Παρακάτω παραθέτουμε αυτούσια μια ανταλλαγή μεταξύ Τάκη Φωτόπουλου και Δ. Τρωαδίτη (ΔΤ) πάνω στο θέμα του περιεχομένου του απελευθερωτικού προταγματος σήμερα. Η ανταλλαγή αυτή, χωρίς την τελική ανταπάντηση του Τ. Φωτόπουλου που δημοσιεύουμε στο τέλος, δημοσιεύθηκε σε ένα φυλλάδιο που εξεδωσε ο ΔΤ (συμβολικά κίτρινου χρώματος, προφανώς, για να υπενθυμίζει στον αναγνώστη ότι ο ‘κίτρινος τύπος’ δεν είναι μόνο αστικό προνόμιο αλλά ανθεί και μεταξύ ‘επαναστατών αναρχικών’). O ΔΤ άλλωστε δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει κάθε θεμιτό η αθέμιτο μέσο (συμπεριλαμβανομένης της αποστολής επιστολών δυσφημιστικού χαρακτήρα εναντίον του Τ. Φωτόπουλου σε ακτιβιστές στον ελληνικό ελευθεριακό χώρο ―ακόμη και στον ίδιο τον ελευθεριακό εκδότη του που τον επέκρινε γιατί εκδίδει βιβλία αυτού του ‘αντεπαναστάτη’) για να δυσφημήσει το πρόταγμα της περιεκτικής δημοκρατίας. Ένα πρόταγμα, που ούτε κατάλαβε ποτέ, ούτε είχε να αντιπροτείνει σ’ αυτό τίποτα περισσότερο πέρα από τετριμμένα συνθήματα και μια μπερδεμένη life-style αναρχία (άλλο το θέμα ότι, όπως αποδείχνει η παρακάτω ανταλλαγή, είναι πολύ αμφίβολο κατά πόσο καταλαβαίνει και ο ίδιος ότι αυτά που προτείνει ανήκουν στο χώρο της life-style αναρχίας). Ελπίζουμε η παρακάτω αυτούσια ανταλλαγή να βοηθήσει τον αναγνώστη να συνάγει μόνος του τα συμπεράσματα του.
Democracy & Nature Ιούλης 2000 Περιεκτική Δημοκρατία ή Αναρχία; Το 1999 εκδόθηκε στην Αθήνα (εκδ. Καστανιώτη), το ογκώδες βιβλίο του Τάκη Φωτόπουλου ―συγγραφέα, αρθρογράφου της “Ελευθεροτυπίας” και εκδότη του περιοδικού “Democracy and Nature” (“Δημοκρατία και Φύση”) – μετεξέλιξης του περιοδικού “Κοινωνία και Φύση”, που κυκλοφορούσε και σε ελληνική έκδοση― “Περιεκτική Δημοκρατία”. Στο εν λόγω βιβλίο επιχειρείται μια “συνένωση” των αξιών της λεγόμενης Αθηναϊκής Δημοκρατίας της αρχαιότητας, στοιχείων από τον αναρχισμό καθώς και στοιχείων από τα νεότερα επιμέρους κινήματα, όπως η κοινωνική οικολογία (και ιδιαίτερα από τον “πατέρα” της Μαρεϊ Μπούκτσιν), το φεμινιστικό και άλλα, σε ένα πλαίσιο αξιών και ιδεών, που ο συγγραφέας ονομάζει περιεκτική δημοκρατία, από το οποίο απορρέει ένα και μόνο πρόταγμα. Το πρόταγμα της περιεκτικής δημοκρατίας που ―όπως διατείνεται ο συγγραφέας―, αποτελεί τη μοναδική, την περισσότερο εφικτή ελπίδα ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνίας σε μια κοινωνία χωρίς χρήμα, εξουσία και κράτος. Το βιβλίο αποτελείται από τρία μέρη, χωρισμένα σε οκτώ κεφάλαια. Δεν θα ασχοληθώ εδώ με ολόκληρο το βιβλίο, περισσότερο για λόγους χώρου στο δελτίο. Ίσως αυτό γίνει στα πλαίσια μιας πλατύτερης και περισσότερο εμπεριστατωμένης μελλοντικής εργασίας. Θα ασχοληθώ, όμως, λίγο, με μερικά από όσα εκτίθενται ειδικά στο έκτο και έβδομο κεφάλαιο τα οποία περιγράφουν το πολιτικό πλαίσιο της περιεκτικής δημοκρατίας και τα βήματα με τα οποία μπορούμε να φτάσουμε σ’ αυτήν και τα οποία είναι πιστεύω – ενδεικτικά, του όλου προτάγματος της λεγομένης περιεκτικής δημοκρατίας. Κατ’ αρχάς, οφείλουμε να συμφωνήσουμε με το συγγραφέα όσον αφορά την προώθηση των αξιών του συνομοσπονδιασμού. Η αρχή αυτή αποτέλεσε ―και εξακολουθεί να αποτελεί― μια βασική παράμετρο των δραστηριοτήτων των αναρχικών και προτάσσεται διαρκώς από αρκετούς θεωρητικούς και μη αναρχικούς, τόσο στο παρελθόν, όσο και στο παρόν. Θα πρέπει, επίσης, να συμφωνήσουμε, ότι για να είναι ένας κοινωνικός μετασχηματισμός ριζικός, θα πρέπει να καλύπτει και την πολιτική και την οικονομική και την κοινωνική σφαίρα. Αυτό, άλλωστε, διακήρυξαν ―και εξακολουθούν να διακηρύσσουν― οι αναρχικοί όλων σχεδόν των τάσεων, εκτός βέβαια, από ορισμένους “εναλλακτικούς”, “αναρχίζοντες” η όπως αλλιώς λέγονται -, οι οποίοι επιμένουν να ασχολούνται μόνο με επιμέρους ζητήματα, αρνούμενοι να αγωνιστούν για την πλήρη, ολική καταστροφή του παλαιού κόσμου και την οικοδόμηση του νέου. Για τους αναρχικούς ο κοινωνικός αγώνας ή θα είναι συνολικός και θα αγκαλιάζει κάθε μικρή ή μεγάλη πτυχή του υπάρχοντος συστήματος καθημερινής αφαίμαξης ή θα είναι ένα τίποτα. Φυσικά, από τους αναρχικούς των διαφόρων τάσεων υπάρχουν και οι διαφορετικότητες όσον αφορά την προσέγγιση των κοινωνικών ζητημάτων και τη δράση για την ανάδειξη και προώθησή τους, αλλά αυτό δεν είναι αντικείμενο του παρόντος σημειώματος. Προχωρώντας, ο συγγραφέας, ανάμεσα στα άλλα, περιγράφει την οικονομική δημοκρατία ―ως μια από τις παραμέτρους του συνολικού προτάγματος της περιεκτικής δημοκρατίας― όπως λέει. Οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη μιας οικονομικής δημοκρατίας είναι η δημοτική αυτοδυναμία, η δημοτική ιδιοκτησία των πλουτοπαραγωγικών πηγών, η συνομοσπονδιακή κατανομή αγαθών και υπηρεσιών, ο συμμετοχικός σχεδιασμός και η ελευθερία επιλογής και η κάλυψη των βασικών αναγκών. Στοιχεία, δηλαδή, καθόλου νέα, για τα οποία μίλησαν και έγραψαν εκτεταμένα εξέχουσες φυσιογνωμίες της αναρχικής Θεώρησης, όπως οι Προυντον και Κροποτκιν, αλλα και μεταγενέστερα σύγχρονοι θεωρητικοί, όπως ο Μ. Μπούκτσιν, άσχετα αν ο ίδιος και όσοι τον ακολουθούν έπαψαν να αυτοονομάζονται αναρχικοί, αλλά κοινωνικοί οικολόγοι, ενώ συμμετείχαν μάλιστα και στις τοπικές εκλογές. (Να σημειώσω εδώ, ότι τον Αύγουστο του 1998, στη Λισαβώνα, οι υποστηρικτές και ακολουθητές της κοινωνικής οικολογίας συγκάλεσαν διεθνές συνέδριο για το ελευθεριακό δημοτισμό (Libertarian municipalism). Αλλά ένας από τους οργανωτές του συνεδρίου, ο Πορτογάλος Μαρία Μάγιος Χορχε, o οποίος, μάλιστα, αναφέρεται ως αναρχικός, έγινε πρόσφατα γνωστό, ότι κατεβαίνει ως υποψήφιος ευρωβουλευτής στις επόμενες εκλογές, με το Αριστερό Μπλοκ, το οποίο αποτελείται από ένα μαοϊκό κόμμα, τροτσκιστές και κάποιους αριστερούς καθολικούς! ! ! ). Οι προϋποθέσεις, λοιπόν, για την περιεκτική δημοκρατία δεν είναι κάτι καινούργιο, αλλά συνένωση στοιχείων από τα έργα παλαιότερων και νεότερων αναρχικών στοχαστών. Θα ήθελα να επιμείνω λίγο στο ζήτημα της κάλυψης των βασικών αναγκών. Από τη μια ο συγγραφέας διαχωρίζει τις ανάγκες σε βασικές και μη βασικές και από την άλλη ισχυρίζεται, ότι οι ανάγκες αυτές θα καθορίζονται από τις γενικές συνελεύσεις, χωρίς να δημιουργούνται προβλήματα. Αν, όμως, είναι να καθορίζονται κατ’ αυτό τον τρόπο, τότε ποιος ο λόγος να υπάρχει o διαχωρισμός αυτός σε βασικές και μη ανάγκες; Και αν ισχύει το δεύτερο, τότε ποιος ή ποιοι Θα καθορίζουν ποιες ανάγκες είναι βασικές και ποιες όχι, δημιουργώντας ένα νέο διαχωρισμό; Για παράδειγμα, ποιος μπορεί να γνωμοδοτήσει με σαφήνεια, ότι η δική μου ανάγκη ή επιθυμία να ξεκουράζομαι 12 ώρες την ημέρα δεν είναι βασική ανάγκη και ενός άλλου που επιθυμεί να κάνει το αντίθετο είναι βασική ανάγκη. Με βάση αυτό το διαχωρισμό επαναλαμβάνει ο συγγραφέας το ίδιο λάθος, κατά τη γνώμη μου, όσον αφορά τον καταμερισμό εργασίας, όπου δημιουργείται και εδώ ένας πανομοιότυπος διαχωρισμός, παρ’ ότι και εδώ, από την άλλη, γίνεται λόγος για ελευθερία επιλογής. Τέλος, έχω κάποιο πρόβλημα με τον ισχυρισμό ότι σε ένα καθεστώς περιεκτικής δημοκρατίας μπορεί να υπάρξει μια τεχνολογία συμβατή με τους όρους και τους στόχους της περιεκτικής δημοκρατίας. Το ερώτημα που αμέσως έρχεται στην επιφάνεια είναι αν κάποιος δηλαδή δήμος θελήσει να διατηρήσει κάποια από τα σημερινά βλαβερά και καταστρεπτικά κόλπα της τεχνολογίας σε βάρος των ανθρώπων και του περιβάλλοντος, αυτό θα είναι σωστό, ή συμβατό με το πρόταγμα μιας κοινωνίας χωρίς εξουσία, χρήμα, μόλυνση κ.λπ.; ‘Όσον αφορά τα βήματα τα στάδια προς την περιεκτική δημοκρατία. Θα συμφωνήσουμε οι περισσότεροι από εμάς με τον ισχυρισμό του συγγραφέα, ότι η ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή δεν μπορεί να επιτευχθεί έξω από τον κύριο κοινωνικό στίβο. Αυτό, άλλωστε, παραδέχονται και οι περισσότεροι αναρχικοί και γι’ αυτό προσπαθούν να λειτουργήσουν καταλυτικά στην κοινωνία, όντας ενεργοί και, μάλιστα, το πιο ριζοσπαστικό της μέρος. Συμφωνούμε, επίσης, με το ότι το κοινωνικό άτομο πρέπει να συμμετέχει στους τοπικούς, αλλά και στους γενικότερους κοινωνικούς αγώνες. Διαφωνούμε, όμως, με την άποψη ότι η συνομοσπονδία Δήμων-Κοινοτήτων και μόνο αυτή ―αφού ο συγγραφέας δεν διαβλέπει καμία άλλη οργανωτική μορφή εκτός απ’ αυτή―, πρέπει να αποκτήσει, ή να αποτελέσει, μια βάση εξουσίας ώστε να αντικαταστήσει το κράτος. Δηλαδή, θα αποτελέσει η μορφή αυτή κοινωνικής οργάνωσης μια άλλη μορφή εξουσίας; Για ποιο λόγο; Αφού θα έχει καταστρέψει το κράτος. Προχωρώντας, ο συγγραφέας προτείνει μια γκάμα σχημάτων κοινοτικής τοπικής ανάπτυξης, δηλαδή στεγαστικούς συνεταιρισμούς, LETS (Local Trading Exchange Systems, τοπικά σχήματα ανταλλαγής υπηρεσιών και αγαθών, χωρίς χρήμα και καμία μεσολάβηση, που ξεκίνησαν από τον Καναδά και λειτουργούν κυρίως στις αγγλόφωνες χώρες), κομμούνες, αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια, αυτοδιαχειριζόμενες φάρμες και άλλα πολλά, ως σχήματα, που, με τη δράση τους, μπορούν να οδηγήσουν από μόνα τους στην περιεκτική δημοκρατία, ή, τουλάχιστον σε μια ριζοσπαστική κοινωνία. Μα, αν δεν κάνω λάθος, πλείστοι αναρχικοί συγγραφείς, στο παρελθόν και στο παρόν, πλείστοι αναρχικοί αγωνιστές πρότειναν και προτείνουν, δημιούργησαν και δημιουργούν, τέτοιες ακριβώς μορφές οργάνωσης καθημερινά. Ειδικά τα αυτοδιαχειριζόμενα κοινωνικά κέντρα είναι διάσπαρτα σήμερα σε μια σειρά χώρες. Κανείς, βέβαια, δεν είπε, ούτε πιστεύει ―εκτός ελάχιστων― ότι αυτά τα εγχειρήματα θα οδηγήσουν από μόνα τους σε μια κοινωνική αλλαγή. Θa πρέπει πρώτα να στρέψουν τη δράση τους και τα πυρά τους συνολικά σε ολόκληρο το φάσμα των εκμεταλλευτικών και διαχωριστικών σχέσεων, να ομοσπονδοποιηθούν και να προχωρήσουν μετέπειτα σε μια κοινωνία ισότητας κ.