Μέση Ανατολή και Λατινική Αμερική: Δυο περιοχές κρίσιμες για το σύστημα

Print Friendly, PDF & Email

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

1. Εισαγωγή

Η Μέση Ανατολή και η Λατινική Αμερική αποτελούν σήμερα δυο κρίσιμες περιοχές για το μέλλον του σημερινού συστήματος της οικονομίας της αγοράς και του πολιτικού της συμπληρώματος, της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας».

Στη Μέση Ανατολή έχει ξεσπάσει μια γενικευμένη κρίση για το σύστημα, ως αποτέλεσμα της συστηματικής προσπάθειας της υπερεθνικής ελίτ, της οποίας ηγείται το Αμερικανό-αγγλικό τμήμα της, για να ενσωματώσει πλήρως την περιοχή στη Νέα Διεθνή Τάξη (ΝΔΤ) της καπιταλιστικής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και να εξασφαλίσει τις αναγκαίες ενεργειακές πρώτες ύλες για τη συνέχιση της επέκτασης της οικονομίας της αγοράς. Το πρόβλημα της εξασφάλισης των ενεργειακών πόρων μάλιστα έχει γίνει ιδιαίτερα επιτακτικό σήμερα, όχι μόνο διότι σημειώνεται μια πελώρια αύξηση της ζήτησης λόγω της μαζικής εισόδου στην αγορά των εξαρτημένων «γιγάντων» της περιφέρειας (Κίνα, Ινδία κ.λπ.) αλλά κυρίως λόγω της προβλεπόμενης μακροπρόθεσμης μείωσης της προσφοράς, καθώς τα πετρελαϊκά αποθέματα βαθμιαία εξαντλούνται (μερικοί μιλούν για εξάντληση μέσα στο πρώτο μισό του αιώνα μας). Η κρίση στη Μέση Ανατολή που έχει ήδη αποκορυφωθεί, μετά την ληστρική εισβολή στο Ιράν και Αφγανιστάν και την κτηνώδη κατοχή των χωρών αυτών από τα στρατεύματα της υπερεθνικής ελίτ και τα παρακλάδια της (στα οποία ανήκει και η «ισχυρή Ελλάδα»!), καθώς και το φούντωμα της λαϊκής αντίστασης εναντίον τους, αναμένεται να χειροτερεύσει ακόμη περισσότερο μετά την δικαστική δολοφονία του Σανταμ από τις κατοχικές δυνάμεις και την σιωπηρή ανοχή που παρείχε σύσσωμη η υπερεθνική ελίτ. Φυσικά, η υπερεθνική ελίτ είδε καθαρά αυτή την αποτρόπαια ενέργεια ως ένα μέσο για την επίτευξη των στόχων της και ιδιαίτερα για την ενίσχυση των εμφυλιοπολεμικών τάσεων στο Ιράκ και την Μέση Ανατολή γενικότερα, εφόσον  αυτό είναι το μόνο βασικό μέσο που της έχει απομείνει για την αναπαραγωγή της εξουσίας της στην περιοχή.

Στη Λατινική Αμερική από την άλλη μεριά, παρατηρείται μια γενική άνοδος των κέντρο-αριστερών σοσιαλφιλελευθερων καθώς και λαϊκιστών ηγετών, οι οποίοι εισάγουν διάφορα είδη κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που χαρακτηρίζονται μάλιστα από την ρεφορμιστική Αριστερά ως ένα είδος «άξονα της ελπίδας», αν όχι ως «καπιταλιστικό αντίβαρο» απέναντι στην καθολίκευση της καπιταλιστικής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Και αυτό, διότι οι ελπίδες της ρεφορμιστικής Αριστεράς που βασιζόντουσαν στην προηγηθείσα αντίστοιχη άνοδο των κέντρο-αριστερών κομμάτων στην Ευρώπη, καθώς και τα αποτελέσματα των δημοψηφισμάτων για το Ευρωσύνταγμα ήδη κατέρρευσαν, εφόσον φάνηκε πια καθαρά ότι οι Ευρωπαϊκοί λαοί βρίσκονται παγιδευμένοι μεταξύ της Σκύλλας των κεντροδεξιών και της Χάρυβδης των κεντροαριστερών που εφαρμόζουν όλοι τους, με επουσιώδεις παραλλαγές, τις ίδιες πολιτικές που στηρίζουν την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Τι είναι λοιπόν μύθος και τι πραγματικότητα στη Λατινική Αμερική; Το ερώτημα αυτό θα εξεταστεί στο δεύτερο μέρος του άρθρου αυτού ενώ στο πρώτο μέρος θα εξετάσουμε τη σημασία της δολοφονίας Σανταμ σε σχέση με τη γενικότερη κρίση στη Μέση Ανατολή.

2. Η σημασία της δολοφονίας του Σαντάμ από τη Νέα Διεθνή Τάξη

Η κτηνώδης εκτέλεση του Σαντάμ, που έλαβε τη μορφή ενός είδους λιντσαρίσματος στα χέρια των θρησκευτικών ανορθολογιστών που αντιπροσώπευαν την ιρακινή «κυβέρνηση», ήταν στην πραγματικότητα, όπως θα προσπαθήσω να δείξω  παρακάτω, μια δικαστική δολοφονία που οργανώθηκε από τη υπερεθνική ελίτ και τις κατοχικές δυνάμεις ειδικότερα. Εντούτοις, λαμβάνοντας υπόψη την κολοσσιαία και συστηματική προσπάθεια παραπληροφόρησης που έχει εξαπολυθεί από τη υπερεθνική ελίτ ((Βλ. για την έννοια της υπερεθνικής ελίτ, Τ. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία, (Ελληνικά Γράμματα, 2002).)) και τα διεθνή μέσα μαζικής επικοινωνίας (με τη βοήθεια και της ρεφορμιστικής Αριστεράς  στον συνηθισμένο της ρόλο των ίσων αποστάσεων μεταξύ καταταπιεστού και καταπιεζόμενου), είναι ιδιαίτερα σημαντικό να εξεταστεί ο πραγματικός στόχος πίσω από αυτήν την πράξη. Όπως θα προσπαθήσω να δείξω παρακάτω, αυτός ο στόχος δεν έχει καμία σχέση με την τιμωρία ενός δικτάτορα, ενός εγκληματικού τύραννου κ.λπ. —πράγμα που θα συνεπαγόταν ότι την ίδια μοίρα θα έπρεπε να είχαν και άλλοι τοπικοί δυνάστες στο παρελθόν με πολύ χειρότερο ιστορικό— ο κατάλογος είναι ατελείωτος: Φράνκο της Ισπανίας, Suharto της Ινδονησίας, Pinochet της Χιλής, για να αναφέρουμε απλώς ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα από κάθε μια από τις αντίστοιχες ηπείρους. Στην πραγματικότητα, ο πραγματικός στόχος αυτής της αχρείας πράξης δεν ήταν καν η δολοφονία ενός προσώπου —έστω κι αν αυτό το πρόσωπο ήταν ένας πασίγνωστος εθνικιστής δυνάστης στην περιφέρεια που είχε εμπλακεί στα συνηθισμένα πολιτικά εγκλήματα τοπικού χαρακτήρα που διαπράττουν όλοι οι παρόμοιοι δεσπότες, τα οποία βεβαίως δεν συγκρίνονται με τα γνήσια διεθνή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διαπράττει καθημερινά η υπερεθνική ελίτ. Ο πραγματικός στόχος ήταν η δολοφονία κάθε ιδέας ότι οι λαοί μπορούν να ζήσουν ως αυτόνομες οντότητες που καθορίζουν τη μοίρα τους.

Η διαδικασία που χρησιμοποιήθηκε από την υπερεθνική ελίτ στο Ιράκ ήταν ακριβώς η ίδια με αυτήν που χρησιμοποιήθηκε τόσο επιτυχώς για την καταστροφή της Γιουγκοσλαβίας, και κατέστησε σαφές το γεγονός ότι το σύστημα της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» θα μπορούσε εύκολα να χειραγωγηθεί από  εξωτερικές δυνάμεις για να ωθήσει λαούς διηρημένους από διάφορους ανορθολογισμούς —είτε θρησκευτικούς (Ιράκ), είτε εθνικιστικούς (Γιουγκοσλαβία)— σε καταστροφικούς εμφύλιους πολέμους. Οι πόλεμοι αυτοί μονίμως καταλήγουν  στην καταστροφή των ενεχόμενων χωρών και την μετατροπή τους σε προτεκτοράτα της υπερεθνικής ελίτ. Εντούτοις, τα μηνύματα που εστάλησαν προς πάσα κατεύθυνση από αυτήν την πράξη (καθώς επίσης και από την αποπειραθείσα παρόμοια δικαστική δολοφονία του Milosevic που, εντούτοις, πέθανε πριν από την ολοκλήρωση της διαδικασίας), ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτικά του τρόπου που η «πολιτισμένη» καπιταλιστική Δύση σήμερα αντιλαμβάνεται τη «δημοκρατία», την «ελευθερία» και την ανθρώπινη ζωή —αξίες που, στην εντελώς διαστρεβλωμένη μορφή στην οποία τις έχει αφομοιώσει, έχει το θράσος να τις εξάγει σε όλο τον πλανήτη. Επιπλέον, τα μηνύματα που εστάλησαν είχαν επιδιωκόμενους παραλήπτες όχι μόνο λαούς αλλά και τις ελίτ των αποκαλούμενων «καθεστώτων-ταραξιών». Το σαφές μήνυμα που εστάλη σε αυτές τις ελίτ ήταν ότι εκείνο που διακινδυνεύουν να χάσουν με το να μη δείχνουν ότι είναι πρόθυμες να «παίζουν το παιχνίδι» σύμφωνα με τους κανόνες” που έχει καθορίσει η υπερεθνική ελίτ, δεν είναι μόνο τη δύναμή τους, ή ακόμα και τη προσωπική ελευθερία τους, αλλά  και η ίδια τη ζωή τους!

