Σεπτέμβρης, 10 2006

(το κείμενο αυτό αποτελεί εκτενή διεύρυνση και εμπλουτισμό προκήρυξης η οποία μοιράστηκε κατά τη διάρκεια των φοιτητικών κινητοποιήσεων από την Περιεκτική Δημοκρατία, με βάση τις εξελίξεις αλλά και την ανάγκη περαιτέρω συγκεκριμενοποίησης των θέσεών μας)

Η γενικευμένη επίθεση που έχει εξαπολύσει στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης το παράρτημα της υπερεθνικής ελίτ στη χώρα μας, με βάση τις δεσμεύσεις του από τη Διακήρυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) στη Μπολόνια, συνάντησε μια γενικευμένη πρώτη απάντηση! Οι καταλήψεις και οι δυναμικές κινητοποιήσεις των φοιτητών ανάγκασε την πολιτική ελίτ, δηλαδή τους εκπρόσωπους του συστήματος στη χώρα μας οι οποίοι επανδρώνουν τα κόμματα εξουσίας, να μην καταθέσουν τον νέο νόμο-πλαίσιο για τα πανεπιστήμια μέσα στο καλοκαίρι όπως σχεδίαζαν. Αντί για τον νόμο, κατατέθηκε μία «πρόταση» ενός προσχεδίου του νόμου μαζί με μία πρόσκληση για διάλογο!

Φυσικά, οι φοιτητές απέρριψαν δίκαια την πρόσκληση να συζητήσουν επί της… ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης (να συζητήσουν δηλαδή πάνω στο θέμα που δεν αποδέχονται!), ιδιαίτερα όταν είναι πρόσφατες οι μνήμες του «κοινωνικού διαλόγου»-παρωδία που είχε προηγηθεί πριν από το κίνημα των καταλήψεων, από τον οποίο αποχώρησαν όλοι οι συνδικαλιστικοί φορείς της εκπαίδευσης και τα αντιπολιτευόμενα κόμματα που είχαν προσκληθεί. Μια τέτοια παρωδία διαλόγου προσπαθεί να στήσει η ελίτ στη χώρα μας την ίδια στιγμή που παρουσιάζεται δεσμευμένη από τα χρονοδιαγράμματα της αξιολόγησης των πανεπιστημίων που προωθεί η Ε.Ε. και την ίδια στιγμή που στη συνεδρίαση των υπουργών Παιδείας του Ο.Ο.Σ.Α. στην Αθήνα επιβεβαιώθηκε ότι είναι αποφασισμένη να προχωρήσει στις αλλαγές υπό την πίεση της υπερεθνικής ελίτ, η οποία διαχειρίζεται το παγκοσμιοποιημένο σύστημα σήμερα.

Το ραντεβού των φοιτητών ανανεώθηκε για νέες καταλήψεις και κινητοποιήσεις μετά την εξεταστική του Σεπτέμβρη. Ο νέος γύρος των αγώνων πρέπει να είναι ακόμα πιο δυναμικός από την πλευρά των φοιτητών και πρέπει να παλέψουμε όλοι γι’ αυτό! Ειδικά μετά τις προκλητικές δηλώσεις Καραμανλή και Βερέμη οι οποίοι δείχνουν αποφασισμένοι να πραγματοποιήσουν τις αλλαγές παρά τη φοιτητική και κοινωνική αντίδραση σ’ αυτές.

Ας δούμε κάποια βασικά χαρακτηριστικά σημεία του προσχεδίου, την απόσυρση του οποίου ζητάνε οι φοιτητές (το οποίο δεν διαφέρει και σημαντικά από το πόρισμα της επιτροπής «σοφών» -δηλαδή τεχνοκρατών του συστήματος- που στάθηκε αφορμή για τις κινητοποιήσεις):

  • Το προσχέδιο, σε αντίθεση με τον παλιότερο νόμο, δεν κάνει καμία νύξη για τον δημόσιο χαρακτήρα του πανεπιστημίου παρά λέει αφηρημένα ότι «η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται από τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα». (αρθ. 1). Ο στόχος προφανώς είναι να παραπεμφθεί το θέμα στη συνταγματική μεταρρύθμιση όπου η συντριπτική πλειοψηφία που διαθέτει η πολιτική ελίτ στα κόμματα εξουσίας (ΝΔ & ΠΑΣΟΚ) μπορεί άνετα να περάσει τη διάταξη για «ιδιωτικά μη κερδοσκοπικά Πανεπιστήμια» (δηλαδή ιδιωτικοοικονομικά δομημένους οργανισμούς, που απλά δεν μοιράζουν κέρδη στους μετόχους τους)

  • Το πανεπιστημιακό άσυλο, η τόσο σημαντική και δημοκρατική κατάκτηση του ελληνικού λαού υποβαθμίζεται και ουσιαστικά καταργείται. Σύμφωνα με το προσχέδιο, το άσυλο αναγνωρίζεται για την προστασία μόνο των μελών των Α.Ε.Ι. και όχι όλων των πολιτών που μπορεί να βρίσκονται στα πανεπιστήμια σε περιόδους κινητοποιήσεων (εργαζόμενοι κ.α.). Επίσης, ορίζεται το πρυτανικό συμβούλιο (και όχι πια η επιτροπή ασύλου) ως όργανο που μπορεί να επιτρέψει στην αστυνομία ή τον στρατό να εισβάλλει στο πανεπιστήμιο, και μάλιστα με απλή πλειοψηφία και όχι με ομοφωνία, όπως ίσχυε στην επιτροπή ασύλου. (αρθ. 3)

  • Εισάγει μάνατζερ στα πανεπιστήμια (τον οποίο αποκαλεί «εκτελεστικό διευθυντή οικονομικών και διοικητικών υποθέσεων») (αρθ. 6) ο οποίος θα παίρνει αποφάσεις με καθαρά κριτήρια οικονομικής «αποτελεσματικότητας» και όχι ακαδημαϊκά κριτήρια