λπ. ‘Όσοι βέβαια και όσα απ’ αυτά τα σχήματα το επιθυμούν γιατί κάποια από τα σχήματα που παραθέτει ο συγγραφέας, όπως τα LETS για παράδειγμα, ή, τουλάχιστον, αρκετά από αυτά, έχουν απομακρυνθεί από τους στόχους για τους οποίους αρχικά δημιουργήθηκαν. Ειδικά στην Αυστραλία, απ’ όσο γνωρίζω, σε αρκετά LETS η πλειοψηφία, ή ένα μεγάλο μέρος, αυτών που συμμετέχουν, ασχολούνται με βοτανοθεραπείες, αρωματοθεραπίες, new age δοξασίες και άλλα παρόμοια και λίγο έχουν να κάνουν με κοινωνικό αγώνα, ενώ μέσα από αυτές τις απόψεις προωθούνται, λίγο ως πολύ και ρατσιστικές ακόμα απόψεις (σταϊνερισμος, απόψεις για δημογραφικό έλεγχο του πληθυσμού, οικολογικά Θεοσοφίσματα κ.ά). Μήπως αυτά που προωθούν αυτοί όλοι αποτελούν βασικές ανάγκες; Ας μας πει ο συγγραφέας. Το αποκορύφωμα των απόψεων του συγγραφέα όσον αφορά τα βήματα μετάβασης στην περιεκτική δημοκρατία, αποτελεί η πρόταση του για συμμετοχή στις τοπικές εκλογές, κάτι που υιοθετούν οι κοινωνικοί οικολόγοι, ο Μάρεϊ Μπούκτσιν, ο Δ. Ρουσσόπουλος (ο οποίος γιαουρτώθηκε πρόσφατα από αναρχικούς του Καναδά, για τη στάση και τις απόψεις του αυτές) και άλλοι. ‘Όπως λέει ο Τ. Φωτόπουλος στο βιβλίο του: “Η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές εκφράζει την κλιμάκωση της δράσης στη βάση, επειδή όχι μόνο παρέχει το πιο αποτελεσματικό μέσο για μαζική δημοσιοποίηση ενός προγράμματος για την περιεκτική δημοκρατία, αλλά και την ευκαιρία ν’ αρχίσει η άμεση εφαρμογή του σε σημαντική κοινωνική κλίμακα. Η συμμετοχή στις εκλογές είναι έκφραση της πεποίθησης ότι μόνο σε τοπικό επίπεδο, στο επίπεδο της κοινότητας, μπορεί να εγκαθιδρυθεί η άμεση και οικονομική δημοκρατία. Είναι μια στρατηγική για ν’ αποκτηθεί εξουσία, με στόχο την άμεση κατάλυσή της μέσω της μεταβίβασης – από την επόμενη μέρα της νίκης στις εκλογές – της διαδικασίας λήψης των αποφάσεων από τις τοπικές αρχές στις συνελεύσεις. Δίνει την ευκαιρία να ξεκινήσει η αλλαγή της κοινωνίας από τα κάτω…”. Και παρακάτω: “…Η Θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των τοπικών εκλογών από τη μια και των κοινοβουλευτικών από την άλλη, είναι, ότι, ενώ η συμμετοχή στις πρώτες είναι συμβατή με την περιεκτική δημοκρατία και είναι ικανή να οδηγήσει στη διάλυση των εξουσιαστικών σχέσεων, η συμμετοχή στις βουλευτικές εκλογές δεν είναι συμβατή με την περιεκτική δημοκρατία, ούτε μπορεί να οδηγήσει στη διάλυση των εξουσιαστικών σχέσεων”. Νομίζω, ότι τα αποσπάσματα αυτά μιλούν από μόνα τους. Γιατί, δηλαδή, να κεντρίσει το ενδιαφέρον των πολιτών η περιεκτική δημοκρατία και να μη συνεχίζει να τους κεντρίζει η υπάρχουσα τοπική πολιτική σκηνή, η οποία αποτελεί μέρος και μικρογραφία της ήδη υπάρχουσας κοινοβουλευτικής ή άλλης σκηνής, Μέχρι πότε Θα πρέπει να περιμένουμε να κερδίσουμε την πλειοψηφία σε όλα τα τοπικά δημοτικά συμβούλια για ν’ αρχίσουμε το ξήλωμα των υπαρχόντων εξουσιαστικών σχέσεων; Τι θα γίνει αν μερικοί δήμοι ή κοινότητες περάσουν στα χέρια των θιασωτών της περιεκτικής δημοκρατίας και άλλοι όχι; Η μισή κοινωνία θα αλλαχθεί ριζοσπαστικά και η άλλη μισή όχι; Η ύπαρξη ενός, δύο ή περισσότερων δημοτικών ή κοινοτικών συμβούλων πώς θα αποτελέσει στοιχείο και ένδειξη του να μας κάνει να πούμε ότι η απόκτηση ή η κατάκτηση της τοπικής εξουσίας δεν είναι, τελικά αυτοσκοπός, αλλά ένας από τους στόχους στην κατεύθυνση της ολικής ρήξης με την εξουσία; Οι δημοτικοί ή κοινοτικοί αυτοί σύμβουλοι δεν υπάρχει άμεσος κίνδυνος από την επόμενη μέρα των εκλογών να ενσωματωθούν στο ήδη υπάρχον πολιτικό σύστημα, συμμετέχοντας στα πολιτικάντικα δρώμενα που καθορίζονται όχι από την τοπική κοινωνία, αλλά από τον κεντρικό κρατικό μηχανισμό, σε βάρος πάντα και πέρα και πάνω από τις τοπικές θελήσεις και ανάγκες; Δεν Θα υπάρξει πρόβλημα ανάπτυξης μιας ακόμα ιεραρχίας, ενός ακόμα μηχανισμού παραγωγής και άσκησης πολιτικής, όχι με τη βάση να συμμετέχει σ’ αυτή, να διαμορφώνει, να αποφασίζει και να εκτελεί η ίδια για το δικό της συμφέρον, αλλά με μια ομάδα δημοτικών ή κοινοτικών συμβούλων, που, μέσω του συστήματος και των ίδιων των θεσμών, Θα πρέπει να καταστρέψουν τις εξουσιαστικές σχέσεις, όπως διατείνεται ο συγγραφέας, αν τις καταστρέψουν βέβαια και δεν χαθούν οι ίδιοι μέσα σ’ αυτές. Οι αναρχικοί από ανέκαθεν αντιτίθονταν στη συμμετοχή σε οποιεσδήποτε εκλογές. Ακόμα και αυτή η συμμετοχή στις εκλογές στα συνδικάτα λειτούργησε αρνητικά και ειδικά στην περίπτωση μεγάλων αναρχοσυνδικαλιστικών οργανώσεων, όπως η ισπανική και γαλλική CNT και οδήγησε σε διασπάσεις, όπως με την ισπανική CGT. Το να κατακτήσει κάποιος μια δημόσια θέση σε ένα συνδικάτο, έναν κοινωνικό οργανισμό, ένα δημοτικό συμβούλιο κ.λπ., δεν πρέπει να αποτελεί το στόχο ενός κινήματος που Θέλει να πιστεύει ότι προωθεί τη μόνη εναλλακτική λύση, τον μόνο επαναστατικό νέο δρόμο για τη ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή. Το αντίθετο. Θα ενσωματωθεί στο υπάρχον σύστημα. Ειδικά στην Ελλάδα οι δημοτικές εκλογές αποτελούσαν και αποτελούν την καρικατούρα των βουλευτικών, εκεί που όλα τα πολιτικά κόμματα επενδύουν, όχι μόνο για να κερδίσουν τον τοπικό έλεγχο της μιας ή της άλλης περιοχής για τον εαυτό τους, αλλά και για να σφυγμομετρήσουν τις διαθέσεις του εκλογικού σώματος για τις επόμενες βουλευτικές εκλογές Αλλά και στις αγγλόφωνες χώρες, όπως εδώ στην Αυστραλία, τα δημοτικά συμβούλια και οι τοπικές εκλογές δεν έχουν καμιά βαρύτητα στη συνολική πολιτική ζωή και το όλο κλίμα έχει διαμορφωθεί τόσο κατάλληλα, ώστε μόνο μια μικρή μειοψηφία πολιτών ενδιαφέρεται για το ποιο από τα δύο μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα Θα εκλέξει τοπικούς συμβούλους κ.ο.κ. Φυσικά Θα πρέπει να συνεχίσουν να υφίστανται και να συγκροτούνται συνεχώς τοπικά σχήματα, όπως αυτοδιαχειριζόμενοι χώροι, συνεργατικές, ελευθεριακά σχολεία, κομμούνες, κοινωνικά κέντρα κ.λπ., αλλά για να μην προπαγανδίζουν new age θεωρίες, να μη μένουν στα του εαυτού τους ή στο στενό τους περίγυρο, να ανοίγονται, να δημιουργούν σχέσεις και δεσμούς με άλλες παρόμοιες οργανώσεις και σχήματα ή εγχειρήματα, να συνεργάζονται, να ομοσπονδιοποιούνται με ένα πνεύμα ισότητας, ισοτιμίας στην πράξη, ίσης πρόσβασης και συμμετοχής, αλληλεγγύης. Να υιοθετούν τις αρχές της άμεσης δράσης, της άμεσης εναντίωσης στο υπάρχον σύστημα, σε κάθε τι που το συνθέτει καθώς και των όλων των ειδών των εκλογών και τότε μόνο Θα μπορέσουμε να πούμε ότι θα έχουν διαμορφωθεί οι όροι, ή κάποιοι από τους όρους, οι προϋποθέσεις για μια ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή. Και η διαδικασία αυτή είναι πιστεύω και η επιθυμητή από την πλευρά της πλειοψηφίας των αναρχικών αγωνιστών. “Όχι, δεν έχουμε δοκιμάσει επαρκώς όλα αυτά τα εγχειρήματα ως κίνημα. Ειδικά τα κοινωνικά κέντρα και κάποιοι αυτοδιαχειριζόμενοι χώροι έχουν αρχίσει και δοκιμάζονται στην πράξη τα τελευταία είκοσι ή λιγότερο χρόνια και γι’ αυτό, ίσως, υπάρχει κάτι το σπερματικό, αποσπασματικό, μη συνολικό, σε όλα αυτά τα εγχειρήματα. Αυτό το εγχείρημα, αυτός ο καθημερινός κοινωνικός αγώνας δεν μπορεί να ονομάζεται ούτε περιεκτική δημοκρατία, ούτε τίποτε άλλο παρόμοιο, αλλά ―πολύ απλά― αναρχία… Δημήτρης Τ., Γενάρης 2000
Life-style Αναρχία ή Περιεκτική Δημοκρατία; Ο Δημήτρης Τρωαδίτης, έκδοτης του αναρχικού δελτίου ‘Ούτε θεός ούτε Αφέντης’ που εκδίδεται στην Αυστραλία, ανέλαβε στο τελευταίο δελτίο αρ. 19, (Μάρτης 2000) την άχαρη προσπάθεια να αποτιμήσει αρνητικά το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας υπό τύπο ‘βιβλιοκριτικής’ από ‘αναρχική σκοπιά’. Πράγμα που γίνεται φανερό από το γεγονός ότι όχι μόνο η ‘κριτική’ αυτή δεν βρίσκει τίποτα το θετικό στο πρόταγμα αυτό, εκτός από ο,τι βλέπει σε αυτό που έχουν ήδη προτείνει οι ‘κλασικοί’ του ελευθεριακού χώρου, αλλά και βρίθει από ανακρίβειες αν όχι διαστρεβλώσεις. Και αυτό, πέρα από το γεγονός ότι δεν αποτελεί καν βιβλιοκριτική, με τη συνηθισμένη έννοια του όρου, εφόσον μια βιβλιοκριτική δεν μπορεί βέβαια να συγκεντρώνεται σε μερικές σελίδες από 2 κεφάλαια (που τα ίδια αποτελούν μόλις το ένα πέμπτο περίπου ενός βιβλίου σχεδόν 700 σελίδων) και μάλιστα χωρίς καν να τηρεί τους στοιχειώδεις κανόνες μιας βιβλιοκριτικής, π.χ. να παραπέμπει σε συγκεκριμένες σελίδες του βιβλίου ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος (ίσως όμως και αυτό να αντίκειται στις αναρχικές αρχές του δελτίου!). Και, φυσικά, το επιχείρημα της έλλειψης χώρου που επικαλείται ο ΔΤ μόνο ως πρόσχημα μπορεί να ληφθεί όταν δεν έχει πρόβλημα ο ίδιος να βρει σημαντικό χώρο για ν’ αναφερθεί σε άσχετα με το βιβλίο πράγματα όπως το προπέρσινο συνέδριο Κοινωνικής Οικολογίας στη Λισσαβόνα και την προδοσία των αναρχικών αρχών από μέλη που συμμετείχαν σε αυτό, ή …το γιαούρτωμα του Δ. Ρουσόπουλου που δεν έγινε όμως, όπως ανακριβώς αναφέρει, για τις απόψεις του σχετικά με τη συμμετοχή στις τοπικές εκλογές αλλά για τον τρόπο που χρησιμοποιούσε αυτές τις ιδέες και τη γενικότερη πολιτεία του σε σχέση με αναρχικούς εκδοτικούς οίκους και ελευθεριακά κινήματα, ακτιβιστές κ.λπ. ―πολιτεία για την οποία πολλά έχουν γραφτεί στο εξωτερικό (το περιοδικό Δημοκρατία & Φύση έχει ιδιαίτερη πείρα από την ‘αναρχική’ συμπεριφορά του Ρουσόπουλου όταν συμμάχησε, πίσω από την πλάτη μου, με τον σοσιαλδημοκράτη-οικολόγο εκδότη του Κοινωνία & Φύση για να με… εξώσουν από το περιοδικό, παρά το γεγονός ότι σύσσωμη η Συντακτική Επιτροπή, εκτός από τον εκδότη και ένα προσωπικό φίλο του άσχετο με τη θεωρητική δουλειά του περιοδικού, τάχθηκε με το μέρος μου. Έτσι, ο ΔΤ αρχίζει την αρνητική παρουσίαση του βιβλίου παρουσιάζοντας το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας (ΠΔ), όχι ως μια προσπάθεια σύνθεσης αλλά και υπέρβασης της δημοκρατικής και της ελευθεριακής σοσιαλιστικής παράδοσης, καθώς και των ριζοσπαστικών ρευμάτων στα νέα κοινωνικά κινήματα (Πράσινο, φεμινιστικό κ.