Σύμφωνα με την ανάλυση της Περιεκτικής Δημοκρατίας,[1] η παγκοσμιοποίηση (ή ορθότερα η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς) αποτελεί ένα νέο φαινόμενο που αποτελεί συνέπεια μιας σειράς τεχνολογικών, οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών-ιδεολογικών καινοτομιών, οι οποίες ξεκίνησαν να αλλάζουν τον κόσμο στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Ο βασικός παράγοντας που προκάλεσε όλες αυτές τις αλλαγές ήταν η ανάδυση, στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, των πολυεθνικών επιχειρήσεων, οι οποίες διαφέρουν ριζικά από τις επιχειρήσεις του παρελθόντος.[2] Όπως έχει δείξει ο Τ. Φωτόπουλος[3], ήταν η δυναμική της οικονομίας της αγοράς η οποία οδήγησε στις πολυεθνικές επιχειρήσεις και, συνεπώς, στη δημιουργία μιας νέας υπερεθνικής ελίτ, η οποία θεσμοποίησε τη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και την αλληλένδετη  νεοφιλελεύθερη μορφή της νεωτερικότητας, όπως αντίστοιχα, ήταν η δυναμική της δημιουργίας εθνικών αγορών και η παράλληλη Βιομηχανική Επανάσταση –πάντα σε συνάρτηση με την Κοινωνική Πάλη–που οδήγησαν στη δημιουργία μιας νέας οικονομικής ελίτ, η οποία θεσμοποίησε την ίδια την οικονομία της αγοράς και την φιλελεύθερη μορφή της νεωτερικότητας.[4] Επομένως, παρ’ όλο που το «υποκειμενικό» στοιχείο (με την έννοια της «Κοινωνικής Πάλης» ανάμεσα στις ελίτ που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς και την υπόλοιπη κοινωνία) ήταν πάντοτε αποφασιστικό στον καθορισμό του τελικού αποτελέσματος σε κάθε μορφή νεωτερικότητας ―φιλελεύθερη, κρατικιστική, νεοφιλελεύθερη[5]― η σημασία του «αντικειμενικού» στοιχείου (με την έννοια της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς) δεν πρέπει να υποτιμάται.


Σύμφωνα με την ανάλυση της Περιεκτικής Δημοκρατίας,[1] η παγκοσμιοποίηση (ή ορθότερα η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς) αποτελεί ένα νέο φαινόμενο που αποτελεί συνέπεια μιας σειράς τεχνολογικών, οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών-ιδεολογικών καινοτομιών, οι οποίες ξεκίνησαν να αλλάζουν τον κόσμο στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Ο βασικός παράγοντας που προκάλεσε όλες αυτές τις αλλαγές ήταν η ανάδυση, στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, των πολυεθνικών επιχειρήσεων, οι οποίες διαφέρουν ριζικά από τις επιχειρήσεις του παρελθόντος.[2] Όπως έχει δείξει ο Τ. Φωτόπουλος[3], ήταν η δυναμική της οικονομίας της αγοράς η οποία οδήγησε στις πολυεθνικές επιχειρήσεις και, συνεπώς, στη δημιουργία μιας νέας υπερεθνικής ελίτ, η οποία θεσμοποίησε τη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και την αλληλένδετη  νεοφιλελεύθερη μορφή της νεωτερικότητας, όπως αντίστοιχα, ήταν η δυναμική της δημιουργίας εθνικών αγορών και η παράλληλη Βιομηχανική Επανάσταση –πάντα σε συνάρτηση με την Κοινωνική Πάλη–που οδήγησαν στη δημιουργία μιας νέας οικονομικής ελίτ, η οποία θεσμοποίησε την ίδια την οικονομία της αγοράς και την φιλελεύθερη μορφή της νεωτερικότητας.[4] Επομένως, παρ’ όλο που το «υποκειμενικό» στοιχείο (με την έννοια της «Κοινωνικής Πάλης» ανάμεσα στις ελίτ που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς και την υπόλοιπη κοινωνία) ήταν πάντοτε αποφασιστικό στον καθορισμό του τελικού αποτελέσματος σε κάθε μορφή νεωτερικότητας ―φιλελεύθερη, κρατικιστική, νεοφιλελεύθερη[5]― η σημασία του «αντικειμενικού» στοιχείου (με την έννοια της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς) δεν πρέπει να υποτιμάται.