3. Γιατί ήταν μια δικαστική δολοφονία;

Η δίκη του Σαντάμ διαφημίστηκε από τη υπερεθνική ελίτ και τα ελεγχόμενα από αυτή παγκόσμια μέσα επικοινωνίας ως η πρώτη  δίκη από το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, στην οποία «ένας τύραννος και οι μπράβοι του» δικάστηκαν για  εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας (η δίκη Milosevic, ως γνωστόν, δεν τελείωσε ποτέ). Εντούτοις, η δίκη όχι μόνο αποτέλεσε καθαρή φάρσα, όπως αναγνωρίστηκε  ακόμη και από διεθνείς ΜΚOς όπως η Amnesty International και το Human Rights Watch ((Human Rights Watch, Hanging After Flawed Trial Undermines Rule of Law (New York, December 30, 2006).)) —οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με την ριζοσπαστική Αριστερά και ιδιαίτερα την αντί-συστημική, και άμεσα ή έμμεσα χρηματοδουνται από τη υπερεθνική ελίτ ((Βλ. Τάκης Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία, ό.π., κεφ.6.)) — και όχι μόνο καταδικάστηκε ως παρωδία μιας δίκαιης δίκης από τον  επικεφαλής  των ανθρώπινων δικαιωμάτων του  ΟΗΕ στο Ιράκ, αλλά και η ίδια η δίκη ήταν επίσης η Ιστορία επαναλαμβανόμενη ως φάρσα. Η σύγκριση της δίκης των Ναζί εγκληματιών στη Νυρεμβέργη με τη δίκη του Σαντάμ στη Βαγδάτη είναι καθεαυτή γελοία και δείχνει καθαρά το επίπεδο βαρβαρότητας και εγκληματικότητας που έχουν φθάσει οι ελίτ στη Νέα Διεθνή Τάξη (ΝΔΤ).

Στη Νυρεμβέργη, η κύρια κατηγορία κατά των Ναζί εγκληματιών ήταν ότι εξαπέλυσαν  έναν επιθετικό παγκόσμιο πόλεμο που εστοίχησε  δεκάδες  εκατομμύρια ζωές  σε όλο τον κόσμο. Με αυτή την έννοια,  δεν θα ήταν δύσκολο να δικαιολογηθεί  ένα διεθνές Δικαστήριο, το οποίο θα τους δίκαζε, σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Από την άλλη μεριά, στην Βαγδάτη, δεν ήταν  οι πραγματικοί  εγκληματίες πολέμου —Bush, Cheney, Blair και κομπανία— που κάθισαν στο εδώλιο, αν και ήταν αυτοί  που εξαπέλυσαν έναν επιθετικό πόλεμο και ήταν άμεσα ή έμμεσα υπεύθυνοι για τον θάνατο περισσότερο από ένα εκατομμύριο ανθρώπων στο Ιράκ (συμπεριλαμβανομένων των θυμάτων  από τις κυρώσεις —κυρίως παιδία), δεκάδων χιλιάδων στο Αφγανιστάν καθώς επίσης και χιλιάδων στις ίδιες τους τις χώρες (βομβιστικές επιθέσεις στη Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Μαδρίτη κ.λπ.). Άντ’ αυτών, το πρόσωπο που καθόταν στο εδώλιο ήταν το θύμα μιας παράνομης εισβολής, μολονότι και ο ίδιος πολιτικός εγκληματίας, σε πολύ μικρότερη βέβαια κλίμακα. Επιπλέον, αυτός ο θλιβερός τοπικός δεσπότης ήταν σε θέση να εξαπολύει τοπικούς μόνο πολέμους εθνικιστικής φύσης, και σε καμία περίπτωση δεν ήταν σε θέση να απειλήσει όλο τον κόσμο, όπως οι σημερινοί  Γκαιμπελς στην υπερεθνική ελίτ τον είχαν κατηγορήσει ότι προσπαθούσε να κάνει, αποδεικνύοντας οι ίδιοι πόσο  άθλιοι ψεύτες είναι. Δεν είναι μάλιστα τυχαίο ότι  δεν καταδικάστηκε σε θάνατο για το μεγαλύτερο του έγκλημα,  αυτό της εξαπόλυσης  ενός καταστροφικού, επιθετικού πολέμου ενάντιον του Ιράν αλλά, απλώς, καταδικάστηκε για την εκτέλεση εκείνων που υποψιάστηκε ότι οργάνωσαν μια απόπειρα δολοφονίας ενάντιον του, λες και παρόμοια απόπειρα —για παράδειγμα, από αμερικανικούς αναρχικούς ενάντια στον Βush— θα είχε αντιμετωπισθεί λιγότερο σκληρά! Την ίδια στιγμή, αυτοί που είναι πραγματικά υπεύθυνοι για την καταστροφή αυτών των χωρών (Ιράκ, Αφγανιστάν)  και την απειλή  —για πολλά χρόνια στο μέλλον— πάνω στις ζωές των πολιτών στις ίδιες τους τις χώρες (ΗΠΑ, Βρετανία κ.λπ.),  λόγω των αναπόφευκτων κτυπημάτων που θα αποπειραθεί η διογκούμενη αντίσταση κατά των μαζικών εγκλημάτων τους, περνούσαν τις διακοπές τους σε πολυτελή ράντσα και  βίλες! Είναι, επομένως, προφανές ότι δεν υπήρχε καμία δικαιολογία για ένα διεθνές δικαστήριο (πόσο μάλλον για το κατοχικό δικαστήριο που οργανώθηκε στη Βαγδάτη) για να δικάσει τον εκλεγμένο αντιπρόσωπο του λαού μιας κατεχόμενης χώρας, εφόσον αυτό ήταν η αποκλειστική υπευθυνότητα του Ιρακινού λαού —υπό τον όρο, φυσικά, ότι θα μπορούσε να τον δικάσει ελευθέρα, έξω από κάθε ξένη κυριαρχία (πόσο μάλλον την παρούσα κατοχή που κάνει μια τέτοια δίκη κακόγουστο ανέκδοτο).

Όσον αφορά την κωμικοτραγική διαδικασία της ίδιας της δίκης, κανένας σήμερα, εκτός από εκείνους που αμείβονται απευθείας από την υπερεθνική ελίτ, δεν θα αρνιόταν το γεγονός ότι η νομική διαδικασία μέσω της οποίας ο Σαντάμ καταδικάστηκε και κτηνωδώς εκτελέστηκε όχι μόνο δεν είχε καμία σχέση με μια δημοκρατική δίκη, αλλά δεν ικανοποιούσε ακόμη και τις ελάχιστες απαιτήσεις που επιβάλλονται από το παρόν σύστημα της αντιπροσωπευτικής “δημοκρατίας”. Ενδεικτικά, αναφέρουμε μόνο μερικά από τα γεγονότα που επιβεβαιώνονται και από τις ΜΚOς και τους δημοσιογράφους, τα οποία  καθιστούν σαφές ότι επρόκειτο για μια προσχεδιασμένη δικαστική δολοφονία:

  • Το δικαστήριο που έλαβε την απόφαση ήταν στην πραγματικότητα ένα δικαστήριο-καγκουρό (που είχε δηλαδή την απόφαση στη τσέπη του), το οποίο οργανώθηκε από τους αμερικανικούς κατακτητές —έξω επομένως από την καθιερωμένη νομική δομή του Ιράκ. Στην πραγματικότητα, ήταν ο αμερικανός “αντιβασιλεύς” Paul Bremer που διόρισε τους δικαστές του, σε κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου
  • Η ίδια η δίκη ήταν κάτω από συνεχή πολιτική παρέμβαση και ο προεδρεύων δικαστής, Rizgar Mohammed Amin, αναγκάστηκε να παραιτηθεί τον Ιανουάριο του 2006 κάτω από πολιτική πίεση, ((Guardian Leader (30/12/2006).)) όταν τον αποδοκίμασαν οι βουλευτές και απαίτησαν την παραίτησή του, στην ουσία, επειδή δεν ήταν αρκετά «συνεργάσιμος» με την πολιτική ελίτ και τις κατοχικές δυνάμεις
  • Τρεις συνήγοροι υπεράσπισης δολοφονήθηκαν, ενδεχομένως από τα «αποσπάσματα θανάτου» των Σιιτών που συνδέονται με τον Υπουργείο Εσωτερικών ή με τον στρατό Mahdi του Moqtada al Sadr (τον οποίο ζητωκραύγαζαν οι δήμιοι στο λιντσάρισμα του Σαντάμ)  —ενώ άλλοι δέχτηκαν επιθέσεις από  ένοπλους και κάποιοι αναγκάστηκαν να διαφύγουν στο εξωτερικό. Αλλά τα θύματα δεν ήταν μόνο  συνήγοροι υπεράσπισης. Σύμφωνα με ένα πρόσφατο κύριο άρθρο στην  Βρετανική εφημερίδα Independent, «παρά το γεγονός ότι οι Αμερικανοί έλεγχαν την δίκη, συχνά, ακόμη και η τήρηση των προσχημάτων μιας δίκαιης δίκης καταντούσε ένας καθημερινός αγώνας. Το ποσοστό θνησιμότητας μεταξύ των δικαστών, των δικηγόρων και των μαρτύρων ήταν τρομακτικό.» [5] ((“Victor’s Justice”, The Independent on Sunday (31 December 2006).))
  • Σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία δεν αποκαλύφθηκαν στους  συνηγόρους  υπεράσπισης κατά τη διάρκεια της δίκης, ενώ δεν επέτρεψαν στον Σανταμ να υποβάλλει ερωτήσεις στους μάρτυρες, οι οποίοι κατέθεταν ανώνυμα (!) εναντίον του. Επιπλέον, στους  συνηγόρους  υπεράσπισης του Σαντάμ δόθηκαν λιγότερο από δύο εβδομάδες για να προετοιμάσουν  την έφεση  ενάντια σε μια δικαστική απόφαση 300-σελίδων, και η καταδικαστική απόφαση απαγγέλθηκε πριν να έχει ολοκληρωθεί η διαβουλευτικη διαδικασία των εφετών!
  • Ο Jalal Talabani, διάδοχος του Σαντάμ ως «Πρόεδρος» του Ιράκ, στο καθεστώς μαριονέτων στο Ιράκ, είχε δηλώσει στην αρχή της δίκης στην ιρακινή τηλεόραση ότι ο «Σαντάμ Hussein  είναι  εγκληματίας πόλεμου και αξίζει να εκτελείται 20 φορές ημερησίως για τα εγκλήματά του κατά της ανθρωπότητας.» Επίσης, ο αποκαλούμενος «πρωθυπουργός» του καθεστώτος μαριονέτων, Nuri Kamal Al- Μaliki, δήλωσε επανειλημμένα ότι επιθυμούσε την με συνοπτικά μέτρα εκτέλεση του Σαντάμ ((Michael Howard, “Trial of a dictator that lost the confidence of the international community”, The Guardian (6/11/2007).)) Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι λίγο πριν ν’ απαγγελθεί η καταδίκη, ο πρώην αμερικανικός γενικός εισαγγελέας Ramsey Clark πατάχθηκε έξω  από το δικαστήριο όταν έδωσε στον δικαστή ένα σημείωμα με το οποίο  χαρακτήριζε τη δίκη «παρωδία».

Δεν μπορούμε επομένως, παρά να συμφωνήσουμε με τον Sadakat Kadri, έναν διακεκριμένο δικηγόρο και  συγγραφέα  του βιβλίου «Η Δίκη—η Ιστορία από τον Σωκράτη στον O.J. Simpson», ο οποίος,  λίγους μήνες μετά την έναρξη της δίκης, βλέποντας τη προσχεδιασμένη δικαστική δολοφονία, τόνιζε:

Ο επικείμενος απαγχονισμός δεν θα είναι παρά μια ταχυδακτυλουργία. Ένας καλύτερος φόρος τιμής στην τραγωδία που εξαπολύθηκε από την “Επιχείρηση Ελευθέρια του Ιράκ” θα ήταν το κεφάλι του Σαντάμ, με μια σφαίρα στον κρόταφο, μπηγμένο σε έναν πάσσαλο, και χωρίς ίχνος υπερασπιστού των ανθρώπινων δικαιωμάτων εν όψει ((Sadakat Kadri, “They’d do better sticking Saddam’s head on a pole”, The Guardian (4/4/2006).))

4. Γιατί ήταν μια δολοφονία από την ΝΔΤ;

Η δίκη παρουσιάστηκε από τη υπερεθνική ελίτ και ιδιαίτερα τους νέο-συντηρητικούς στις ΗΠΑ και τους σοσιαλ-φασίστες του Βρετανικού “Νέου” Εργατικού κόμματος ως είδος άσκησης της Ιρακινής κυριαρχίας, που δήθεν πραγματοποιήθηκε από τούς ίδιους τους  Ιρακινούς. Στην πραγματικότητα, τίποτε από αυτά δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Το καθεστώς μαριονέτων στη Βαγδάτη ελέγχει μόνο την «Πράσινη Ζώνη» που διασφαλίζεται με τη συντριπτική υπεροπλία της στρατιωτικής υπερδύναμης, ενώ, έξω από αυτήν την ζώνη, 120 Ιρακινοί  σκοτώνονται κάθε ημέρα, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη καταμέτρηση του Ο.Η.Ε, συνήθως στα χέρια των σεκταριστικών  πολιτοφυλακών. Η υπερεθνική ελίτ ασκεί μόνο ονομαστικό έλεγχο στη χώρα (εκτός από τον πραγματικό έλεγχο πετρελαίου!) μέσω της κυβέρνησης στη Βαγδάτη, η οποία επιβιώνει μόνο χάρη στην προστασία των κατοχικών δυνάμεων. Αντίθετα όμως με την προπαγάνδα της υπερεθνικής ελίτ, η έκρηξη αυτής της εμφύλιας σύγκρουσης δεν ήταν κάποιο ιστορικό ατύχημα που δήθεν οφειλόταν σε απρόβλεπτα γεγονότα, αλλά το αποτέλεσμα εσκεμμένων συστηματικών ενεργειών της υπερεθνικής ελίτ.

Η ελίτ αυτή γνώριζε πολύ καλά ότι, μετά τη διάλυση του Μπααθικου καθεστώτος  (που συστηματικά έβαλε σε εφαρμογή μόλις άρχισε τη κατοχή, για λόγους που θα γίνουν σαφείς στο επόμενο τμήμα) που θεμελιωνόταν πάνω σε ένα κοσμικό κράτος, οι Σιίτες που μαζί με τους εθνικιστές Κούρδους αποτελούσαν την μεγάλη πλειοψηφία του Ιρακινού λαού, θα είχαν κάθε λόγο να συμμετάσχουν στις εκλογές τις οποίες ετοίμαζαν οι κατοχικές δυνάμεις. Φυσικά, ο μόνος στόχος της συμμετοχής των Σιιτων και των Κούρδων στη «δημοκρατική» διαδικασία ήταν να εξασφαλίσουν τη κυριαρχία τους πάνω στους Σουνίτες, τους οποίους είχε καθιερώσει η Βρετανική αυτοκρατορία ως την κυρίαρχη μειονότητα  στο τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Με άλλα λόγια, η διάλυση του κοσμικού κράτους —και ο κοσμικός χαρακτήρας ενός κράτους είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ίδια την συνέχιση του ως ενιαίου κράτους σε μια χώρα όπως το Ιράκ που είναι διχασμένο από κάθε είδος θρησκευτικού ανορθολογισμού (Σιίτες, Σουνίτες, Χριστιανοί, Εβραίοι κ.λπ.)— αναπόφευκτα σήμαινε την αναζωογόνηση όλων των ειδών ανορθολογισμού (θρησκευτικών και εθνικιστικών) που πριν ήταν υπό έλεγχο.

Οι κατοχικές δυνάμεις, επομένως, έχοντας διαλύσει το Μπααθικο καθεστώς και  έχοντας αποκλείσει τη συμμετοχή των Μπααθιστων στην εκλογική διαδικασία, δεν είχαν καμία άλλη επιλογή, με βάση τον πρωταρχικό στόχο τους να εξασφαλίσουν τον έλεγχο του Ιρακινού καθεστώτος, από το να οργανώσουν κοινοβουλευτικές εκλογές, γνωρίζοντας βεβαίως ότι αυτές οι εκλογές θα έπαιρναν έναν καθαρά σεκταριστικό χαρακτήρα και επομένως, με βάση τα δημογραφικά δεδομένα, θα απέκλειαν οποιαδήποτε επιστροφή των Μπααθιστων. Έτσι, παρά την σημερινή υποκριτική “απογοήτευσή” τους  για την σημερινή κατάσταση στο Ιράκ, οι κατοχικές δυνάμεις γνώριζαν πολύ καλά από την αρχή ότι το εκλογικό αποτέλεσμα  αναπόφευκτα θα οδηγούσε στην έκρηξη μιας εμφύλιας σύγκρουσης, η οποία όχι μόνο θα καθιστούσε οποιαδήποτε εκλεγμένη κυβέρνηση ανίσχυρη να κυβερνήσει χωρίς την προστασία των κατοχικών δυνάμεων, αλλά και θα απέκλειε την δυνατότητα μιας ισχυρής αντίστασης εναντίον τους από ένα ενωμένο Ιρακινό λαό που θα τους πετούσε έξω από τη χώρα, όπως είχαν ακριβώς επιτύχει οι Βιετναμέζοι  στη δεκαετία του ’70.