λπ.), αλλά ως μια απλή ‘συνένωση’ αξιών της ‘λεγόμενης’ Αθηναϊκής δημοκρατίας και στοιχείων από τον αναρχισμό. Και αυτό, όταν στο εξωτερικό το πρόταγμα ήδη αναγνωρίζεται σαν μια νέα σύνθεση και μια υπό έκδοση διεθνής εγκυκλοπαίδεια αφιερώνει λήμμα σχεδόν 5.000 λέξεων σε αυτό! Στη συνέχεια, ο ΔΤ ανακαλύπτει ότι η οικονομική δημοκρατία που περιγράφεται στο βιβλίο καθώς και οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη της δεν είναι ‘καθόλου νέα’ στοιχεία εφόσον γι’ αυτά ‘μίλησαν και έγραψαν εκτεταμένα εξέχουσες φυσιογνωμίες της αναρχικής θεώρησης όπως οι Προυντον, Κροποτκιν και Μπουκτσιν’. Όπως βέβαια το συνηθίζει δεν αναφέρει πουθενά που ακριβώς οι παραπάνω αναφέρονται στην οικονομική δημοκρατία. Και οι λόγος είναι απλός. Συζήτηση για οικονομική δημοκρατία δεν έχει υπάρξει μεταξύ των συγγραφέων που αναφέρει, ούτε μεταξύ άλλων αναρχικών συγγραφέων, από όσο γνωρίζω. Μπορεί μερικοί αναρχικοί συγγραφείς να μίλησαν για μερικές από τις γενικές προϋποθέσεις μιας ελευθεριακής κοινωνίας, π.χ. τη δημοτική ιδιοκτησία των πλουτοπαραγωγικών πηγών, την αυτοδυναμία, τον συμμετοχικό σχεδιασμό και τον συνομοσπονδισμό, αλλά ποτέ δεν μίλησε κανένας για συγκεκριμένους δημοκρατικούς τρόπους κατανομής των παραγωγικών πόρων, πολύ περισσότερο για τρόπους όπως αυτούς που προτείνει το βιβλίο που εξασφαλίζουν τόσο την κάλυψη των βασικών αναγκών όλων των πολιτών (μέσω ενός δημοκρατικού σχεδιασμού) όσο και την ελευθερία επιλογής (μέσω ενός συστήματος προσωπικών διατακτικών που εξασφαλίζει την ελευθερία αυτή, χωρίς να χρειάζεται και η ίδια η αγορά με τις καταστροφικές συνέπειες της για τον άνθρωπο και το περιβάλλον). Οι περισσότεροι μάλιστα αναρχικοί συγγραφείς, με ελάχιστες εξαιρέσεις (Κροποτκιν, Μπαλντελι κ.α.) δεν ασχολούνται καν με το κρίσιμο πρόβλημα της κατανομής των παραγωγικών πόρων γιατί φαντάζονται μια ουτοπική οικονομία μετά-σπάνης (ο Μπουκτσιν μάλιστα υποθέτει ότι ήδη φθάσαμε τη κοινωνία αυτή!) όπου δεν χρειάζεται η λήψη οικονομικών αποφάσεων αλλά απλώς η εφαρμογή από όλους των αρχών μιας ‘ηθικής οικονομίας’, της ισοκατανομής των αγαθών κ.λπ. Προφανώς όλα αυτά είναι ‘λεπτομέρειες’ για τον ΔΤ που προσπαθεί ν αρνηθεί ότι η ΠΔ αποτελεί ένα νέο ελευθεριακό πρόταγμα, το οποίο προφανώς, όπως κάθε πρόταγμα, στηρίζεται σε κάποιες παραδόσεις, (όπως άλλωστε αναφέρεται ρητά στο βιβλίο), αλλά, δεν σταματά σε αυτές, θεωρώντας τες απλώς ως σημείο εκκίνησης για να προτείνει ένα νέο τρόπο κοινωνικής /οικονομικής οργάνωσης για τον 21ο αιώνα και όχι για τον 19ο ή τον 20ο για τους οποίους μιλούσαν οι αναρχικοί συγγραφείς του παρελθόντος στους οποίους αναφέρεται (οι οποίοι βέβαια δεν είχαν καν την εμπειρία του ‘υπαρκτού’ πίσω τους). Στη συνέχεια ο ΔΤ θέτει το ερώτημα εάν οι ανάγκες καθορίζονται σε βασικές (ΒΑ) και μη βασικές (ΜΒΑ) από τις γενικές συνελεύσεις τότε ποιος ο λόγος διαχωρισμού τους; Και ποιος θα καθορίζει ποιες είναι βασικές και ποιες όχι δημιουργώντας ένα νέο διαχωρισμό; Για παράδειγμα, ερωτά, ‘ποιος μπορεί να γνωμοδοτήσει με σαφήνεια ότι η δική μου ανάγκη η επιθυμία να ξεκουράζομαι 12 ώρες την ημέρα δεν είναι βασική ανάγκη;’ Το βιβλίο όμως δίνει σαφείς απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά τις οποίες όμως ο ΔΤ ή δεν διάβασε ή δεν θέλησε να καταλάβει, όπως δείχνει ιδιαίτερα το ‘συμπέρασμα’ του ότι ‘παρόλα αυτά γίνεται λόγος για ελευθερία επιλογής’. Και αυτό, διότι στο βιβλίο τονίζεται ότι η διάκριση μεταξύ ΒΑ και ΜΒΑ εισάγεται ακριβώς με στόχο την εξασφάλιση της ελευθερίας επιλογής (σ. 457). Έτσι, οι μόνες προβλεπόμενες υποχρεωτικές για όλους ώρες δουλειάς είναι αυτές που απαιτούνται για τη κάλυψη των ΒΑ που, με τη σημερινή τεχνογνωσία, δεν θα είναι παρά ένας πολύ μικρός αριθμός ωρών την εβδομάδα (πολύ χαμηλότερος από το 35ωρο κ.λπ. που ευαγγελίζονται σήμερα οι σοσιαλδημοκράτες), ενώ οι ώρες δουλειάς για την κάλυψη των ΜΒΑ (δηλαδή το εάν επιθυμεί κάποιος να προσφέρει περισσότερη εργασία από την ολιγόωρη υποχρεωτική) θ’ αποφασίζονται από τον κάθε πολίτη συλλογικά αλλά και ατομικά, μέσω της συμμετοχής του/της στις συνελεύσεις των τόπων εργασίας και των διατακτικών. Όσον αφορά το ποιος θ αποφασίζει τι είναι βασική και τι μη βασική ανάγκη το βιβλίο εσκεμμένα αναθέτει τη σχετική απόφαση στις συνομοσπονδιακές και όχι τις δημοτικές συνελεύσεις, ώστε η απάντηση στο κρίσιμο αυτό ερώτημα να δίνεται δημοκρατικά και όχι ‘αντικειμενικά’ από κάποιους τεχνοκράτες ή γραφειοκράτες. Εκτός βέβαια εάν η διαφωνία του ΔΤ συνίσταται στο ότι προτιμά την ομοφωνία στη λήψη αποφάσεων, ακολουθώντας μερικούς ‘πολύ αναρχικούς’ που δεν ανέχονται ούτε τις αποφάσεις της πλειοψηφίας που παίρνονται δημοκρατικά, (στη διαδικασία των οποίων μετέχουν και οι ίδιοι και δύνανται ανά πάσα στιγμή να προσπαθήσουν να μεταπείσουν τη πλειοψηφία για να τις ανατρέψει). Όμως τότε δεν μιλούμε πια για δημοκρατία αλλά για το βέτο (ή την δικτατορία) του ενός. Κατόπιν, ο ΔΤ θέτει το ερώτημα τι θα γίνει εάν κάποιος δήμος προτείνει μια τεχνολογία κατάλοιπο της σημερινής που είναι σε βάρος των ανθρώπων η του περιβάλλοντος. Και αυτό, όταν ρητά ορίζεται στο βιβλίο ότι οι ‘τεχνολογικοί μέσοι όροι’, και επομένως η τεχνολογία που χρησιμοποιείται, διαμορφώνεται (όπως και το ποιες είναι οι βασικές ανάγκες) από τις συνομοσπονδιακές και όχι τις δημοτικές συνελεύσεις (σ. 460) ακριβώς για ν’ αποφεύγονται προβλήματα του τύπου που θέτει. Στη συνέχεια εκφράζει τη διαφωνία του στην άποψη ότι η συνομοσπονδία πρέπει ν’ αποκτήσει ή ν’ αποτελέσει μια βάση εξουσίας ώστε ν’ αντικαταστήσει το κράτος ερωτώντας ‘δηλαδή θ αποτελέσει μια άλλη μορφή εξουσίας; Για ποιο λόγο; Αφού θα έχει καταστρέψει το κράτος;’ Όμως, η ΠΔ εξ ορισμού δεν είναι μορφή εξουσίας όπως αναγνωρίζουν πολλοί ελευθεριακοί συγγραφείς (Καστοριαδης, Κάρτερ, Μπουκτσιν κ.α) διότι δεν νοείται εξουσία σε ένα αμεσοδημοκρατικό πολίτευμα. Αυτό που λέγεται στο βιβλίο και διαστρεβλώνεται από τον ΔΤ είναι ότι ‘η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές είναι μια στρατηγική για να αποκτηθεί η εξουσία ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΑΜΕΣΗ ΚΑΤΑΛΥΣΗ ΤΗΣ μέσω της μεταβίβασης της, από την επόμενη μέρα της νίκης στις εκλογές, της διαδικασίας λήψης των αποφάσεων από τις τοπικές αρχές στις συνελεύσεις’ (σ. 503). Πράγμα που φαίνεται αντίκειται στο νόημα της ‘αναρχίας’ όπως την εννοεί ο ΔΤ, θέμα για το οποίο θα επανέλθουμε. Στη συνέχεια ο ΔΤ υπερβαίνει εαυτόν σε διαστροφή των θέσεων του βιβλίου όταν αντιστρέφει μια βασική θέση του. Έτσι γράφει: ‘ο συγγραφέας προτείνει μια γκάμα σχημάτων κοινοτικής ανάπτυξης (LETS κ.λπ.) …που με τη δράση τους μπορεί να οδηγήσουν ΑΠΟ ΜΟΝΑ ΤΟΥΣ (δική μου έμφαση) στη ΠΔ η τουλάχιστον σε μια ριζοσπαστική κοινωνία’. Kαι αφού έχει στήσει καλά τον αχυράνθρωπο του προχωρά κατόπιν ακάθεκτος στο γκρέμισμα του, απορρίπτοντας τις μεθόδους αυτές δράσης (τις οποίες στη συνέχεια όμως δέχεται και μάλιστα χωρίς ν’ απαιτεί ν’ αποτελούν τμήμα ενός προγράμματος για συστημική αλλαγή, πράγμα που τον φέρνει και αυτόν ―ακόμη και αν δεν το ομολογεί― στη περιοχή της life-style αναρχίας). Και αυτό πότε; Όταν ρητά τονίζεται στο βιβλίο ότι ‘είναι φανερό ότι τέτοιες δραστηριότητες δεν μπορούν να οδηγήσουν ΑΠΟ ΜΟΝΕΣ ΤΟΥΣ σε ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή (σ. 503). Θα μπορούσε λοιπόν ένας καλόπιστος αναγνώστης της ‘κριτικής’ να διερωτηθεί, αν αυτό δεν είναι διαστρέβλωση τότε τι είναι; Μετά από όλα αυτά, ο ΔΤ φθάνει σε αυτό που χαρακτηρίζει ‘το αποκορύφωμα των απόψεων του συγγραφέα όσον αφορά τα βήματα μετάβασης στη ΠΔ, τη συμμετοχή στις δημοτικές εκλογές’ και θέτει μια σειρά ‘πρακτικά’ ερωτήματα στα οποία θα άξιζε να δοθεί απάντηση για όσους καλόπιστους έχουν παρόμοιες απορίες. ―Ερ. Γιατί να κεντρίσει το ενδιαφέρον των πολιτών η ΠΔ και όχι η υπάρχουσα τοπική πολιτική σκηνή που αποτελεί μικρογραφία της ήδη υπάρχουσας κοινοβουλευτικής η άλλης σκηνής; ―Απ. Διότι ακριβώς η ΠΔ δεν αποτελεί μικρογραφία της κοινοβουλευτικής η άλλης σκηνής εφόσον αποτελεί τμήμα στρατηγικής που οδηγεί σε μια άλλη μορφή κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, μιας στρατηγικής που μπαίνει σε εφαρμογή άτυπα και σε μικρή κλίμακα από τη στιγμή που οι τοπικές οργανώσεις για την ΠΔ αρχίζουν την εγκαθίδρυση των εναλλακτικών μορφών πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης που προτείνονται από το πρόταγμα της ΠΔ και τυπικά και σε μεγάλη κλίμακα από τη στιγμή που με τη νίκη στις τοπικές εκλογές επιτυγχάνεται η απόσπαση της εξουσίας από την πολιτική και οικονομική ελίτ και η επιστροφή της στις λαϊκές συνελεύσεις. Ακόμη, διότι η ίδια η θέση σε κίνηση της στρατηγικής αυτής αρχίζει μια διαδικασία που δίνει άμεση λύση στα προβλήματα των πολιτών (οικονομικά, όπως η ανεργία, η φτώχεια κ.λπ.), κοινωνικά (ναρκωτικά, εγκληματικότητα), πολιτιστικά κ.λπ. ―Ερ. Μέχρι πότε θα πρέπει να περιμένουμε να κερδίσουμε την πλειοψηφία σε όλα τα τοπικά δημοτικά συμβούλια για ν’ αρχίσουμε το ξήλωμα των υπαρχόντων εξουσιαστικών σχέσεων; ―Απ. Το ξήλωμα των υπαρχουσών εξουσιαστικών σχέσεων δεν θα περιμένει για ν’ αρχίσει να κερδιστεί η πλειοψηφία σε όλα τα τοπικά δημοτικά συμβούλια. Εδώ ακριβώς έγκειται η χρησιμότητα της στρατηγικής της ΠΔ σε σχέση με τη κλασική στρατηγική των κρατιστών. Πέρα από τους λόγους αρχής που επιβάλλουν ότι οποιαδήποτε κοινωνική αλλαγή για να είναι δημοκρατική πρέπει ν’ αρχίσει ‘από τα κάτω’ και όχι ‘από τα πάνω’, με τη κατάκτηση της κεντρικής εξουσίας, η στρατηγική της ΠΔ επιτρέπει το σταδιακό, στον χρόνο και στον χώρο, ξήλωμα των εξουσιαστικών δομών ώστε να γίνει η αντί-εξουσιαστική ιδεολογία ‘ηγεμονική’ δηλ. να κατακτήσει την πλειοψηφία του λαού ΠΡΙΝ επιχειρηθεί το ξήλωμα των εξουσιαστικών δομών σε εθνικό, περιφερειακό η ηπειρωτικό επίπεδο. Αυτή θα είναι μια ειρηνική επανάσταση η οποία θα ξεκινά από τα κάτω, έτσι ώστε όταν θα εγκαθιδρύσει τους θεσμούς της σε εθνικό επίπεδο κ.λπ. ήδη θα έχει κατακτήσει συνειδησιακά, για πρώτη φορά στην ιστορία των επαναστάσεων, τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού. Φυσικά το κατά πόσο η επανάσταση αυτή θα μείνει τελικά ειρηνική ή όχι εξαρτάται από την αντίδραση των αρχουσών ελίτ που είναι πολύ πιθανό να αντιδράσουν με την εξαπόλυση βίας εναντίον ενός τέτοιου κινήματος, το οποίο βέβαια πάντοτε διατηρεί το δικαίωμα αυτό-άμυνας. ―Ερ. Τι θα γίνει αν μερικοί δήμοι η κοινότητες περάσουν στα χέρια των θιασωτών της ΠΔ και άλλοι όχι; Η μισή κοινωνία θ’ αλλαχθεί ριζοσπαστικά και η άλλη μισή όχι; ―Aπ. Εάν μερικοί δήμοι η κοινότητες αρχίσουν και εγκαθιδρύουν θεσμούς ΠΔ αυτό θα δημιουργήσει τη δική του δυναμική, ιδίως στο επίπεδο συνειδητοποίησης, δυναμική που θα λειτουργήσει σαν μηχανισμός συγκοινωνούντων δοχείων στην τελικά καθολική εξάπλωση των θεσμών αυτών. Από τη δυναμική αυτή θα εξαρτηθεί εάν τελικά θα επικρατήσει η ΠΔ ή εάν οι δήμοι στους οπούς επεκράτησε τελικά η νέα μορφή κοινωνικής οργάνωσης απομονωθούν και συντριβούν από τις ελίτ. Καμία εγγύηση φυσικά δεν υπάρχει για το τελικό αποτέλεσμα, εφόσον δεν πιστεύουμε στη ύπαρξη κάποιων φυσικών η κοινωνικών ‘νόμων’ που οδηγούν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Απλώς οι πιθανότητες να επιτύχει ένα τέτοιο πείραμα, που θα είναι μοναδικό στην Ιστορία, είναι πολύ μεγαλύτερες από οποιοδήποτε παρόμοιο πείραμα στο παρελθόν που στόχευε στην απευθείας κατάληψη της κεντρικής εξουσίας μέσω μιας επανάστασης (συνήθως εξέγερσης, κάποτε συνοδευόμενης ―όπως το 1917― από το πραξικόπημα κάποιου κόμματος) που οδηγούσε είτε στη συντριβή της εξέγερσης/κινήματος, είτε στην αναπαραγωγή των ιεραρχικών δομών, ακριβώς λόγω της άνισης συνειδητοποίησης που, αντίστοιχα, είτε επέτρεπε στις παλιές ελίτ να εφαρμόζουν με επιτυχία την στρατηγική του ‘διαίρει και βασίλευε’, είτε έκανε δυνατή την ανάδυση νέων ελίτ. ―Ερ. Η ύπαρξη μερικών δημοτικών συμβούλων πως θ’ αποτελέσει στοιχείο και ένδειξη ότι η κατάκτηση της τοπικής εξουσίας δεν είναι τελικά αυτοσκοπός αλλά ένας από τους στόχους στη κατεύθυνση της ολικής ρήξης με τη κοινωνία; ―Απ. Δεδομένου ότι οι εκλεγέντες δημοτικοί σύμβουλοι θα υποχρεούνται να παραδώσουν την ουσιαστική εξουσία από την επόμενη της εκλογής τους στις δημοτικές συνελεύσεις, μόνο τυπικά θα αποτελούν τμήμα των δημοτικών αρχών. Θα μπορούσε για παράδειγμα να οριστεί ότι πριν από κάθε συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου οι δημοτικοί σύμβουλοι της ΠΔ θα έπρεπε να συγκαλούν δημοτική συνέλευση η οποία θα τους δέσμευε ως προς τη στάση που θα έπαιρναν στη συνεδρίαση. Συγχρόνως οι δημοτικοί σύμβουλοι θα είναι δεσμευμένοι σε ένα πρόγραμμα ριζικών πολιτικών και οικονομικών αλλαγών στην ίδια κατεύθυνση. Έτσι κάθε κατάκτηση τοπικής εξουσίας θα αποτελούσε τμήμα μιας γενικότερης διαδικασίας κοινωνικής αλλαγής και όχι αυτοσκοπό. ―Ερ. Οι δημοτικοί σύμβουλοι δεν υπάρχει άμεσος κίνδυνος από την επόμενη μέρα των εκλογών να ενσωματωθούν στο ήδη υπάρχον πολιτικό σύστημα; Δεν θα υπάρξει πρόβλημα ανάπτυξης μιας ακόμη ιεραρχίας, ενός ακόμη μηχανισμού παραγωγής και άσκησης πολιτικής; ―Aπ. Φυσικά δεν υπάρχουν εγγυήσεις για τις ανθρώπινες αδυναμίες και το μόνο που είναι δυνατό είναι η καθιέρωση κάποιων ασφαλιστικών δικλείδων που θα περιορίσουν τέτοια φαινόμενα, πέρα βέβαια από το γεγονός ότι η ίδια η φύση του προγράμματος της ΠΔ θα ελαχιστοποιούσε τη παρείσφρηση τυχοδιωκτικών στοιχείων σε ένα τέτοιο κίνημα. Τέτοιες δικλείδες θα ήταν για παράδειγμα, όπου δεν υπήρχε νομοθετικό εμπόδιο, να καθιερωνόταν η ανακλησιμότητα των δημοτικών συμβούλων από τις συνελεύσεις ή εάν αυτό δεν ήταν δυνατό ο άτυπος ‘εξοστρακισμός’ τους από την κοινότητα κ.λπ. Όσον αφορά τον κίνδυνο νέων ιεραρχικών δομών το πρόγραμμα της ΠΔ αποκλείει εξ ορισμού, τουλάχιστον στο θεσμικό επίπεδο, τέτοιο κίνδυνο και απόκειται στη συνειδητοποίηση των πολιτών ν’ αποκλείσει και την δημιουργία άτυπων ιεραρχικών δομών. Στη συνέχεια ο ΔΤ αναφέρει ότι οι αναρχικοί από ανέκαθεν αντιτίθονταν στη συμμετοχή σε οποιεσδήποτε εκλογές για να αποφευχθεί η ενσωμάτωση στο σύστημα. Όμως ακόμη και αν αυτό ήταν αληθές για τους αναρχικούς του 19ου αιώνα (που και αυτοί πίστευαν στην επαναστατική αλλαγή μέσω της απευθείας κατάλυσης της κεντρικής εξουσίας) σήμερα ελάχιστοι πιστεύουν στη κοινωνική αλλαγή με αυτή τη μέθοδο. Ιδιαίτερα μάλιστα στον Βορρά όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού ανήκει στις βολεμένες μεσαίες τάξεις που το μόνο που δεν σκέφτονται είναι μια τέτοιου είδους επανάσταση. Θα πρέπει δηλαδή κάποτε να κοιτάξουμε τις συνθήκες του 21ου αιώνα και να μην παπαγαλίζουμε τι έγραφαν οι αναρχικοί του 19ου αιώνα. Όμως, ούτε και αυτοί απέκλειαν τη συμμετοχή στις δημοτικές εκλογές! Ένας από τους μεγαλύτερους και συνεπέστερους αναρχικούς του 19ου αιώνα, ο Μπακουνιν, μολονότι, σωστά καταδίκαζε την αντιπροσωπευτική δημοκρατία τόνιζε ότι ‘στα τοπικά θέματα ο λαϊκός έλεγχος είναι δυνατός…γι’ αυτό οι δημοτικές εκλογές είναι παντού και πάντα οι καλύτερες και πιο συμβατές με τα αισθήματα, τα συμφέροντα και τη βούληση του λαού’ (G.P. Maximoff, The Political Philosophy of Bakunin, Free Press, 1953 σ. 220). Κατόπιν ο ΔΤ αναφέρεται στις δημοτικές εκλογές στην Ελλάδα, που σωστά σημειώνει αποτελούν καρικατούρα των βουλευτικών, αλλά και σε αυτές στην Αυστραλία, όπου επίσης δεν έχουν βαρύτητα στη συνολική πολιτική ζωή. Όμως το γεγονός ότι οι δημοτικές εκλογές σε χώρες με μικρή παράδοση τοπικής αυτοδιεύθυνσης όπως η συγκεντρωτική Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες με μεγαλύτερη παράδοση δεν έχουν ΣΗΜΕΡΑ βαρύτητα δεν σημαίνει ότι δεν θα μπορούσαν στο μέλλον να αποκτήσουν τη βαρύτητα που τους αποδίδει το πρόταγμα της ΠΔ, σε μια διαδικασία κοινωνικής αλλαγής από τα κάτω. Ο ΔΤ δηλαδή δεν αντιλαμβάνεται ότι οι δημοτικές εκλογές αποκτούν μια σημασία και πολιτική βαρύτητα τελείως πρωτόγνωρη στο πρόταγμα της ΠΔ, που δεν έχει σχέση με τη σημερινή σημασία τους. Τέλος, το συμπέρασμα που καταλήγει ο ΔΤ κάνει φανερό το είδος ‘αναρχίας’ που αντιπαραβάλλει στην ΠΔ. Η μορφή δράσης την οποία υιοθετεί είναι μια παραλλαγή του ‘life-style’ αναρχισμού που εύστοχα κατέρριψε ο Μπουκτσιν. Δηλαδή, περισσότερα τοπικά σχήματα, αυτοδιαχειριζόμενοι χώροι, ελευθεριακά σχολεία, κομμούνες κ.λπ. που όμως ‘για να μην προπαγανδίζουν new age θεωρίες, να μη μένουν στα του εαυτού τους ή στο στενό τους περίγυρο (θα πρέπει) να ανοίγονται, να δημιουργούν σχέσεις και δεσμούς με άλλες παρόμοιες οργανώσεις και σχήματα, να ομοσπονδοποιούνται με ένα πνεύμα ισότητας, ισοτιμίας στη πράξη, ίσης πρόσβασης και συμμετοχής, αλληλεγγύης, να υιοθετούν τις αρχές της άμεσης δράσης, της άμεσης εναντίωσης στο υπάρχον σύστημα, σε κάθε τι που το συνθέτει καθώς και όλων των ειδών εκλογών και τότε μόνο θα μπορούμε να πούμε ότι θα έχουν διαμορφωθεί οι όροι η κάποιοι από τους όρους, οι προϋποθέσεις για με ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή’ Και καταλήγει ο ΔΤ ‘αυτό το εγχείρημα, αυτός ο καθημερινός κοινωνικός αγώνας δεν μπορεί να ονομάζεται ούτε περιεκτική δημοκρατία, ούτε τίποτα άλλο παρόμοιο, αλλά ―πολύ απλά― αναρχία’. Τα αποσπάσματα αυτά κάνουν φανερό ότι ο ΔΤ όχι μόνο δεν έχει κατανοήσει τη σημασία του προτάγματος της ΠΔ (όχι απλώς σαν ‘συνένωση στοιχείων’ όπως το αποκαλεί αλλά σαν μια νέα σύνθεση με τη δική της στρατηγική για την κοινωνική αλλαγή) αλλά ούτε καν έχει διδαχθεί τίποτα από την ίδια την Ιστορία και εξακολουθεί την πεπατημένη (και σχετικά εύκολη) λύση που προτείνει και ακολουθούν πολλοί στον ελευθεριακό, ιδιαίτερα τον Αγγλοσαξονικό, χώρο. Ο ίδιος όμως καταδικάζει (σωστά) στο κείμενο του τον ανορθολογικό χαρακτήρα πολλών από τις ‘κομμούνες’ κ.λπ. του τύπου που περιγράφει οι οποίες έχουν ξεφυτρώσει σε πολλές αγγλοσαξονικές χώρες, τον αποσπασματικό και συνήθως εντελώς απολίτικο χαρακτήρα τους κ.λπ. Έχει άραγε διανοηθεί που οφείλεται αυτό αντί να παραθέτει ευχολόγια για το πως θα έπρεπε να είναι τα αυτοδιαχειριζόμενα στέκια, κομμούνες κ.λπ.; Έχει σκεφτεί ότι πολλές από αυτές τις ‘αναρχίζουσες’ κομμούνες με τη φιλοσοφία του new age δεν είναι τίποτα άλλο παρά το ‘εναλλακτικό’ συμπλήρωμα της μεταμοντέρνας ατομικιστικής εποχής μας που έχει καθιερώσει η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, την οποία περιέγραψα στο πρώτο μέρος του βιβλίου που επιπόλαια προσπέρασε; Ότι η ίδια η ταξική σύνθεση αυτών που συμμετέχουν σε πολλές από αυτές τις δραστηριότητες (μεσαία στρώματα ή ―το πολύ― ακτιβιστές που συνήθως επιβιώνουν από τα υπολείμματα κοινωνικού κράτους στις χώρες αυτές) προκαθορίζει και το πολιτικό τους περιεχόμενο; Ότι ακόμα και στις περιπτώσεις που τέτοια εγχειρήματα έχουν κάποιο έμμεσα πολιτικό νόημα (π.χ. τα LETS σχήματα) γρήγορα ενσωματώνονται από το σύστημα (ο Μπλερ συνειδητά εκμεταλλεύεται παρόμοια σχήματα σαν τρόπο που διευκολύνει την μείωση του δημόσιου τομέα και των δημόσιων δαπανών), ακριβώς διότι ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΑΝΑΠΟΣΠΑΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ, πράγμα που εξηγεί και το γιατί πολλοί από τους μετέχοντας στα σχήματα αυτά συνήθως δεν μετέχουν στους γενικότερους κοινωνικούς αγώνες; Φυσικά, τις ερωτήσεις αυτές δεν τις έχει κάνει ποτέ στον εαυτό του ο ΔΤ γιατί προτιμά και ο ίδιος την σχετικά εύκολη λύση πολλών αναρχικών, δηλαδή της αναρχίας ως τρόπου ζωής (δεν είναι τυχαίο ‘άλλωστε ότι οι ίδιοι αναρχικοί δεν θέλουν να μιλούν για αναρχισμό ‘και κάθε ισμό’ ―αγνοώντας ότι ο αναρχισμός είναι η φιλοσοφία της αναρχικής κοινωνίας και του τρόπου πραγματοποίησης της― δηλ. το πρόγραμμα της αναρχίας), αντί για τον δύσκολο και μακρόχρονο αγώνα για το κτίσιμο ενός νέου μαζικού ελευθεριακού ‘προγραμματικού’ κινήματος με στόχο την συστημική αλλαγή, σαν αυτό που προτείνει το πρόταγμα της ΠΔ. Η αναπόφευκτη συνέπεια είναι η συνεχής περιθωριοποίηση του ελευθεριακού χώρου, που εσκεμμένα αφήνεται από το σύστημα ‘να κάνει το δικό του’, εφόσον είναι εντελώς ακίνδυνο (ακόμη και όταν διαδηλώνει στο Σιάτλ κ.λπ.) ενώ το ίδιο το σύστημα ζει καλά και οι ελίτ καλύτερα. Και θα ζει καλά και οι ελίτ καλύτερα όσο οι μεν ελευθεριακοί θεωρητικοί, από τον Colin Ward μέχρι τον Chomsky, έχουν υιοθετήσει ένα είδος ‘πραγματιστικού’ αναρχισμού που δεν στοχεύει πια σε συστημική αλλαγή αλλά απλώς σε ‘αντίσταση’ (Chomsky) ή το πολύ στο κτίσιμο εναλλακτικών μορφών κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης που δεν τις εντάσσουν όμως σε ένα πολιτικό πρόγραμμα και κίνημα για την συστημική αλλαγή (Ward, Trainer κ.α) , ενώ οι ελευθεριακοί ακτιβιστές, αντί να εκμεταλλευθούν την ιστορική ευκαιρία που παρουσιάζει η κατάρρευση του κρατικιστικού σοσιαλισμού και να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τους ανθρώπους που αναλώνουν τις δικές τους δυνάμεις στο κτίσιμο ενός τέτοιου κινήματος, (που ίσως, μετά τη κατάρρευση του σοσιαλιστικού προτάγματος, αποτελεί τη μόνη ελπίδα για ν’ αποτραπεί η συνεχής κατολίσθηση στη βαρβαρότητα), δαπανούν την δική τους ενέργεια στην life-style αναρχία και στο να μικρύνουν τη σημασία του δύσκολου αυτού έργου. Κρίμα. Τάκης Φωτόπουλος Λονδίνο, 1 Απριλίου 2000 (Παρακάτω ακολουθεί η ‘εισαγωγή’ του ΔΤ στο κίτρινο φυλλάδιο και μετά η ίδια η ανταπάντηση του, καθώς και η απάντηση σε αυτή του Τ. Φωτόπουλου)
ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΥΠΕΡ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΙΣ ΡΕΦΟΡΜΙΣΤΙΚΕΣ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΑΡΧΙΚΩΝ ΙΔΕΩΝ Δεν ισχυριζόμαστε ότι το σημερινό αναρχικό κίνημα με τα προβλήματα, τις εσωτερικές του αντιθέσεις κ.ά., έχει μεγαλύτερη από ποτέ κοινωνική απεύθυνση. Το ίδιο το κίνημα είναι που πρέπει να αποκτήσει μια τέτοια. Και αυτό δεν θα γίνει ούτε βέβαια, με τα οργανωτικά μοντέλα του παρελθόντος, τις κατακερματισμένες, δηλαδή, αναρχοσυνδυκαλιστικές οργανώσεις ή τις γραφειοκρατικοποιημένες ομοσπονδίες ή τις ομάδες χωρίς καμιά ουσιαστική δράση, αλλά ούτε και με υποτιθέμενα προτάγματα τύπου Περιεκτικής Δημοκρατίας που αναδύουν μια ακατάσχετη μυρωδιά ρεφορμισμού και αντεπανάστασης. Μερικές διευκρινήσεις Το δελτίο ‘ΟΥΤΕ ΘΕΟΣ-ΟΥΤΕ ΑΦΕΝΤΗΣ» δεν αποτελεί ένα καθαρά Θεωρητικό εκφραστικό μέσο. Περιέχει και θεωρητικά κείμενα, ή, έστω, Θεωρητικά κείμενα, όχι πλατιά, λόγω χώρου, αλλά μικρά και περιεκτικά. Δεν είμαστε βιβλιοκριτικοί και ούτε σκοπεύουμε να γίνουμε τέτοιοι, τηρώντας, μάλιστα, τους στοιχειώδεις κανόνες της βιβλιοκριτικής, όπως θα ήθελε ο Τάκης Φωτόπουλος. Στο κείμενο με τίτλο ‘Περιεκτική Δημοκρατία ή Αναρχία’, στο τεύχος 19 του δελτίου, εξηγήθηκε εκ των προτέρων, ότι δεν επρόκειτο να γίνει συνολική αναφορά στο βιβλίο του ‘Περιεκτική Δημοκρατία’, αλλά μόνο σε κάποια γραφόμενα σε αυτό, τα οποία κρίθηκε απαραίτητο να θιχτούν. Το εν λόγω κείμενο, λοιπόν, αποτελούσε μια καθαρά προσωπική άποψη, όσον αφορά κάποια στοιχεία του βιβλίου και απείχε πολύ από το είναι μια ‘επίσημη» ή ‘επιστημονικά τεκμηριωμένη» βιβλιοκριτική. Το δελτίο δεν αποτελεί το εκφραστικό όργανο κάποιων ακαδημαϊκών ή θεωρητικών κύκλων, αλλά ούτε καν κάποιας συγκροτημένης ομάδας. Αποτελεί μια προσπάθεια πληροφόρησης, ανάδειξης κάποιων προβληματισμών (όχι απαραίτητα προσωπικών) και προώθησης ζητημάτων, τα οποία να αποτελέσουν, στη συνέχεια, αντικείμενα προβληματισμού και διαλόγου, ανάμεσα, από και για το ελληνόφωνο αναρχικό κίνημα. Στο εν λόγω κείμενο, στο 19ο τεύχος του δελτίου, είχε γραφτεί, ότι, ίσως, το βιβλίο ‘Περιεκτική Δημοκρατία» αποτελέσει αντικείμενο μιας μεγαλύτερης εργασίας στο μέλλον. Για την ώρα, θέλαμε να μείνουμε σε αυτά που θίχτηκαν στο κείμενο μας, τα οποία πιστεύουμε, ότι πρέπει να συζητηθούν από τους αναρχικούς. Και αυτό προσπαθήθηκε, εν πρώτοις, να γίνει με το κείμενο αυτό. Να αναδειχθούν, δηλαδή, ζητήματα, που περιέχονται στο βιβλίο ‘Περιεκτική Δημοκρατία» και ειδικά αυτό της συμμετοχής των αναρχικών και ελευθεριακών στις τοπικές, ή δημοτικές, εκλογές. Από εκεί και πέρα, ζητήματα τα οποία ο Τάκης Φωτόπουλος αναφέρει στην απάντησή του, για παράδειγμα, ότι το συνέδριο Κοινωνικής Οικολογίας, στη Λισσαβόνα, το 1998, ήταν άσχετο με την Περιεκτική Δημοκρατία, ή για τις διαμάχες του ίδιου με τον Δημήτρη Ρουσόπουλο κ.λπ., από τη στιγμή που δεν συμμετέχουμε, ούτε στο χώρο της λεγόμενης κοινωνικής οικολογίας και στις δραστηριότητες του, ούτε σε κανέναν άλλο παρεμφερή χώρο, αυτά είναι γεγονότα, τα οποία δεν μπορούμε να τα γνωρίζουμε. Αναφέρθηκαν στο κείμενο μας, για να δειχθεί, ότι και άλλοι ελευθεριακοί μιλούν και κινούνται για τη συμμετοχή στις τοπικές εκλογές, όπως το ίδιο προτείνει και ο Τάκης Φωτόπουλος στην ‘Περιεκτική Δημοκρατία». Και αν δεν κάνουμε λάθος, ο ίδιος, εάν δεν αποτελούσε οργανικό μέρος του κινήματος κοινωνικής οικολογίας, συνεργαζόταν τουλάχιστον, στενά με αυτό. Οι αναρχικοί, ειδικά στην Ελλάδα, πέρα από ελάχιστους ‘μυημένους», ήταν και παραμένουν ανημέρωτοι για τις εξελίξεις αυτές και, σίγουρα, αυτό αποτελεί ένα πρόβλημα. ‘Όσο για το σχεδόν πρόσφατο γιαούρτωμα σε βάρος του Δ. Ρουσόπουλου από νεαρούς Καναδούς αναρχικούς, πιστεύουμε ότι έγινε ακριβώς γι’ αυτό. Για τη διαστρέβλωση, δηλαδή των αναρχικών και ελευθεριακών ιδεών από τον άνθρωπο αυτό, μέσω των συγκεκριμένων του Θέσεων και της συμμετοχής του στις τοπικές εκλογές. ‘Ένα άλλο ζήτημα, που Θα πρέπει, οπωσδήποτε, να τονισθεί, για μια ακόμα φορά, είναι το ότι το δελτίο ‘ΟΥΤΕ ΘΕΟΣ-ΟΥΤΕ ΑΦΕΝΤΗΣ» δεν απηχεί τις απόψεις καμιάς από τις ιστορικές τάσεις του αναρχισμού (αναρχοσυνδικαλισμός, αναρχοκομμουνισμός, αναρχοατομικισμός), αλλά ούτε και καμιάς από τις τωρινές αντιλήψεις και τάσεις που εμφανίστηκαν στο αναρχικό κίνημα από τη δεκαετία του ’60 και έπειτα. Το «ΟΥΤΕ ΘΕΟΣ-ΟΥΤΕ ΑΦΕΝΤΗΣ’ δεν προσπαθεί να εισάγει καμία life style αναρχία, ούτε τίποτα άλλο παρόμοιο. Δεν φιλοδοξεί, επομένως, να αποτελέσει ούτε καν τον ‘προπομπό’ κάποιας καινούργιας τάσης, ούτε και να υποδείξει τρόπους και φόρμες δράσης και οργάνωσης. Παρέχει, πολύ απλά, ως δελτίο πληροφόρηση όσον αφορά τα αναρχικά και ελευθεριακά δρώμενα εδώ στην Αυστραλία και την ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας-Ειρηνικού ―στο μέτρο του δυνατού― και πληροφόρηση όσον αφορά την ιστορία του αναρχικού κινήματος αυτού του γεωγραφικού χώρου. Θέλοντας, επίσης, να προσφέρει ―αυθόρμητα και αβίαστα― στην τωρινή αναρχική και ελευθεριακή αρθογραφία περί ζητημάτων οργάνωσης και καθημερινής δράσης, παρουσιάζει και φιλοξενεί διάφορες απόψεις, πιστεύοντας, ότι όλες οι τάσεις, όλες οι διαφορετικές απόψεις και πρακτικές που ‘στεγάζονται’ σήμερα στο αναρχικό και ελευθεριακό κίνημα, δεν έχουν μόνο αρνητικά στοιχεία, που πρέπει γι’ αυτό να τα πετάξουμε στο καλάθι των αχρήστων, αλλά και θετικά στοιχεία στην κατεύθυνση της ανάπτυξης ενός ειλικρινούς διαλόγου και όχι να κατηγορεί ή μία τάση την άλλη, αναλωνόμενη μόνο σε αυτό. Πρέπει, ως εκ τούτου, μέσα από τη διαδικασία αυτή, να προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε ένα αναρχικό κίνημα ικανό να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του 21ου αιώνα, ευέλικτου ώστε να αντέξει στις αρκετά γρήγορες και καθοριστικές δονήσεις που έρχονται και να Θέσει επί τάπητος τα ζητήματα της άμεσης αντι-ιεραρχικής αναρχικής οργάνωσης της κοινωνίας. Και στη βάση αυτή, το δελτίο είναι ανοιχτό και ελεύθερο στον καθένα/καθεμία, αρκεί να μην προάγονται ρατσιστικές, σεξιστικές, θρησκευτικές και κάθε είδους εξουσιαστικές αντιλήψεις. ‘Έτσι, μετά το διευκρινιστικό αυτό κείμενο, στο έκτακτο αυτό τεύχος μας, παρουσιάζουμε τόσο το κείμενο μας, με τίτλο <Περιεκτική Δημοκρατία ή Αναρχία;», την απάντηση του Τάκη Φωτόπουλου, με τίτλο «Life style Αναρχία ή Περιεκτική Δημοκρατία;» και μια νέα δική μας ανταπάντηση. Ελπίζουμε ότι όσοι/όσες διαβάσουν τα εν λόγω κείμενα, θα συνεισφέρουν στο διάλογο για τα ζητήματα που θίγονται σε αυτά Ενάντια στις ρεφορμιστικές αλλοιώσεις των αναρχικών ιδεών Στο κείμενο που παραθέσαμε πριν και που αποτελεί απάντηση του Τάκη Φωτόπουλου στο δικό μας, με τίτλο “Περιεκτική Δημοκρατία ή Αναρχία;” (τεύχος 19 του δελτίου), ο συγγραφέας εμφανίζεται ειρωνικός, όσο και απεχθής απέναντι σε κάθε τι το αναρχικό. Στο κείμενο του τεύχους 19 παρουσιάσαμε το λεγόμενο “πρόταγμα” της Περιεκτικής Δημοκρατίας ως συνένωση στοιχειών της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας, του οικολογικού και φεμινιστικού κινήματος και κάποιων ψηγμάτων “αναρχισμού” προερχόμενων κύρια από τις απόψεις του ρεφορμιστή Μάρεϊ Μπούκτσιν. Πράγματι, στα επίμαχα κεφάλαια του βιβλίου “Περιεκτική Δημοκρατία” καταβάλλεται προσπάθεια παρουσίασης ενός “προτάγματος”, στηριγμένου σε ξένα δεκανίκια από τη