Με βάση τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να ορίσουμε την «υπερεθνική ελίτ» ως την ελίτ της οποίας η δύναμη (οικονομική, πολιτική ή γενικότερα κοινωνική) συνδέεται με τη δράση της σε υπερεθνικό επίπεδο ―ένα γεγονός που συνεπάγεται ότι δεν εκφράζει αποκλειστικά, ή ακόμη και πρωταρχικά, τα συμφέροντα συγκεκριμένου έθνους-κράτους. Η υπερεθνική ελίτ αποτελείται από:

  • τις υπερεθνικές οικονομικές ελίτ (δηλαδή τα διευθυντικά στελέχη των πολυεθνικών επιχειρήσεων και των θυγατρικών τους), οι οποίες παίζουν κυρίαρχο ρόλο μέσα στην άρχουσα ελίτ της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, δεδομένης της κυριαρχίας του οικονομικού στοιχείου μέσα σ’ αυτή,
  • τις υπερεθνικές πολιτικές ελίτ, δηλαδή τους γραφειοκράτες και τους πολιτικούς οι οποίοι στελεχώνουν τους μεγάλους διεθνείς οργανισμούς ή τους κρατικούς μηχανισμούς  στις κυριότερες οικονομίες της αγοράς, και,
  • τις υπερεθνικές τεχνοκρατικές ελίτ, τα μέλη των οποίων παίζουν έναν κυρίαρχο ρόλο στα διάφορα διεθνή ιδρύματα, think tanks, στα ερευνητικά τμήματα των μεγάλων διεθνών πανεπιστήμιων, στα διεθνή ΜΜΕ κ.λπ.

Η προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας αναφέρεται σε μια υπερεθνική «ελίτ» και όχι σε μια υπερεθνική «τάξη» επειδή η πρώτη είναι μια ευρύτερη έννοια από τη Μαρξιστική έννοια της τάξης που μόνο μερικώς εκφράζει την πραγματικότητα των «ταξικών» διαιρέσεων στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα.[6] Έτσι:

  • είναι μια ελίτ, επειδή τα μέλη της κατέχουν κυρίαρχη θέση στην κοινωνία λόγω της οικονομικής, πολιτικής ή ευρύτερα κοινωνικής δύναμής τους, και,
  • είναι μια υπερεθνική ελίτ, επειδή τα μέλη της, εν αντιθέσει προς τις εθνικές ελίτ, βλέπουν ότι ο καλύτερος τρόπος για να διασφαλιστεί η προνομιούχα θέση τους, δεν είναι το να  εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή κάποιου πραγματικού ή φανταστικού έθνους-κράτους, αλλά την αναπαραγωγή της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» (και όχι απλώς την προώθηση των συμφερόντων του παγκόσμιου κεφαλαίου, όπως υποστηρίζει η προσέγγιση της υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης). Αυτό συμβαίνει επειδή η νέα υπερεθνική ελίτ βλέπει τα συμφέροντά της να συναρτώνται περισσότερο με τις διεθνείς παρά με συγκεκριμένες εθνικές αγορές. Παρόλα αυτά, όχι μόνο οι υπερεθνικές ελίτ δεν διστάζουν να χρησιμοποιούν τη δύναμη συγκεκριμένων κρατών, δηλαδή αυτών που ασκούν σημαντικό έλεγχο πάνω στο σημερινό οικονομικό και πολιτικό σύστημα, για την πραγματοποίηση των σκοπών τους (ακόμη περισσότερο όταν ένα τέτοιο κράτος τυχαίνει να είναι η σημερινή ηγεμονική δύναμη) αλλά στην πραγματικότητα βασίζονται στις κρατικές μηχανές των μεγάλων οικονομιών της αγοράς για να τους πραγματώσουν.