Δεν υπάρχει επομένως καμία αμφιβολία ότι το στήσιμο της δίκης, η πολιτική επίβλεψή της και η οργάνωση της ίδιας της εκτέλεσης του Σαντάμ πραγματοποιήθηκαν από τις αμερικανικές δυνάμεις κατοχής, έστω και εάν η ίδια η εκτέλεση αφέθηκε στους θρησκόληπτους Σιίτες της κυβέρνησης και τους εθνικιστές  Κούρδους, οι οποίοι βλέπουν την πολιτική τους «ανεξαρτησία» ως ένα είδος προτεκτοράτου της υπερεθνικής και της σιωνιστικής ελίτ. Μια επίσημη αναγνώριση αυτού του γεγονότος (για εκείνους που ακόμα χρειάζονται τέτοια επιβεβαίωση!) δόθηκε από ανώτατη στρατιωτική πηγή των ΗΠΑ που δήλωσε πρόσφατα, «εμείς είμαστε ακόμη τα αφεντικά. Η ιρακινή κυβέρνηση είναι μια βιτρίνα.» ((Ewen MacAskill & Dan Glaister, “Deadline looms as US toll reaches 3,000”, The Guardian (1/1/2007).)) Και φυσικά, οι μάρτυρες για την εκτέλεση μεταφέρθηκαν με αμερικανικά ελικόπτερα, ο Σαντάμ κρατήθηκε από τους Αμερικανούς μέχρι το τέλος και παραδόθηκε στους Ιρακινούς μισή ώρα πριν από την κτηνώδη εκτέλεση, ενώ το λείψανο φυγαδεύτηκε επειγόντως  αμέσως μετά, με ένα αμερικανικό ελικόπτερο για έναν εσπευσμένο, μεταμεσονύκτιο ενταφιασμό —όρο που επέβαλαν οι απόλυτα ελεγχόμενες από τους αμερικανούς «δυνάμεις ασφάλειας».

Παρόλα αυτά, η υπερεθνική ελίτ και τα προπαγανδιστικά της όργανα ανά τον κόσμο δεν είχαν ενδοιασμό να γιορτάσουν την κτηνωδία αυτή, που φέρνει την ανθρωπότητα πίσω στον Μεσαίωνα, ως την έκφραση της θέλησης ενός αληθινά ανεξάρτητου ιρακινού δικαστηρίου και ενός κυρίαρχου κράτους!

5. Ποιοι ήταν οι στόχοι της δολοφονίας;

Οι κύριοι  στόχοι που παρακίνησαν την υπερεθνική ελίτ και, αντίστοιχα,  τα μηνύματα που εστάλησαν  στους διάφορους παραλήπτες ήταν τα εξής:

Ο πρώτος στόχος ήταν να συντριφθεί  κάθε κίνημα και ιδέα αντίστασης στη Νέα Διεθνή Τάξη, ως απαραίτητο μέσον για την εξασφάλιση της πλήρους ενσωμάτωσης της Μέσης Ανατολής, με τις πολύτιμες ενεργειακές πηγές της, στη ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Οι επιδιωκόμενοι παραλήπτες αυτού του μηνύματος ήταν  οι λαοί στη Μέση Ανατολή και τα πολιτικά ή στρατιωτικά κινήματα τους που δεν ήταν πρόθυμα να  «συμμορφωθούν»,  ακολουθώντας το παράδειγμα των διάφορων προτεκτοράτων και εξαρτημένων κρατών που έχουν ήδη εγκατασταθεί στην περιοχή. Από αυτή την άποψη, η δικαστική δολοφονία του Σαντάμ επιδίωκε να συμβολίσει την οριστική  διάλυση του Μπααθικου κινήματος, το οποίο πάντοτε πάλευε γα την εξάπλωση ενός Αραβικού σοσιαλισμού σε ολόκληρο την Αραβικό κόσμο.

Δεν είναι, επομένως, καθόλου  εκπληκτικό ότι το Κογκρέσο των ΗΠΑ ενέκρινε την έγκριση κονδυλίου $128 εκ για την καταδίωξη των στελεχών του Μπααθικου κόμματος, ενώ η Αμερικανοιρακινη υπηρεσία για τη δίωξη του εγκλήματος που εγκατέστησαν οι κατοχικές δυνάμεις (Crimes Liaison Office) έχει διαδραματίσει βασικό ρόλο στην προανακριτική εξέταση «μεγάλης αξίας κρατουμένων» και την προετοιμασία των στοιχείων ((Rory Carroll,Dictator on trial for his life as Iraqi court faces ultimate test”, The Guardian (19/10/2005).)) Οι λόγοι γι’ αυτήν την ενθουσιώδη υποστήριξη της διάλυσης του Μπααθικου κόμματος είναι προφανείς. Το κόμμα αυτό, και ο Σαντάμ ως αναπληρωτής του ασθενούντος ηγέτη του κόμματος στρατηγού Bakr, εισήγαγαν  ευρείες μεταρρυθμίσεις στη δεκαετία του ’70, μεταξύ των οποίων και η κρίσιμη εθνικοποίηση της Ιρακινής Εταιρίας Πετρελαίου, η οποία είχε συσταθεί από τους Βρετανούς αποικιοκράτες με στόχο την άντληση φτηνού πετρελαίου για την Δύση. Στη συνέχεια, οι Μπααθιστες, ρίχνοντας αλάτι στην καπιταλιστική πληγή που άνοιξαν, χρησιμοποίησαν τα επιπλέον εισοδήματα από το πετρέλαιο, που προκύψαν από την πετρελαϊκοί κρίση του 1973 για να επενδύσουν στη βιομηχανία, την εκπαίδευση και την υγειονομική περίθαλψη, ανεβάζοντας το βιοτικό επίπεδο του Ιράκ σε ένα από τα υψηλότερα στον Αραβικό κόσμο ((Ακόμη και το όργανο του Βρετανικού κατεστημένου, το BBC παραδέχεται το γεγονός αυτό: βλ “Saddam’s life and times”, BBC NEWS SERVICE-posted 30/12/2006.)) Επιπλέον, ο Σαντάμ ήταν o μοναδικός Άραβας Πρόεδρος που συνέχισε να υποστηρίζει τα δικαιώματα της Παλαιστίνης και των Παλαιστίνιων, αρνούμενος να τα διαπραγματευτεί με αντάλλαγμα  την παραμονή του στην  εξουσία.

Από την άλλη μεριά, ο Σαντάμ έλαβε προσωπικά τη βοήθεια της CIA για την καταστροφή του Ιρακινού κομμουνιστικού  κόμματος —εκτελώντας πολλούς κομμουνιστές και τις οικογένειές τους στη διαδικασία— την ίδια στιγμή που ελάμβανε ένα τεράστιο  οικονομικό και στρατιωτικό πακέτο από τις ΗΠΑ για να φέρει σε πέρας τον πόλεμό του ενάντια στο Ισλαμικό καθεστώς του Ιράν. Μολονότι η ηγεσία του Ιρακινού κομμουνιστικού  κόμματος διαδραμάτισε έναν σχεδόν προδοτικό ρόλο στον πόλεμο του Κόλπου το 1991, και πάλι μετά από την εισβολή του 2003 όταν συνεργάστηκε με τις κατοχικές δυνάμεις,  αυτό δεν απαλλάσσει βέβαια τον Σαντάμ από τα εγκλήματά του ενάντια στη βάση του κομμουνιστικού κόμματος. Ούτε θα μπορούσε ποτέ να συγχωρηθεί για το ρόλο του στην εξαπόλυση ενός επιθετικού πολέμου ενάντια στο Iσλαμικο Ιράν, όταν ενθαρρύνθηκε από την αμερικανική ελίτ στην προσπάθειά της να καταστρέψει την Ισλαμική επανάσταση. Αυτός ο καταστροφικός πόλεμος οδήγησε στο θάνατο 1,7 εκατομμυρίων Ιρακινών και Ιρανών, προς μεγάλη χαρά του πασίγνωστου σιωνιστού, Henry Kissinger ο οποίος,  σύμφωνα με πληροφορίες,  ήταν απογοητευμένος που δεν ήταν δυνατόν να χάσουν τον πόλεμο  και  οι δυο χώρες! Ο βρώμικος ρόλος που έπαιξε η αμερικανική ελίτ στην ενθάρρυνση των μεγαλεπήβολων εθνικιστικών σχεδίων του Σαντάμ να εξαπολύσει τον πόλεμο ενάντια στο Ιράν ήταν, φυσικά, ο κύριος λόγος για τον οποίο όχι μόνο δεν δικάστηκε γι αυτό το μεγάλο έγκλημα αλλά ούτε καν του επιτράπηκε  κατά τη διάρκεια της δίκης ακόμη και να σχολιάσει το γεγονός αυτό, ή να δώσει την άποψη του για την πώληση χημικών όπλων στο καθεστώς του από τη υπερεθνική ελίτ. Και όμως, η ίδια αυτή ελίτ δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να τον κατηγορήσει κατόπιν για τη χρησιμοποίηση των ίδιων χημικών όπλων εναντίον των Ιρακινών  Κούρδων, όταν το 1988, μερικές Κουρδικές αντάρτικες δυνάμεις, προδίδοντας τη χώρα τους, προσχωρήσαν στην ιρανική επίθεση. Αυτό, παρά το γεγονός ότι, όπως είναι τώρα γνωστό, η CIA —την εποχή που γινόντουσαν αυτά τα εγκλήματα πόλεμου κατά των Κούρδων— είχε ζητήσει από τους αμερικανικούς διπλωμάτες στη Μέση Ανατολή να ισχυρίζονται ότι είχαν ρίξει τα χημικά οι Ιρανοί και όχι το τότε προστατευόμενο από αυτούς καθεστώς Σανταμ! ((Robert Fisk, “This was a guilty verdict on America as well”, The Independent (6/11/2006).)) Εντούτοις, αυτά τα γεγονότα σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούν την παρούσα στάση του Ιρανικού Ισλαμιστικου καθεστώτος, το οποίο συντάχθηκε με την Αμερικανική και τη Σιωνιστική ελίτ στην έγκριση της δολοφονίας του Σαντάμ, ενισχύοντας περαιτέρω τις διασπαστικές τάσεις μέσα στο Ιράκ και τον Αραβικό κόσμο γενικά.

