτησης των σιωνιστικών ρευμάτων στις περισσότερες εβραϊκές κοινότητες αντί για τις εναλλακτικές τάσεις, όπως αυτή της προοδευτικής Αριστεράς (που υποστηριζόταν επίσης από την προοδευτική ευρωπαϊκή Αριστερά), η οποία πρότεινε μία πολυπολιτισμική συνομοσπονδία Παλαιστινίων, Ισραηλινών και των άλλων κατοίκων της Παλαιστίνης. Η λύση αυτή θα επέτρεπε τη μετανάστευση στην περιοχή των εκατοντάδων χιλιάδων Εβραίων της Ευρώπης, οι οποίοι είχαν επιζήσει της συστηματικής δίωξης από τα αντισημιτικά ρεύματα – με αποκορύφωμα το μαζικό ναζιστικό έγκλημα – χωρίς να χρειάζεται η εκδίωξη των γηγενών Παλαιστινίων.

Επιπλέον, η Σιωνιστική ηγεμονία που θεσμοποίησε η απόφαση του ΟΗΕ οδήγησε αναπόφευκτα στη δημιουργία ενός ρατσιστικού καθεστώτος, το οποίο δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να καταφύγει σε σφαγές όποτε είχε την αίσθηση ότι απειλούνταν κατ’ οποιονδήποτε τρόπο η ύπαρξη του Σιωνιστικού κράτους. Ο ρατσιστικός χαρακτήρας του σιωνιστικού Ισραήλ φανερώνεται και από το ίδιο το γεγονός ότι θεμελιώθηκε στη μαζική εισροή Εβραίων μεταναστών από κάθε σημείο του πλανήτη – η οποία ενισχύθηκε με κάθε τρόπο – και την παράλληλη έμμεση (και συχνά άμεση) εκδίωξη εκατομμυρίων Παλαιστινίων στη διάρκεια της εθνοκάθαρσης που ακολούθησε τη δημιουργία του Ισραήλ, στους οποίους έκτοτε έχει απαγορευτεί η επιστροφή στα πάτρια εδάφη. Επίσης, το τωρινό ανεπίσημο απαρτχάιντ στο Ισραήλ έχει επιβεβαιωθεί κατά καιρούς από διάφορες αναφορές, οι οποίες δείχνουν ότι «η Παλαιστινιακή μειονότητα του Ισραήλ έχει στερηθεί εδώ και δεκαετίες στοιχειώδη ισότητα δικαιωμάτων όσον αφορά την υγεία, εκπαίδευση, στέγαση και ιδιοκτησία γης, μόνο και μόνο επειδή δεν είναι Εβραίοι». ((Βλ. π.χ. το άρθρο του Ronnie Kasrils (του πρώην διοικητή του Umkhonto we Sizwe, στρατιωτική πτέρυγα του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου) και της Victoria Brittain, “Both Palestinians and Israelis will benefit from a boycott,” The Guardian (25/05/2005); καθώς και τα διαφωτιστικά άρθρα του ισραηλινού αρθρογράφου Meron Rapoport, Le Monde diplomatique (Febr. 2004).))

Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι ο νοτιοαφρικανός Αρχιεπίσκοπος Tutu (ένας άνθρωπος που ξέρει δυο-τρία πράγματα για το απαρτχάιντ!), μετά την επίσκεψή του στην περιοχή, περιέγραψε την κατάσταση των υπό κατοχή Παλαιστινίων ως χειρότερη από εκείνη των έγχρωμων Νοτιοαφρικανών κατά τη διάρκεια του απαρτχάιντ! ((Βλ. Ronnie Kasrils and Victoria Brittain.)) Ούτε προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η Βρετανική Ένωση των Πανεπιστημιακών Δασκάλων, στο ετήσιο συνέδριό της τον περασμένο χρόνο, αποφάσισε το μποϊκοτάρισμα των ισραηλινών πανεπιστημίων, λόγω της συνενοχής τους στο σύστημα του απαρτχάιντ. Αξίζει επίσης να αναφέρουμε ότι η συγκεκριμένη απόφαση (η οποία ανατράπηκε αργότερα από ένα μεταγενέστερο έκτατο συνέδριο, μετά τη γενική κινητοποίηση του σιωνιστικού λόμπι) υποστηρίχθηκε από αρκετούς σιωνιστές διανοούμενους, συμπεριλαμβανομένης της Jacqueline Rose, συγγραφέα ενός πρόσφατου αξιόλογου βιβλίου για το Σιωνισμό ((Jacqueline Rose, The Question of Zion (Princeton University Press, 2005).)) και κόρη οικογένειας δεύτερης γενιάς επιζησάντων του Ολοκαυτώματος, η οποία δεν διστάζει να σκιαγραφήσει κάποιες αναλογίες μεταξύ της μεταχείρισης των Παλαιστινίων από το Ισραήλ και αυτής των Εβραίων από τη ναζιστική Γερμανία.