μια και σε αλλοιώσεις των αναρχικών ιδεών από την άλλη, παρουσιάζοντας ένα κάθ’ όλα αντεπαναστατικό ρεφορμιστικό σχέδιο κατάληψης, κύρια, της τοπικής εξουσίας. Βασικές παράμετροι των αναρχικών ιδεών είτε αγνοούνται επιδεικτικά και εξοργιστικά, είτε πετιούνται στο καλάθι των αχρήστων, είτε δεν αναφέρονται καν. Αγνοούνται όλα τα αναρχικά απελευθερωτικά εγχειρήματα του παρελθόντος και του παρόντος σαν να μη υπήρξαν/υπάρχουν, σαν να μην είχαν/έχουν τη δική τους καταλυτική προσφορά στο κοινωνικό επαναστατικό κίνημα. Οι επικλήσεις του Τάκη Φωτόπουλου, ότι η Περιεκτική Δημοκρατία αποτελεί, ήδη, λήμμα διεθνών εγκυκλοπαιδειών, που, μάλιστα, του αφιερώνονται και 5.000 λέξεις (!), λίγο μας ενδιαφέρουν, γιατί, πολύ απλά, εμείς δεν ενδιαφερόμαστε για θεωρίες που τείνουν να γίνουν, πριν καν τη γέννησή τους, μουσειακά είδη, ή αντικείμενα εγκυκλοπαιδειών. Οφείλουμε να παραδεχθούμε, ότι όσον αφορά την οικονομία, η αναρχική κριτική και προοπτική πρόταση είναι περιορισμένη καθώς και ότι ελάχιστες ήταν οι περιπτώσεις εκείνες των αναρχικών θεωρητικών και συλλογικοτήτων που επεξεργάστηκαν, πρότειναν και προσπάθησαν να θέσουν σε εφαρμογή απόψεις όσον αφορά την οικονομία. Από τον Προυντον και τον Καφιέρο, εν μέρει, έως τους σύγχρονους αναρχικούς ακτιβιστές της Αναρχικής Οικονομικής Κοινότητας του Βελγίου, ή της αμερικανικής Boston Anarchist Drinking Brigade και τις διάφορες συνεργατικές και κοοπερατίβες, έστω και περιορισμένα, υπάρχει μια αναρχική κριτική και πρόταση για την οικονομία, την οποία δεν μπορούμε να αρνηθούμε, ή να προσπεράσουμε έτσι στα τυφλά, όπως ηθελημένα, κάνει ο Τάκης Φωτόπουλος. Δεν αρνούμαστε, επίσης, το γεγονός ότι όλα τα κοινωνικά ή οργανωτικά εγχειρήματα, τύπου συνεργατικών, κομμουνών, κοινωνικών κέντρων, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, των δύο τελευταίων δεκαετιών, υπήρξαν περιορισμένης εμβέλειας και κριτικής, τόσο στα πλαίσια του αναρχικού κινήματος, όσο και γενικότερα στην κοινωνία. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει, ότι εμείς σήμερα πρέπει να αγνοήσουμε τα εγχειρήματα αυτά, να τα πετάξουμε στα άχρηστα, επειδή, ίσως, μερικοί ακαδημαϊκοί τύπου Τάκη Φωτόπουλου, έχουν την άποψη ότι, προκειμένου να αρχίσουμε κάτι “νέο”, πρέπει να παρακάμψουμε το ήδη υπάρχον. Άλλωστε, ένας λόγος που οι αναρχικοί δεν έχουν αναπτύξει επαρκή ανάλυση και πρόταση όσον αφορά την οικονομία και την οικονομική οργάνωση της νέας κοινωνίας, πηγάζει και από τη γενικότερη απέχθειά τους προς την καπιταλιστική οικονομία, προς κάθε τι το καπιταλιστικό και το κρατικό, αντιμετωπίζοντας την οικονομία ως μέρος του σαθρού αυτού κοινωνικού εποικοδομήματος. Αλλά δεν μπορούμε μόνο να βλέπουμε τα αρνητικά των έως τώρα κοινωνικών αναρχικών εγχειρημάτων οργάνωσης της καθημερινής ζωής, όπως κάνει ο Τάκης Φωτόπουλος, ή μόνο το περιορισμένο του χαρακτήρα κάποιων από αυτά. Γιατί εκείνο που έχει μεγάλη σημασία για τους αναρχικούς, είναι να δουν τα εγχειρήματα αυτά ως ένα μέσο πάλης στο γενικότερο αγώνα ενάντια στο κράτος και το κεφάλαιο, μη ξεκομμένο από το συνολικότερο αναρχικό κίνημα και τις δραστηριότητες του και πάντα προσπαθώντας για την υιοθέτηση των αναρχικών στοιχείων ηθικής και οργάνωσης, δηλαδή της άμεσης δράσης, της αυτοδιεύθυνσης, της αλληλεγγύης, της ανακλητότητας και της ομοσπονδιοποίησης. Ο δε ρόλος των εγχειρημάτων αυτών, άρα και ολόκληρου του αναρχικού κινήματος, σε σχέση με το γενικότερο επαναστατικό κοινωνικό κίνημα, θα πρέπει να είναι επιβοηθητικός και προωθητικός και όχι καθοδηγητικός. Δεν νομίζουμε ότι αυτά που αναφέρονται εδώ είναι εμμονές στα λεγόμενα του 19ου αιώνα, όπως λέει ο Τάκης Φωτόπουλος, αλλά, όμως, υπάρχουν στοιχεία των αναρχικών ιδεών που έχουν αντέξει στο χρόνο, αν και έχουν αποκτήσει διαφορετική πρακτική διάσταση ανάλογα με την κάθε εποχή και περίσταση. Ο Τάκης Φωτόπουλος απλά, όπως και ο μέχρι χθες ομογάλακτος του Μάρεϊ Μπούκτσιν, κατηγορεί όσους αντιτίθενται ή κριτικάρουν το “πρόταγμά του” της Περιεκτικής Δημοκρατίας και εμάς μαζί ―ως lifestyle αναρχικούς, μια “κατηγορία” που χρησιμοποιείται, κύρια, στις αγγλόφωνες χώρες και προσπαθεί να υποδηλώσει τους αναρχικούς εκείνους που ενδιαφέρονται για τον αναρχισμό ως τρόπο καθημερινής ζωής, που ασχολούνται με ζητήματα περιβάλλοντος, αναρχο-οικολόγους, οικολόγους βάθους, μέλη ομάδων απελευθέρωσης των ζώων, κατοίκους καταλήψεων, χορτοφάγους η ούλτρα χορτοφάγους (vegan) κ.ά. Βέβαια, το εν λόγω δελτίο ποτέ δεν προώθησε κάποια lifestyle αναρχία, αλλά ούτε και πρόκειται να ακολουθήσει και τα “τούβλα” που συνηθίζει να πετάει κατά καιρούς ο “πατέρας της κοινωνικής οικολογίας” Μάρεϊ Μπούκτσιν. Το δελτίο τούτο, αλλά και o συντελεστής του, ήταν από ανέκαθεν πολέμιοι του περιορισμένου και του μερικού που απέπνεαν κινήματα ή τάσεις και απόψεις στο εσωτερικό του αναρχικού κινήματος. Και ούτε είναι του παρόντος κειμένου να αναλύσουμε τα κινήματα αυτά ή τις τάσεις (αν και θα επιθυμούσαμε και ίσως το κάνουμε κάποια στιγμή). Δεν μπορούμε, όμως, δεν έχουμε το δικαίωμα, να τις αγνοούμε, γιατί, πολύ απλά, είτε το θέλουμε, είτε όχι, οι τάσεις αυτές, θεωρητικά και πρακτικά, υπάρχουν και δρουν στους κόλπους του αναρχικού κινήματος. Ειδικά στις αγγλόφωνες χώρες αποτελούν σημαντικό μέρος του εκεί αναρχικού κινήματος. Και ούτε πιστεύουμε ότι οι τάσεις αυτές έχουν μόνο αρνητικά να παρουσιάσουν, γιατί είναι τάσεις που λειτουργούν με καθαρά αναρχικές αξίες, αυτοδιεύθυνση, άμεση δημοκρατία, ανακλητότητα, οριζόντια λειτουργία, άμεση δράση κ.λπ. Αλλά ο Τάκης Φωτόπουλος αρνείται, όπως έκανε επανειλημμένα σε αλληλογραφία μας, την αναρχία, τις αναρχικές ιδέες και πρακτικές ως κοινωνικές σχέσεις, ονομάζοντας αυτές τις κοινωνικές σχέσεις lifestyle (!!!). Μα, ένας αναρχικός σε ποιον θα αναπτύξει τις απόψεις του, με ποιον θα προσπαθήσει να αγωνιστεί για κάποια πράγματα, με ποιον θα προσπαθήσει να θέσει κάποιες προϋποθέσεις για μια εξέγερση, για μια στάση, για ένα εγχείρημα, για μια μελλοντική κοινωνία ισότητας; Με τον εαυτό του, ή με κάποιους στενούς ακαδημαϊκούς κύκλους, που εν μια νυκτί ανακαλύπτουν θεωρίες επί θεωριών, απορρίπτουν, συζητούν, ξανααπορρίπτουν, ξαναεφευρίσκουν και πάει λέγοντας, πατώντας κυριολεκτικά επί ζωντανών κοινωνικών απελευθερωτικών εγχειρημάτων και προοπτικών, έστω και μικρών σε αριθμούς και εμβέλεια, έστω και περιορισμένων αρχικά, αλλά, που, με τη δική μας καθημερινή παρέμβαση και δράση, μπορούν να επεκταθούν και να αποτελέσουν ένα εν δυνάμει κίνημα ανατροπής; Οι αναρχικοί Τάκη Φωτόπουλε, δεν αποτελούν μέρος της κοινωνίας; Δεν απευθύνονται σ’ αυτήν, δεν την παρακολουθούν σε κάθε της κίνηση και αλλαγή, στασιμότητα κ.λπ.; Δεν μαθαίνουν απ’ αυτήν, δεν έρχονται σε άμεση επαφή με αυτήν; Και δεν είναι όλη αυτή η τριβή, η διαδικασία που δημιουργεί μια κοινωνική σχέση; Ο Τάκης Φωτόπουλος, επίσης, μιλά στο βιβλίο του για θέσπιση και ικανοποίηση βασικών και μη βασικών αναγκών σε ένα καθεστώς (sic) Περιεκτικής Δημοκρατίας (!). Αλλά, το ξαναλέμε, θέτοντας ξανά το κρίσιμο ερώτημα. Ποια επιτροπή, ποια συνέλευση, ποιων, θα αποφασίσει ή θα θεσμοθετήσει τι αποτελεί βασική ανάγκη και τι μη βασική ανάγκη; Ο ίδιος λέει οι συνελεύσεις των κατοίκων, των ντόπιων, των, των…, χωρίς, όμως, να διευκρινίζει ποιοι ακριβώς θα είναι αυτοί, πώς θα συγκροτούνται και με ποιο περιεχόμενο και σκοπό αυτές οι συνελεύσεις ή οι διάφορες επιτροπές και όλα τα συνακόλουθα. Εξακολουθούμε να έχουμε τις επιφυλάξεις μας για το διαχωρισμό αυτό σε βασικές και μη ανάγκες, τη στιγμή, που ακόμα και στην απάντηση του ο Τάκης Φωτόπουλος κάνει λόγο για υποχρεωτική έστω και ολιγόωρη εργασία κ.λπ. (!). Και δεν πρόκειται για ζήτημα κάποιων “πολύ αναρχικών” ή “λίγο αναρχικών”, όπως λέει ο ίδιος στην απάντησή του. Η προσπάθεια για την κατάκτηση τη ομοφωνίας θα ήταν, βέβαια, το μεγαλύτερο επιθυμητό αποτέλεσμα, που κερδίζεται από την ελεύθερη συμμετοχή όλων στις ελεύθερα συνερχόμενες συνελεύσεις, οι οποίες δεν νομίζουμε ότι θα αποτελούν το βέτο ή τη δικτατορία του ενός, όπως λέει ο συγγραφέας, αν εμείς προηγουμένως δεν έχουμε φροντίσει να εξασφαλίσουμε τις προϋποθέσεις για το αντίθετο, με την καθημερινή δράση και κριτική. ‘Όσον αφορά τη συμμετοχή στις τοπικές εκλογές, αλλά και σε κάθε είδους εκλογές, δεν πρόκειται ποτέ να κουραστούμε να το διακηρύσσουμε. Ποτέ και πουθενά δεν κερδήθηκε κάτι από την κοινωνία με τη συμμετοχή στις εκλογές. ‘Όλα κερδήθηκαν με αγώνες, καθημερινούς, μικρούς και μεγάλους. Είναι αδύνατον να καταλυθεί μια εξουσία, τοπική, εθνική ή άλλη, μέσω της απόκτησης της, μέσω της συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία Ας μας αναφέρει ο Τάκης Φωτόπουλος, αλλά και οι συνοδοιπόροι του κοινωνικοί οικολόγοι ονομαζόμενοι, παραδείγματα που να πιστοποιούν το αληθές των επιχειρημάτων τους. Για να φτάσεις στο σημείο, από τη μια να μιλάς για ελεύθερη συμμετοχή, ελεύθερες συνελεύσεις, τοπική δράση, αυτονομία, ομοσπονδιοποίηση δήμων και κοινοτήτων και από την άλλη να μιλάς για νίκη στις εκλογές, για πλειοψηφία, δηλαδή να μιλάς με όρους εξουσίας, με όρους πολιτικάντικους και πλειοψηφικούς, όπως κατά κόρον και συνειδητοποιημένα κάνει ο Τάκης Φωτόπουλος, τόσο στο βιβλίο του, όσο και σε άρθρα του, σημαίνει ότι πρέπει να προσαρμοστείς οργανωτικά, θεωρητικά και πρακτικά σύμφωνα με αυτούς τους όρους, τους πλειοψηφικούς, τους εξουσιαστικούς και τους πολιτικάντικους, άρα και δημαγωγικούς και κενούς περιεχομένου επαναστατικής αλλαγής, όπως κάνουν και όλες οι υπόλειπες κομματικές και πολιτικές δυνάμεις, οι κάθε είδους και χρώματος εραστές της εξουσίας. Και, μάλιστα, η προσπάθεια αυτή καθίσταται ενοχλητικά εξοργιστική και αρρωστημένη, όταν προσπαθεί να αλλοιώσει αναρχικές απόψεις για να εδραιωθεί. Αλλά οι αναρχικές ιδέες δεν μπορούν να άγονται και να φέρονται σαν πιόνια, στα χέρια ή τις πένες ή στα websites ορισμένων ακαδημαϊκών στυλ Τάκη Φωτόπουλου, που, στη θανάσιμη αγωνία τους να δώσουν κάτι το “νέο δήθεν στην επαναστατική κοινωνική θεωρία, που κατά τη γνώμη τους “έχει βαλτώσει και δεν τραβάει άλλο πια”, δεν διστάζουν, όχι μόνο να χρησιμοποιούν τα ίδια τα λεγόμενα των θεωρητικών της ίδιας της κυρίαρχης τάξης, αλλά και να απαλείπτουν κάθε τι το επαναστατικό από τα κατ’ ευφημισμό αποκαλούμενα προτάγματά τους. ‘Έχετε προσέξει που “θεωρητικοί” του είδους Τάκη Φωτόπουλου, δεν μιλούν ποτέ για την κοινωνική επανάσταση, που δεν επεξεργάζονται ποτέ την προοπτική αυτή ως άμεσο κοινωνικό πρόταγμα και μιλούν για συμμετοχή στις εκλογές; Δεν μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς, παρά το ότι δεν έχουν να προτείνουν ή να επεξεργαστούν κάτι ανάλογο, γιατί δεν είναι επαναστάτες. Είναι, πολύ απλά, αντεπαναστάτες και ρεφορμιστές του χειρότερου είδους, που καλά θα κάνει το αναρχικό κίνημα, εάν Θέλει να προχωρήσει ανανεωμένο μπροστά, να κλείσει τα αυτιά και τα μάτια του σε τέτοιες καλά ενορχηστρωμένες αλλοιώσεις των αναρχικών ιδεών. Δ.