  • Τα εισοδήματα των Α.Ε.Ι. μπορούνε κατά το προσχέδιο να προέρχονται από «οποιαδήποτε πηγή», δημόσια ή ιδιωτική. (αρθ. 7)

  • Το οικονομικό βάρος των σπουδών πέφτει στις πλάτες των φοιτητών καθώς προβλέπονται άτοκα δάνεια για τους οικονομικά αδύναμους φοιτητές με πολύ αυστηρούς όρους παροχής και εξόφλησής τους, καθώς και ανταποδοτικές υποτροφίες με αντάλλαγμα την παροχή εργασίας μερικής απασχόλησης για τους φοιτητές. (αρθ. 12). Αυτό σημαίνει (όπως γίνεται στη Βρετανία όπου ήδη εφαρμόστηκε αυτό το σύστημα) ότι η πανεπιστημιακή εκπαίδευση γίνεται ακόμη περισσότερο ταξική εφόσον τα παιδιά των φτωχότερων στρωμάτων αναγκάζονται να πιάσουν δουλειά μόλις τελειώσουν την δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αντί να τελειώνουν το Πανεπιστήμιο καταχρεωμένοι. Και φυσικά αυτός είναι άλλος ένας τρόπος να ενσωματώνονται στο σύστημα αυτοί που θα πηγαίνουν στα πανεπιστήμια αμέσως μόλις τελειώσουν τις σπουδές τους –όπως ήδη γίνεται π.χ. στην Αμερική.

  • Τίθεται ασφυκτική ανώτατη διάρκεια φοίτησης 1,5ν έτη (όπου ν ο ελάχιστος αριθμός ετών για την απόκτηση του πτυχίου). Όσοι φοιτητές εργάζονται (ειδικά σε κάποια ανασφάλιστη εργασία ως συνήθως) ή για άλλους λόγους δεν μπορούν να ανταποκριθούν σ’ αυτά τα χρονοδιαγράμματα, θα διαγράφονται. Μπαίνει μια τυπική «δικλείδα» οι φοιτητές να μπορούνε να διακόπτουν τις σπουδές τους για όσα εξάμηνα το επιθυμούν, χωρίς τα εξάμηνα αυτά να προσμετρώνται στη διάρκεια φοίτησης. Γι’ αυτό το διάστημα διακοπής των σπουδών, ο φοιτητής δεν θα απολαμβάνει φυσικά όσα του προσφέρει η φοιτητική ιδιότητα (πάσο κτλ) ούτε φυσικά θα προστατεύεται από το άσυλο, όπως φροντίζει το παραπάνω άρθρο! Όρια τίθενται ακόμα και γι’ αυτούς που ήδη σπουδάζουν, ενώ οι σπουδές εντατικοποιούνται και θεσμοποιούνται αυστηροί έλεγχοι για τον τρόπο ολοκλήρωσής τους. (αρθ. 13)

  • Το προσχέδιο μιλάει πλέον για «δυνατότητα δωρεάν προμήθειας αριθμού συγγραμμάτων», και ορίζεται αυστηρά δυνατότητα μόνο ενός συγγράμματος ανά μάθημα (αρθ. 14)

  • Το προσχέδιο απαγορεύει τις διπλές εξεταστικές για να χτυπήσει τους φοιτητικούς αγώνες και να τιμωρήσει τους αγωνιζόμενους φοιτητές

  • Τέλος, το διαβόητο άρθρο 8 που μεταθέτει την εκλογή πρυτάνεων στους ίδιους τους φοιτητές και όχι στους κομματικούς αντιπροσώπους τους, ναι μεν είναι ένα βήμα ενάντια στην κομματικοποίηση του πανεπιστημίου, όμως δεν είναι κι αυτό δημοκρατικό. Γιατί για μας δημοκρατία στο πανεπιστήμιο σημαίνει την διαχείρισή του από συνελεύσεις φοιτητών και διδασκόντων και των επιτροπών που αυτές εκλέγουν (βλ. και παρακάτω αναλυτικότερα). Την ψευτοδημοκρατία των εκλεγμένων πρυτάνεων και προέδρων τμήματος τους την χαρίζουμε.

Αυτό το προσχέδιο, μαζί με την επικείμενη αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος [η οποία σε πρώτη φάση αποστερεί τον – έστω τυπικό – έλεγχο της κοινωνίας επί της ανώτατης εκπαίδευσης, επιτρέποντας την ίδρυση «μη κερδοσκοπικών» – μη κρατικών πανεπιστημίων από «προοδευτικούς» φορείς (όπως ο Σ.Ε.Β., η Εκκλησία ή το Συγκρότημα Λαμπράκη!)] και τα προηγούμενα νομοσχέδια για την αξιολόγηση, τη Δια Βίου εκπαίδευση, το Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. και το Διεθνές Πανεπιστήμιο που πέρασαν στην πλάτη της κοινωνίας, ανοίγουν τον δρόμο για την πλήρη ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης και τη συνεπαγόμενη περαιτέρω υποβάθμισή της.

Γιατί δρομολογούνται αυτές οι αλλαγές και ποιοι είναι υπεύθυνοι γι’ αυτές;

Για ν’ απαντήσουμε σ’ αυτήν την ερώτηση, πρέπει να αντιληφθούμε τον ρόλο που διαδραματίζει το εκπαιδευτικό σύστημα σήμερα σε μια καπιταλιστική οικονομία της αγοράς και το πολιτικό συμπλήρωμά της, την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία». Αυτός ο ρόλος είναι διττός:

  • από τη μια μεριά, η αναπαραγωγή του κυρίαρχου ιδεολογικού παραδείγματος και

  • από την άλλη, η εδραίωση και αναπαραγωγή του καταμερισμού της εργασίας, όπως αυτός διαμορφώνεται από την οικονομία της αγοράς και τα καθήκοντα που επιβάλλει στη χώρα μας.