Τέλος, εκείνοι από τους Σιωνιστές που ισχυρίζονται ότι η κατηγορία για σφαγιασμό των Παλαιστινίων είναι «ανυπόστατη» ((Βλ. για παράδειγμα Δαυίδ Μωϋσής, «Παλαιστίνη: η ώρα των εξωγήινων;», Ελευθεροτυπία (21/01/2006).)) προφανώς «ξεχνούν» τις περίπου 50 σφαγές πολιτών που έλαβαν χώρα τον καιρό της ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ, με αποκορύφωμα το Deir Yassin, όπου ισραηλινά μαχητικά μαζί με τις δυνάμεις του Irgun και την συμμορία του Stern δολοφόνησαν γύρω στους 100 με 250 χωρικούς τον Απρίλιο του 1948 ((Βλ. Andy Beckett , Guardian, 12/12/02 για αναφορά σε γράμμα στους New York Times το 1948, το οποίο υπέγραφαν οι Άλμπερτ Αϊνστάιν, Χάννα Άρεντ και δεκάδες άλλοι διακεκριμένοι Εβραίοι, στο οποίο καταδίκαζαν το τότε μόλις δημιουργημένο κράτος του Ισραήλ επειδή συμπεριλαμβάνει ακραίους εβραίους εξτρεμιστές «φασιστικής» φύσεως, οι οποίοι είχαν πρόσφατα επιδοθεί σε «σφαγή» παλαιστίνιων χωρικών.)), καθώς και τις σφαγές που ακολούθησαν: από αυτές στην Quiba (1953), στο Mitla Pass (1956), τη λωρίδα της Γάζας (1971) και τα στρατόπεδα Sabra και Shatila το 1982 (με την συμπαράσταση των στρατευμάτων του Sharon που είχαν εισβάλει στο Λίβανο), μέχρι την Jenin το 2002 ((Dominique Vidal, “Israel: Sharon the blessed,” Le Monde diplomatique (February 2006) & Amnon Κapeliouk, Le Monde diplomatique (May 2002).)).  Δεν προκαλεί, λοιπόν, έκπληξη ότι το 59% των πολιτών της ΕΕ τοποθετούν το Ισραήλ στην κορυφή της λίστας των κρατών τα οποία «απειλούν την παγκόσμια ειρήνη». ((Le Monde (5 November 2003).)).

Το παλαιστινιακό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα

Με βάση τα παραπάνω, ήταν αναμενόμενο ότι η σιωνιστική εθνοκάθαρση θα οδηγούσε στη δημιουργία ενός μαχητικού παλαιστινιακού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος και στη συνακόλουθη σφαγή της αδύναμης πλευράς σε αυτή την άνιση σύγκρουση μεταξύ ενός τεχνολογικά αναπτυγμένου κράτους, το οποίο χαίρει μιας τεράστιας οικονομικής και στρατιωτικής στήριξης από τη Δύση, και ενός αντάρτικου κινήματος που πολεμά τα F16, τα τανκς και τα ελικόπτερα Απάτσι με τον συνηθισμένο αντάρτικο εξοπλισμό!

Έτσι, το γεγονός ότι οι εθνικιστές αρχικά και αργότερα οι ισλαμιστές κυριάρχησαν στο παλαιστινιακό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα ήταν άλλη μία συνέπεια της επικράτησης του Σιωνισμού. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι τα αιτήματα των εξτρεμιστικών ρευμάτων μεταξύ των Παλαιστινίων συνεπάγονταν μία «αντίστροφη εθνοκάθαρση», με στόχο τον επαναπατρισμό όλων των Εβραίων εποίκων στην Ευρώπη και ΗΠΑ και την παράλληλη επιστροφή στα σπίτια τους των εκατομμυρίων Παλαιστίνιων προσφύγων από τα διεσπαρμένα σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή άθλια στρατόπεδα συγκέντρωσης, στα οποία ζούσαν όλα αυτά τα χρόνια.