Μολονότι η προσέγγιση της ΠΔ έχει σημαντικά κοινά στοιχεία με την Μαρξιστική προσέγγιση της «υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης» του Leslie Sklair[7], (που αποτελεί μια από τις λίγες απόπειρες σύγχρονης θεωρητικής ανάλυσης της παγκοσμιοποίησης από Μαρξιστική σκοπιά), οι διαφορές είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο σημαντικές.  Βασικό κοινό σημείο με αυτήν την νεο-Μαρξιστική προσέγγιση είναι η σκληρή κριτική που ασκεί κατά της σημερινής Μαρξιστικής Αριστεράς (που τόσο στο θεωρητικό όσο και το πολιτικό επίπεδο είναι βασικά ρεφορμιστική) στη βάση του ότι η τελευταία όχι μόνο δεν βλέπει το προφανές γεγονός ότι οι διάφορες διαδικασίες παγκοσμιοποίησης που λαμβάνουν χώρα αυτή τη στιγμή είναι πραγματικές, αλλά ακόμη χειρότερα, χαρακτηρίζει ανόητα την παγκοσμιοποίηση ως ένα είδος ιδεολογίας, αν όχι έναν μύθο, ή χίμαιρα![8] Έτσι,  η προσέγγιση της υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης κάνει ένα σημαντικό βήμα πέρα από τις συνηθισμένες Μαρξιστικές ή Βαλερσταϊνικές προσεγγίσεις, οι οποίες θεωρούν πως ο καπιταλισμός οργανώνεται πρωταρχικά, αν όχι αποκλειστικά, μέσω εθνικών οικονομιών—γεγονός που τις κάνει ανίκανες να δουν ότι η σημερινή διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς είναι ένα νέο φαινόμενο.

Πέρα όμως από αυτό το βασικό κοινό σημείο, υπάρχουν δύο βασικά σημεία κριτικής που θα μπορούσε να προβάλλει κανείς ενάντια στην αντίληψη της παγκοσμιοποίησης που υιοθετεί η προσέγγιση της υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης. Το πρώτο αναφέρεται στο γεγονός πως αυτή η προσέγγιση δίνει την εντύπωση ότι η νέα υπερεθνική καπιταλιστική τάξη είναι η αιτία της σημερινής παγκοσμιοποίησης ενώ, στην πραγματικότητα, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, είναι μόνο το αποτέλεσμα της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς σε σχέση με την έκβαση της Κοινωνικής Πάλης. Το δεύτερο σημείο κριτικής αναφέρεται στην αντίληψη της τάξης που υιοθετεί η προσέγγιση της υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης, που περιλαμβάνει πολιτικούς, γραφειοκράτες,  στελέχη των ΜΜΕ, ακαδημαϊκούς κ.λπ., οι οποίοι δύσκολα θα μπορούσαν να καταταχθούν στα μέλη της καπιταλιστικής τάξης ―εκτός βέβαια, εάν βάλει κανείς την έννοια του «κεφαλαίου» στο κρεβάτι του Προκρούστη, όπως κάνει ο Sklair, ώστε να καλύπτει κάθε μορφή εξουσίας. Αλλά τότε, αυτή η απόπειρα ορισμού της νέας καπιταλιστικής τάξης μπορεί να ιδωθεί απλώς ως μια προφανής προσπάθεια κάλυψης του κύριου προβλήματος της Μαρξιστικής θεωρίας του κράτους, δηλαδή της επικέντρωσής της στην οικονομική εξουσία στην οποία «ανάγονται» όλες οι άλλες μορφές εξουσίας που χαρακτηρίζουν τις εξουσιαστικές δομές και σχέσεις της σημερινής κοινωνίας. Από την άλλη μεριά, όλες αυτές οι κατηγορίες, που ο Sklair επιχειρεί να προσαρμόσει στην Προκρούστεια κλίνη της έννοιας της τάξης, θα μπορούσαν εύκολα να ενταχθούν στην έννοια μιας «υπερεθνικής ελίτ», την οποία υιοθετεί η προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας.

 


[1]Βλ. Τ. Φωτόπουλος,  Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία(ΕλληνικάΓράμματα, 2002), κεφ. 1.

[2]Βλ και Leslie Sklair, The Transnational Capitalist Class, ό.π.,σελ. 19.

[3]Τ. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία, ό.π. , κεφ. 1.

[4]Takis Fotopoulos, «The Myth of Postmodernity», Democracy & Nature, Vol. 7, No. 1 (March 2001)).

[5]Στο ίδιο.

[6]ΒλέπεTakis Fotopoulos, “Class Divisions Today: The Inclusive Democracy approach», Democracy & Nature, Vol. 6, No. 2 (Ιούλιος2000).

[7]Leslie Sklair, The Transnational Capitalist Class (Oxford: Blackwell, 2001).

[8]Βλ. για την παρ’ημίν ανάπτυξη αυτής της ρεφορμιστικής άποψης, Κ. Βεργόπουλος, Παγκοσμιοποίηση: Η Μεγάλη Χίμαιρα, (Αθήνα: Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη, 1999).