Τ. – Μελβούρνη – Μάης 2000 Απάντηση σε ‘υπερ-επαναστάτες’ της γειτονιάς τους 1. Ο Δ. Τρωαδίτης, σε απάντηση της εμπεριστατωμένης και λεπτομερούς απάντησης μου σε σχέση με την ‘κριτική’ που υποτίθεται άσκησε στο πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας και εφαρμόζοντας τον στίχο ‘ο καθείς με τα όπλα του’ κατέφυγε σε άθλιους χαρακτηρισμούς μη διστάζοντας, κατά παράβαση κάθε ηθικής, αναρχικής ή αστικής, να κυκλοφορήσει ‘πίσω από τη πλάτη’ μου, σε αναρχικούς κύκλους, ένα λίβελο εναντίον του προτάγματος της ΠΔ και εμένα προσωπικά όπου με χαρακτηρίζει ‘αντεπαναστάτη’, ‘ρεφορμιστή του χειρότερου είδους’ κ.λπ. Δεν θα κατεβώ φυσικά στο επίπεδο Τρωαδίτη και αν στα παρακάτω θα προσπαθήσω να απαντήσω σύντομα στις διαστρεβλώσεις και κακοήθειες του θα το κάνω μόνο για χάρη αυτών που θα διαβάσουν τη νέα του ‘διατριβή’ χωρίς να έχουν επαρκή γνώση για το ποιον των κατηγοριών του. 2. Στις ‘διευκρινίσεις’ με τις οποίες προλογίζει τον τελευταίο λίβελο του ο ΔΤ το ‘παίζει’ ως ο κατατρεγμένος αγνός ακτιβιστής αναρχικός (που έχει όμως από καθέδρας γνώση για οτιδήποτε αφορά την ελευθεριακή σκέψη ώστε να μπορεί να παίρνει θέση τιμητού των πάντων και θεματοφύλακα των αναρχικών ιδεών!) ο οποίος δεν έχει σχέση με ‘ακαδημαϊκούς τύπου Φωτόπουλου’, τους κανόνες βιβλιοκριτικής κ.λπ. Δεν θ’ ασχοληθώ βέβαια εδώ με το παρελθόν του καθενός μας, πράγμα που δεν θα είχε ιδιαίτερο νόημα όταν είμαστε όλοι γνωστοί στους ‘παροικούντες την Ιερουσαλήμ’. Θα πρέπει όμως να καταλάβει ο ΔΤ ότι δεν μπορεί ν ασκεί κριτική και ν’ απορρίπτει με τον χυδαίο του τρόπο ένα νέο πρόταγμα, βασιζόμενος στην ‘ανάλυση’ μερικών σελίδων από ένα βιβλίο 600 σελίδων. Αυτό δεν είναι θέμα τήρησης κάποιων ακαδημαϊκών κανόνων αλλά τήρησης των κανόνων στοιχειώδους δεοντολογίας, επαναστατικής ή μη. Όσον αφορά τον ισχυρισμό του ΔΤ ότι το δελτίο ‘παρέχει, πολύ απλά, ως δελτίο πληροφόρηση όσον αφορά τα αναρχικά και ελευθεριακά δρώμενα’ ο οχετός που εξαπέλυσε κατά του προτάγματος της ΠΔ από την αρχή κάνει φανερό ότι το δελτίο του δεν είναι ‘απλώς’ ένα δελτίο πληροφόρησης αλλά μέσο προώθησης μιας συγκεκριμένης τάσης μέσα στον αναρχικό χώρο που έχει και συγκεκριμένο όνομα: life-style αναρχία. Το γεγονός άλλωστε ότι δεν διανοήθηκε ποτέ να δει κριτικά, χωρίς βέβαια να τ’ απορρίπτει, τα ‘αναρχικά δρώμενα’ που περιγράφει το δελτίο του ―δρώμενα τα οποία ανήκουν όλα στον ίδιο χώρο― δεν είναι τυχαίο αλλά επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η life style αναρχία είναι το μόνο είδος ‘αναρχίας’ που μπορεί να καταλάβει ο ΔΤ. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η ταύτιση που κάνει στο μυαλό του μεταξύ αναρχίας και life-style αναρχίας τον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η από μέρους μου απόρριψη αυτού του είδους ‘αναρχίας’ σημαίνει απόρριψη και κάθε αναρχίας! 3. Ο τίτλος που δίνει ο ΔΤ στον τελευταίο λίβελο του κατά της ΠΔ ‘Ενάντια στις ρεφορμιστικές αλλοιώσεις των αναρχικών ιδεών’ και η εισαγωγή του για ‘τα υποτιθέμενα προτάγματα τύπου Περιεκτικής Δημοκρατίας που αναδύουν μια ακατάσχετη μυρωδιά ρεφορμισμού και αντεπανάστασης’ είναι ενδεικτικά του θράσους του ανδρός και της γελοιότητας του εγχειρήματος του. Ευτυχώς όμως δεν αφήνει σε εμάς το άχαρο έργο της γελοιοποίησης του εφόσον φροντίζει ο ίδιος ν’ αυτογελοιοποιηθει όταν χαρακτηρίζει ρεφορμιστές ‘του χειρότερου είδους’ όχι μόνο εμένα αλλά και τον Μαρει Μπουκτσιν που, ανεξάρτητα από τις διαφωνίες που μπορεί να έχει κανείς με τις διατυπώσεις του, το μόνο για το οποίο δεν θα μπορούσε να τον κατηγορήσει κανείς είναι γι…αντεπαναστατικότητα και ρεφορμισμό. Για τους καλοπροαίρετους όμως αναγνώστες (στους οποίους βέβαια απέδειξε ότι δεν ανήκει ο ΔΤ) το αμείλικτο ερώτημα είναι: ποιο είδος ακτιβισμού είναι ρεφορμιστικό; Είναι αυτό που χρησιμοποιεί ακόμη και δραστηριότητες σαν αυτές με τις οποίες αναλώνεται ο ΔΤ (άμεση δράση τύπου Σιατλ, αυτοδιαχειριζόμενες κομμούνες, στέκια κ.λπ.) ΥΠΟ ΤΟΝ ΟΡΟ ΟΤΙ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ―όπως προτείνει το πρόταγμα της ΠΔ― ή μήπως το είδος ακτιβισμού που στοχεύει στις δραστηριότητες αυτές καθαυτές, όχι σαν τμήμα ενός αντί-συστημικού κινήματος, αλλά σαν τρόπο ζωής που δίνει νόημα στη ζωή ‘υπερεπαναστατών της γειτονιάς’, όπως ο ΔΤ; Είναι άραγε τυχαίο ότι όταν οι δραστηριότητες αυτές δεν αποτελούν τμήμα αντί-συστημικού κινήματος χρησιμοποιούνται ευρέως από το κατεστημένο για τους δικούς του σκοπούς (όπως π.χ. κάνει ο Μπλερ με τα LETS σχήματα, τις πιστωτικές ενώσεις, τα σχήματα ‘ηθικών επενδύσεων κ.λπ.) με στόχο τον καλλωπισμό της οικονομίας της αγοράς; Και είναι άραγε συμπτωματικό ότι διαδηλώσεις τύπου Σιατλ είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους διάφορους Ζοσπεν, Σρεντερ, Σημίτη και Σία στις προσπάθειες τους για τη δημιουργία μιας εικόνας ‘παγκοσμιοποίησης με ανθρώπινο πρόσωπο’ με την οποία αποπροσανατολίζουν τα λαϊκά στρώματα; Έχει διανοηθεί ο κάθε Τρωαδίτης ότι κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο εάν όλες αυτές οι δραστηριότητες αποτελούσαν τμήμα ενός αντισυστημικού κινήματος ―όπως προτείνει το πρόταγμα της ΠΔ, ενώ σήμερα οι αναρχικοί τύπου Τρωαδίτη αφήνονται από τις ελίτ ελεύθεροι να πουλούν μια ανώδυνη για το σύστημα επαναστατικότητα και να μποϋκοτάρουν κάθε προσπάθεια για τη δημιουργία ενός λαϊκού κινήματος με στόχο τη πραγματική συστημική αλλαγή; 4. Ο ΔΤ συνεχίζει με κακοήθεια να μιλά για ψευτο-πρόταγμα ‘στηριγμένο σε ξένα δεκανίκια από τη μια και σε αλλοιώσεις των αναρχικών ιδεών από την άλλη… ένα καθ’ όλα αντεπαναστατικό ρεφορμιστικό σχέδιο κατάληψης, κύρια, της τοπικής εξουσίας, (όπου) βασικές παράμετροι των αναρχικών ιδεών είτε αγνοούνται επιδεικτικά και εξοργιστικά, είτε πετιούνται στο καλάθι των αχρήστων, είτε δεν αναφέρονται καν’. Είναι δε χαρακτηριστικό της κακοήθειας του ότι όταν επικαλέστηκα το γεγονός ότι διεθνής υπό κυκλοφορία εγκυκλοπαίδεια αφιερώνει λήμμα 5.000 λέξεων σε αυτό, ως απόδειξη του γεγονότος ότι το πρόταγμα της ΠΔ αποτελεί μια νέα συμβολή στην ελευθεριακή σκέψη και όχι ‘συνένωση’ στοιχείων κ.λπ. όπως το αποκαλεί , τότε, στους περιφρονητικούς χαρακτηρισμούς για ψευτοπρόταγμα πρόσθεσε καινούριους ‘μουσειακά είδη, αντικείμενα εγκυκλοπαιδειών’ κ.λπ. Το ν’ αναφέρει βέβαια κανείς ότι έχει ζητηθεί επανειλημμένα η συμβολή μου σε αναρχικές συνελεύσεις κ.λπ. για να μιλήσω για το πρόταγμα αυτό στην Ελλάδα αλλά και στο Βερμόν, το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Γερμανία, την Ιταλία και μόλις πρόσφατα στο συνέδριο της ομοσπονδίας των Αμερικανών αναρχικών, ενώ το βιβλίο ‘Περιεκτική Δημοκρατία’ εξεδόθη από ελευθεριακό εκδοτικό οίκο στην Ιταλία και πρόκειται σύντομα να εκδοθεί από ελευθεριακούς εκδοτικούς οίκους στη Γερμανία και τη Λατινική Αμερική ―όλα αυτά θα ήταν άνευ σημασίας για τον ‘υπερεπαναστάτη’ ΔΤ εφόσον δεν θα είχε κανένα δισταγμό ν απορρίψει και όλους αυτούς σαν ρεφορμιστές και αντεπαναστάτες. Αλλά το να αναφέρει ότι το πρόταγμα της ΠΔ αγνοεί η αλλοιώνει ‘βασικές παραμέτρους’ των αναρχικών ιδεών (χωρίς βέβαια να αναφέρει ποιες ακριβώς) και ότι στοχεύει στη κατάληψη ΚΥΡΙΑ της τοπικής εξουσίας αποτελεί χαρακτηριστική ένδειξη του τι κατάλαβε από το πρόταγμα της ΠΔ. 5. Ενώ όμως ο ΔΤ, με ύφος 12 Κροποτκιν, δεν έχει δισταγμό ν’ απορρίψει κάθε τι που δεν συμφωνεί με την ‘υπερεπαναστατικότητα της γειτονιάς’ που υποστηρίζει ο ίδιος, δεν αποπειράται καν να κρύψει την ασχετοσύνη του για το θέμα της ελευθεριακής οικονομίας. Έτσι, μη κατανοώντας τη σημασία της οικονομικής οργάνωσης μιας ελευθεριακής κοινωνίας, σαν αυτή που προτείνει το πρόταγμα της ΠΔ με τη μορφή της οικονομικής δημοκρατίας, γράφει το εξής αμίμητο: ‘Άλλωστε, ένας λόγος που οι αναρχικοί δεν έχουν αναπτύξει επαρκή ανάλυση και πρόταση όσον αφορά την οικονομία και την οικονομική οργάνωση της νέας κοινωνίας, πηγάζει και από τη γενικότερη απέχθειά τους προς την καπιταλιστική οικονομία, προς κάθε τι το καπιταλιστικό και το κρατικό, αντιμετωπίζοντας την οικονομία ως μέρος του σαθρού αυτού κοινωνικού εποικοδομήματος’. Δεδομένου όμως ότι ο ΔΤ δεν μιλά καν για μια ‘ηθική οικονομία’ (όπως κάνει ο Μπουκτσιν που υποθέτει ― εσφαλμένα όπως προσπάθησα να δείξω― ότι δεν υπάρχει πρόβλημα σπάνης) είναι προφανές ότι έχει μαύρα μεσάνυχτα για το γεγονός ότι σε κάθε κοινωνία που αντιμετωπίζει πρόβλημα σπάνης θα υπάρχει θέμα κατανομής των πόρων και ότι γι’ αυτό ακριβώς το θεμελιακό πρόβλημα το πρόταγμα της ΠΔ έκανε συγκεκριμένες προτάσεις που υπερβαίνουν τόσο την οικονομία της αγοράς όσο και τον κεντρικό σχεδιασμό ―προτάσεις, που είναι άκρως απαραίτητες σήμερα που τα λαϊκά στρώματα δεν πιστεύουν πια ότι είναι δυνατή οποιαδήποτε εναλλακτική οικονομική οργάνωση της κοινωνίας. 