Το κίνημα της Φατάχ υπό τον Αραφάτ, το οποίο κυριάρχησε στην παλαιστινιακή σκηνή από τη δεκαετία του 60 έως φέτος οπότε και οι Ισλαμιστές ανέλαβαν την εξουσία μετά τη νίκη της Χαμάς, δεσμευόταν αρχικά για την εγκαθίδρυση ενός ανεξάρτητου Παλαιστινιακού κράτους και την καταστροφή του Κράτους του Ισραήλ. Ωστόσο, από τα τέλη της δεκαετίας του 80, μετακινήθηκε υπέρ της δημιουργίας δύο κρατών και η PLO (Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης) μετατράπηκε από μία ένοπλη οργάνωση που αποσκοπούσε στην καταστροφή του Ισραήλ σε μία οργάνωση που στόχευε, μέσω πολιτικού και διπλωματικού αγώνα, να δημιουργήσει ένα ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος δίπλα στο Ισραηλινό κράτος. Η λύση αυτή ικανοποιούσε τόσο τους εθνικιστές της PLO, που προτιμούσαν ένα κουτσουρεμένο κράτος από το να μην έχουν καθόλου κράτος, αλλά και τα συμφέροντα της ανερχόμενης Παλαιστινιακής αστικής τάξης , η οποία ήταν πρόθυμη να προχωρήσει σε σημαντικούς συμβιβασμούς για να πετύχει την ειρήνη που ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την οικονομική αναγέννηση της περιοχής. Δυστυχώς, ελάχιστοι Παλαιστίνιοι, τουλάχιστον εκείνο το διάστημα, ήταν υπέρ της λύσης του πολυπολιτισμικού κράτους– κίνηση που θα έστρεφε τη διεθνή κοινή γνώμη εναντίον των Σιωνιστών, όπως συνέβη και με τους υποστηρικτές της λευκής υπεροχής στη Νότιο Αφρική. Είναι φανερό ότι θα ήταν πολύ πιο δύσκολο για τους Σιωνιστές να δικαιολογήσουν ένα επίσημο ρατσιστικό καθεστώς με δεδομένη την ιστορία των Εβραίων της Διασποράς και των αγώνες τους υπέρ της πολυπολιτισμικότητας.

Η χρεοκοπία της λύσης των δύο κρατών

Η χρεοκοπία της λύσης των δύο κρατών έγινε φανερή από τη δραματική νίκη της Χαμάς τον Ιανουάριο του 2006, όταν οι Παλαιστίνιοι απέρριψαν όχι μόνο την εσωτερική πολιτική της Φατάχ (όπως παρουσίασαν τα αποτελέσματα τα δυτικά μέσα ενημέρωσης), αλλά και τη στάση της στο εθνικοαπελευθερωτικό ζήτημα. Έγινε σαφές ότι οι Παλαιστίνιοι δεν υπερψήφισαν τη Χαμάς για τις αντιδραστικές πολιτικές ελεύθερης αγοράς τις οποίες υιοθέτησε, ούτε για τον θρησκευτικό ανορθολογισμό της, αλλά για το εναλλακτικό σύστημα κοινωνικών υπηρεσιών που δημιούργησε και, το κυριότερο, για τη συνεπή στάση της απέναντι στη συμφωνία του Όσλο, τον Οδικό Χάρτη κλπ που είχαν οδηγήσει το Παλαιστινιακό κίνημα σε αδιέξοδο ((Βλ. επίσης Alain Gresh, “The Hamas landslide,” Le Monde diplomatique (February 2006).)).

Η νίκη της Χαμάς, δηλαδή, αντανακλούσε την αγανάκτηση του παλαιστινιακού λαού από τη συνεχή επέκταση των Σιωνιστών στα εδάφη τους, όπως μαρτυρούν τα εξής γεγονότα:

  • η απομάκρυνση 8.000 εποίκων από τη λωρίδα της Γάζας – που μάλιστα πανηγυρίστηκε από τα μέσα ενημέρωσης της υπερεθνικής ελίτ– ήδη συνοδεύτηκε από την εισαγωγή 6.100 επιπλέον εποίκων στη Δυτική Όχθη που προστέθηκαν στους ήδη υπάρχοντες 250.000 Σιωνιστές που διαμένουν εκεί ((Τα στοιχεία διατίθενται από την ισραηλινή οργάνωση Peace Now,  www.peacenow.org.)), και
  • η επιτάχυνση του «τείχους του απαρτχάιντ», (το μισό από το οποίο έχει ήδη ολοκληρωθεί ή βρίσκεται σε στάδιο της ολοκλήρωσης, κυκλώνοντας τελείως την Ανατολική Ιερουσαλήμ ((Dominique Vidal, “Israel: Sharon the blessed,” ό.π.))), παρά την καταδίκη του από το Διεθνές Δικαστήριο που διέταξε την κατεδάφισή του –αίτημα που υποστηρίχθηκε επίσης από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με 150 ψήφους έναντι 6 και 10 αποχές!

