Σημ. της σύνταξης:
Κρίναμε χρήσιμο να αναδημοσιεύσουμε ένα σημαντικό κεφάλαιο (Οι μη συστημικές προσεγγίσεις της ρεφορμιστικής αριστεράς) από το βιβλίο του Τ. Φωτόπουλου «Παγκοσμιοποίηση Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία»[1], που αναφέρεται και απαντά στις στρεβλές προσεγγίσεις της ρεφορμιστικής «αριστεράς» για την Παγκοσμιοποίηση. Η διαστρέβλωση της έννοιας της «Παγκοσμιοποίησης» από την συγκεκριμένη «αριστερά» και οι αντίστοιχες προτάσεις της, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο τις τελευταίες δεκαετίες στον αποπροσανατολισμό του κόσμου και την αδρανοποίησή του μέσα από ανώδυνες- αν όχι χρήσιμες για το σύστημα – ρεφορμιστικές κατευθύνσεις, τις τραγικές συνέπειες των οποίων βιώνουμε στον Ελλαδικό χώρο. Το κείμενο συνοδεύεται στο τέλος από την πρόταση της ΠΔ για την υπέρβαση της κρίσης μέσα από ένα Λαϊκό Μέτωπο Κοινωνικής και Εθνικής Απελευθέρωσης από την οικονομική κατοχή της χώρας.
Οι «μη συστημικές» προσεγγίσεις της ρεφορμιστικής αριστεράς.
Ονομάζω «ρεφορμιστική Αριστερά» το σύνολο των διανοουμένων, κινημάτων και πολιτικών κομμάτων στην Αριστερά που υιοθετούν μια «μη συστημική» προσέγγιση στην παγκοσμιοποίηση σύμφωνα με την οποία η παγκοσμιοποίηση οφείλεται σε εξωγενείς αλλαγές στην οικονομική πολιτική, και, ως τέτοια, είναι αντιστρέψιμη ακόμη και εντός του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Επομένως, η ρεφορμιστική Αριστερά περιλαμβάνει όλους εκείνους που είτε προτείνουν διάφορες μεταρρυθμίσεις για να βελτιωθεί η λειτουργία της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς (π.χ. να εξαλειφθεί ο μονοπωλιακός χαρακτήρας της, να καταργηθεί η νεοφιλελεύθερη απορύθμιση των αγορών κ.ο.κ.), είτε απλώς επικρίνουν τις συνέπειες της χωρίς όμως να προτείνουν κάποια εναλλακτική μορφή κοινωνικής οργάνωσης, υιοθετώντας, ρητά η σιωπηρά, την μεταμοντέρνα απόρριψη κάθε ‘συνολικού’ προτάγματος (universalism),[2] είτε τέλος θεωρούν δεδομένο το παρόν σύστημα της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας». Με αυτήν την έννοια, η ρεφορμιστική Αριστερά περιλαμβάνει μετα-Μαρξιστές, σοσιαλδημοκράτες και άλλους στην ευρεία Αριστερά (π.χ. Pierre Bourdieu, Immanuel Wallerstein, N. Τσόμσκι, Samir Amin, John Gray Leo Panitch κ.α. καθώς και τα παρακλάδια τους στην Ελλάδα που συνήθως βρίσκονται στον Συνασπισμό, την εφημερίδα ‘Εποχή’—Κ. Βεργόπουλος, Π. Κοροβέσης κλπ) που παίρνουν μια αρνητική μεν, αλλά ρεφορμιστική, στάση απέναντι στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.
Υπάρχουν αρκετές προσεγγίσεις που θα μπορούσαμε να κατατάξουμε στη κατηγορία της ρεφορμιστικής Αριστεράς.. Όλες τους μοιράζονται ένα κοινό στοιχείο: σε αντίθεση με τους πολύ πιο ρεαλιστές σοσιαλ-φιλελεύθερους, οι προσεγγίσεις αυτές υιοθετούν τη θέση ότι η παγκοσμιοποίηση δεν είναι ένα νέο φαινόμενο αλλά κάτι που ήδη υπήρχε στην αρχή του περασμένου αιώνα και, στη συνέχεια, προχωρούν στη διερεύνηση τρόπων να αντισταθούν σ’ αυτή – χωρίς βέβαια να αμφισβητούν βέβαια το συστημικό πλαίσιο προτείνοντας εναλλακτικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Η αρνητική τους στάση σε σχέση με την παγκοσμιοποίηση στηρίζεται στη θέση ότι, πέρα από τις δυσμενείς συνέπειές της πάνω στην εργασία και το περιβάλλον, είναι επιπλέον ασύμβατη με την σημερινή «δημοκρατία». Η ρητή – ή κάποιες φορές σιωπηρή – υπόθεση που μοιράζεται η ρεφορμιστική Αριστερά είναι ότι μια επιστροφή σε ένα είδος κρατισμού είναι ακόμη δυνατή σήμερα – πράγμα καθόλου περίεργο εφόσον θεωρούν την σημερινή παγκοσμιοποίηση ως απλώς το προϊόν νεοφιλελεύθερων πολιτικών (αν όχι μια ιδεολογία για να δικαιολογηθεί ο νεοφιλελευθερισμός), και όχι ως το αποτέλεσμα μιας θεμελιώδους δομικής αλλαγής.
Ετσι, ο Bourdieu, ξεκινώντας με την υπόθεση ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια ουτοπία που επιβλήθηκε κύρια από την Αμερικανική ελίτ, συμπεραίνει ότι πρέπει να στραφούμε στο «έθνος- κράτος», ή ακόμη καλύτερα στο υπερεθνικό κράτος – ένα ευρωπαϊκό κράτος στο δρόμο προς ένα παγκόσμιο κράτος – που θα είναι ικανό να ελέγχει και να φορολογεί αποτελεσματικά τα κέρδη που αποφέρονται στις χρηματοπιστωτικές αγορές και, πάνω απ’ όλα, να εξουδετερώνει τον καταστροφικό αντίκτυπο που έχουν οι τελευταίες πάνω στην αγορά εργασίας».[3] Στην προβληματική του, η παγκοσμιοποίηση είναι περισσότερο ένα πολιτικό πρόταγμα παρά μια οικονομική πραγματικότητα»[4], μια πολιτική που στοχεύει στο να επεκτείνει σε ολόκληρο τον κόσμο το Αμερικανικό οικονομικό μοντέλο:[5]
«Η οικονομική «παγκοσμιοποίηση» δεν είναι μηχανικό αποτέλεσμα των νόμων της τεχνικής ή της οικονομίας, είναι το προϊόν μιας πολιτικής που εφαρμόζεται από ένα σύνολο φορέων και θεσμών (…) η «παγκόσμια αγορά» είναι το προϊόν μιας περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά συντονισμένης πολιτικής (…) αυτό που προτείνεται και επιβάλλεται κατά τρόπο καθολικό ως κανονιστικό πρότυπο κάθε ορθολογικής οικονομικής πρακτικής είναι στην πραγματικότητα η καθολίκευση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών μιας συγκεκριμένης οικονομίας, που αναδύθηκε στο πλαίσιο μιας πολύ συγκεκριμένης ιστορίας και κοινωνικής δομής, της ιστορίας και της κοινωνικής δομής των Ηνωμένων Πολιτειών».