Έτσι, η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων –συνέπεια του ανοίγματος και της απελευθέρωσης των αγορών εμπορευμάτων και κεφαλαίου που επιβάλλει η καπιταλιστική νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση—η οποία αποτελεί τον κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο κινούνται οι πολιτικές επιλογές της υπερεθνικής ελίτ, αντικατοπτρίζεται ολοένα και καθαρότερα στις αναδιαρθρώσεις που γίνονται στον νευραλγικό τομέα της εκπαίδευσης. Οι σημερινές αλλαγές απλώς σηματοδοτούν την προσαρμογή του εκπαιδευτικού μας συστήματος στις κατευθύνσεις της Ε.Ε., στα πλαίσια της γενικότερης ενσωμάτωσης της ελληνικής οικονομίας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς.

Το θυμιατήρι της Μπολόνια…

Ο βασικός στόχος της Διακήρυξης της Μπολόνια είναι η σύγκλιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ευρώπη ώστε να δημιουργηθεί ένας «Ευρωπαϊκός Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης», αναγκαίος για την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας της αγοράς απέναντι στις ανταγωνίστριες οικονομίες του Βορειοαμερικανικού μπλοκ (NAFTA) και των χωρών της Άπω Ανατολής. Αυτός ο διεθνής ανταγωνισμός ομογενοποιεί την αγορά εργασίας επιβάλλοντας τη σύγκλιση των εκπαιδευτικών συστημάτων μέσω μίας σειράς αντιδραστικών διακηρύξεων και νομοθετημάτων.

Τα πτυχία και η κατοχή τους δεν πρέπει να έχουνε ισχυρό αντίκρισμα και αξιώσεις εξασφάλισης εργασίας, παρά να είναι προσαρμοσμένα στις ανάγκες των επιχειρήσεων και να τα κατέχουν «ελαστικοί» πτυχιούχοι οι οποίοι «δια βίου» (και με δικά τους έξοδα μάλιστα!) θα πρέπει να προσαρμόζονται στις εκάστοτε ανάγκες της αγοράς και του κεφαλαίου. Το περιεχόμενο των σπουδών πρέπει να είναι απόλυτα προσαρμοσμένο σ’ αυτές τις ανάγκες ώστε οι πτυχιούχοι να είναι αρεστοί και έτοιμοι για ξεζούμισμα από τις οικονομικές ελίτ. Αν κάποτε οι σοσιαλδημοκράτες μιλούσαν για το δικαίωμα στη γνώση που παρέχει η εκπαίδευση, οι σημερινοί σοσιαλφιλελεύθεροι διάδοχοί τους μιλούν απλώς για τη δημιουργία «απασχολήσιμων» μέσα από την εκπαίδευση, η οποία περιορίζεται στην παροχή μόνο όσων γνώσεων απαιτούνται για να δουλεύουν τα γρανάζια του συστήματος. Αυτόν τον στόχο έχει η ιδιωτική χρηματοδότηση των «αρεστών» στους ισχυρούς της γης προγραμμάτων σπουδών, που αναγκαστικά θα οδηγήσει σε δημιουργία «επιστημόνων» χωρίς γενική και ανθρωπιστική παιδεία, στείρους τεχνοκράτες, ιδανικούς για να επιλύσουν τα τεχνικά προβλήματα που θα παρείχαν μεγαλύτερη οικονομική αποτελεσματικότητα σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις -και έμμεσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς εν γένει. Κι όλα αυτά, για χάρη της «ανταγωνιστικότητας» της ΕΕ στον αγώνα επιβίωσης σε σχέση με τα άλλα οικονομικά μπλοκ σε μια διαδικασία «ανάπτυξης» που κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους και τους εργαζόμενους (πτυχιούχους ή μη) ν’ αντιμετωπίζουν Αμερικανικές η Κινεζικές εργασιακές συνθήκες στο μέλλον, εάν θέλουν να είναι ‘απασχολήσιμοι’.

…η «ισχυρή Ελλάδα»…

Δεν αποτελεί λοιπόν η συνεχιζόμενη αντιδραστική νομοθεσία ενάντια στο δημόσιο πανεπιστήμιο τη βασική αιτία της υποβάθμισης των πτυχίων και της διογκούμενης ανεργίας των αποφοίτων. Ο νέος διεθνής καταμερισμός εργασίας που επιβάλλεται στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση «προλεταριοποιεί» τους περισσότερους πτυχιούχους που σήμερα απλά αποτελούν το «εξειδικευμένο» εργατικό δυναμικό των επιχειρήσεων (χωρίς βέβαια οι ίδιοι να θεωρούν τους εαυτούς τους προλετάριους, όπως νομίζουν μερικοί). Και φυσικά, όσο χαμηλότερος είναι ο βαθμός ανάπτυξης, έρευνας και τεχνολογίας που χαρακτηρίζει μια χώρα τόσο μεγαλύτερη είναι η «προλεταριοποίηση» των πτυχιούχων.

Ιδιαίτερα έντονη είναι η διαδικασία αυτή σε χώρες της περιφέρειας και της ημιπεριφέρειας όπως η χώρα μας, που παρά τις διακηρύξεις για μια δήθεν «ισχυρή Ελλάδα», στα πλαίσια της Ε.Ε. και της διεθνοποιημένης καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, οδηγούνται στην αποδιάρθρωση της παραγωγικής τους δομής. Αυτό σημαίνει ότι οι επιβαλλόμενες ανοιχτές και «απελευθερωμένες» αγορές κεφαλαίου, εμπορευμάτων και εργασίας οδηγούν στη συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και του δευτερογενούς τομέα της οικονομίας στα χέρια των ισχυρότερων οικονομικά χωρών του Βορρά και των πολυεθνικών εταιρειών. Έτσι και στη χώρα μας, όπως και σε κάθε άλλη που ακολουθεί έναν εξαρτημένο τύπο «ανάπτυξης», η ένταξη στην Ε.Ε. και στη λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση», οδήγησε στη μαζική συρρίκνωση του μεταποιητικού τομέα παραγωγής και της βιομηχανίας γενικότερα (βλέπε κλείσιμο εργοστασίων, μεταφορά τους σε επενδυτικούς «παραδείσους» κ.λπ.) –πέρα βέβαια από την καταστροφή του αγροτικού τομέα μας που έχει οδηγήσει στις μαζικές εισαγωγές ακόμη και βασικών αγροτικών προϊόντων. Η ισχυρή Ελλάδα των κομμάτων εξουσίας σημαίνει απλώς την μετατροπή της σε χώρο παραθερισμού των κατοίκων του Βορρά και το ξεπούλημα των παραγωγικών πηγών της –συμπεριλαμβανομένης και τής γης της– στο ξένο κεφάλαιο.