Ο δεύτερος στόχος της δικαστικής δολοφονίας ήταν, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω,  να τρομοκρατήσει όχι μόνο τους λαούς και τα κινήματα αλλά και τις ηγεσίες τους, ακόμα κι αν ανήκουν στις πολιτικές ελίτ. Επομένως, το παλαιό μήνυμα του Bush στους  πολιτικούς ηγέτες της περιφέρειας ότι «ή είστε με μας, ή είστε ενάντια σε μας»  συμπληρώνεται τώρα ως εξής: «ή είστε με μας, ή είστε ενάντια σε μας και το πληρώνετε με τη ζωή σας.»

Τελευταίος, και ιδιαίτερα σημαντικός στόχος της δικαστικής δολοφονίας ήταν να ενισχυθούν δραστικά οι διασπαστικές τάσεις στο Ιράκ, και ενδεχομένως σε ολόκληρη την περιοχή της Μέσης Ανατολής,  στρέφοντας τους Σουνίτες και τους Σιίτες εναντίον αλλήλων, έτσι ώστε η ίδια η επιβίωση του Ιράκ ως ένα ενοποιημένο κράτος (ακόμη και υπό μορφή χαλαρής ομοσπονδίας) να είναι εντελώς αδύνατη χωρίς τη στρατιωτική υποστήριξη της υπερεθνικής ελίτ.

Όλοι οι παραπάνω στόχοι φαίνεται να επιτυγχάνονται προς το παρόν από την υπερεθνική ελίτ, αν και με μια ενδεχομένως βαριά τιμή: σύμφωνα με  έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το Κέντρο  Ερευνάς και Στρατηγικών Μελετών του Ιράκ τον Νοέμβριο του 2006, 89,9% αυτών που έλαβαν μέρος (εκτός των Κούρδων)  θεωρούν ότι το Ιράκ είναι χειρότερα σήμερα από την εποχή που ήταν ο Σαντάμ  στη εξουσία. Επιπλέον, πάνω από τους μισούς ήθελαν να φύγουν αμέσως όλες οι κατοχικές δυνάμεις, ενώ άλλο ένα 20%  δήλωνε ότι  ήθελαν  να αρχίσουν να φεύγουν τώρα με βάση ένα καθορισμένο χρονοδιάγραμμα ((Adrian Hamilton, “The meaningless execution of a tyrant”, The Independent (28/12/2006).)) Αυτό δεν είναι καθόλου εκπληκτικό, παρά την κολοσσιαία προσπάθεια από τη υπερεθνική ελίτ και τα δικά της μέσα επικοινωνίας να προσωποποιήσει τη σύγκρουση. Ο λαός (εκτός από τους φανατικούς θρησκόληπτους) έχει συνειδητοποιήσει τώρα  ότι, κάτω από το κοσμικό Μπααθικό καθεστώς ζούσαν ειρηνικά οι πολίτες μεταξύ τους, ενώ σήμερα  περισσότεροι από 650.000 έχουν πεθάνει μετά την εισβολή, έναντι  210.000 που θα είχαν πεθάνει εάν ο Σαντάμ είχε παραμείνει στην εξουσία —ακόμα κι αν αποδεχτούμε τα πιο εξωφρενικά στοιχεία για τους αριθμούς των θυμάτων του Μπααθικού καθεστώτος. Και αυτό, πέρα βέβαια από το γεγονός ότι ο μέσος πολίτης, κάτω από τον Σαντάμ, ήταν σε θέση να καλύπτει σχετικά εύκολα τις βασικές ανάγκες όπως της υγείας, της εκπαίδευσης, της ηλεκτρικής ενέργειας, της αποχέτευσης, κ.λπ. Στο σημερινό καθεστώς παρόμοιες βασικές ανάγκες έχουν γίνει πολυτέλειες για τους πλουσίους.

Η μόνη ελπίδα, επομένως, είναι ότι ο Ιρακινός λαός, αντιμετωπίζοντας την παρούσα καταστροφή που προκλήθηκε από τη βάρβαρη εισβολή και  κατοχή  της χώρας του, θα μπορέσει τελικά να ξεπεράσει τις σεκταριστικές ηγεσίες του και τους θρησκευτικούς ανορθολογισμούς και να αρχίσει την οικοδόμηση μιας αληθινά δημοκρατικής και κοσμικής κοινωνίας, η οποία δεν θα εξαρτιέται από την αγαθή προαίρεση ιεραρχικών κομμάτων και τυραννικών ηγετών.

Η εναλλακτική λύση είναι πολύ τρομακτική ακόμη και για να τη συλλάβει κανείς: συνεχείς αδελφοκτόνες συγκρούσεις και ένδεια για τους περισσότερους Ιρακινούς, έτσι ώστε οι τοπικές ελίτ, σε άμεση ή έμμεση συνεργασία με την υπερεθνική ελίτ, να μπορούν να συνεχίσουν ανενόχλητοι την εκμετάλλευσή  των πλούσιων φυσικών πόρων της χώρας τους και την αποτρόπαια κυριαρχία τους επάνω τους, που βαθμιαία θα οδηγήσουν  στην ολοκληρωτική διάλυση της χώρας.

6. Καπιταλιστικό αντίβαρο στη Λατινική Αμερική;

Αν έλθουμε τώρα στη δεύτερη κρίσιμη για το σύστημα περιοχή της Λατινικής Αμερικής, πριν αρκετά χρόνια, η ρεφορμιστική Aριστερά βαυκαλιζόταν με τον μύθο ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση καταρρέει στον Βορρά, χάρη στον αγώνα των Ευρωπαϊκών λαών και τη σχετική πίεση που ήταν σε θέση ν’ ασκήσουν τα «προοδευτικά» Ευρωπαϊκά καθεστώτα κατά των «κακών» Αμερικανών που επέβαλλαν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Σήμερα, όμως, φάνηκε πια καθαρά ότι οι Ευρωπαϊκοί λαοί βρίσκονται παγιδευμένοι μεταξύ της Σκύλλας των κεντροδεξιών (Μέρκελ, Μπερλουσκόνι, Σιράκ, Κάμερον, ΝΔ) και της Χάρυβδης των κεντροαριστερών (Σρέντερ, Πρόντι, Ρουαγιάλ, Μπλερ/Μπράουν, ΠΑΣΟΚ). Όλοι τους, όπως είναι γνωστό, υιοθετούν με επουσιώδεις παραλλαγές τις ίδιες πολιτικές που στηρίζουν την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, εφόσον οι πολιτικές αυτές ουσιαστικά αποτελούν μονόδρομο στο σημερινό σύστημα των ανοικτών και ελευθέρων αγορών. Η ρεφορμιστική Αριστερά ανακάλυψε όμως μια νέα σανίδα σωτηρίας, την Λατινική Αμερική, ιδιαίτερα, μετά τις τελευταίες εκλογικές νίκες της κεντροαριστεράς στον Ισημερινό, στη Νικαράγουα (από τον μεταλλαγμένο τ. επαναστάτη Ορτέγκα) και στην Βενεζουέλα (από τον λαϊκιστή Τσάβες). Έτσι, η Αριστερά αυτή, βάζοντας στο ίδιο τσουβάλι κεντροαριστερούς, σοσιαλφιλελευθερους και λαϊκιστές,  πανηγυρίζει για την νίκη της «Αριστεράς» στη Λατ. Αμερική που, όπως μας πληροφορεί ο Tariq Ali, δημιουργεί μάλιστα έναν «άξονα ελπίδας». Δηλαδή, ένα άξονα που αντιπαρατάσσεται στον πραγματικό «άξονα του κακού» (όχι αυτόν του Μπους!) που εκπροσωπεί η “συναίνεση της Ουάσινγκτον”. ((Teri Ali, Pirates of the Caribbean: Axis of Hope, (Verso 2006).))

Μερικούς άλλωστε μήνες πριν, το ίδιο παλιό στέλεχος της τ. «Νέας Αριστεράς» (που από καιρό προσχώρησε σύσσωμη στη μεταμοντέρνα σημερινή ρεφορμιστική Αριστερά) δήλωνε σε συνέντευξη του σε Ελληνική εφημερίδα ότι «αυτό που χρειαζόμαστε είναι μία δομική αλλαγή και το μοντέλο προέρχεται (…) από τη Λατινική Αμερική, τον Τσάβες στη Βενεζουέλα, τον Μοράλες στη Βολιβία και σε κάποιο βαθμό από τον Κάστρο στην Κούβα (που) (…) με διαφορετικούς τρόπους προσφέρουν ένα αντικαπιταλιστικό εναλλακτικό αντίβαρο στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο κόσμο (…) αντιστρέφουν τη διαδικασία του νεοφιλελευθερισμού (…) δείχνουν (…) πως ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός, αν έχεις την πολιτική ηγεσία με το όραμα αυτής της κατεύθυνσης» ((Ταρικ Αλί, Ελευθεροτυπία (5/5/2006).)) Ταυτόχρονα σχεδόν, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ στην Αθήνα διακήρυσσε ότι «σημαντικές πολιτικές αλλαγές υλοποιήθηκαν στην Λατινική Αμερική οι οποίες ταρακούνησαν τη νεοφιλελεύθερη επίθεση και σε κάποιες χώρες οι λαϊκές κινητοποιήσεις κατάφεραν ν’ αντιστρέψουν την διαδικασία ιδιωτικοποιήσεων”. ((Declaration of the assembly of the movements, Athens (07/05/2006).)) Την ίδια άποψη επαναλαμβάνουν όλοι οι αναλυτές της ρεφορμιστικής Αριστεράς (από τον Noam Chomsky μέχρι τον Perry Anderson,  καθώς και τα εδώ παρακλάδια τους), όπως παρατηρούσε  έμπειρος αναλυτής της Λατινικής Αμερικής ((James Petras, «New Winds from the Left or Hot Air from a New Right» Canadian Dimension (Μάρτης 2006).)), σε άρθρο του για τα νέα καθεστώτα στη Λατινική Αμερική με τον εύγλωττο τίτλο «Νέοι άνεμοι από την Αριστερά ή μπουρδολογίες από μια νέα Δεξιά;» Τι είναι λοιπόν μύθος και τι πραγματικότητα στη σημερινή Λατ. Αμερική;

7. Η άνοδος των σοσιαλφιλελευθέρων στη Λατινική Αμερική

Αρχικά, νομίζω θα πρέπει να κάνουμε διάκριση μεταξύ «προοδευτικών» καθεστώτων τύπου Λούλα της Βραζιλίας (για τον οποίο η ρεφορμιστική Αριστερά ήταν μέχρι πρότινος ενθουσιώδης —μολονότι τελευταία μετρίασε την ενθουσιασμό της) και αυτών της Βενεζουέλας και Βολιβίας.

Όσον αφορά τα πρώτα (Βραζιλία, Αργεντινή, Ουρουγουάη και σε ένα βαθμό ακόμη και η Βολιβία), όπως συμπεραίνει ο Petras, «κανένα από τα καθεστώτα αυτά δεν ακολουθεί αναδιανεμητική πολιτική, τα περισσότερα εφάρμοσαν παλινδρομικές δημοσιονομικές πολιτικές επιχορηγώντας τις μεγάλες επιχειρήσεις και μειώνοντας τις κοινωνικές δαπάνες, ενεργοποίησαν ταξικά προγράμματα λιτότητας που χειροτερεύουν τη θέση των χαμηλόμισθων —ιδιαίτερα στην υγεία και την εκπαίδευση— επέκτειναν και βάθυναν τις ιδιωτικοποιήσεις (νόμιμες και παράνομες) ακόμη και των ιδιαίτερα κερδοφόρων δημόσιων μεταλλευτικών και ενεργειακών τομέων, παρεχώρησαν στους ξένους επενδυτές προνομιακή πρόσβαση στις ντόπιες αγορές, φτηνή εργασία και ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις και τράπεζες». Θα πρέπει να σημειωθεί ακόμη ότι το συμπέρασμα αυτό συνάχθηκε με βάση σειρά γενικά αποδεκτών —και κάθε άλλο παρά ριζοσπαστικών— κριτηρίων για την έννοια της αριστερής πολιτικής: μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, άνοδος βιοτικού επιπέδου, μεγαλύτερη δημόσια και εθνική ιδιοκτησία αντί για ιδιωτική/ξένη, προοδευτική αντί για έμμεση φορολογία, μεγαλύτερες κοινωνικές δαπάνες και δημόσιες επενδύσεις με στόχο την απασχόληση αντί για επιχορηγήσεις και αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους, προώθηση της εθνικοποίησης των πρώτων υλών, διαφοροποίηση της παραγωγής με στόχο την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς αντί για εξαγωγικές στρατηγικές, αντιστροφή των επιζήμιων ιδιωτικοποιήσεων, αύξηση του κατώτερου μισθού, γενική και δωρεάν παιδεία και εκπαίδευση κ.λπ.

Η μόνη τροποποίηση που χρειάζεται στο παραπάνω συμπέρασμα αφορά το καθεστώς του Μοράλες στη Βολιβία που μόλις πέρασε νομοθεσία για την πραγματοποίηση μιας ριζοσπαστικής αγροτικής μεταρρύθμισης, που αποτελούσε μακρόχρονο αίτημα των ακτημόνων Ινδιάνων για το οποίο είχαν κατεβεί σε αιματηρούς αγώνες. ((Rory Carroll, «Morales pushes through radical land reform bill», The Guardian (30/11/2006).)) Όμως, θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι προηγουμένως  ο Μοράλες είχε δεσμευθεί, σε συμφωνία του Φεβρουαρίου του 2006 με τη Συνομοσπονδία Επιχειρηματιών της Βολιβίας, να διατηρήσει τη «μακρό-οικονομική σταθερότητα» και την «αξιοπιστία» της  χώρας —δηλαδή να περικόψει τις κοινωνικές δαπάνες, να προωθήσει τις ιδιωτικές επενδύσεις και ξένες επενδύσεις και να διατηρήσει τη νομισματική σταθερότητα.

Είναι λοιπόν φανερό ότι τα μόνα από τα νέα καθεστώτα της Λατινικής Αμερικής για τα οποία θα μπορούσε ίσως κανείς να ισχυριστεί ότι βάζουν τις βάσεις για καπιταλιστικό αντίβαρο είναι αυτά της Βενεζουέλας και της Βολιβίας. Όμως, αν αφήσουμε την αντιιμπεριαλιστική ρητορική του Τσάβες (που και αυτή είναι γεμάτη αντιφάσεις, βλ. τον λόγο του στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ το 2005, όπου χαρακτήρισε τον Χριστό ως τον μεγαλύτερο επαναστάτη στην Ιστορία(!) και υποστήριξε τον σοσιαλφιλελεύθερο Λούλα) ο βασικός του στόχος, σύμφωνα με το στρατηγικό του σχέδιο για τον «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα», είναι η ενδογενής ανάπτυξη, με δικαιότερη κατανομή του πλούτου (βασικά μέσω της δωρεάν εκπαίδευσης και κάποιων σχετικά δειλών αγροτικών μεταρρυθμίσεων) και του εισοδήματος (μέσω της διάθεσης για επιδόματα τμήματος των πετρελαϊκών εσόδων), μεγαλύτερη ανεξαρτησία από τα μητροπολιτικά κέντρα και συμμετοχική (όχι άμεση) δημοκρατία. ((Βλ. Thomas Muhr and Antoni Verger, Journal for Critical Education (Μάρτης 2006).)) Ακόμη και όταν το πρόγραμμα αυτό μιλά για ένα «νέο παραγωγικό μοντέλο με στόχο τη δημιουργία ενός νέου οικονομικού συστήματος» διευκρινίζει ότι αυτό απλώς σημαίνει τη δημιουργία και στερέωση μιας διαφοροποιημένης, αποτελεσματικής και προοδευτικά αυτάρκους εθνικής παραγωγικής δομής, χωρίς αντικατάσταση της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς με ένα άλλο σύστημα κατανομής των παραγωγικών πόρων. Αντίθετα, τονίζεται η ανάγκη  χρησιμοποίησης της οικονομίας της αγοράς για μια ενδογενή και εσωστρεφή ανάπτυξη με σημαντικό κρατικό παρεμβατισμό, αλλά και ιδιωτικές και ξένες επενδύσεις. Ουσιαστικά, πρόκειται δηλαδή για μια επιστροφή στη πολιτική πολλών λατινοαμερικάνικων κρατών πριν τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.

Η πραγματικότητα επομένως είναι πολύ πιο σύνθετη και λιγότερο αισιόδοξη από τις απλοϊκές αναλύσεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς, όπως φανερώνουν οι εμπειρίες από πολλά από τα καθεστώτα αυτά. Σε πιο πρόσφατο μάλιστα δοκίμιο του ο ίδιος έγκυρος αναλυτής της ριζοσπαστικής Αριστεράς που ειδικεύεται στα θέματα της Λατινικής Αμερικής κατέληξε σε ακόμη περισσότερο απαισιόδοξα συμπεράσματα ((James Petras, «US-Latin American Relations», Canadian Dimension (Νοεμ.2006).))  Έτσι, όπως παρατηρεί ο James Petras, τα κόμματα της Λατινοαμερικάνικης Αριστεράς ενώ προεκλογικά καταδικάζουν τον νεοφιλελευθερισμό και τις …παραφυάδες του, μόλις καταλάβουν την  εξουσία υιοθετούν το σύστημα των ανοικτών και ελευθέρων αγορών —την πεμπτουσία του νεοφιλελευθερισμού. Αντίστοιχα, κανένα από τα κόμματα αυτά δεν ανέτρεψε την διαδικασία μαζικών ιδιωτικοποιήσεων της περιόδου 1970-2001 που οδήγησε, μαζί με την ελευθερία των αγορών, στη σημερινή κατάσταση όπου σχεδόν το 40% των Λατινοαμερικάνων ζουν κάτω από τη γραμμή φτώχειας του ΟΗΕ, οι μισοί μάλιστα από τους οποίους επιβιώνουν με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα. ((Christopher Walker, The Independent (22/1/2006).))  Στον τελευταίο, άλλωστε, γύρο διαπραγματεύσεων της ΠΟΕ οι σημαντικότερες Λατινοαμερικάνικες χώρες, που εγκωμιάζονται από την ρεφορμιστική Αριστερά, το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ και τα παρακλάδια του, πίεζαν για ακόμη μεγαλύτερη απελευθέρωση του εμπορίου, ενώ πρόσφατα εισήγαγαν νομοθεσία για την ιδιωτικοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων, την «απελευθέρωση» της αγοράς εργασίας (δηλαδή την χαλάρωση των κοινωνικών ελέγχων) και τη διευκόλυνση της εισόδου ξένου κεφαλαίου! ((James Petras, ο.π.))

8. Η περίπτωση της Βολιβίας και της Βενεζουέλας

Τόσο η Βολιβία όσο και η Βενεζουέλα «δεν κατάργησαν τα κυριότερα στοιχεία της καπιταλιστικής παραγωγής, δηλαδή τα κέρδη, την ξένη ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, την προσφορά φυσικού αερίου, ενέργειας και άλλων πρωτογενών αγαθών μέσω της αγοράς, ούτε απαγόρευσαν τις ξένες επενδύσεις», ((James Petras, «Is Latin America Really Turning Left?», Canadian Dimension (June 11, 2006).)) ενώ οι τεράστιες πετρελαιοπηγές Orinoco στη Βενεζουέλα, με τα πλουσιότερα αποθέματα στον κόσμο, είναι ακόμη κάτω από το ξένο κεφάλαιο. Όπως παρατηρεί ο Petras, οι Τσάβες και Μοράλες απλώς εκσυγχρονίζουν και ανανεώνουν τις σχέσεις κράτους-πετρελαιοβιομηχανιών σύμφωνα με τα σημερινά διεθνή πρότυπα, και οι μείζονες διαμάχες μεταξύ των καθεστώτων αυτών και των πολυεθνικών κέντρων στις ΗΠΑ και την ΕΕ δεν έχουν καμία σχέση με το θέμα καπιταλισμός έναντι σοσιαλισμού, ούτε καν με το θέμα ατομική ιδιοκτησία έναντι εθνικοποιήσεων, ή πολύ περισσότερο, ατομική ιδιοκτησία έναντι μιας κοινωνικής επανάστασης που θα οδηγούσε σε μια εξισωτική κοινωνία. Αντίθετα, αφορούν απλώς διαμάχες για αυξήσεις φόρων, τιμών και ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, διαχείριση των εσόδων από εξαγωγές κ.λπ. Δικαιολογημένα επομένως καταλήγει ο ίδιος στο παρακάτω συμπέρασμα:

“Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις και μεταρρυθμίσεις είναι πιθανό ν’ αυξήσουν τα δημόσια έσοδα και την επιρροή του δημόσιου τομέα, αλλά καμία από αυτές τις διαμάχες δεν αφορά μια επαναστατική μεταμόρφωση των ιδιοκτησιακών ή κοινωνικών σχέσεων παραγωγής (…) Συνοπτικά, η σύγκρουση είναι μεταξύ εθνικιστών ηγετών που εξελέγησαν δημοκρατικά και υποστηρίζουν μια μικτή οικονομία για να χρηματοδοτήσουν την κοινωνική πρόνοια, ενάντια σε μια διαδικασία οικοδόμησης της Αμερικανικής και Ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας  και των αντίστοιχων παρεμβατικών πολιτικών τους που στοχεύουν  στη διατήρηση του «Χρυσού αιώνα» λεηλασίας των ανεξέλεγκτων από κοινωνικούς ελέγχους ιδιωτικοποιημένων οικονομιών, καθώς και των προνομιακών χαμηλών φόρων για την εκμετάλλευση των ενεργειακών πηγών.” ((ό.π.))

Στην ίδια τη Βενεζουέλα (το πρότυπο του «σοσιαλισμού για τον 21ο αιώνα» κατά τον Τσάβες) οι ιδιοκτησιακές σχέσεις έχουν μείνει σχεδόν ανέγγιχτες (εκτός από κάποιες οριακές απαλλοτριώσεις αγροτικής γης) ενώ το διμερές εμπόριο με τις ΗΠΑ (που σημαντικό μέρος του αφορά τις διαρκώς εντεινόμενες εισαγωγές, συνήθως, πολυτελών αυτοκίνητων) αυξήθηκε κατά το 1/3 το 2005, φθάνοντας τα 40 δισ. δολλ. ((Rory Carroll,  The Guardian (23/10/2006).)) Δεν είναι λοιπόν περίεργο το συμπέρασμα του Douglas Bravo, πρώην Μαρξιστή αντάρτη, στη καθημερινή εφημερίδα El National για την κυβέρνηση Τσάβες: «εάν κρίνουμε από τα έργα της, πρόκειται για νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση». ((Rory Carroll, «Welcome to the Chávez revolution – where the rich keep getting richer», The Guardian (14/11/2006).)) Φυσικά, αυτό δεν αρκεί στις ντόπιες και ξένες ελίτ οι οποίες, μολονότι προς το παρόν δεν έχουν υποστεί παρά ελάχιστες ζημιές από την «Βολιβαριανή επανάσταση», θα προτιμούσαν ένα περισσότερο έμπιστο καθεστώς —όπως τα νεοφιλελεύθερα καθεστώτα στο Μεξικό, Γουατεμάλα κ.λπ., ή έστω τα κεντροαριστερά καθεστώτα στη Βραζιλία, την Ουρουγουάη και την Αργεντινή— παρά ένα καθεστώς που προσπαθεί να επιβάλλει κάποιο είδος μικτής οικονομίας και την αντίστοιχη μείωση των κερδών τους. Οι γενναίες άλλωστε αυξήσεις των κοινωνικών δαπανών, κυρίως για την υγεία και την εκπαίδευση, χρηματοδοτήθηκαν μεν βασικά από τις υψηλές τιμές πετρελαίου αλλά και σε ένα μέρος από την αύξηση του φόρου πάνω στις πετρελαιοβιομηχανίες. Όσο επομένως η τιμή του πετρελαίου πέφτει στο μέλλον, τόσο θ’ αυξάνει αντίστοιχα το φορολογικό βάρος των ελίτ.

Το γεγονός όμως που κυρίως ανησυχεί τις ελίτ είναι ότι υπάρχουν και  πιέσεις «από τα κάτω» για πολύ ριζοσπαστικότερα μέτρα από αυτά που είναι διατεθειμένα να πάρει το καθεστώς Τσάβες. Τέτοιες πιέσεις αφορούν την κοινοτικοποιηση της αγροτικής γης και τον έλεγχο της από κοοπερατίβες, την απαλλοτρίωση εργοστασίων και τον άμεσο έλεγχο τους από εργατικά συμβούλια και, γενικότερα, την δημοκρατικοποίηση της λήψης των βασικών αποφάσεων μέσα από αμεσοδημοκρατικες διαδικασίες. Η απάντηση  του καθεστώτος Τσάβες μέχρι τώρα στις πιέσεις αυτές ήταν:

  • πρώτον, μια δειλή αγροτική μεταρρύθμιση που από το 2001 μέχρι σήμερα έχει οδηγήσει στην απαλλοτρίωση λιγότερου από το 1% των μεγάλων αγροκτημάτων, όταν το 5% των μεγαλογαιοκτημονων κατείχε το 80% της καλλιεργήσιμης γης —πράγμα που εύλογα οδήγησε τον ηγέτη τους, Genaro Mendez, να δηλώνει θρασυτατα «δεν υπάρχει  επανάσταση, μόνο σλόγκαν»! ((Rory Carroll, «Chávez’s revolutionary intent stalls amid bumbling bureaucracy», The Guardian (23/10/2006).))
  • δεύτερον, ελάχιστες απαλλοτριώσεις ιδιωτικών επιχειρήσεων (τα κυριότερα ΜΜΕ που είναι ιδιωτικά ελέγχονται από φιλοαμερικανικα συμφέροντα!), συνήθως εγκαταλελειμμένων από τους ιδιοκτήτες τους και κατειλημμένων από τους εργαζόμενους σε αυτές, οι οποίοι όμως συναντούν την κρατική κωλυσιεργία όταν αποπειρώνται να αναλάβουν τον έλεγχο τους μέσω αυτόνομων εργατικών  συμβουλίων. ((Ομιλία Stalin Perez’s στο φεστιβάλ «Μαρξισμός 2006» στην Αθήνα (Ιούλης 2006). http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=540590.))
  • τρίτον, η καθιέρωση ενός είδους «συμμετοχικής» δημοκρατίας (όχι πολύ διαφορετικής από αυτή που προτείνει το ΠΑΣΟΚ!) όπου οι βασικές αποφάσεις παίρνονται στο κέντρο από την κυβέρνηση, ενώ οι ντόπιες συνελεύσεις παίζουν ουσιαστικά συμβουλευτικό ρόλο, αποφασίζοντας μόνο για τον τρόπο διάθεσης κρατικών κονδυλίων σε τοπικά έργα. ((Renaud Lambert, «Popular revolution, culture of impunity», Le Monde diplomatique (Σεπτ. 2006).))

Τέλος, η διαδικασία που ξεκίνησε o Τσαβες για την δημιουργία μιας περιφερειακής κοινής αγοράς που θα στηρίζεται στην κοινωνική αλληλεγγύη (ALΒA)  —σε αντίθεση με την MERCOCUR, το αντίστοιχο της ΕΕ, όπου επίσης μετέχει η Βενεζουέλα και στηρίζεται στον ανταγωνισμό— είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, όσο η παραγωγική διαδικασία σε όλες τις Λατινοαμερικάνικες χώρες (εκτός της Κούβας όπου και εκεί η κατάσταση αλλάζει) ελέγχεται ουσιαστικά από πολυεθνικές! Μολονότι επομένως είναι σωστό το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Διάσκεψη Κορυφής μερικών Λατινοαμερικάνικων κρατών στην Cochabamba, όπως διατυπώνεται στο μανιφέστο που εξέδωσε τον Δεκέμβρη του 2006, ((Βλ. Cochabamba Manifesto, 13/12/2006  http://www.asc-hsa.org/article.php3?id_article=404.)) για τη δημιουργία μιας πραγματικής Κοινότητας των Νοτιοαμερικανικων κρατών που θα στηρίζεται στις αρχές της συνεργασίας αντί για τις αρχές του ανταγωνισμού, τα δικαιώματα των λαών αντί για τα εμπορικά συμφέροντα, τη κρατική δραστηριότητα αντί για τις ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ. —όσο οι αρχές αυτές δεν μετουσιώνονται σε πράξη με την αποκοπή των χωρών της Λατινικής Αμερικής από την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς θα παραμένουν απλώς άλλη μια ρητορική εκδήλωση. Με άλλα λόγια, η νέα Λατινοαμερικάνικη Κοινή Αγορά της αλληλεγγύης που επιθυμεί ο Τσάβες, η οποία θα μπορούσε να επιτρέψει μια πολιτική εσωστρεφούς ανάπτυξης, είναι εντελώς ανέφικτη αν δεν πάψει ν’ αποτελεί οργανικό τμήμα του σημερινού συστήματος των ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών —αίτημα που ο ίδιος δεν θέτει!

9. Συμπεράσματα για τη Λατινική Αμερική

Το συμπέρασμα επομένως που μπορούμε να συνάγουμε είναι ότι οι «αριστερές» αλλαγές στις περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής αφορούν απλώς την άνοδο σοσιαλφιλελευθερων καθεστώτων στην εξουσία. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι οι κοινωνικές δαπάνες που γίνονται από το καθεστώς Τσάβες στην Βενεζουέλα σήμερα για βασικές ανάγκες όπως η υγεία και η εκπαίδευση ή οι —έστω δειλές— αγροτικές μεταρρυθμίσεις (ακόμη πιο δειλές και από αυτές που έκαναν αστοί πολιτικοί στην Ελλάδα όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος) από τον Τσάβες και τον Μοράλες στη Βολιβία, δεν είναι σημαντικές για την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των λαών. Το αμφισβητούμενο δεν είναι αυτό αλλά το εάν, πρώτον, οι αλλαγές αυτές αποτελούν —έστω στη δυναμική τους— ένα αντικαπιταλιστικό αντίβαρο και οδηγούν σε συστημική αλλαγή όπως διατείνονται οι αναλυτές της ρεφορμιστικής Αριστεράς και δεύτερον εάν —έστω ως μεταρρυθμίσεις καθαυτές— είναι βιώσιμες. Η απάντηση και στα δύο ερωτήματα είναι σαφώς αρνητική. Στο πρώτο, γιατί κανένα ρεφορμιστικό κίνημα στην Ιστορία δεν οδήγησε στη δημιουργία αντισυστημικής συνείδησης αλλά αντίθετα όλα ενίσχυσαν την ρεφορμιστική νοοτροπία και τον κομφορμισμό με το υπάρχον σύστημα. ((Βλ. Τάκης Φωτόπουλος,  «Κριτική των στρατηγικών μετάβασης», Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 7 (Μάρτιος-Μάιος 2004), σελ. 24-50.)) Στο δεύτερο, γιατί ουσιαστικά οι πολιτικές αυτές δεν είναι καν καθαρά αναδιανεμητικές αφού δεν στηρίζονται στην δραστική ελάττωση των προνομίων των εύπορων στρωμάτων υπέρ των αδυνάτων αλλά απλώς στο παροδικό γεγονός των υψηλών τιμών πετρελαίου. Και δεν αναφέρομαι στην βραχυπρόθεσμη μόνο παροδικότητα των διακυμάνσεων της αγοράς αλλά και στην τελική μακροπρόθεσμη παροδικότητα (ζήτημα λίγων δεκαετιών) της εξάντλησης των αποθεμάτων πετρελαίου.

Το σημαντικότερο επομένως γεγονός, όσον αφορά την προοπτική μιας αντισυστημικής αλλαγής, δεν είναι τα ίδια τα καθεστώτα που εγκαθιδρύονται σήμερα στη Λατινική Αμερική αλλά οι διεργασίες που γίνονται «από κάτω» σε σχέση ή και σε αντίθεση με τα καθεστώτα αυτά. Στη Βενεζουέλα και τη Βολιβία για παράδειγμα, κάτω από την ασφυκτική πίεση των λαϊκών κινημάτων, οι Τσάβες και Μοράλες επιχειρούν μετάβαση σε κάποια μορφή σοσιαλιστικής οικονομίας της αγοράς μέσω μεταρρυθμίσεων. Με βάση όμως την Ιστορία και την παραπάνω ανάλυση, τα πειράματα αυτά είναι καταδικασμένα σε αποτυχία και πιθανότατα σε οικονομικό (αν όχι και φυσικό) στραγγαλισμό τους. Είναι δηλαδή φανερό ότι μόνο η ολοκληρωτική ρήξη των λαών αυτών με την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και η παράλληλη οργάνωση της αυτο-άμυνας τους θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια πραγματικά άλλη κοινωνία.

Και αυτό ισχύει όχι μόνο για τα κινήματα των χωρών όπου κατέλαβαν την εξουσία σοσιαλφιλελεύθερα ή κέντρο-αριστερά κόμματα, αλλά και για κινήματα όπως των Ζαπατίστας, οι οποίοι  παρέμειναν βασικά ένα ιθαγενές αυτονομιστικό κίνημα που έβαζε στόχο μόνο τον νεοφιλελευθερισμό αλλά όχι και το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Ο ίδιος άλλωστε ο υποδιοικητής Μάρκος έβλεπε τη δημοκρατία πάντα σαν “διαδικασία” και όχι σαν μορφή πολιτεύματος γι’ αυτό και μιλούσε και για συνδυασμό αντιπροσωπευτικής και άμεσης δημοκρατίας. Εντούτοις, τους τελευταίους μήνες παρατηρείται μια αλλαγή στους Ζαπατίστας που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ριζοσπαστικότερες κατευθύνσεις. Ο Μάρκος έκανε κριτική από τα αριστερά στον υποψήφιο της κέντρο-αριστεράς που απέτυχε στις τελευταίες Προεδρικές εκλογές και μίλησε ακόμη και γι’ αντικαπιταλιστικό αγώνα, ενώ έχουν αρχίσει να οργανώνονται περισσότερο αυτόνομες Ζαπατιστικες κοινότητες  με σημαντικό βαθμό αυτοδιοίκησης και εναλλαγή εκ περιτροπής των «εκπροσώπων». ((Βλ. Fernando Matamoros Ponce, Le Monde/Ελευθεροτυπία (05/03/2006).)) Εντούτοις, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι κοινότητες αυτές κινούνται προς καθαρά αμεσοδημοκρατικές κατευθύνσεις και όχι απλώς σε συνθέσεις αντιπροσωπευτικής και άμεσης δημοκρατίας —ενώ και ο αντικαπιταλιστικός χαρακτήρας που δίνει τώρα ο Μάρκος στο κίνημα είναι πιθανό να είναι μόνο ρητορικός, ιδιαίτερα αφού δεν προτείνει συγκεκριμένους τρόπους εξόδου από την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς.

Εάν επομένως τα λαϊκά κινήματα στη Λατινική Αμερική δεν ξεπεράσουν τις πολιτικές ηγεσίες τους, ο «άξονας της ελπίδας» θα μετατραπεί γι άλλη μια φορά σε άξονα της απελπισίας…