Για τους Παλαιστίνιους ήταν ξεκάθαρο ότι οι ενδοτικές πολιτικές της Φατάχ οδηγούσαν σε μία ντε φάκτο εθνοκάθαρση του μεγαλύτερου τμήματος της ιστορικής Παλαιστίνης και τη συνακόλουθη εντατικοποίηση της σφαγής των Παλαιστινίων. Οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι, επομένως, υπερψήφισαν της Χαμάς με την ελπίδα ότι η σκλήρυνση της γραμμής τους θα μπορούσε να βελτιώσει τη διαπραγματευτική θέση τους στις τελικές διαπραγματεύσεις για τη λύση των δύο κρατών. Ωστόσο, κάποιοι άλλοι συνειδητοποίησαν ότι η λύση των δύο κρατών οδηγεί αναπόφευκτα, όπως αναφέραμε παραπάνω, σε ένα εθνοκαθαρμένο «μείζον Ισραήλ» και σε ένα παλαιστινιακό Μπαντουστάν και άρχισαν να αναζητούν διαφορετικές λύσεις. ((Johann Hari, “Sharon’ vision of peace is so flawed that the Palestinians can never accept it,” The Independent (24/11/2005).)).

Το πολυπολιτισμικό κράτος ως το πρώτο βήμα προς μία Συνομοσπονδιοποιημένη Περιεκτική Δημοκρατία

Σήμερα γίνεται ολοένα και πιο σαφές ότι η έξοδος από τον κύκλο αίματος θα πρέπει να αποτελεί υπέρβαση της καταστροφικής λύσης των δύο κρατών. Το αίτημα για ένα πολυπολιτισμικό κράτος, το οποίο προτάθηκε αρχικά από την ισραηλινή Αριστερά και υποστηρίχθηκε από την ευρωπαϊκή Αριστερά πριν πάνω από πενήντα χρόνια, βρίσκεται ξανά στην ατζέντα. Διάφορα ρεύματα, τόσο μεταξύ των προοδευτικών Παλαιστινίων ((Βλ. π.χ. Ahmad Samih Khalidi, “A one-state solution,” The Guardian, (29/09/2003). & Conal Urquhart, “Gaza shifts to a new solution,” The Observer (14/09/2003).)) όσο και των μετα-σιωνιστών Ισραηλινών ((Βλ., επίσης, Esther Addley, “Lines in the sand,” The Guardian (25/7/2002).)) προσπαθούν να  βρουν μια λύση η οποία, απορρίπτοντας τον Σιωνισμό αλλά και τον θρησκευτικό ανορθολογισμό (και των δύο πλευρών), θα έχει ως στόχο τη δημιουργία ενός πολυπολιτισμικού και ενιαίου κράτους για όλους τους λαούς που διαμένουν σήμερα στην Παλαιστίνη.

Όπως ήταν αναμενόμενο, οι Σιωνιστές απορρίπτουν τη λύση του ενιαίου κράτους, συνήθως με βάση το δήθεν ρεαλιστικό επιχείρημα ότι είναι μια λύση «ξένη» προς τις επιθυμίες τόσο των Ισραηλινών όσο και των Παλαιστίνιων. Στην πραγματικότητα, όμως, όπως υπογραμμίζει και ο Adam Shatz (λογοτεχνικός διευθυντής του αμερικανικού προοδευτικού περιοδικού The Nation), υπήρχε πάντοτε μία κοσμική, μη εθνικιστική και αντισιωνιστική παράδοση – στην οποία ανήκαν γνωστά μέλη της ισραηλινής Αριστεράς, από τη Hannah Arendt μέχρι τον Isaac Deutscher – τα οποία υποστήριζαν τη λύση «ένα κράτος- δύο εθνότητες», ως τη βάση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας αμοιβαίου σεβασμού.