Ανάλογη είναι η στάση που υιοθετείται από ορισμένους συγγραφείς στην ρεφορμιστική Αριστερά, όπως ο Leo Panitch,[6] ο Ν Τσόμσκι[7] και άλλους, οι οποίοι επίσης υποστηρίζουν επίσης ότι η παγκοσμιοποίηση δεν είναι κάτι το καινούργιο και αντιπροσωπεύει κατά βάση ένα είδος νεοφιλελεύθερης συνωμοσίας Αμερικανικής προέλευσης, ο στόχος της οποίας είναι να προωθήσει τα συμφέροντα του μονοπωλιακού καπιταλισμού των ΗΠΑ. Η συμβουλή τους στο «κίνημα» κατά της παγκοσμιοποίησης είναι να ασκήσει μέγιστη πίεση πάνω στις ελίτ, έτσι ώστε το έθνος-κράτος να αναγκαστεί να αντισταθεί στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Παρόμοια, ο Immanuel Wallerstein[8] υιοθετεί ρητά την εξωγενή (αν όχι ιδεολογική) φύση της σημερινής παγκοσμιοποίησης τονίζοντας ότι:
Η δεκαετία του 1990 κατακλύστηκε από συζητήσεις πάνω στην παγκοσμιοποίηση. Ακούμε από τους πάντες σχεδόν ότι τώρα ζούμε, και για πρώτη φορά, σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης. Ακούμε ότι η παγκοσμιοποίηση έχει αλλάξει τα πάντα: η κυριαρχία των κρατών έχει εξασθενίσει, η ικανότητα του καθενός να αντισταθεί στους κανόνες της αγοράς έχει εξαφανιστεί, η δυνατότητά μας για πολιτιστική αυτονομία έχει ουσιαστικά αναιρεθεί, και η ίδια η ταυτότητά μας έχει τεθεί υπό σοβαρή αμφισβήτηση. Αυτή η κατάσταση «παγκοσμιοποίησης» έχει υμνηθεί από κάποιους και θρηνηθεί από άλλους. Όμως, η συζήτηση αυτή είναι μια γιγαντιαία παρερμηνεία της τωρινής πραγματικότητας – μια πλάνη που μας την επιβάλλουν ισχυρές ομάδες, και, ακόμη χειρότερα, μια πλάνη που έχουμε επιβάλλει στους εαυτούς μας, συχνά σε κατάσταση απόγνωσης (…) Στην πραγματικότητα, οι διαδικασίες που συχνά εννοούνται όταν αναφερόμαστε στην παγκοσμιοποίηση δεν είναι καθόλου νέες. Υπάρχουν εδώ και 500 περίπου χρόνια.
Τέλος, μια ακόμη εκδοχή, που υποστηρίζεται από σοσιαλδημοκράτες όπως ο καθηγητής της LSE John Gray[9], διακηρύσσει το τέλος της παγκοσμιοποίησης, ακολουθώντας το παράδειγμα του Eric Hobsbawm, του ‘πρύτανη’ των Μαρξιστών ιστορικών, ο οποίος, ακόμη και το 1998, διακήρυσσε το τέλος του νεοφιλελευθερισμού![10]. Αυτή τη φορά, το επιχείρημα που προβάλλεται για να υποστηριχθεί το υποτιθέμενο τέλος της παγκοσμιοποίησης βασίζεται στη σημερινή πορεία προς την ύφεση της Αμερικάνικης οικονομίας και την εκλογή του Μπούς στην προεδρία των ΗΠΑ.
Το κοινό συμπέρασμα όλων των αναλυτών στην ρεφορμιστική Αριστερά (που υιοθετεί και το κύριο σώμα του «κινήματος» κατά της παγκοσμιοποίησης), είναι ότι η πίεση «από τα κάτω» θα μπορούσε να αντιστρέψει τη «νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση», ή τουλάχιστον, να υποχρεώσει τις σοσιαλ-φιλελεύθερες κυβερνήσεις να «επαναδιαπραγματευθούν» τους κανόνες της και ιδιαίτερα, τους κανόνες που καθορίζουν τη λειτουργία διεθνών θεσμών όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου – θέση που υποστηρίζουν για παράδειγμα, μεταξύ άλλων, οι Pierre Bourdieu[11], Samir Amin[12] κλπ.
Αλλά ας δούμε πιο λεπτομερώς τα επιχειρήματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς ότι η παγκοσμιοποίηση είναι ένας «μύθος», ή μια ιδεολογία. Ισως η πιο συστηματική έκθεση αυτών των επιχειρημάτων μέχρι σήμερα βρίσκεται στη μελέτη των Paul Hirst και Grahame Thompson,[13] οι οποίοι υποστηρίζουν τη θέση ότι το έθνος-κράτος εξακολουθεί να παίζει σημαντικό ρόλο στη νεοφιλελεύθερη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Μολονότι ρητός στόχος των συγγραφέων είναι να επιτεθούν στη θέση της παγκοσμιοποίησης που προωθεί η εθνικιστική Δεξιά, η μελέτη τους, ουσιαστικά, στηρίζει το είδος στρατηγικής και πολιτικής που προτείνονται σήμερα από την ρεφορμιστική Αριστερά. Τα επιχειρήματά τους μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
- Ο σημερινός υψηλός βαθμός διεθνοποίησης της οικονομίας δεν είναι πρωτοφανής εφόσον ο βαθμός ανοίγματος της παγκόσμιας οικονομίας το 1913 ήταν στην πραγματικότητα υψηλότερος από τον αντίστοιχο βαθμό ανοίγματος στην περίοδο μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο.[14]
- Οι καθαρά υπερεθνικές επιχειρήσεις είναι σχετικά σπάνιες μιας και οι περισσότερες επιχειρήσεις έχουν κάποια εθνική έδρα.[15]
- Η παγκόσμια οικονομία σήμερα δεν είναι πραγματικά παγκόσμια εφόσον το εμπόριο, οι ξένες άμεσες επενδύσεις και οι ροές κεφαλαίου γενικότερα συγκεντρώνονται στις «Χώρες της Τριάδας», δηλ. στις χώρες των τριών κύριων οικονομικών περιφερειών (Βόρεια Αμερική, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ιαπωνία).[16]
- Κατά συνέπεια, οι μεγάλες οικονομικές δυνάμεις «έχουν την ικανότητα να ασκούν ισχυρές καθοδηγητικές πιέσεις στις αγορές κεφαλαίου και σε άλλες οικονομικές τάσεις. Οι παγκόσμιες αγορές δεν είναι σε καμία περίπτωση πέραν από ρύθμιση και έλεγχο».[17]
Ας εξετάσουμε καθένα από τα παραπάνω επιχειρήματα πιο λεπτομερώς. Όσον αφορά στο πρώτο επιχείρημα των συγγραφέων, όπως θα προσπαθήσω να δείξω παρακάτω, είναι αλήθεια ότι κατά τη διάρκεια της φιλελεύθερης μορφής της νεωτερικότητας υπήρξε πράγματι μια αρχική διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, η οποία συνοδεύθηκε από μια απόπειρα εγκαθίδρυσης μιας καθαρά φιλελεύθερης διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Όμως αυτή η απόπειρα, για τους λόγους που θα εξετάσω αμέσως, απέτυχε. Ετσι, παρ’ όλο που ήδη στις αρχές του εικοστού αιώνα ήταν εμφανής ένας σημαντικός βαθμός διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς, η σημερινή διεθνοποίηση είναι τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά διαφορετική από την πρώτη διεθνοποίηση.
Είναι ποσοτικά διαφορετική επειδή, παρά τους αστήρικτους ισχυρισμούς περί του αντιθέτου, ποτέ στο παρελθόν δεν υπήρξε ένας παρόμοιος βαθμός ανοίγματος της αγοράς. Οι κύριοι δείκτες που χρησιμοποιούν οι Hirst και Thompson για να υποστηρίξουν την θέση ότι το άνοιγμα της οικονομίας της αγοράς σήμερα είναι μικρότερο σε σχέση με το παρελθόν είναι ο βαθμός ανοίγματος της σε σχέση με την κίνηση κεφαλαίου και εμπορευμάτων.
Ωστόσο, όσον αφορά πρώτα στο άνοιγμα της οικονομίας της αγοράς στο κεφάλαιο, οι μελέτες που παραθέτουν για να δείξουν το μεγαλύτερο άνοιγμα στην περίοδο πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο σε σχέση με σήμερα, χρησιμοποιούν έναν στατιστικό δείκτη[18] που δεν έχει καθολική ισχύ, καθώς στην περίπτωση της χώρας με το κυριότερο αποθεματικό νόμισμα, τις ΗΠΑ., οδηγούν σε αποτελέσματα που δεν έχουν κανένα νόημα. Από την άλλη μεριά, η χρήση εναλλακτικών δεικτών δείχνει μια δραματική αύξηση στο άνοιγμα της οικονομίας της αγοράς σε σχέση με τη κίνηση κεφαλαίου. Και αυτό, όχι μόνο σε σχέση με την κίνηση επενδυτικού κεφαλαίου όπου παρατηρείται διπλασιασμός της αναλογίας των άμεσων ξένων επενδύσεων στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών στα πρώτα 20 χρόνια της σημερινής παγκοσμιοποίησης,[19] αλλά κυρίως σε σχέση με την κίνηση κερδοσκοπικών κεφαλαίων. Ετσι, οι κερδοσκοπικές ροές /συναλλαγές συναλλάγματος αυξήθηκαν 14 φορές μέσα σε 15 χρόνια παγκοσμιοποίησης (από περίπου 25.000 δις. δολ. το 1983 σε πάνω από 350.000 δις. δολ. το 1998) ενώ οι κινήσεις κεφαλαίου σε σχέση με το εμπόριο και τις άμεσες ξένες επενδύσεις απλώς διπλασιάστηκαν στην ίδια περίοδο (από περίπου 3.000 δις. δολ. το 1983 σε περίπου 7.000 δις. δολ. το 1998)[20]. Η συνέπεια είναι ότι σήμερα περίπου ένα τρισεκατομμύριο δολάρια αλλάζει χέρια κάθε μέρα.
Περνώντας τώρα στο άνοιγμα όσον αφορά στο εμπόριο, σ’ αντίθεση με τα στοιχεία που παρουσιάζουν οι Hirst και Thompson, αυτό το άνοιγμα, όχι απλώς δεν είναι μικρότερο σήμερα απ’ ότι ήταν στην περίοδο πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά αυξήθηκε σημαντικά στο τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα (δηλ. στην περίοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης). Ετσι, το άνοιγμα αυτό κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, έχει αυξηθεί στις μεγαλύτερες εμπορικές χώρες του κόσμου (με εξαίρεση την Ιαπωνία). Ως αποτέλεσμα, όπως δείχνει ο παρατιθέμενος Πίνακας, ο μέσος δείκτης ανοίγματος ως προς το εμπόριο αυξήθηκε από 43,6% που ήταν το 1913, σε 48,3% το 1996. Aκομη, σύμφωνα με πιο πρόσφατα στοιχεία, ο ίδιος μέσος δείκτης αυξήθηκε πολύ σημαντικά τα τελευταία χρόνια φθάνοντας το επίπεδο του 53,4 το 1998.[21] Είναι λοιπόν προφανές ότι ο ισχυρισμός των Hirst και Thompson ότι το άνοιγμα της οικονομίας της αγοράς στο εμπόριο ήταν μεγαλύτερο το 1913 απ’ ό,τι σήμερα (ένας ισχυρισμός που, όλως περιέργως, βασίζεται σε δεδομένα μέχρι το 1973, δηλ. πριν το ξεκίνημα της σημερινής παγκοσμιοποίησης!) δεν μπορεί να υποστηριχθεί από τα υπάρχοντα στοιχεία.
Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι η σημερινή διεθνοποίηση είναι ποιοτικά διαφορετική από αυτή του περασμένου αιώνα. Αυτό συμβαίνει επειδή η προηγούμενη διεθνοποίηση ήταν βασισμένη στα έθνη-κράτη και όχι στις πολυεθνικές επιχειρήσεις όπως σήμερα. Το γεγονός ότι ο βαθμός (τυπικού ή άτυπου) ανοίγματος των αγορών εμπορευμάτων και κεφαλαίου ήταν πολύ μικρότερος στο παρελθόν απ’ ό,τι είναι σήμερα, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον καθορισμό του «φορέα» της διεθνοποίησης σε κάθε περίοδο, καθώς και του βαθμού οικονομικής κυριαρχίας του κράτους. Όταν ο βαθμός του ανοίγματος της αγοράς ήταν σχετικά μικρός (μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970) τα κράτη-έθνη
Δείκτης ανοίγματος ως προς το εμπόριο* στις μεγάλες οικονομίες της αγοράς
|
1913 |
1950 |
1973 |
1980 |
1996 |
Γαλλία |
35,4 |
21,2 |
29,0 |
44,0 |
45,0 |
Γερμανία |
35,1 |
20,1 |
35,2 |
|
46,0 |
Ιαπωνία |
31,4 |
16,9 |
18,3 |
28,0 |
17,0 |
Ολλανδία |
103,6 |
70,2 |
80,1 |
103,0 |
100,0 |
Βρετανία |
44,7 |
36,0 |
39,3 |
52,0 |
58,0 |
ΗΠΑ |
11,2 |
7,0 |
10,5 |
21,0 |
24,0 |
* Λόγος του εμπορίου (εξαγωγές και εισαγωγές) προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν σε τρέχουσες τιμές.
Πηγή: Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question, Πίνακας 2.5 (για τις χρονιές 1913, 1950 και 1973) και World Development Report της Παγκόσμιας Τράπεζας 1998/99, Πιν. 20.
μπορούσαν να ασκήσουν σημαντικό βαθμό ελέγχου πάνω στην οικονομική δραστηριότητα μέσω νομισματικών, συναλλαγματικών και δημοσιονομικών πολιτικών. Από την άλλη μεριά, τη στιγμή που (και ως αποτέλεσμα της επέκτασης των πολυεθνικών επιχειρήσεων) ο βαθμός ανοίγματος της αγοράς άρχισε να αυξάνεται, τα έθνη-κράτη έχασαν ένα σημαντικό μέρος της οικονομικής τους κυριαρχίας. Ετσι, επιθετικές δημοσιονομικές πολιτικές για τον έλεγχο της οικονομικής δραστηριότητας δεν είναι πια δυνατές σε ένα πλαίσιο ανοικτών αγορών εμπορευμάτων και κεφαλαίου, ενώ ο σημερινός βαθμός ενσωμάτωσης στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς κάνει σχεδόν αδύνατες οποιεσδήποτε πραγματικά αποκλίνουσες νομισματικές πολιτικές.
Όσον αφορά στο δεύτερο επιχείρημα των συγγραφέων ότι οι καθαρά υπερεθνικές επιχειρήσεις είναι σχετικά σπάνιες μιας και οι περισσότερες επιχειρήσεις έχουν κάποια εθνική έδρα, το πραγματικό ζήτημα δεν είναι η αναλογία των πολυεθνικών επιχειρήσεων ως προς τον συνολικό αριθμό εταιριών αλλά η εξουσία που ασκούν. Και τα στατιστικά στοιχεία πάνω σε αυτό είναι αδιαμφισβήτητα. Στη δεκαετία του 1990, οι 500 πολυεθνικές επιχειρήσεις στην κορυφή της πυραμίδας είχαν υπό τον έλεγχό τους το 70% του παγκόσμιου εμπορίου, το 80% των ξένων επενδύσεων και το 30% του παγκόσμιου Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος.[22] Επιπλέον, το ζήτημα δεν είναι το εάν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις έχουν μια εθνική βάση, ή, αντίθετα, είναι α-κρατικά σώματα, αλλά το εάν οι δραστηριότητές τους και ιδιαίτερα το εμπόριο, οι επενδύσεις και η παραγωγή εκτείνονται πολύ πέρα από τα εθνικά τους όρια. Σε αυτήν την προβληματική, η εθνική έδρα εξακολουθεί να είναι πολύ χρήσιμη για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, εφόσον τους προσπορίζει διάφορα πλεονεκτήματα έναντι των ανταγωνιστών τους, και το γεγονός αυτό είναι απόλυτα συμβατό με τη σημερινή επιταχυνόμενη αγοραιοποίηση[23] της οικονομίας. Στην πραγματικότητα, η θέση που υποστηρίζεται εδώ, όσον αφορά στη σημασία που έχουν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις σε σχέση με τη διεθνοποίηση, έχει πολλά κοινά στοιχεία με τη θέση της Susan Strange ότι «δεν είναι το φαινόμενο της πολυεθνικής επιχείρησης που είναι καινούργιο, αλλά η αλλαγή του συσχετισμού μεταξύ, από τη μια μεριά των εταιριών που απευθύνονται αποκλειστικά στην τοπική ή εγχώρια αγορά και, από την άλλη, αυτών που απευθύνονται στην παγκόσμια αγορά και εν μέρει παράγουν σε χώρες άλλες από την αρχική τους έδρα».[24]
Όσον αφορά στο τρίτο επιχείρημα των συγγραφέων ότι η παγκόσμια οικονομία σήμερα δεν είναι πραγματικά παγκόσμια εφόσον το εμπόριο, οι ξένες άμεσες επενδύσεις και οι χρηματοπιστωτικές ροές είναι συγκεντρωμένες στις «Χώρες της Τριάδας» (NAFTA, Ευρωπαϊκή Eνωση, Ιαπωνία), είναι πράγματι σωστό ότι ο μεγάλος όγκος του βιομηχανικού εμπορίου των προηγμένων οικονομιών της αγοράς λαμβάνει χώρα ανάμεσα σε αυτές τις χώρες και μόνο ένα μικρό κλάσμα (περίπου το 1,5% εξαιρώντας την Κίνα) γίνεται ανάμεσα σε αυτές και το Νότο.[25] Ωστόσο, αυτό δεν είναι ένα επιχείρημα ενάντια στο γεγονός της παγκοσμιοποίησης, αλλά ενάντια στον τύπο της παγκοσμιοποίησης που λαμβάνει χώρα. Η επέκταση της οικονομίας της αγοράς, καθώς και η διεθνοποίησή της, ήταν πάντοτε ανομοιογενής, ακριβώς εξαιτίας της ουσιαστικά αυτορυθμιζόμενης φύσης της. Επομένως, δεν έχει κανένα νόημα να προσδοκάμε ότι η σημερινή διεθνοποίηση, που στηρίζεται στον υψηλότερο βαθμό αγοραιοποίησης στην Ιστορία, θα είναι κάτι το διαφορετικό. Είναι δηλαδή αναπόφευκτη η συγκέντρωση της διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς στο Βορρά, ο οποίος έχει ήδη δημιουργήσει, μέσα στη διαδικασία αγοραιοποίησης, εγγενή συγκριτικά πλεονεκτήματα στην παραγωγικότητα, την αποτελεσματικότητα, την τεχνολογία και την ανταγωνιστικότητα.[26]
Τέλος, όσον αφορά στο επιχείρημα των συγγραφέων, το οποίο είναι στην πραγματικότητα το κύριο επιχείρημα που χρησιμοποιεί η ρεφορμιστική Αριστερά, ότι οι παγκόσμιες αγορές δεν είναι πέραν ρυθμίσεως και ελέγχου, και ότι οι μεγάλες οικονομικές δυνάμεις «έχουν την ικανότητα να ασκούν ισχυρές καθοδηγητικές πιέσεις στις αγορές κεφαλαίου και σε άλλες οικονομικές τάσεις», θα υποστήριζα ότι η θέση που προτάσσεται σε αυτό το βιβλίο δεν συνεπάγεται την εξάλειψη του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους, πόσο μάλλον την υλική εξαφάνισή του στο πολιτικό επίπεδο. Αυτό που όντως συνεπάγεται είναι ότι το κράτος, τα τελευταία 25 περίπου χρόνια, ουσιαστικά χάνει την οικονομική του κυριαρχία. Στην πραγματικότητα, οι ίδιοι οι συγγραφείς το παραδέχονται αυτό σιωπηρά, όταν χαρακτηρίζουν «ριζοσπαστικό» ακόμα και το στόχο για πλήρη απασχόληση[27] – δηλ. τον κύριο στόχο της σοσιαλδημοκρατίας σ’ ολόκληρη την περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης. Είναι συνεπώς ξεκάθαρο ότι, όταν οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι «οι διαδικασίες της διεθνοποίησης, όχι μόνο δεν υποβαθμίζουν το έθνος-κράτος, αλλά ενδυναμώνουν τη σημασία του με πολλούς τρόπους»[28], αυτό που έχουν κατά νου δεν είναι οι αποτελεσματικοί κοινωνικοί έλεγχοι για την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος, αλλά, κυρίως, οι «ρυθμιστικοί έλεγχοι».[29]
Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι ακόμα και όταν οι συγγραφείς αναφέρονται στην πιθανότητα μιας «νέας πολυκεντρικής εκδοχής της μεικτής οικονομίας» για την επίτευξη «φιλόδοξων» στόχων, η μόνη προϋπόθεση που αναφέρουν είναι «μια πολιτική με μεγάλο βαθμό κοινού συντονισμού από την πλευρά των μελών της Τριάδας».[30] Αυτό όμως που δεν εξηγούν είναι το γιατί οι ελίτ που ελέγχουν την Τριάδα θα υιοθετήσουν πολιτικές για τη δημιουργία μιας νέας παγκόσμιας μεικτής οικονομίας. Στην πραγματικότητα, το μόνο επιχείρημα που προτάσσουν οι συγγραφείς για να υποστηρίξουν αυτήν την θέση είναι η παλιά θεωρία της υποκατανάλωσης, ότι δηλαδή η αναπαραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης δεν είναι βιώσιμη σ’ ένα πλαίσιο μεγάλης ανισότητας, που οδηγεί αναπόφευκτα σε χαμηλή ζήτηση.[31] Αλλά αυτό το επιχείρημα παραβλέπει το γεγονός ότι η οικονομία ανάπτυξης δεν έχει παρουσιάσει ιδιαίτερη δυσκολία στο να αυτο-αναπαράγεται, στο βαθμό που η «κοινωνία των δύο τρίτων» επεκτείνει την κατανάλωσή της. Είναι ξεκάθαρο επομένως ότι για τους συγγραφείς, καθώς και για την ρεφορμιστική Αριστερά γενικότερα, ο μόνος τρόπος για να πειστούν οι ελίτ της Τριάδας να υιοθετήσουν μια τέτοια οικονομία είναι μέσω κάποιας μορφής πίεσης «από τα κάτω» – ανεξάρτητα από το κρίσιμο θέμα αν μια μεικτή οικονομία είναι ακόμη εφικτή σήμερα!
Ο λόγος για τον οποίον η ρεφορμιστική Αριστερά καταλήγει σε τέτοιους είδους ανόητα συμπεράσματα είναι ότι το σημείο εκκίνησής της είναι είτε μια χοντροκομμένη Μαρξιστική ανάλυση, που υποθέτει ότι η σημερινή διεθνοποίηση δεν είναι καθόλου διαφορετική από την προηγούμενη διεθνοποίηση στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου (αν όχι ακόμη πιο πριν, όπως υποστηρίζει ο Wallerstein) είτε, εναλλακτικά – όπως στην περίπτωση των Hirst και Thompson – μια ανιστόρητη ανάλυση της οικονομίας της αγοράς που υποθέτει ότι η σημερινή διεθνοποίηση είναι απλώς ένα συγκυριακό φαινόμενο και όχι μια δομική αλλαγή.[32] Το συμπέρασμα που βγάζουν και οι δύο τύποι ανάλυσης είναι ότι η σημερινή «παγκοσμιοποιημένη» οικονομία είναι ακόμη «ελέγξιμη» και ότι συνεπώς το μόνο που είναι αναγκαίο για την εισαγωγή ενός συστήματος αποτελεσματικού ελέγχου πάνω της είναι η δραστική πίεση από το «κίνημα» κατά της παγκοσμιοποίησης.
Ωστόσο, το γεγονός ότι η οικονομία της αγοράς είναι ελέγξιμη, με τη στενή έννοια της ρύθμισης, είναι προφανές σε όλους, εκτός ίσως από ορισμένους ακραίους υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης. Το πραγματικό ζήτημα είναι εάν τα έθνη-κράτη είναι ακόμα ικανά, σε μια διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, να επιβάλλουν αποτελεσματικούς κοινωνικούς ελέγχους για την προστασία του ανθρώπου και της φύσης, ή εάν αντίθετα τέτοιοι έλεγχοι δεν είναι πια εφικτοί, ούτε στο επίπεδο του έθνους-κράτους, ούτε στο επίπεδο του οικονομικού μπλοκ, αλλά ούτε ακόμη και στο πλανητικό επίπεδο.
Ετσι, όσον αφορά το κρατικό επίπεδο, αν λάβουμε υπόψη την τεράστια αύξηση της ξένης διείσδυσης στις χρηματιστηριακές αγορές και στις αγορές κρατικών ομολόγων,[33] που έχει λάβει χώρα στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα περίπου, γίνεται προφανές ότι καμιά εθνική κυβέρνηση δεν μπορεί να ακολουθήσει σήμερα οικονομικές πολιτικές που δεν εγκρίνονται από τις αγορές κεφαλαίου. Οι αγορές αυτές έχουν σήμερα τη δύναμη να δημιουργούν αβάσταχτη οικονομική πίεση στη δανειοληπτική ικανότητα, στην αξία του νομίσματος και στη ροή επενδύσεων μιας χώρας. Αν υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα υιοθετεί, ενάντια στο ρεύμα, πολιτικές για να αντιστρέψει την ελαστικοποίηση των αγορών εργασίας ή, εναλλακτικά, πιο επιθετικές πολιτικές για να επιβραδύνει το φαινόμενο του θερμοκηπίου, εύκολα μπορεί να δειχθεί ότι, σε συνθήκες ελεύθερης διακίνησης του κεφαλαίου, το αποτέλεσμα θα ήταν μια φυγή κεφαλαίου και μια πίεση στις αντίστοιχες συναλλαγματικές και χρηματιστηριακές τιμές, δηλ. εξελίξεις που θα μπορούσαν εύκολα να οδηγήσουν σε μια ύφεση, αν όχι σε μια πλήρη κρίση. Είναι για τους λόγους αυτούς που ο Μιτεράν και ο Ζοσπέν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν κάθε ιδέα προσφυγής στις παλιές σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές, ενώ ο Λαφοντέν υποχρεώθηκε να απομακρυνθεί από την Γερμανική κυβέρνηση.
Η περίπτωση του Λαφοντέν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική όσον αφορά τη δύναμη των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Όπως την περιγράφει η (ρεφορμίστρια) συγγραφέας ενός πολύ πρόσφατου βιβλίου πάνω στη δύναμη των μεγάλων επιχειρήσεων:[34]
Στη Γερμανία, όπου, ως αποτέλεσμα της μείωσης των επιχειρηματικών φόρων, τα έσοδα από τη φορολόγηση επιχειρήσεων έχουν μειωθεί κατά 50% στα τελευταία 20 χρόνια οδηγώντας σε μια αύξηση των επιχειρηματικών κερδών της τάξης του 90%, μια ομάδα εταιρειών, (στην οποία περιλαμβάνονται η Deutsche Bank, η BMW, η Daimler-Benz και η RWE, ο Γερμανικός ενεργειακός και βιομηχανικός όμιλος εταιρειών), το 1999 ματαίωσε την προσπάθεια του Υπουργού Οικονομικών Oσκαρ Λαφοντέν να αυξηθεί η φορολογική επιβάρυνση των Γερμανικών εταιρειών, απειλώντας πως θα μεταφέρουν τις επενδύσεις ή τα εργοστάσια σε άλλες χώρες εάν η κυβερνητική πολιτική δεν τους βόλευε. «Είναι ένα ζήτημα που θέτει σε κίνδυνο τουλάχιστον 14.000 θέσεις εργασίας» απείλησε ο Dieter Schweer, εκπρόσωπος του ομίλου RWE. «Εάν η επενδυτική κατάσταση δεν είναι πια ελκυστική, θα εξετάσουμε κάθε δυνατότητα μεταφοράς των επενδύσεών μας στο εξωτερικό». Ετσι, η Daimler-Benz πρότεινε την επανεγκατάσταση στις ΗΠΑ ενώ άλλες εταιρείες απείλησαν πως θα διακόψουν την αγορά κρατικών ομολόγων και τις επενδύσεις στη Γερμανική οικονομία. Δοθείσας της δύναμης που έχουν αυτές οι επιχειρήσεις, οι απειλές τους πάρθηκαν στα σοβαρά. Μέσα σε λίγους μήνες η Γερμανία σχεδίαζε φορολογικές ελαφρύνσεις για τις επιχειρήσεις, που θα έριχναν τους φόρους στις Γερμανικές εταιρείες κάτω από τα επίπεδα των ΗΠΑ. Όπως σχολίασε εκείνη την περίοδο ένας από τους κυριότερους συμβούλους του Γκ. Σρέντερ στην Washington: «Η Deutsche Bank και οι βιομηχανικοί γίγαντες σαν την Mercedes παρά-είναι ισχυροί για την εκλεγμένη κυβέρνηση του Βερολίνου».
Η κατάσταση δεν είναι πολύ διαφορετική όσον αφορά στα οικονομικά μπλοκ. Αν ένα μπλοκ, όπως η ΕΕ, αποπειραθεί να εισαγάγει το είδος των πολιτικών που ήταν δημοφιλείς στη διάρκεια της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, (π.χ. πολιτικές με στόχο την επέκταση του κράτους πρόνοιας ανεξάρτητα από τις συνέπειες τους στον πληθωρισμό) ή, εναλλακτικά, αποπειραθεί να εισαγάγει αυστηρούς περιβαλλοντικούς ελέγχους, ασχέτως των συνεπειών τους στην κερδοφορία, τότε αυτό το μπλοκ, αντιμετωπίζει τον άμεσο κίνδυνο μιας σημαντικής φυγής κεφαλαίου προς τα άλλα μπλοκ, με σοβαρές επιπτώσεις στο νόμισμά του, στη συγκεκριμένη περίπτωση το Ευρώ, έναντι των νομισμάτων των άλλων μπλοκ. Ο κίνδυνος μάλιστα αυτός είναι ιδιαίτερα σημαντικός στη περίπτωση της ΕΕ όπου η χρόνια αδυναμία του Ευρώ έναντι του δολαρίου φαίνεται να αντανακλά το γεγονός ότι τα υπολείμματα του κράτους πρόνοιας στην Ευρώπη είναι, ακόμη, πιο σημαντικά από αυτά των ΗΠΑ. Η διαδικασία διεθνοποίησης και ο σημερινός βαθμός ανοίγματος των αγορών συνεπάγονται την ομογενοποίηση των κοινωνικών ελέγχων στις μεγάλες οικονομίες της αγοράς. Από τη στιγμή όμως που η ομογενοποίηση αυτή, κάτω από συνθήκες σκληρού ανταγωνισμού, βασίζεται στην αρχή του «ελάχιστου κοινού παρανομαστή» και με δεδομένη τη σημερινή διαφορά στους κοινωνικούς ελέγχους των χωρών της Τριάδας, η ιδέα ότι είναι ακόμα εφικτή η εισαγωγή αποτελεσματικών κοινωνικών ελέγχων (που θα προκληθεί με πρωτοβουλία του κράτους ή της «κοινωνίας των πολιτών») καθίσταται κενή νοήματος. Επομένως, οι ιδέες που υιοθετούν σήμερα πολλοί στη ρεφορμιστική Αριστερά ότι η παγκοσμιοποίηση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια απόπειρα των ΗΠΑ να επιβάλλουν τη δικιά τους εκδοχή καπιταλισμού ελεύθερης αγοράς, στην οποία θα μπορούσε να αντισταθεί μια ΕΕ που θα βασίζεται σε μια κοινωνική αγορά,[35] (ή, ακόμη χειρότερα, σε ένα νέο είδος «καλού» εθνικισμού[36]) αντανακλούν απλώς την παρούσα ηττοπάθεια της Αριστεράς και την ροπή της στο να πιστεύει ουτοπικούς μύθους.
Στο σημείο αυτό θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς: «δεν υπάρχει δυνατότητα για μια διεθνή συμφωνία των χωρών της Τριάδας (της G7+1 για παράδειγμα) που θα επέβαλλε τέτοιους αποτελεσματικούς ελέγχους;». Όμως, όπως μπορεί να διαβεβαιώσει οποιοσδήποτε έχει στοιχειώδεις γνώσεις πάνω στην ιστορική δυναμική της οικονομίας της αγοράς και τις πολιτικές και οικονομικές δομές που προέκυψαν από αυτή τη δυναμική, αυτή είναι μονάχα μια θεωρητική δυνατότητα. Είναι φανερό οτι παρόμοιοι έλεγχοι θα αμφισβητούσαν έντονα τη λογική και δυναμική της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και ως τέτοιοι, θα δεχόντουσαν την άμεση και έμμεση επίθεση των πελώριων πολυεθνικών επιχειρήσεων, οι οποίες ελέγχουν όχι μόνο τις οικονομίες της αγοράς αλλά επίσης τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας (στα οποία στηρίζεται αποφασιστικά η προβολή των επαγγελματιών πολιτικών), και ασφαλώς τις πηγές χρηματοδότησης των πανάκριβων εκλογικών εκστρατειών τους. Συνεπώς, το να απαιτεί κανείς σήμερα την επιβολή κοινωνικών ελέγχων πάνω στις οικονομικές ελίτ, έτσι ώστε να προστατευθούν αποτελεσματικά η εργασία και το περιβάλλον (πέρα από ρυθμιστικούς και άλλους ανώδυνους ελέγχους στις δραστηριότητές τους), ισοδυναμεί με το να απαιτεί την επιβολή δραστικών περιορισμών στην ίδια τη δυναμική του συστήματος της οικονομίας της αγοράς – μια δυναμική που στηρίζεται καθοριστικά στην οικονομική υγεία των οικονομικών ελίτ και ιδιαίτερα των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Πάνω σε αυτό, οι φιλελεύθεροι, νεοφιλελεύθεροι και σοσιαλφιλελεύθεροι οικονομολόγοι είχαν πάντοτε δίκιο: κάθε αποτελεσματικός κοινωνικός έλεγχος πάνω στις αγορές για την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος θα είχε αναγκαστικά αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική αποτελεσματικότητα (όπως ορίζεται σήμερα) και συνεπώς στην κερδοφορία, τα εισοδήματα και τον πλούτο των οικονομικών ελίτ.
Σε αυτήν την προβληματική, η εξήγηση που δίνει η ρεφορμιστική Αριστερά για την άνοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης με αναφορά στην «μεταστροφή» των παλιών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και την προδοσία από τη μεριά τους των σοσιαλιστικών ιδανικών, ή με αναφορά στην «ιστορική ήττα της Αριστεράς» μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», δίνει μια διαστρεβλωμένη εικόνα της πραγματικότητας. Αν και είναι αλήθεια ότι η ‘έκλειψη’ του κινήματος της εργατικής τάξης στο τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην άνοδο του νεοφιλελευθερισμού, εντούτοις, ο αποδεκατισμός της εργατικής τάξης ήταν άμεσα συνδεδεμένος, όπως θα δούμε παρακάτω, με τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς και, ειδικότερα, με τη δραστική αλλαγή στη διάρθρωση της απασχόλησης, ως αποτέλεσμα τεχνολογικών και οικονομικών αλλαγών. Επομένως, η μεταστροφή των παλιών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων θα μπορούσε να εξηγηθεί με αναφορά στην αλλαγή στη διάρθρωση του εκλογικού σώματος, ως αποτέλεσμα των αντίστοιχων αλλαγών στη διάρθρωση της απασχόλησης, και ακόμη με αναφορά στον αυξημένο βαθμό ανοίγματος της αγοράς–πράγμα που έκανε τις κρατικιστικές πολιτικές που εφαρμόζονταν κατά τη διάρκεια της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης ασύμβατες με τις αναπτυξιακές ανάγκες της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.
Είναι συνεπώς προφανές ότι η γενική μετατόπιση προς τα Δεξιά, η οποία έχει σφραγίσει τη νεοφιλελεύθερη μορφή της νεωτερικότητας, παρακίνησε πολλούς στην Αριστερά να μετακινηθούν προς τη θέση που κάποτε καταλάμβαναν οι παλιοί σοσιαλδημοκράτες – οι οποίοι με τη σειρά τους έχουν μετακινηθεί προς τον σοσιαλ-φιλελευθερισμό και έχουν ρεαλιστικά αποδεχθεί τη μη αντιστρεψιμότητα της σημερινής παγκοσμιοποίησης. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη αν λάβει κανείς υπόψη το γεγονός ότι η αποδοχή της συστημικής φύσης της σημερινής παγκοσμιοποίησης θα είχε σοβαρές πολιτικές συνέπειες. Με άλλα λόγια, η αναγνώριση από την Αριστερά του συστημικού χαρακτήρα της παγκοσμιοποίησης θα την έβαζε σε ένα σημαντικό δίλημμα: είτε να υιοθετήσει τη σημερινή παγκοσμιοποίηση με ορισμένες επιφυλάξεις (όπως κάνουν οι σοσιαλ-φιλελεύθεροι) είτε να την απορρίψει συνολικά, και να αμφισβητήσει τον θεμελιώδη θεσμό που οδήγησε σ’ αυτήν κατά πρώτο λόγο– το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Είναι προφανές ότι η σημερινή ηττοπαθής και γενικά κομφορμιστική (συχνά λόγω των μεταμοντέρνων επιρροών) Αριστερά έχει επιλέξει μια ενδιάμεση οδό ανάμεσα σε αυτά τα δύο «άκρα» η οποία συνεπάγεται σημαντικές μεταρρυθμίσεις της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας – οι οποίες, όμως, είναι αδύνατες μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Αυτό που είναι πράγματι ειρωνικό είναι ότι η ρεφορμιστική Αριστερά αιτιολογεί την εγκατάλειψη κάθε οράματος για έναν εναλλακτικό τρόπο οργάνωσης της οικονομίας (πέρα από τα συστήματα της οικονομίας της αγοράς και του κεντρικού σχεδιασμού) με μια επίκληση στο «ρεαλισμό» όταν, στην πραγματικότητα, οι ρεφορμιστικές της προτάσεις σήμερα είναι πολύ πιο ουτοπικές από τα οράματα του σοσιαλιστικού κρατισμού, τα οποία υποστήριζε πριν την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού»!
Η προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας[37]
Σύμφωνα με την προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας, η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς είναι μια διαδικασία που τέθηκε σε κίνηση μαζί με την ανάδυση της ίδιας της οικονομίας της αγοράς. Επομένως, αν και είναι αλήθεια ότι σε όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς προωθείτο ενεργά από τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, εν όψει – ιδιαίτερα– της επέκτασης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στον Τρίτο Κόσμο, ωστόσο, αυτή η διεθνοποίηση ήταν κυρίως το αποτέλεσμα «αντικειμενικών» παραγόντων που σχετίζονταν με τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς. Οι «υποκειμενικοί» παράγοντες, με τη μορφή της κοινωνικής πάλης, έπαιξαν έναν παθητικό ρόλο σε σχέση με αυτήν την εντεινόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, ιδιαίτερα μετά την σημαντική υποχώρηση του εργατικού κινήματος που ακολούθησε την συρρίκνωση—για τεχνολογικούς λόγους—της εργατικής τάξης. Με αυτήν την έννοια, οι αλλαγές στις πολιτικές των μεγάλων διεθνών θεσμών (ΔΝΤ, ΠΟΕ, ΠΤ κ.λπ.) και οι αντίστοιχες αλλαγές στις εθνικές πολιτικές, που στόχευαν στο άνοιγμα και την απελευθέρωση των αγορών, ήταν «ενδογενείς», δηλαδή αντανακλούσαν και θεσμοποιούσαν υπάρχουσες τάσεις της οικονομίας της αγοράς, και όχι εξωγενείς, όπως υποστηρίζουν όσοι ανήκουν στη ρεφορμιστική Αριστερά.
Επομένως, η ανάδυση της νεοφιλελεύθερης οικονομίας της αγοράς είναι βασικά η συνέπεια αυτής της δυναμικής διαδικασίας και όχι το αποτέλεσμα συνωμοσιών, ή των πολιτικών των μοχθηρών νεοφιλελεύθερων κομμάτων και/ή των διεφθαρμένων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, όπως ισχυρίζονται πολλοί στην Αριστερά. Αντιπροσωπεύει, στην πραγματικότητα, την ολοκλήρωση της διαδικασίας αγοραιοποίησης, που απλώς διακόπηκε από την άνοδο του κρατισμού στη δεκαετία του 1930 —ο οποίος ωστόσο κατέρρευσε στη δεκαετία του 1970, όταν έγινε φανερό ότι το είδος κρατικής παρέμβασης στην αγορά που σφράγισε την κρατικιστική περίοδο της αγοραιοποίησης δεν ήταν πια συμβατό με τη νέα διεθνοποίηση που αναδύθηκε την ίδια εποχή. Αυτό το θεμελιακό γεγονός είχε ως συνέπεια, στο πολιτικό επίπεδο, το τέλος της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, η οποία σφράγισε την πρώιμη μεταπολεμική περίοδο.
Η σημερινή όμως νεοφιλελεύθερη μορφή της νεωτερικότητας δεν αποτελεί απλώς επιστροφή στην φιλελεύθερη μορφή της αλλά αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα μια νέα σύνθεση της παλιάς φιλελεύθερης μορφής της νεωτερικότητας από τη μια μεριά και της κρατικιστικής μορφής της, από την άλλη – μια σύνθεση στην οποία η ουσιαστικά φιλελεύθερη αυτορυθμιζόμενη αγορά εντάσσεται σε ένα σύστημα κρατικών ελέγχων για την εξασφάλιση ενός ελαχίστου επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης ζωής και του περιβάλλοντος. Το γεγονός επομένως ότι οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές υποστηρίζονται σήμερα, με ασήμαντες αποκλίσεις, τόσο από κέντρο-δεξιά όσο και από κέντρο-αριστερά κόμματα στην κυβέρνηση ή στην αντιπολίτευση, και ότι τα βασικά στοιχεία του νεοφιλελευθερισμού έχουν ενσωματωθεί στις στρατηγικές των διεθνών θεσμών, μέσω των οποίων η υπερεθνική ελίτ ελέγχει την παγκόσμια οικονομία (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΠΟΕ, ΕΕ, NAFTA κ.λπ.), κάνει φανερό ότι η νέα συναίνεση αντανακλά επακριβώς τις ριζικές δομικές αλλαγές που προκάλεσε η ανάδυση της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.
Η πρόταση της Περιεκτικής Δημοκρατίας για την υπέρβαση της Κρίσης μεσα απο ενα Λαϊκό Μέτωπο Κοινωνικής και Εθνικής Απελευθέρωσης απο την οικονομική κατοχή της χώρας.
Η σταδιακή πρόσδεση της χώρας στις απελευθερωμένες αγορές που θεσμοθετήθηκε με την ένταξή της καταρχήν στην ΕΕ, θεμελίωσε τις προϋποθέσεις για να δημιουργηθεί ένα νέο είδος άτυπου προτεκτοράτου που δεν θα χρειαζόταν να στηρίζεται σε στρατιωτικές χούντες πλέον, αλλά μόνο σε κοινοβουλευτικές Χούντες. Τα οικονομικά και πολιτιστικά θεμέλια αυτού του νέου τύπου προτεκτοράτου τέθηκαν ήδη με την Χουντική επταετία, με την ανάδυση του προτύπου της καταναλωτικής κοινωνίας. Παράλληλα, οι διεθνείς συνθήκες και κυρίως η ανάδυση της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς που έφερε η μαζική εξάπλωση ενός νέου φαινομένου, της πολυεθνικής επιχείρησης (που σήμερα ελέγχει την παγκόσμια παραγωγή και εμπόριο), οδήγησε σε αυτό που ονομάστηκε «νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση», όπου ―σε αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο Αμερικανικής μονοκρατορίας― τόσο η οικονομική όσο και η πολιτική εξουσία διαχέεται σε πολλά κέντρα πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής δύναμης, δηλαδή, αυτό που ονομάζουμε «υπερεθνική ελίτ». Θεμελιακή προϋπόθεση για την αποτελεσματική λειτουργία των πολυεθνικών και, επομένως, της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς είναι το άνοιγμα και «απελευθέρωση» των αγορών, δηλαδή, η ουσιαστική υπονόμευση των κοινωνικών ελέγχων που είχαν επιβληθεί στο παρελθόν στις αγορές κεφαλαίου, αγαθών, υπηρεσιών και εργασίας για την προστασία της κοινωνίας από την αγορά. Την «απελευθέρωση» αυτή επέβαλαν οι ελεγχόμενοι από την υπερεθνική ελίτ διεθνείς οργανισμοί (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΠΟΕ κ.λπ.).
Στον Ευρωπαϊκό χώρο ήταν οι διευθυντικές ελίτ και κυρίως η Γερμανική οι οποίες, με τις συνθήκες Μάαστριχτ και Λισαβόνας, ανέλαβαν την θεσμοποίηση στην ΕΕ του ανοίγματος και απελευθέρωσης των αγορών.
Έτσι με την απόφαση των πολιτικών ελίτ μας (και την καθοριστική συμβολή της ρεφορμιστικής «αριστεράς» ) η Ελλάδα όχι μόνο εντάχθηκε πλήρως στην ΕΕ χάνοντας σταδιακά την οικονομική κυριαρχία της, πρώτα με την κατάργηση των κοινωνικών ελέγχων στη κίνηση κεφαλαίου και εμπορευμάτων και στη συνέχεια στην αγορά εργασίας, αλλά και έχασε στη διαδικασία ακόμη και το νόμισμά της (βασική έκφραση της οικονομικής κυριαρχίας μιας χώρας).
Άρκεσε κατόπιν η πρόσφατη παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση για να λειτουργήσει σαν καταλύτης που θα έσκαγε την μεταπολιτευτική αναπτυξιακή φούσκα και θα μετέτρεπε την χώρα και σε τυπικό οικονομικό προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ.
Αναπόφευκτα, η δημιουργία ενός τυπικού οικονομικού προτεκτοράτου θα οδηγούσε και σε ένα άτυπο πολιτικό προτεκτοράτο, αθλιότερο μάλιστα ακόμη και αυτού της δεκαετίας του ’50, όπως ακριβώς είναι σήμερα οι διαδοχικές κυβερνήσεις (κοινοβουλευτικές χούντες) των συμβάσεων με τη Τρόικα που θεσμοθέτησαν και με νόμο του κράτους την προτεκταριοποίηση της χώρας, δηλ την οικονομική κατοχή.
Γι αυτό σήμερα είναι περισσότερο επιτακτικό από ποτέ η ανοικοδόμηση της παραγωγικής βάσης και η οικονομική αυτοδυναμία που μπορεί να επιτευχθεί μόνο εκτός ΕΕ/ΟΝΕ, καθώς και η άρση όλων των συμβάσεων με τη Τρόικα που καθιστούν νόμιμους ιδιοκτήτες της δημόσιας περιουσίας και μικροϊδιοκτησίας εξωγενείς παράγοντες.
Για ένα Λαϊκό Μέτωπο Κοινωνικής και Εθνικής Απελευθέρωσης:
http://www.periektikidimokratia.org/anakoinoseis/2012-02-29/metopo-koinonikis-ethnikis-apeleftherosis
[2] Βλ. Takis Fotopoulos, «The Myth of Postmodernity».
[3] Pierre Bourdieu, «The essence of neoliberalism: utopia of endless exploitation».
[4] Βλ. τη συνέντευξη του Pierre Bourdieu στην επιθεώρηση Socialist Review (τεύχος 242, Ιούνιος 2000).
[5] Pierre Bourdieu, Για ένα Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Κίνημα, Αντεπίθεση Πυρών 2 (Αθήνα: Πατάκης, 2001).
[6] Leo Panitch, «The New Imperial State», New Left Review, Μάρτιος-Απρίλιος 2000.
[7] Noam Chomsky, «Power in the Global Arena», New Left Review, Ιούλιος-Αύγουστος 1998. Βλέπε ακόμη τη συνέντευξή του που δημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία στις 25 Φεβρουαρίου 2001.
[8] πβ. Wallerstein, Immanuel, «Globalization or the age of transition? A long-term view of the trajectory of the world-system», στον δικτυακό τόπο του Κέντρου Fernand Braudel: http://fbc.binghamton.edu/.
[9] John Gray, «Goodbye to globalisation», The Guardian, 27 Φεβρουαρίου 2001.
[10] Perry Anderson, «Renewals», New Left Review νo 1 (νέα περίοδος), Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2000, σελ. 10.
[11] Βλέπε π.χ. τη συνέντευξη του Pierre Bourdieu που δημοσιεύθηκε στην Hangyoreh Shinmun στις 4 Φεβρουαρίου 2000.
[12] Samir Amin στο Μιλάνο ‘World Forum of alternative solutions’ Il Manifesto / Εποχή, 16 Απριλίου 2000.
[13] Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question (Cambridge: Polity Press, 1996).
[14] Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question, σελ. 27.
[15] Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question, σελ. 3.
[16] Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question, σελ. 3.
[17] Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question, σελ. 4.
[18] Ο στατιστικός δείκτης που χρησιμοποιούν οι Hirst και Thompson (Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) είναι προφανώς ακατάλληλος– τουλάχιστον όσον αφορά στην περίπτωση της οικονομίας των ΗΠΑ– για τη μέτρηση του βαθμού ανοίγματος της σε σχέση με την κίνηση χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Για παράδειγμα, το πλεόνασμα των τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ μειώθηκε δραστικά από 32,3 δισεκατομμύρια δολάρια την περίοδο 1960-67 σε λιγότερο από 5 δισεκατομμύρια δολάρια την περίοδο 1968-81 [Phillip Armstrong et al Capitalism Since World War II (London:Fontana, 1984), Πίνακες 10.7, 12.2 & 16.6.]. Αυτό θα έπρεπε να σημαίνει μια αντίστοιχη μείωση στην εκροή κεφαλαίου καθώς και στο βαθμό ανοίγματος των ΗΠΑ στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Όμως, η εκροή άμεσων επενδύσεων από τις ΗΠΑ προς άλλες προηγμένες καπιταλιστικές χώρες αυξήθηκε από 3,4% των συνολικών επενδύσεων των ΗΠΑ για την περίοδο 1960-69 σε 4,4% την περίοδο 1970-79 (Grazia letto-Gillies, «Some Indicators of Multinational Domination of National Economies», International Review of Applied Economics, Vol. 3, No. 1, 1989, Πίνακας 1) πράγμα που δείχνει ακριβώς το αντίθετο! Ο λόγος είναι προφανής. Οι ΗΠΑ, ως χώρα της οποίας το εθνικό νόμισμα χρησιμοποιείται και ως διεθνές αποθεματικό νόμισμα, δεν εξαρτώνται από τα πλεονάσματα των τρεχουσών συναλλαγών για να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις τους στο εξωτερικό – όπως συμβαίνει με τις χώρες των οποίων το νόμισμα δεν παίζει παρόμοιο ρόλο—εφόσον αρκεί η εμπιστοσύνη των ξένων προς το νόμισμά τους. Επομένως, ο λόγος του ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δείκτης του ανοίγματος αυτού στην περίπτωση χωρών με μεγάλα χρηματικά αποθέματα όπως οι ΗΠΑ, οι οποίες όμως τυχαίνει να είναι και οι χώρες με τη μεγαλύτερη χρηματοπιστωτική σημασία.
[19] UN-TCMD, World Investment Report, 1993.
[20] Charlotte Denny, The Guardian, August 31, 2001
[21] Το 1998 ο δείκτης ανοίγματος ως προς το εμπόριο ήταν 51,1 στη Γαλλία, 58,2 στη Γερμανία, 19,6 στην Ιαπωνία, 110,8 στην Ολλανδία, 56,7 στη Βρετανία και 24,3 στις ΗΠΑ δηλ. ο μέσος δείκτης για τις σημαντικότερες εμπορικές χώρες ήταν 53,4 (World Bank, World Development Report 2000/2001, Πιν. 1&15.
[22] Βλέπε Tim Lang και Colin Hines, The New Protectionism (London: Earthscan, 1993), κεφ. 3. Βλέπε ακόμη The Ecologist, Vol. 22, No. 4 (Ιούλιος-Αύγουστος. 1992), σελ. 159.
[23] Με τον όρο αγοραιοποίηση εννοούμε την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές για την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος. Η διαδικασία αγοραιοποίησης ορίζεται ως η ιστορική διαδικασία που έχει οδηγήσει στον μετασχηματισμό των κοινωνικά ελεγχόμενων αγορών του παρελθόντος στη σημερινή οικονομία της αγοράς. (Βλέπε Τάκης Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, κεφ. 1).
[24] Suzan Strange “Rethinking Structural Change in the International Political Economy: States, Firms and Diplomacy,” in Stubbs and Underhill, Political Economy and the Changing Global Order, (London: Macmillan, 1994) σελ. 104.
[25] Larry Elliott, The Guardian, 11 Δεκεμβρίου 2000.
[26] Για την άνιση παγκόσμια ανάπτυξη της οικονομίας της αγοράς βλέπε Τάκης Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, κεφ. 3 και Εξαρτημένη Ανάπτυξη (Εξάντας, 1985 & 1987) κεφ.Γ
[27] Hirst and Thompson, Globalisation in Question, σελ. 6.
[28] Hirst and Thompson, Globalisation in Question, σελ. 17.
[29] Αυτό γίνεται φανερό από αποσπάσματα όπως το ακόλουθο: «Οι εθνικές κυβερνήσεις δεν έχουν αποδειχτεί ανίσχυρες απέναντι σε μια τεράστια «παγκοσμιοποίηση» του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Αντίθετα, έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους για να οργανώσουν μια αποτελεσματική εποπτεία της νέας κατάστασης. Η εποπτεία όμως αυτή παραμένει η περιορισμένη εποπτεία μιας καθοδηγούμενης από την αγορά διεθνούς οικονομίας. Η ρύθμιση δεν προσπαθεί να τροποποιήσει τον καθορισμό των τιμών από τις αγορές σύμφωνα με τη κατεύθυνση των ροών κεφαλαίου». Hirst and Thompson, Globalisation in Question, σελ. 134-35.
[30] Hirst and Thompson, Globalisation in Question, σελ. 152.
[31] Hirst and Thompson, Globalisation in Question, σελ. 163.
[32] Hirst and Thompson, Globalisation in Question, σελ. 15.
[33] Η ξένη διείσδυση στις εθνικές αγορές κρατικών ομολόγων στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες αυξήθηκε κατά 50% την δεκαετία του 1980 (από 10% το 1983 σε 15% το 1989). Hirst and Thompson, Globalization in Question, πίνακας 2.11.
[34] Noreena Hertz, ‘Why we must stay silent no longer’, The Observer, 8 Απριλίου 2001. Βλέπε ακόμη το βιβλίο της ίδιας, The Silent Takeover: Global Capitalism and the Death of Democracy , (London: Heinemann, 2001).
[35] John Gray, False Dawn: the Delusions of Global Capitalism (London: Granta books, 1998).
[36] Βλέπε Fredric Jameson, ‘Globalisation and strategy’, New Left Review, Ιούλιος-Αύγουστος 2000.
[37] Πιο αναλυτικά για την προσέγγιση της ΠΔ για τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση βλ. σελ. 79-89 του βιβλίου.