6. Συνεχίζοντας τη διαστρέβλωση του προτάγματος της ΠΔ ο ΔΤ γράφει ότι ‘Δεν αρνούμαστε, επίσης, το γεγονός ότι όλα τα κοινωνικά ή οργανωτικά εγχειρήματα, τύπου συνεργατικών, κομμουνών, κοινωνικών κέντρων, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, των δύο τελευταίων δεκαετιών, υπήρξαν περιορισμένης εμβέλειας και κριτικής, τόσο στα πλαίσια του αναρχικού κινήματος, όσο και γενικότερα στην κοινωνία. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει, ότι εμείς σήμερα πρέπει να αγνοήσουμε τα εγχειρήματα αυτά, να τα πετάξουμε στα άχρηστα, επειδή, ίσως, μερικοί ακαδημαϊκοί τύπου Τάκη Φωτόπουλου, έχουν την άποψη ότι, προκειμένου να αρχίσουμε κάτι “νέο”, πρέπει να παρακάμψουμε το ήδη υπάρχον.’ Όμως τι άλλο κάναμε από το να τονίσουμε την αντισυστημική ανεπάρκεια όλων αυτών των εγχειρημάτων και την αναπόφευκτη κατάληξη τους σε ρεφορμισμό όταν δεν αποτελούν τμήμα ενός αντισυστημικού πολιτικού κινήματος; Απέρριψε κανένας τα εγχειρήματα αυτά ως τμήμα ενός τέτοιου κινήματος ή μήπως αυτό που απορρίψαμε είναι τον ‘επαναστατισμό της γειτονιάς’ δηλαδή τα εγχειρήματα αυτά σαν τρόπο ζωής; Αλλά και κάτι άλλο. Ο ΔΤ δεν μας λέει πως ακριβώς τα εγχειρήματα αυτά αποτελούν ‘μέσο πάλης στο γενικότερο αγώνα ενάντια στο κράτος και το κεφάλαιο’ ακόμη και όταν δεν είναι τμήμα ενός πολιτικού κινήματος. Προφανώς ο ΔΤ έχει την εντύπωση ότι το κεφαλαίο και το κράτος σήμερα τρέμει από τα περιθωριακά αυτά εγχειρήματα ! Όμως το θέμα δεν είναι μόνο ότι τα εγχειρήματα αυτά δεν έχουν απολύτως καμία δυναμική ν’ ανατρέψουν το σύστημα. Το θέμα είναι ότι δεν έχουν και καμία προοπτική για κάτι τέτοιο εφόσον, με το να μην αποτελούν τμήμα ενός αντί-συστημικού κινήματος, δεν προωθούν καν το επίπεδο συνειδητοποίησης των λαϊκών στρωμάτων γι’ αντισυστημική αλλαγή (όχι τυχαία τα λαϊκά στρώματα που μετέχουν στα LETS σχήματα, που αποτελούν ίσως το πιο ευρύτερα γνωστό σχετικό εγχείρημα, δεν έχουν ιδέα για συστημική αλλαγή και τα βλέπουν απλώς σαν σχήματα για τη βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης). 7. Το γεγονός όμως ότι ο ΔΤ δεν καταλαβαίνει καν ότι αυτά που υποστηρίζει ανήκουν στο χώρο της lifestyle αναρχίας γίνεται φανερό από δηλώσεις σαν τις παρακάτω ‘το εν λόγω δελτίο ποτέ δεν προώθησε κάποια lifestyle αναρχία’…Το δελτίο τούτο, αλλά και o συντελεστής του, ήταν από ανέκαθεν πολέμιοι του περιορισμένου και του μερικού που απέπνεαν κινήματα ή τάσεις και απόψεις στο εσωτερικό του αναρχικού κινήματος…Δεν μπορούμε, όμως, δεν έχουμε το δικαίωμα, να τις αγνοούμε, γιατί, πολύ απλά, είτε το θέλουμε, είτε όχι, οι τάσεις αυτές, θεωρητικά και πρακτικά, υπάρχουν και δρουν στους κόλπους του αναρχικού κινήματος. Ειδικά στις αγγλόφωνες χώρες αποτελούν σημαντικό μέρος του εκεί αναρχικού κινήματος. Και ούτε πιστεύουμε ότι οι τάσεις αυτές έχουν μόνο αρνητικά να παρουσιάσουν, γιατί είναι τάσεις που λειτουργούν με καθαρά αναρχικές αξίες, αυτοδιεύθυνση, άμεση δημοκρατία, ανακλητότητα, οριζόντια λειτουργία, άμεση δράση κ.λπ.’ Όμως τι άλλο από life style αναρχία αποτελούν τα αποσπασματικά και περιθωριακά αυτά εγχειρήματα όταν δεν αποτελούν τμήμα ενός πολιτικού αντισυστημικού κινήματος; Και γιατί θα πρέπει να τα υποστηρίξουμε απλώς επειδή υπάρχουν; Τότε γιατί να μην υποστηρίξουμε και τις διάφορες αναρχοκομμούνες Νέας Εποχής (ecovillage movement ―βλ. κριτική στο τ. Ιούλη 2000 της D&N) και τις ηλίθιες ανορθολογικές δοξασίες τους που αποτελούν και τον συνδετικό κρίκο των μελών τους; Και αυτές είναι οργανωμένες αμεσοδημοκρατικά, είναι αντικαταναλωτικές κ.λπ. κ.λπ. 8. Δεν θα κουράσω τον αναγνώστη με τις αθλιότητες του Τρωαδίτη για την δήθεν επεξεργασία του προτάγματος της ΠΔ ‘με κάποιους στενούς ακαδημαϊκούς κύκλους, που εν μια νυκτί ανακαλύπτουν θεωρίες επί θεωριών, απορρίπτουν, συζητούν, ξανααπορρίπτουν, ξαναεφευρίσκουν και πάει λέγοντας, πατώντας κυριολεκτικά επί ζωντανών κοινωνικών απελευθερωτικών εγχειρημάτων και προοπτικών, έστω και μικρών σε αριθμούς και εμβέλεια, έστω και περιορισμένων αρχικά, αλλά, που, με τη δική μας καθημερινή παρέμβαση και δράση, μπορούν να επεκταθούν και να αποτελέσουν ένα εν δυνάμει κίνημα ανατροπής’. Θ’ αναφέρω μόνο, για όσους είναι απληροφόρητοι, ότι το πρόταγμα της ΠΔ είναι αντικείμενο επεξεργασίας από τις στήλες του περιοδικού Democracy & Nature για σχεδόν μια δεκαετία και ότι οι συζητήσεις πάνω σε αυτό και την ελευθεριακή οργάνωση της κοινωνίας γενικότερα δεν ήταν ‘μεταξύ ακαδημαϊκών’ αλλά μεταξύ ο,τι καλύτερου είχε να παρουσιάσει η ελευθεριακή σκέψη και πρακτική (Καστοριάδης, Μπουκτσιν και πολλοί άλλοι) με βάση τη συνολική ιστορική εμπειρία του απελευθερωτικού κινήματος και όχι ‘πατώντας στα ‘εγχειρήματα της γειτονιάς’ που έχει ταυτίσει με την αναρχία ο ΔΤ. 9. Ο ΔΤ όμως δεν φθάνει που διαστρεβλώνει τα πάντα αλλά με τη κουτοπόνηρη νοοτροπία ότι πολλοί από τους αναγνώστες της ‘κριτικής’ του δεν θα έχουν διαβάσει το βιβλίο για την ΠΔ επανέρχεται στο ερώτημα. ‘Ποια επιτροπή, ποια συνέλευση, ποιων, θα αποφασίσει ή θα θεσμοθετήσει τι αποτελεί βασική ανάγκη και τι μη βασική ανάγκη; Ο ίδιος λέει οι συνελεύσεις των κατοίκων, των ντόπιων, των, των…, χωρίς, όμως, να διευκρινίζει ποιοι ακριβώς θα είναι αυτοί, πώς θα συγκροτούνται και με ποιο περιεχόμενο και σκοπό αυτές οι συνελεύσεις ή οι διάφορες επιτροπές και όλα τα συνακόλουθα.’ Και αυτό, όταν στο βιβλίο αφιερώνονται σελίδες επί σελίδων στο 6ο και το 7ο κεφαλαίο ακριβώς για να δοθούν απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά! Όσον αφορά τις ‘επιφυλάξεις’ του για τον διαχωρισμό βασικών και μη βασικών αναγκών (χωρίς να μας εξηγεί ποιες ακριβώς είναι οι επιφυλάξεις αυτές) εάν ακόμη δεν έχει καταλάβει τον λόγο του διαχωρισμού των αναγκών που αναφέρεται λεπτομερώς στο βιβλίο δεν μπορούμε να τον βοηθήσουμε παραπέρα. Εκτός βέβαια αν αυτό που τον ενοχλεί είναι ο ‘λόγος για υποχρεωτική έστω και ολιγόωρη εργασία!’ Αλήθεια, έχει άραγε περάσει από το μυαλό του ΔΤ ότι σε μια κοινωνία σπάνης χρειάζεται να προσφέρουν όλοι οι ικανοί προς εργασία πολίτες μια ελάχιστη ποσότητα προσωπικής εργασίας για να είναι δυνατή η κάλυψη των βασικών αναγκών όλων των πολιτών; Ή μήπως ταυτίζει την αναρχία του με τον κήπο της Εδέμ όπου δεν χρειάζεται παρά ν απλώνουμε το χέρι για να κόβουμε τους καρπούς; Όσον αφορά τη μέθοδο λήψης αποφάσεων με ομοφωνία ο Μπουκτσιν έχει δείξει (βλ. Social anarchism or lifestyle anarchism? AK Press 1995) το γιατί στη πράξη οδηγεί στη δικτατορία των ολίγων και δεν χρειάζεται να επανέλθουμε σε παρόμοιες αντιδημοκρατικές απόψεις από τις οποίες προφανώς εμφορείται ο ΔΤ, σαν γνήσιος lifestyle ‘αναρχικός’. 10. Αλλά ο Τρωαδίτης ξεπερνά τον εαυτό του σε θράσος, κουτοπονηριά και κακοήθεια στις τελευταίες παραγράφους του λίβελου του ποντάροντας και πάλι στο γεγονός ότι πολλοί αναγνώστες δεν θα έχουν έλθει σε επαφή με το πρόταγμα της ΠΔ. Έτσι μας διαφωτίζει ‘ποτέ και πουθενά δεν κερδήθηκε κάτι από την κοινωνία με τη συμμετοχή στις εκλογές. ‘Όλα κερδήθηκαν με αγώνες, καθημερινούς, μικρούς και μεγάλους’. Και αυτό, όταν ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο βιβλίο (κεφ. 7) περιγράφει ακριβώς τους αγώνες που απαιτούνται για τη σταδιακή μεταβίβαση των οικονομικών πόρων και της πολιτικής εξουσίας στις εκκλησίες των δήμων, σε μια ‘επανάσταση από τα κάτω’ όπου η συμμετοχή στις δημοτικές εκλογές (την οποία δέχεται και ένας άλλος ρεφορμιστής και αντεπαναστάτης, ο Μπακούνιν!) και η κατάκτηση της τοπικής εξουσίας έχει ένα και μόνο σκοπό: την εφαρμογή σε μαζική κοινωνική κλίμακα της πολιτικής και οικονομικής δημοκρατίας που θα έχει ήδη ξεκινήσει σε περιορισμένη κλίμακα μέσω δραστηριοτήτων σαν και αυτές που περιγράφει ο ίδιος. Διότι βέβαια είναι μόνο η εφαρμογή των νέων θεσμών σε μαζική κοινωνική κλίμακα που θα κάνει δυνατή τη συνομοσπονδιοποίηση των δήμων και την αλλαγή της ισορροπίας δυνάμεων υπέρ των λαϊκών στρωμάτων και εναντίον των ελίτ. Η ειρηνική αυτή επανάσταση, την οποία ενέχει το πρόταγμα της ΠΔ, δεν θα μείνει φυσικά ειρηνική εάν στο στάδιο αυτό οι ελίτ προτιμήσουν να καταφύγουν, όπως έκαναν πάντα, στη βία. Όμως η επανάσταση αυτή θα έχει ήδη γίνει συνείδηση και πράξη της πλειοψηφίας του λαού, που τίποτα δεν θα μπορεί να τη σταματήσει. 11. Συμπέρασμα: Εάν η κατάρα της lifestyle αναρχίας των αγγλοσαξονικών χωρών που προωθεί το δελτίο του Τρωαδίτη (αλλά δυστυχώς και παρόμοια έντυπα που αναδύονται πρόσφατα στον ελληνικό ελευθεριακό χώρο) ριζώσει και στην Ελλάδα, μια χώρα με παράδοση συλλογικών κοινωνικών αγώνων καθαρά πολιτικού χαρακτήρα με στόχους αντισυστημικούς, και εάν ο αγώνας για το κτίσιμο ενός πολιτικού και αντισυστημικού κινήματος σαν αυτό που προτείνει το πρόταγμα της ΠΔ αντικατασταθεί με τις κομμούνες, τα αυτοδιαχειριζόμενα στέκια κ.λπ. και τέλος εάν οι ακτιβιστές ενός τέτοιου κινήματος αντικατασταθούν από τους ‘υπερεπαναστάτες της γειτονιάς’ τότε η ιστορική ευκαιρία που ανέδειξε η κατάρρευση του ‘υπαρκτού’ για την ανάπτυξη ενός δημοκρατικού-ελευθεριακού κινήματος θα έχει χαθεί για τη χώρα μας και το βούλιαγμα της στη βαρβαρότητα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της αγοράς θα συνεχιστεί ανενόχλητο . Τάκης Φωτόπουλος Ιούλης 2000 |