…και η ωμή πραγματικότητα

Ως αποτέλεσμα, παρά τα όνειρα για επιτυχημένη καριέρα και υψηλά εισοδήματα, οι πτυχιούχοι συνωστίζονται στις –συνήθως παρασιτικές–υπηρεσίες (τον μονο «ανθούντα» παραγωγικό τομέα της χώρας) όπου ο σκληρός ανταγωνισμός μεταξύ τους οδηγεί σε συνεχή αύξηση των απαιτούμενων τυπικών προσόντων και τίτλων σπουδών. Κι όλα αυτά τη στιγμή που η ανεργία και η υποαπασχόληση καραδοκεί για τους περισσότερους από μας! Αυτό εξηγεί τις μαζικές αιτήσεις για τον ΑΣΕΠ ώστε να εξασφαλιστεί κάποια θέση σε λύκειο (στην εκπαίδευση γενικά) ή υπηρεσία –εφορίας, νομαρχίας κλπ- ή για θέσεις σε τράπεζες και άλλους παρόμοιους οργανισμούς. Η απώτερη δηλαδή αιτία του συνωστισμού αιτήσεων για παρόμοιες θέσεις είναι η γενική αποδιάρθρωση του παραγωγικού μηχανισμού ως συνέπεια της πλήρους ενσωμάτωσης της χώρας στην διεθνοποιημένη οικονομία τη αγοράς, μέσω της ένταξής της στην ΕΕ. Η παράλληλη όμως αυτοματοποίηση πολλών από τις «υπηρεσίες», μέσω της επέκτασης της πληροφορικής, κάνει δυσεύρετες ακόμη και αυτές τις θέσεις, με αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη ένταση της ανασφάλειας απασχόλησης, το στρες κλπ.

Από την άλλη, η υποβάθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος γενικά, και των πανεπιστημίων ειδικότερα, είναι άμεση συνέπεια του χρόνιου ελλείμματος στη χρηματοδότηση της παιδείας και της έρευνας. Αναγκαία (όχι όμως και επαρκής) συνθήκη για την αναβάθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι η επαρκής χρηματοδότηση του διδακτικού και ερευνητικού έργου τους, που απαιτεί όμως τη δραστική φορολόγηση των ανώτερων εισοδημάτων και των κερδών και όχι την εισαγωγή του ιδιωτικού κεφαλαίου στην εκπαίδευση όπως επιχειρούν σήμερα οι ελίτ. Όμως, κάτι τέτοιο είναι αδύνατο στο πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς εφόσον θα λειτουργούσε ως αντικίνητρο στις επενδύσεις, ντόπιες και ξένες. Η επαρκής συνθήκη αφορά στο ίδιο το περιεχόμενο των σπουδών.

Σήμερα, όλα αυτά τα νομοθετήματα αποκρυσταλλώνουν μία κατάσταση όπου το περιεχόμενο διδασκαλίας και έρευνας καθορίζεται με βάση τις ανάγκες της αγοράς και όχι τις ανάγκες της κοινωνίας γενικότερα. Δεδομένου ότι οι ανάγκες που καθορίζει η αγορά προσδιορίζονται από το «πορτοφόλι», δηλαδή την άνιση κατανομή εισοδήματος και πλούτου που χαρακτηρίζει κάθε καπιταλιστική οικονομία της αγοράς, ενώ οι ανάγκες της κοινωνίας πρέπει να καθορίζονται από τις ατομικές και συλλογικές αποφάσεις ΟΛΩΝ των πολιτών, είναι φανερό ότι οι ανάγκες της αγοράς κάθε άλλο παρά συμπίπτουν με τις ανάγκες της κοινωνίας. Αυτό φανερώνεται από το γεγονός ότι στην πιο πλούσια χώρα του κόσμου, τις ΗΠΑ, ακόμη και οι πιο βασικές ανάγκες πολύ μεγάλου τμήματος του πληθυσμού της καλύπτονται ελλιπέστατα ή και καθόλου. Στην εκπαίδευση που εισάγει σήμερα το σύστημα, το περιεχόμενο της διδασκαλίας καθορίζεται σε «πελατειακή» βάση, όπου ο «πελάτης» υποτίθεται είναι ο φοιτητής, ο οποίος διαλέγοντας τμήμα σπουδών έμμεσα υπαγορεύει τον τρόπο διάθεσης των δημόσιων κονδυλίων στα Πανεπιστήμια. Στην πραγματικότητα όμως ο «πελάτης» είναι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς αποφασίζουν τι, πως και για ποιον θα παραχθεί και επομένως καθορίζουν τη ζήτηση διάφορων τύπων εργασίας, που με τη σειρά της καθορίζει και τις επιλογές των φοιτητών.

Το ίδιο συμβαίνει και με την πανεπιστημιακή έρευνα όπου οι οικονομικές ελίτ, είτε άμεσα (χρηματοδότηση), είτε έμμεσα (μέσω της επιρροής τους στις αποφάσεις των πολιτικών ελίτ για τη διάθεση των δημόσιων κονδυλίων), καθορίζουν το περιεχόμενο της έρευνας με βάση τις ανάγκες τους. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η ομογενοποίηση της παιδείας στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς σημαίνει ότι η διδασκαλία και έρευνα γύρω από γνωστικά αντικείμενα που δεν ικανοποιούν άμεσα αυτές τις ανάγκες περιθωριοποιούνται ή εξοστρακίζονται. Ούτε ότι στη σοσιαλφιλελεύθερη Βρετανία και στη Γαλλία (πρότυπα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης για πολλούς!), ήδη από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, παρατηρείται συνεχής συρρίκνωση των τμημάτων που έχουν γνωστικό αντικείμενο την Φιλοσοφία, την Ιστορία, τα θεωρητικά οικονομικά, τη μηχανολογία κ.λ.π., σε όφελος προγραμμάτων άμεσα συνδεδεμένων με την αγορά (μάρκετινγκ, επιχειρησιακή έρευνα, μάνατζμεντ κ.α.).