Οι Σιωνιστές, απαντώντας στο επιχείρημα αυτό, επικαλούνται συνήθως τα πορίσματα των βρετανικών επιτροπών έρευνας (π.χ. της Επιτροπής Peel) υπέρ της απόρριψης της συγκεκριμένης λύσης, καθώς και την απόφαση του ΟΗΕ για την ίδρυση του Κράτους του Ισραήλ. Όμως, οι Σιωνιστές «ξεχνούν» στην πορεία την καταδίκη της βρετανικής στρατηγικής από την Hannah Arendt ((Hannah Arendt, The Jew as Pariah, Peace or Armistice in the Near East (1950).)) ακριβώς για το ότι είχε αποκλειστικό στόχο να παρεμποδίσει μια ειρηνική λύση μεταξύ Εβραίων και Αράβων. Η άποψη της Arendt επιβεβαιώνεται από τον Norman Rose, καθηγητή του Hebrew University (Εβραϊκό Πανεπιστήμιο) και εξέχοντα ιστορικό της περιόδου, ο οποίος υποστήριξε ότι η βρετανική στρατηγική, από τον καιρό της διακήρυξης του Balfour, συνίστατο στη δημιουργία ενός σιωνιστικού κράτους στην Παλαιστίνη το οποίο θα δρούσε ως «βρετανικό προπύργιο με σκοπό την προστασία του καναλιού του Σουέζ για τους Βρετανούς» ((Βλ. “The birth of modern Israel,” The Independent (26/5/2005).)).  Θα μπορούσε ακόμη κάποιος να επισημάνει ότι η ευλάβεια με την οποία οι Σιωνιστές αντιμετωπίζουν την απόφαση του ΟΗΕ για τη δημιουργία σιωνιστικού κράτους στην Παλαιστίνη είναι τουλάχιστον εξοργιστική. Ιδιαίτερα τη στιγμή που η ευλάβεια αυτή δεν επεκτείνεται και στις δεκάδες μεταγενέστερες αποφάσεις του ΟΗΕ για το Ισραήλ, τις οποίες αγνοεί, απλώς επειδή καταδικάζουν τη συνεχή επέκταση του σιωνιστικού κράτους, το οποίο ήδη από το 1948 είχε καταλάβει 23% περισσότερα εδάφη από εκείνα που του είχαν διατεθεί (και που δεν επεστράφησαν ασφαλώς ποτέ). Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι μέχρι το 2000, χάρη στην κατάληψη ακόμη περισσότερων εδαφών στον πόλεμο του 1967 και τις συνεχείς απαλλοτριώσεις και αγορές εδαφών, οι Σιωνιστές κατείχαν το 90% του εδάφους της ιστορικής Παλαιστίνης  – από τα οποία μόνο το 12% προβλέπεται από τον «Οδικό χάρτη»  να επιστραφεί στους Παλαιστίνιους!

Στην πραγματικότητα, όμως, οι πραγματικοί λόγοι πίσω από την απόρριψη από τους Σιωνιστές της λύσης του ενιαίου πολυπολιτισμικού κράτους είναι δημογραφικοί, εφόσον οι δημογραφικές έρευνες δείχνουν ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού του ‘μείζονος Ισραήλ’ θα είναι σύντομα αραβικής καταγωγής. Όπως επεσήμανε ένας οξυδερκής παρατηρητής: ((Dominique Vidal, “Israel: Sharon the blessed,” ό.π.))

Αυτό αποτέλεσε ανυπέρβλητο πρόβλημα για μία χώρα της οποίας ο καταστατικός χάρτης την χαρακτήριζε ως εβραϊκή και συνάμα δημοκρατική. Είτε θα έπρεπε λοιπόν να σεβαστεί τη δημοκρατία σε βάρος της εβραϊκής της ταυτότητας, είτε θα έπρεπε να θυσιάσει τη δημοκρατία για να διατηρήσει την ταυτότητά της αυτή. Σε αυτές τις συνθήκες διαγράφονταν δυο πιθανές λύσεις: είτε να επιτραπεί η δημιουργία ενός γνήσιου παλαιστινιακού κράτους δίπλα στο Ισραήλ, ή να εκδιωχθεί ολόκληρος ο Παλαιστινιακός πληθυσμός. Ο Sharon απέρριψε την πρώτη και αναγνώρισε ότι η δεύτερη δεν είναι πρακτική επί του παρόντος. Έτσι, το 1998 πρότεινε μία τρίτη λύση: την ίδρυση τεσσάρων παλαιστινιακών θυλάκων στη Λωρίδα της Γάζας και κατά μήκος του τμήματος της Δυτικής Όχθης που περικλείεται από το διαχωριστικό τείχος. Η λύση αυτή θα επέτρεπε στο Ισραήλ να προσαρτήσει το υπόλοιπο μισό της Δυτικής Όχθης, και ιδιαίτερα τα τμήματα όπου διαμένει το 80% των εποίκων. Η πρωτοφανής μονομερής απόσυρση από τη Γάζα ήταν ένα βήμα προς αυτή τη νέα μορφή ισραηλινής ηγεμονίας στην Παλαιστίνη.

Με άλλα λόγια, η επιλογή που έγινε από τον Sharon απλά εξέφραζε την αναπόφευκτη, μετατόπιση του Σιωνισμού, ενόψει των δημογραφικών στοιχείων, από ένα μείζον Ισραήλ που θα κάλυπτε ολόκληρη την ιστορική Παλαιστίνη, σε ένα μικρότερο σιωνιστικό Ισραήλ που θα διέθετε εβραϊκή πλειοψηφία. ((Βλ. επίσης Johann Hari.))

Ωστόσο, η αντισιωνιστική παράδοση που συζητήθηκε παραπάνω συνεχίζεται σήμερα από τους μετα-Σιωνιστές, καθώς και από κάποιους προοδευτικούς Παλαιστίνιους οι οποίοι, όπως ήδη αναφέραμε, υποστηρίζουν ότι άνθρωποι διαφορετικών φυλών και ταυτοτήτων μπορούν να συμβιώνουν αρμονικά, χωρίς την ανάγκη εθνοκαθάρσεων, όπως εκείνες που επιβλήθηκαν από την υπερεθνική ελίτ στη Γιουγκοσλαβία, ή από τους Σιωνιστές στην Παλαιστίνη. Οι Γιουγκοσλάβοι, όπως και οι Ιρακινοί (συμπεριλαμβανομένων των Εβραίων του Ιράκ!), συμβίωναν ειρηνικά, μέχρι η Νέα Διεθνής Τάξη να χρησιμοποιήσει τα γνωστά εθνικιστικά ή φονταμενταλιστικά ρεύματα για να τους διαχωρίσει. ((Βλ. σημείωση (2) και επίσης Takis Fotopoulos, “The First War of the Internationalised Market Economy,” Democracy & Nature, Vol. 5,  No. 2 (July 1999).)) Αυτό επιβεβαιώνεται επίσης από στοιχειώδη γνώση της Ιστορίας, που αποκαλύπτει ότι Άραβες και Εβραίοι πράγματι ζούσαν μαζί αρμονικά στη Μεσόγειο όταν ανθούσε το αραβικό έθνος ((John Rose, The Myths of Zionism (Pluto Press, 2005).)), και ότι οι ανούσιες θρησκευτικές διαφορές δεν εμπόδισαν εκατομμύρια Εβραίων, Χριστιανών και άλλων να ζουν μαζί ειρηνικά μέσα στα σύνορα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Παρόμοια, εκατομμύρια Εβραίων σήμερα δεν έχουν πρόβλημα να ζουν (και να ευδοκιμούν) μαζί με άλλους λαούς στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ.

Είναι φανερό λοιπόν ότι η λύση του ενιαίου κράτους, με τη μορφή ενός περιεκτικού πολυπολιτισμικού κράτους, θα αποτελούσε σημαντικό βήμα προς μία Συνομοσπονδιακή Περιεκτική Δημοκρατία στην Παλαιστίνη. Και αυτό, διότι μία τέτοια λύση, όχι μόνο θα οδηγούσε σε μία μορφή διακυβέρνησης τελείως διαφορετική από την σημερινή Σιωνιστική ρατσιστική «δημοκρατία» και την αυταρχική Παλαιστινιακή Αρχή –λύνοντας, στην πορεία, το πρόβλημα των προσφύγων και των δύο πλευρών– αλλά θα αποτελούσε και ένα κρίσιμο βήμα στην κατεύθυνση μιας μελλοντικής συνομοσπονδίας των λαών της Παλαιστίνης με βάση την Περιεκτική Δημοκρατία.