Για μια παιδεία σε μια πραγματικά δημοκρατική κοινωνία

Με βάση τα παραπάνω είναι φανερό ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι φοιτητές σήμερα δημιουργούνται από το ίδιο το σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, και όχι από τις «κακές» πολιτικές των εκάστοτε κυβερνήσεων, οι οποίες απλά θεσμοποιούν τις αλλαγές που επιβάλλει το σύστημα.

Κατά συνέπεια, μαζί με τον δίκαιο αγώνα ενάντια στην αντιδραστική νομοθεσία και την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, το φοιτητικό κίνημα θα έπρεπε σταδιακά να θέσει μέσα στις συνελεύσεις των συλλόγων αυτήν την προβληματική, με την προοπτική να διευρυνθούν οι διεκδικήσεις του πέρα από αμυντικά αιτήματα, σε στόχους που θα θέτουν βραχυπρόθεσμα το αίτημα εξόδου από την Ε.Ε., και μακροπρόθεσμα το ξεπέρασμα του συστήματος (ας θυμηθούμε και τον Μάη του 68, και το αίτημα για αυτοδιαχείριση πέρα από το σύστημα!).

Παράλληλα, το ερώτημα ποιος και με τι κριτήρια θα θέλαμε να αποφασίζει το περιεχόμενο της εκπαίδευσης σε μια πραγματικά δημοκρατική κοινωνία, είναι το ίδιο επιτακτικό αν θέλουμε να ξεπεράσουμε, εκτός από τις νέες ρυθμίσεις, και τα προβλήματα του υπάρχοντος εκπαιδευτικού συστήματος.

Για το περιεχόμενο της παιδείας – και των κοινωνικών αναγκών εν γένει – θα έπρεπε να αποφασίζει η ίδια η κοινωνία, δηλαδή οι χρήστες (διδακτικό προσωπικό και φοιτητές/μαθητές/σπουδαστές) με βάση τις κοινωνικές ανάγκες που καθορίζονται αμεσοδημοκρατικά από το σύνολο των πολιτών.

Οι αντιστάσεις που εκδηλώθηκαν αυτό το διάστημα από το φοιτητικό κίνημα ενάντια στις συγκεκριμένες απόπειρες ενταφιασμού της δημόσιας παιδείας, πρέπει να αγκαλιαστούν από το σύνολο των καταπιεζόμενων κοινωνικών στρωμάτων στη σημερινή ταξική διάρθρωση, δηλαδή όλων των θυμάτων της ανισοκατανομής δύναμης/εξουσίας που επιβάλλει το σύστημα της διεθνοποιημενης οικονομίας της αγοράς και το πολιτικό του συμπλήρωμα της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας». Η δυναμική αυτών των κινητοποιήσεων μπορεί να πυροδοτήσει ριζικές ανατροπές και να προκαλέσει την αναζωογόνηση του φοιτητικού κινήματος, με την προϋπόθεση να γίνουν ισχυρότερα τα αντισυστημικά χαρακτηριστικά αυτών των αγώνων.

Φυσικά το σημαντικότερο πρόβλημα που τίθεται τώρα, είναι η απόκρουση των νομοθετημάτων με άμεσο στόχο την απόσυρση τους. Ωστόσο η σύνδεση των αγώνων των φοιτητών με τους γενικότερους κοινωνικούς αγώνες και η ανάγκη να επεκταθούν αυτοί πέρα από την παρούσα πολιτική συγκυρία, θα βοηθήσει να ξεπεραστεί ο αμυντικός χαρακτήρας της πάλης και θα σπρώξει το κίνημα σε μια αντισυστημική κατεύθυνση.

Σίγουρα το βασικότερο στοιχείο για την επίτευξη των παραπάνω στόχων από το φοιτητικό κίνημα είναι η αυτονόητη ανάγκη συνεχούς και μαζικής συμμετοχής των φοιτητών σε όλες τις καθημερινές δραστηριότητες και διαδικασίες του κάθε συλλόγου.

Παράλληλα, σημαντικές προϋποθέσεις γι’ αυτό είναι:

  • Οι φοιτητές να συσκεπτόμαστε και να αποφασίζουμε ως δημοκρατικοί πολίτες, ως αυτόνομα υποκείμενα, όχι ως εκπρόσωποι ή οπαδοί κάποιων κομμάτων. Δεν θα πρέπει απλώς να ψηφίζουμε προσχεδιασμένα αδιαπραγμάτευτα πλαίσια δίχως να έχουμε τη δυνατότητα συνδιαμόρφωσής τους.

  • Τα κείμενα που φέρουν την υπογραφή του συντονιστικού του κάθε συλλόγου, πρέπει να εκφράζουν πραγματικά τις αμεσοδημοκρατικές αποφάσεις και τη βούληση των φοιτητών που στηρίζουν τις καταλήψεις.

  • Τα κεντρικά συντονιστικά πρέπει να αποτελούνται από εκπροσώπους των σχολών και των τμημάτων, οι οποίοι θα είναι εντολοδόχοι των αμεσοδημοκρατικών συνελεύσεων.

  • Το φοιτητικό κίνημα να αποτελέσει τμήμα ενός ευρύτερου πολιτικού κινήματος για μια πραγματικά δημοκρατική οργάνωση της κοινωνίας πέρα από την οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία».

ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΩΤΑΤΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

Ι. ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΩΤΑΤΗ ΠΑΙΔΕΙΑ

Οι παρακάτω προτάσεις αναφέρονται στο σήμερα, σ’ ένα βραχυπρόθεσμο/ μεσοπρόθεσμο στάδιο και μπορούν να πραγματωθούν με δυναμικούς αγώνες από την πλευρά των πολιτών. Συνδέονται άρρηκτα ωστόσο με τον μακροπρόθεσμο στόχο της δημιουργίας μιας κοινωνίας περιεκτικής δημοκρατίας, πέρα από την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» και την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς. Προωθούν τη δημοκρατική παιδεία με την κλασική έννοια της πολύπλευρης εκπαίδευσης των πολιτών ως πολιτών –μέσω της ανάπτυξης της αυτενέργειας τους– και ως μελών της κοινωνίας ­­–μέσω της ανάπτυξης των προσωπικών ικανοτήτων τους και ιδιαίτερα της ικανότητας τους για αυτοστοχαστική δραστηριότητα (και όχι για αποστήθιση!). Η Παιδεία αυτή είναι αδύνατη χωρίς ένα δημοκρατικό περιβάλλον. Δηλαδή, ένα περιβάλλον, όπου οι πολίτες, μέσα από τις συνελεύσεις τους στους δήμους, οι οποίοι θα ενώνονται σε μια συνομοσπονδία, θα καθόριζαν το γενικό περιεχόμενο της παιδείας και της έρευνας, το οποίο θα εξειδίκευαν οι συνελεύσεις των εκπαιδευτών και εκπαιδευόμενων.

1] Πανεπιστήμια, έμμεσα ελεγχόμενα από μια εθνική συνομοσπονδία αποκομματικοποιημένων δήμων (κάτι που επιτρέπει τον αμεσοδημοκρατικό χαρακτήρα του έλεγχου διασφαλίζοντας το γενικό συμφέρον) και άμεσα ελεγχόμενα από τους πανεπιστημιακούς και τους εκπαιδευόμενους. Έτσι μπορεί να επιτευχθεί ο βασικός στόχος μιας πραγματικά δημοκρατικής εκπαίδευσης για την αποσύνδεση των πανεπιστημίων από την αγορά (σε αντίθεση με τα κόμματα εξουσίας και την ρεφορμιστική Αριστερά που παίρνοντας δεδομένο το σημερινό σύστημα έχουν βασικό στόχο την καλύτερη σύνδεση πανεπιστημίων και αγοράς!).

2] Πλήρης αυτονομία κάθε πανεπιστήμιου από το κράτος. Το περιεχόμενο σπουδών, η ίδρυση νέων τμημάτων κλπ αποφασίζονται κατά 50% από τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι κάνουν βασικά και τις προτάσεις, και ανά 25% από τους εντολοδόχους των δημοτικών συνελεύσεων και των φοιτητικών συνελεύσεων. Ενώ η διοίκηση των πανεπιστημίων γίνεται από τις συνελεύσεις διδασκόντων και φοιτητών σε ίσα ποσοστά και με διαφανείς διαδικασίες.

3] Υποχρεωτική παροχή και χρήση λίστας πολλαπλών ερευνητικών πηγών (reading lists) –αντί για το σύγγραμμα του διδάσκοντος καθηγητή– από την οποία οι φοιτητές θα επέλεγαν με τη συμβουλή των καθηγητών τις καταλληλότερες.

4] Χρηματοδότηση πανεπιστήμιων και έρευνας από ένα άκρως προοδευτικό φορολογικό σύστημα (οι πλουσιότεροι πληρώνουν τους περισσότερους φόρους και αντίστροφα). Αυτή η χρηματοδότηση πρέπει να εξασφαλίζει πραγματικά δωρεάν παιδεία, η οποία θα καλύπτει όχι μόνο τα έξοδα σπουδών αλλά και διαβίωσης των φοιτητών. Η χρηματοδότηση πρέπει να είναι ίση για όλα τα πανεπιστήμια ανά σπουδαστή. Έτσι, θα αναπτύσσεται άμιλλα που θα οδηγεί σε μεγαλύτερο αριθμό αιτήσεων και φοιτητών (και επομένως εσόδων), διευκολύνοντας ακόμη περισσότερο τη δραστηριότητα των «επιτυχημένων» πανεπιστήμιων και ενθαρρύνοντας τα λιγότερο «επιτυχημένα» να βελτιώσουν τα προγράμματα σπουδών και τον τρόπο έρευνας και διδασκαλίας ανάλογα. Το κατά πόσο όμως η άμιλλα αυτή θα είναι ευγενής και δεν θα κρύβει ιδιοτέλειες και άλλα ύποπτα κίνητρα, θα παρακολουθείται αυστηρά από ειδικά συγκροτημένες μικτές επιτροπές των εντολοδόχων των συνελεύσεων.

5] Κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων και ελεύθερη δωρεάν εισαγωγή οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου σε οποιοδήποτε γνωστικό πεδίο, αλλά με εφαρμογή αυστηρών κριτηρίων για την συνέχιση των σπουδών που χρηματοδοτούνται, μαζί με τα έξοδα διαβίωσης των φοιτητών, από το κοινωνικό σύνολο. Συγκεκριμένα η συνέχιση των σπουδών δεν θα βασίζεται στο σημερινό εξετασιοκεντρικό σύστημα αλλά σ’ ένα σύστημα συνεχούς αξιολόγησης των σπουδαστών με βάση τακτικές αλλεπάλληλες γραπτές εργασίες τις οποίες θα καλούνται οι φοιτητές να υπερασπίσουν ενώπιον των διδασκόντων και των συμφοιτητών τους.

6] Μετάβαση από το πρώτο πτυχίο σε μεταπτυχιακές σπουδές (οι οποίες θα παρέχουν στους ενδιαφερόμενους πιο εξειδικευμένες γνώσεις σε συγκεκριμένο ερευνητικό πεδίο και δεν θα είναι –όπως σήμερα– απλά μέσο κοινωνικής επιλογής) με βάση το συνολικό αποτέλεσμα της συνεχούς αξιολόγησης κατά το τελευταίο έτος σπουδών και υποβολή και προφορική στήριξη εργασίας που να δικαιώνει τη συνέχιση των σπουδών.

7] Αξιολόγηση διδακτικού προσωπικού στη βάση πολλαπλών κριτηρίων (επιστημονικής έρευνας, διδακτικής επάρκειας, παρουσίας στον πανεπιστημιακό χώρο, κοινωνικά) που θα διαμορφώνονται από ειδικούς ανά κλάδο εντολοδόχους των συνελεύσεων διδασκόντων α) από το ίδιο πανεπιστήμιο, β) από άλλα πανεπιστήμια, αλλά και γ) από τους εντολοδόχους των φοιτητικών συνελεύσεων (1/3 των ψήφων ο καθένας)

8] Διεύρυνση του Πανεπιστημιακού άσυλου ώστε τα Πανεπιστήμια ν’ αποτελούν, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, κέντρα ελεύθερης σκέψης και φρονήματος απέναντι στην κάθε μορφής εξουσία.

9] Πλήρης αποκομματικοποίηση της παιδείας και του φοιτητικού κινήματος

ΙΙ. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

Επειδή πιστεύουμε ότι κάθε αγώνας πρέπει να αντανακλά τη βάση και τους ανθρώπους που τον στηρίζουν και τους οποίους αφορά, θεωρούμε ότι οι συνελεύσεις και το φοιτητικό κίνημα γενικά πρέπει να λειτουργούν πραγματικά δημοκρατικά. Η άμεση δημοκρατία δεν είναι απλά ένα μέσο για να εξυπηρετούμε τους σκοπούς μας, αλλά αποτελεί η ίδια και σκοπό, καθώς αντανακλά τη μελλοντική κοινωνία που οραματιζόμαστε. Δεν υπάρχουν «ειδικοί» στην πολιτική: στοιχειώδης όρος για την ελευθερία και τη δημοκρατία είναι να διαμορφώνουν οι άνθρωποι (είτε ως πολίτες, είτε ως φοιτητές ή εργαζόμενοι) σε λαϊκές συνελεύσεις, πρόσωπο-με-πρόσωπο, τις δικές τους αλήθειες, να δημιουργούν οι ίδιοι τους όρους της ζωής τους και να είναι υπεύθυνοι οι ίδιοι για τις όποιες επιλογές τους.

Γενική Συνέλευση (ΓΣ) συλλόγου:

Απαραίτητος όρος για ένα δημοκρατικό κίνημα είναι οι όσο συχνότερες γίνεται γενικές συνελεύσεις και σε ίδιες κατά το δυνατόν ώρες και μέρες με τους υπόλοιπους συλλόγους (2 φορές την εβδομάδα νομίζουμε είναι εφικτό) για καλύτερο συντονισμό. Όσο συχνότερες είναι οι συνελεύσεις τόσο περισσότερο η δράση και οι θέσεις αντανακλούν πραγματικά τη βάση και όχι τους «ενεργητικότερους» των φοιτητών, που συνήθως είναι κομματικά στελέχη ιεραρχικών οργανώσεων και κομμάτων.

Θεμελιώδες χαρακτηριστικό κάθε αμεσοδημοκρατικής συνέλευσης είναι ότι διαμορφώνει η ίδια τις πολιτικές θέσεις και πράξεις της, οι οποίες εκφράζουν την άποψη της πλειοψηφίας και γίνονται σεβαστές απ’ όλους, μέσα από την ελεύθερη διαβούλευση όσων συμμετέχουν σ’ αυτήν.

Την άποψη ότι «αμεσοδημοκρατία ίσον ομοφωνία» τη θεωρούμε καταστροφική για τη δημοκρατία, επειδή οδηγεί στην τυραννία της μειοψηφίας (λίγα άτομα που διαφωνούν εμποδίζουνε τους πολλούς να δράσουν). Η ομοφωνία, στο σημερινό σύστημα των ταξικών διαιρέσεων, αναπόφευκτα οδηγεί σ’ έναν ακίνδυνο ελάχιστο κοινό παρονομαστή ο οποίος δεν μπορεί να θίξει ποτέ το σύστημα (βλ π.χ. τα διάφορα Κοινωνικά Φόρουμ –ΠΚΦ, ΕΚΦ κλπ– που τελικά και πάγια εκφράζουν τις απόψεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς). Όλα τα ζητήματα πρέπει να συζητούνται αναλυτικά αλλά αν παραμένουν οι διαφωνίες να παίρνονται οι αποφάσεις πλειοψηφικά (πλειοψηφικά σημαίνει 50%+1 -και με αυξημένες πλειοψηφίες αν χρειαστεί σε πολύ σημαντικά ζητήματα). Αφού ο λόγος και η ψήφος του καθένα μετράνε το ίδιο για όλες τις αποφάσεις, δεν θεωρούμε ότι τίθεται θέμα «καταπίεσης της μειοψηφίας», η οποία έχει κάθε δυνατότητα να ανατρέψει δημοκρατικά την εκάστοτε επικρατούσα άποψη αρκεί να πείσει την πλειοψηφία για την δική της άποψη. Αντίθετα, στα κινήματα ομοφωνίας στην ιστορία, οι μειοψηφίες καταπιέζονταν με χίλιους δυο τρόπους για να μην εκφράσουν καν τις αντιρρήσεις τους και κωλυσιεργήσουν το εκάστοτε κίνημα και τα επιτακτικά προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει.

Θεωρούμε αντιδημοκρατική την πρακτική των κομματικών παρατάξεων που κατεβάζουν στις συνελεύσεις προδιαμορφωμένα πλαίσια και καλούνε τη συνέλευση απλά να τα υπερψηφίσει και να τα κατοχυρώσει. Η συνέλευση μετατρέπεται έτσι σε μέσο για να περνάνε τα κόμματα τη γραμμή τους, αντί να είναι χώρος αυτόνομης άσκησης πολιτικής. Τα πλαίσια (κομματικά ή μη, ακόμα κι αυτά των «επιτροπών αγώνα») δεν θα έπρεπε να είναι αδιαπραγμάτευτα «πακέτα» (του στυλ «πάρτε το όλο ή αφήστε το») αφού μόνο η συνέλευση έχει την εξουσία να καθορίζει τα πλαίσιά της και κανείς άλλος.