Διέξοδος από τον κύκλο του αίματος στη Μ. Ανατολή η Συνομοσπονδιακή Περιεκτική Δημοκρατία

Με βάση την προβληματική αυτή είναι φανερό ότι ο κύκλος του αίματος δεν πρόκειται να σταματήσει είτε επιτύχει η υπερεθνική ελίτ στα σχέδια της να ξαναχαρτογραφήσει την Μέση Ανατολή, είτε επιτύχουν οι Ισλαμιστές του Ιράν με τη βοήθεια των λαών της περιοχής ν’ ανατρέψουν τα σχέδια τους. Στην πρώτη περίπτωση, το πιθανότερο είναι ότι η Νέα Τάξη που θα επιβληθεί στην περιοχή θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη έξαρση της αντίστασης εναντίον της, οδηγώντας στην «Παλαιστινοποίηση» ολόκληρης της Μέσης Ανατολής για πολλά χρόνια. Στη δεύτερη περίπτωση, η υπερεθνική ελίτ θα χρησιμοποιήσει κάθε μέσο στη διάθεση της—με την υποστήριξη των προνομιούχων ελίτ που θα έχουν στο μεταξύ χάσει την εξουσία—για να αναζωπυρώσει τους εμφύλιους πόλεμους στην κάθε χώρα, εκμεταλλευόμενη όχι μόνο τις ταξικές αλλά και τις εθνικές και θρησκευτικές διαφορές μεταξύ των λαών της περιοχής.

Η Συνομοσπονδιακή Περιεκτική Δημοκρατία προσφέρεται επομένως ως ίσως η μόνη ορθολογική λύση για τη διέξοδο από τον κύκλο του αίματος στην Παλαιστίνη  αλλά και ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Η βασική πολιτική με την οποία οι Μεγάλες Δυνάμεις σε ολόκληρο τον περασμένο αιώνα, από τότε που για πρώτη φορά χαρτογράφησαν την περιοχή με μοναδικό γνώμονα την διαιώνιση της επικυριαρχίας τους που θα τους εξασφάλιζε και τον έλεγχο του πετρελαίου, ήταν το ‘διαίρει και βασίλευε. ((Βλ Τ. Φωτόπουλος Ο Πόλεμος στον Κόλπο, Η πρώτη μάχη στη σύγκρουση Βορρά-Νότου (Εξάντας, 1991) κεφ. 7.)) Το γεγονός που έκανε ιδιαίτερα εύκολη την πολιτική αυτή ήταν η πανσπερμία εθνοτήτων και θρησκειών που ανέκαθεν χαρακτήριζε τους λαούς της ιστορικής αυτής περιοχής. Η Οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία δεν είχε κανένα λόγο να καλλιεργήσει τις διαφορές αυτές, ένωσε τους λαούς αυτούς μέσα από την κατακτητική βία. Οι κρουνοί επομένως αίματος που έχυσαν οι λαοί αυτοί τα τελευταία 100 χρόνια, σε σκληρούς αγώνες για να αποκτήσουν μια δήθεν αυτονομία μέσα από την αναγνώριση της εθνικής τους ταυτότητας –οι οποίοι στη πραγματικότητα οδήγησαν σε εξάρτηση από τις αντιμαχόμενες Μεγάλες Δυνάμεις– θα μπορούσαν να στερέψουν μόνο με έναν τρόπο:  αν οι λαοί αυτοί έθεταν τις θεσμικές βάσεις για μια πραγματική αυτονομία στο συλλογικό αλλά και το ατομικό επίπεδο.

Η πολυπολιτισμική Συνομοσπονδιακή Περιεκτική Δημοκρατία θα μπορούσε να εξασφαλίσει αυτή την αυτονομία, μέσα από τις τοπικές Περιεκτικές Δημοκρατίας, οι οποίες θα προσέφεραν τις θεσμικές προϋποθέσεις όχι μόνο για τη διαφύλαξη της πολιτιστικής ταυτότητας του κάθε λαού αλλά και για την εξασφάλιση του ατομικού και συλλογικού αυτοκαθορισμού των πολιτών στο πολιτικό και το οικονομικό επίπεδο.  Η ενότητα των λαών που θεμελιώνεται στην αυτονομία, δηλαδή την ελευθερία, είναι η μόνη που θα μπορούσε ν’ αντέξει στον χρόνο, αλλά και στις οποιεσδήποτε δολοπλοκίες εξωτερικών δυνάμεων για να τη διασπάσουν.