Προτείνουμε λοιπόν να καταθέτονται, μόνο από μέλη της συνέλευσης και όχι από κομματικές παρατάξεις: ΕΙΤΕ πλαίσια-προτάσεις τα οποία θα περιέχουν τους βραχυπρόθεσμους στόχους και τα μέσα εκπλήρωσής τους καθώς και σύντομη ανάλυση που να επεξηγεί την σχέση στόχων και μέσων (και τα οποία θα μπορούν να τροποποιηθούν ή να εμπλουτιστούν αν το επιθυμεί η συνέλευση με υλικό από άλλα ατομικά πλαίσια με κοινούς στόχους και μέσα), ΕΙΤΕ απλές προτάσεις για τα θέματα που συζητά η συνέλευση (συζήτηση και ψηφοφορία θέμα-θέμα). Η ίδια η συνέλευση έχει φυσικά τον τελευταίο λόγο για το πώς θα διαμορφώσει τη λήψη των αποφάσεων σ’ αυτήν.

Όλα αυτά δεν τα υποστηρίζουμε επειδή είμαστε τυπολάτρες. Απλά, ή υποστηρίζουμε με συνέπεια την άμεση δημοκρατία στην οποία τα κόμματα δεν είναι ΟΡΓΑΝΙΚΑ τμήματα της δημοκρατίας και λειτουργούν επομένως συμβουλευτικά ΕΞΩ από τα δημοκρατικά όργανα, ή υποστηρίζουμε την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» όπου τα κόμματα και οι οργανώσεις έχουν ένα ρόλο καθοδήγησης μέσα από τα δημοκρατικά όργανα.

Το πραγματικό ζήτημα, βέβαια, είναι να ξεπεράσουμε την κομματικοποίηση μέσω μιας πραγματικής πολιτικοποίησης, η οποία είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, και όχι μόνο της διαδικασίας της συνέλευσης. Ωστόσο, με την πρότασή μας, σε πρώτη φάση, όχι μόνο αποφεύγεται το επίσημο κομματικό καπέλωμα των συνελεύσεων και ενθαρρύνονται οι ανέντακτοι για ευρύτερη συμμετοχή, αλλά ακόμη και στα μέλη των κομμάτων δίνεται η ευκαιρία να παρεκκλίνουν σιγά-σιγά από την κομματική «γραμμή».

Συντονιστικό τμήματος:

Αφού διαμορφώσει πλαίσιο, η συνέλευση θα πρέπει να εκλέξει ή να κληρώσει συντονιστική επιτροπή (λίγων ατόμων) με θητεία μίας εβδομάδας (ενδεικτικά) που θα αποτελείται από ΑΝΑΚΛΗΤΟΥΣ ΕΝΤΟΛΟΔΟΧΟΥΣ, οι οποίοι αναλαμβάνουν απλά να υλοποιήσουν τις εντολές που πήραν από τη συνέλευση (να περνούν όλοι, ή όσοι απ’ αυτούς που το επιθυμούν, κυκλικά από την επιτροπή). Οι συνεδριάσεις της συντονιστικής επιτροπής να είναι ανοιχτές φυσικά σε όλους, το ίδιο και η δράση της, όμως αυτά τα άτομα θα είναι υπεύθυνα και υπόλογα στη γενική συνέλευση του συλλόγου.

Αν προκύπτει κάποιο καινούριο θέμα το οποίο δεν μπορεί να περιμένει ως την επόμενη Συνέλευση, τα μέλη της συντονιστικής επιτροπής –αφού συγκληθεί έκτακτη συντονιστική επιτροπή και πουν την άποψή τους όσοι περισσότεροι φοιτητές γίνεται– θα έχουν την ευθύνη της τελικής απόφασης Για εξαιρετικά ζητήματα θα πρέπει να συγκληθεί έκτακτη γενική συνέλευση αφού ενημερωθούν τα μέλη του συλλόγου.

Κεντρικά συντονιστικά συλλόγων (πόλης, χώρας)

Στα κεντρικά συντονιστικά να πηγαίνουν οι επιτροπές και απλά να μεταφέρουν τις θέσεις της συνέλευσης επί των θεμάτων που έχει ορίσει το προηγούμενο κεντρικό συντονιστικό (με την αυτονόητη προϋπόθεση ότι θα υπάρχει επικοινωνία μεταξύ συνελεύσεων και θα γνωρίζουν όλες τις απόψεις και αποφάσεις των άλλων συνελεύσεων στα κοινά θέματα που τους αφορούν). Το προεδρείο (στο οποίο περνούν εκ περιτροπής όσοι το επιθυμούν) θα τις καταγράφει και οι αποφάσεις θα παίρνονται με πλειοψηφία ανάλογα με τον πληθυσμό κάθε συλλόγου (αν μια σχολή έχει 1000 γραμμένους φοιτητές και μια άλλη 500, η πρώτη να έχει 2 ψήφους και η άλλη 1). Απορούμε όταν πολλοί δέχονται τη λήψη αποφάσεων από την πλειοψηφία στη γενική συνέλευση, αλλά την αρνούνται στο συντονιστικό, στο οποίο ζητάνε ομοφωνία και συναίνεση! Η ομοφωνία ωστόσο, για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω, μόνο να ζημιώσει μπορεί ένα κίνημα.

Για θέματα που προκύπτουν ξαφνικά θα πρέπει να τροφοδοτείται ξανά η βάση και να γίνεται ξανά ΓΣ ή το λιγότερο ανοιχτή συντονιστική, ειδάλλως, αν κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο, να επιλύεται όπως παραπάνω με την ευθύνη των μελών της εκλεγμένης ή κληρωμένης επιτροπής.

Οι αποφάσεις του κεντρικού συντονιστικού να είναι δεσμευτικές και να γίνεται κι αυτό συχνά και συστηματικά σε διαφορετικές μέρες από τις συνελεύσεις των συλλόγων.

Η ΤΕΛΙΚΗ ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΠΕΡΝΑΕΙ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΤΩΜΑ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ!