Το κείμενο αυτό αποτελεί το λήμμα για την Περιεκτική Δημοκρατία που δημοσιεύθηκε το 2001 στη Routledge Encyclopedia of International Political Economy, που εκδίδεται από τον εκδ. oίκο Routledge.
Η περιεκτική δημοκρατία είναι μια νέα αντίληψη της δημοκρατίας η οποία, χρησιμοποιώντας σαν αφετηρία τον κλασικό ορισμό της δημοκρατίας, ανασυνθέτει την έννοια της δημοκρατίας ως άμεση πολιτική δημοκρατία, οικονομική δημοκρατία (πέρα από τα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς και του κρατικού σχεδιασμού), δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο και οικολογική δημοκρατία. Εν συντομία, η περιεκτική δημοκρατία είναι μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης που επανενσωματώνει την οικονομία στην κοινωνία και την πολιτεία στη φύση. Η αντίληψη της περιεκτικής δημοκρατίας προέρχεται από τη σύνθεση των δύο μεγάλων ιστορικών παραδόσεων, της κλασικής δημοκρατικής και της σοσιαλιστικής, αλλά περιλαμβάνει επίσης τα ριζοσπαστικά ρεύματα στα οικολογικά, τα φεμινιστικά και τα απελευθερωτικά κινήματα στο Νότο. Βασική υπόθεση, στην οποία στηρίζεται η προβληματική του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας, είναι ότι ο κόσμος, στο ξεκίνημα της νέας χιλιετίας, αντιμετωπίζει μια πολυδιάστατη κρίση (οικονομική, οικολογική, κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική) η οποία προκαλείται από τη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια των διάφορων ελίτ σαν αποτέλεσμα της εγκαθίδρυσης, κατά τους τελευταίους δυο αιώνες, του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των συνακόλουθων ιεραρχικών δομών. Με αυτήν την έννοια, μια περιεκτική δημοκρατία, που συνεπάγεται την ισοκατανομή εξουσίας σε όλα τα επίπεδα, δεν θεωρείται ως ουτοπία (με την αρνητική έννοια του όρου) αλλά ίσως ως η μοναδική διέξοδος από την τωρινή κρίση
Η έννοια της περιεκτικής δημοκρατίας
Ένας χρήσιμος τρόπος για να ορίσουμε την περιεκτική δημοκρατία ίσως είναι να διακρίνουμε ανάμεσα στους δύο κύριους κοινωνικούς χώρους, το δημόσιο και ιδιωτικό, στους οποίους μπορούμε να προσθέσουμε ένα «οικολογικό χώρο», που ορίζεται ως η σφαίρα των σχέσεων μεταξύ του φυσικού και του κοινωνικού κόσμου. Με αυτή την έννοια, ο δημόσιος χώρος, σε αντίθεση με την πρακτική πολλών υποστηρικτών του ρεπουμπλικανικού ή δημοκρατικού προτάγματος (Hannah Arendt, Κορνήλιος Καστοριάδης, Murray Bookchin κ. α.) περικλείει όχι μόνο τον πολιτικό χώρο, αλλά επίσης και τον οικονομικό καθώς και τον κοινωνικό με στενή έννοια χώρο, με άλλα λόγια οποιοδήποτε πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας στο οποίο οι αποφάσεις μπορούν να ληφθούν συλλογικά και δημοκρατικά. Ο πολιτικός χώρος ορίζεται ως η σφαίρα λήψης πολιτικών αποφάσεων, η περιοχή στην οποία ασκείται η πολιτική εξουσία. Αντίστοιχα, ο οικονομικός χώρος ορίζεται ως η σφαίρα λήψης οικονομικών αποφάσεων, η περιοχή στην οποία ασκείται η οικονομική εξουσία σε σχέση με τις μεγάλες οικονομικές επιλογές που αντιμετωπίζει κάθε κοινωνία σπάνεως. Τέλος ο κοινωνικός χώρος με στενή έννοια ορίζεται ως η σφαίρα λήψης αποφάσεων στον εργασιακό χώρο, στο χώρο της εκπαίδευσης και σε οποιοδήποτε άλλο οικονομικό ή πολιτιστικό θεσμό που αποτελεί συστατικό στοιχείο μιας δημοκρατικής κοινωνίας.
Είναι επομένως φανερό ότι η διεύρυνση του παραδοσιακού δημόσιου χώρου ώστε να περιλαμβάνει τον οικονομικό, οικολογικό και κοινωνικό με στενή έννοια χώρους, είναι αναπόσπαστο στοιχείο μιας περιεκτικής δημοκρατίας. Αντίστοιχα, μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα σε τέσσερα κύρια συστατικά στοιχεία της περιεκτικής δημοκρατίας: το πολιτικό, το οικονομικό, αυτό της δημοκρατίας στον κοινωνικό με στενή έννοια χώρο και τέλος το οικολογικό. Τα τρία πρώτα στοιχεία αποτελούν το θεσμικό πλαίσιο που στοχεύει στην ισοκατανομή της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής εξουσίας αντίστοιχα, με άλλα λόγια, το σύστημα που στοχεύει στην αποτελεσματική εξάλειψη της κυριαρχίας ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο. Παρομοίως, η οικολογική δημοκρατία ορίζεται ως το θεσμικό πλαίσιο που σκοπό έχει την εξάλειψη κάθε ανθρώπινης προσπάθειας να κυριαρχήσει στο φυσικό κόσμο. Με άλλα λόγια το σύστημα που αποσκοπεί στην επανενσωμάτωση ανθρώπου και φύσης.
Πολιτική ή άμεση δημοκρατία
Στον πολιτικό χώρο μπορεί να υπάρχει μόνο μία μορφή δημοκρατίας, αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε πολιτική ή άμεση δημοκρατία, στην οποία η πολιτική εξουσία ισοκατανέμεται μεταξύ όλων των πολιτών. Η πολιτική δημοκρατία, επομένως, βασίζεται στην ισοκατανομή της πολιτικής εξουσίας μεταξύ όλων των πολιτών, στην αυτοθέσμιση της κοινωνίας. Αυτό σημαίνει ότι, για να χαρακτηριστεί μια κοινωνία ως πολιτική δημοκρατία, πρέπει να ικανοποιούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
Η δημοκρατία θεμελιώνεται στη συνειδητή επιλογή της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας από τους πολίτες. Αυτό συνεπάγεται ότι είναι ασύμβατη με τη δημοκρατία η θεμελίωση της σε θεϊκά ή μυστικιστικά δόγματα και προκαταλήψεις ή σε κλειστά θεωρητικά συστήματα που ενέχουν κοινωνικούς/φυσικούς «νόμους» ή τάσεις που (υποτίθεται) καθορίζουν την κοινωνική αλλαγή.
Απουσία θεσμισμένων πολιτικών διαδικασιών ολιγαρχικής φύσης. Αυτό συνεπάγεται ότι όλες οι πολιτικές αποφάσεις (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αναφέρονται στη διαμόρφωση και την εφαρμογή των νόμων) λαμβάνονται από το σώμα των πολιτών συλλογικά και χωρίς αντιπροσώπευση.
Απουσία θεσμισμένων πολιτικών δομών που ενσωματώνουν άνισες σχέσεις εξουσίας. Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι όταν τμήματα του σώματος των πολιτών εξουσιοδοτούνται για τη διεξαγωγή συγκεκριμένων καθηκόντων (π.χ. για να υπηρετήσουν ως μέλη λαϊκών δικαστηρίων ή περιφερειακών και συνομοσπονδιακών συμβουλίων κτλ) η εξουσιοδότηση γίνεται, κατά κανόνα, με κλήρο και με εναλλαγή και είναι πάντοτε ανακλητά από το σώμα των πολιτών. Επιπλέον, όσον αφορά στους εντολοδόχους σε περιφερειακά και συνομοσπονδιακά σώματα, η εντολή πρέπει να είναι ειδική. Αυτό είναι ένα αποτελεσματικό βήμα προς την κατάργηση των ιεραρχικών σχέσεων, δεδομένου ότι οι σχέσεις αυτές βασίζονται σήμερα, σε σημαντικό βαθμό, στο μύθο των «ειδικών» οι οποίοι υποτίθεται ότι είναι σε θέση να ελέγχουν τα πάντα, από τη φύση ως την κοινωνία. Εντούτοις, πέρα από το γεγονός ότι η γνώση των αποκαλούμενων ειδικών είναι αμφίβολη (τουλάχιστον όσον αφορά τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά φαινόμενα), σε μια δημοκρατική κοινωνία, οι πολιτικές αποφάσεις δεν αφήνονται στους ειδικούς αλλά στους χρήστες, στο σώμα των πολιτών. Η αρχή αυτή εφαρμοζόταν με συνέπεια από τους αθηναίους για τους οποίους όλοι οι πολίτες μπορούσαν να συμμετέχουν, εάν ήθελαν, στη διακυβέρνηση του κράτους, αλλά έπρεπε να είναι ερασιτέχνες.
Καθολικότητα. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι κάτοικοι μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής (η οποία σήμερα μπορεί να έχει τη μορφή μόνο μια γεωγραφικής κοινότητας), μετά τη συμπλήρωση του έτους ενηλικίωσης (που θα καθορίζεται από το ίδιο το σώμα των πολιτών), είναι μέλη του σώματος των πολιτών και συμμετέχουν άμεσα στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων.
Όμως η θέσμιση της άμεσης δημοκρατίας, σύμφωνα με τις παραπάνω προυποθέσεις είναι μόνο η αναγκαία συνθήκη για την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Η επαρκής συνθήκη αναφέρεται στο επίπεδο δημοκρατικής συνειδητοποίησης των πολιτών, όπου αποφασιστικό ρόλο παίζει η παιδεία – η οποία δεν νοείται απλώς ως εκπαίδευση αλλά και ως ανάπτυξη του χαρακτήρα και σφαιρική εκπαίδευση σε γνώσεις και δεξιοτεχνίες, δηλαδή ως εκπαίδευση του ατόμου ως πολίτη η οποία, και μόνο, μπορεί να δώσει ουσιαστικό περιεχόμενο στο δημόσιο χώρο.
Οι παραπάνω προϋποθέσεις προφανώς δεν ικανοποιούνται από την κοινοβουλευτική «δημοκρατία» (όπως λειτουργεί στη Δύση), από τη σοβιετική «δημοκρατία» (όπως λειτουργούσε στην Ανατολή) ή από τα διάφορα φονταμενταλιστικά ή ημιστρατιωτικά καθεστώτα στο Νότο. Όλα αυτά τα καθεστώτα είναι επομένως μορφές πολιτικής ολιγαρχίας, όπου η πολιτική δύναμη είναι συγκεντρωμένη στα χέρια των διάφορων ελίτ (επαγγελματίες πολιτικοί, κομματικοί γραφειοκράτες, κλήρος, στρατιωτικοί κτλ). Παρόμοια, στο παρελθόν, διάφορες μορφές ολιγαρχίας κυριάρχησαν στο πολιτικό πεδίο, όταν αυτοκράτορες, βασιλείς και οι αυλές τους, με ή χωρίς τη συνεργασία των ευγενών, του κλήρου και άλλων, συγκέντρωναν την πολιτική δύναμη στα χέρια τους.
Ωστόσο, στο παρελθόν έγιναν σημαντικές προσπάθειες θέσμισης μορφών άμεσης δημοκρατίας, ιδιαίτερα κατά τις επαναστατικές περιόδους (για παράδειγμα, οι παρισινές συνελεύσεις των τομέων στις αρχές της δεκαετίας του 1790, οι ισπανικές συνελεύσεις κατά τον εμφύλιο πόλεμο κτλ). Εντούτοις, οι περισσότερες από αυτές τις προσπάθειες ήταν βραχύβιες και συνήθως δεν ενείχαν τη θέσμιση της δημοκρατίας ως μιας νέας μορφής πολιτεύματος που αντικαθιστά, και δεν συμπληρώνει απλώς, το κράτος. Σ’ άλλες περιπτώσεις, οι δημοκρατικές ρυθμίσεις εισάγονταν ως ένα σύνολο διαδικασιών για τη λήψη τοπικών αποφάσεων. Το μοναδικό ίσως φαινόμενο με πραγματικές αναλογίες με την αθηναϊκή δημοκρατία ήταν η περίπτωση μερικών ελβετικών καντονιών στα οποία τη διακυβέρνηση ασκούσαν λαϊκές συνελεύσεις (Landsgemeinden) και τα οποία ήταν, στην εποχή τους, κυρίαρχα κράτη. Έτσι, το μόνο «ιστορικό παράδειγμα θεσμισμένης άμεσης δημοκρατίας όπου, για δύο περίπου αιώνες (508/7 π.Χ. ως 322/1 π.Χ.), το κράτος είχε απορροφηθεί από τη δημοκρατική κοινωνική οργάνωση, ήταν η αθηναϊκή δημοκρατία. Φυσικά, η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν μια μερική πολιτική δημοκρατία. Αλλά, αυτό που έκανε την αθηναϊκή δημοκρατία μερική δεν ήταν οι ίδιοι οι πολιτικοί θεσμοί, αλλά ο πολύ στενός ορισμός της ιδιότητας του πολίτη που υιοθέτησαν οι Αθηναίοι, ο οποίος απέκλειε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού (γυναίκες, δούλοι, μέτοικοι) που, στην πραγματικότητα, αποτελούσαν τη συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων που ζούσαν στην Αθήνα.
Οικονομική δημοκρατία
Εάν ορίζουμε την πολιτική δημοκρατία σαν την εξουσία του δήμου (του συνόλου των πολιτών) στην πολιτική σφαίρα – πράγμα που συνεπάγεται την ύπαρξη πολιτικής ισότητας με την έννοια της ισοκατανομής της πολιτικής δύναμης – τότε θα μπορούσαμε να ορίσουμε αντίστοιχα ως οικονομική δημοκρατία την εξουσία του δήμου στην οικονομική σφαίρα – πράγμα που συνεπάγεται την ύπαρξη οικονομικής ισότητας με την έννοια της ισοκατανομής της οικονομικής δύναμης. Και φυσικά, κάνουμε λόγο για το δήμο και όχι για το κράτος γιατί η ύπαρξη του κράτους σημαίνει το χωρισμό του σώματος των πολιτών από την πολιτική και οικονομική διαδικασία. Η οικονομική δημοκρατία επομένως αναφέρεται σε κάθε κοινωνικό σύστημα που θεσμίζει την ενσωμάτωση της οικονομίας στην κοινωνία. Αυτό σημαίνει ότι, σε τελική ανάλυση, ο δήμος ελέγχει την οικονομική διαδικασία, μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο δημοτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής.
Με μια στενότερη έννοια, η οικονομική δημοκρατία επίσης αναφέρεται σε κάθε κοινωνικό σύστημα που θεσμοποιεί την ελαχιστοποίηση των κοινωνικό-οικονομικών διαφορών, ιδιαίτερα αυτών που ανακύπτουν από την ανισοκατανομή της ιδιοκτησίας και την συνακόλουθη ανισοκατανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Ιστορικά, οι απόπειρες των σοσιαλιστών για την εφαρμογή της οικονομικής δημοκρατίας αναφερόντουσαν πάντοτε στη στενή αυτή έννοια. Σε αντίθεση επομένως με τη θέσμιση της πολιτικής δημοκρατίας, ποτέ δεν έχει υπάρξει αντίστοιχο παράδειγμα θεσμισμένης οικονομικής δημοκρατίας με την ευρεία έννοια που ορίζεται παραπάνω.
Με άλλα λόγια, ακόμα κι όταν οι σοσιαλιστικές απόπειρες να μειώσουν το βαθμό της ανισοκατανομής του εισοδήματος και του πλούτου ήταν επιτυχημένες, ποτέ δεν συνδέονταν με σημαντικές προσπάθειες να καθιερωθεί ένα σύστημα ισοκατανομής της οικονομικής δύναμης. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι στον τύπο κοινωνίας που αναδύθηκε μετά την άνοδο της οικονομίας της αγοράς, υπήρξε μια σαφής μετατόπιση της οικονομίας από τον ιδιωτικό χώρο σ’αυτό που η Hannah Arendt ονόμασε «κοινωνικό χώρο», όπου ανήκει επίσης και το κράτος-έθνος. Αλλά, είναι αυτή ακριβώς η μετατόπιση που καθιστά οποιαδήποτε συζήτηση για τη δημοκρατία, που δεν αναφέρεται επίσης στο θέμα της οικονομικής δύναμης, κενή περιεχομένου. Επομένως, το να μιλάμε σήμερα για την ισοκατανομή της πολιτικής δύναμης χωρίς να την εξαρτούμε από την ισοκατανομή της οικονομικής δύναμης είναι χωρίς νόημα.
Με βάση τον ορισμό της πολιτικής δημοκρατίας που δόθηκε παραπάνω, οι ακόλουθες συνθήκες πρέπει να ικανοποιούνται για να μπορεί μια κοινωνία να χαρακτηριστεί σαν οικονομική δημοκρατία :
απουσία θεσμισμένων οικονομικών διαδικασιών ολιγαρχικής φύσης. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι «μακρό»-οικονομικές αποφάσεις, δηλαδή οι αποφάσεις που αφορούν τη γενική διεύθυνση της οικονομίας (συνολικό επίπεδο παραγωγής, κατανάλωσης και επενδύσεων και συνακόλουθες ποσότητες εργάσιμου και ελεύθερου χρόνου, χρησιμοποιούμενες τεχνολογίες κτλ) λαμβάνονται από το σώμα των πολιτών συλλογικά και χωρίς αντιπροσώπευση, μολονότι οι «μικρό»-οικονομικές αποφάσεις στο επίπεδο του χώρου εργασίας και του νοικοκυριού λαμβάνονται από την επιμέρους μονάδα παραγωγής ή κατανάλωσης.
απουσία θεσμισμένων οικονομικών δομών που ενσωματώνουν άνισες σχέσεις οικονομικής δύναμης. Αυτό συνεπάγεται ότι τα μέσα παραγωγής και κατανομής βρίσκονται υπό την συλλογική ιδιοκτησία και τον άμεσο έλεγχο του δήμου, του σώματος των πολιτών. Οποιαδήποτε ανισότητα εισοδήματος είναι επομένως αποτέλεσμα επιπρόσθετης εθελοντικής εργασίας στο ατομικό επίπεδο. Η επιπρόσθετη εργασία, πέρα από αυτήν που απαιτείται από κάθε ικανό μέλος της κοινωνίας για την ικανοποίηση των βασικών αναγκών, επιτρέπει μόνο την πρόσθετη κατανάλωση, αφού δεν είναι δυνατή η ατομική συσσώρευση κεφαλαίου, ο δε τυχόν συσσωρευθείς πλούτος, που είναι αποκλειστικό αποτέλεσμα της επιπρόσθετης εργασίας, δεν είναι κληρονομήσιμος. Έτσι, η δημοτικοποίηση της οικονομίας παρέχει την οικονομική δομή για τη δημοκρατική ιδιοκτησία, ενώ η άμεση συμμετοχή των πολιτών στις οικονομικές αποφάσεις παρέχει το πλαίσιο για μια διαδικασία περιεκτικού δημοκρατικού ελέγχου της οικονομίας. Η κοινότητα, επομένως, γίνεται η αυθεντική μονάδα οικονομικής ζωής, εφόσον η οικονομική δημοκρατία δεν είναι εφικτή σήμερα εκτός εάν τόσο η ιδιοκτησία όσο και ο έλεγχος των παραγωγικών πηγών οργανωθούν στο τοπικό επίπεδο. Αντίθετα, λοιπόν, με άλλους ορισμούς της οικονομικής δημοκρατίας, ο ορισμός που δίδεται εδώ περιλαμβάνει τη ρητή άρνηση της οικονομικής εξουσίας και συνεπάγεται την εξουσία του δήμου (του σώματος των πολιτών) στην οικονομική σφαίρα. Μ’αυτή την έννοια, η οικονομική δημοκρατία αποτελεί το απαραίτητο συμπλήρωμα αλλά και το θεμέλιο της άμεσης δημοκρατίας, καθώς και της περιεκτικής δημοκρατίας γενικότερα.
Ένα μοντέλο οικονομικής δημοκρατίας που αποτελεί οργανικό τμήμα μιας περιεκτικής δημοκρατίας περιγράφεται στο βιβλίο Περιεκτική Δημοκρατία (κεφ 6) (δες επιπλέον διάβασμα). Εν συντομία, το κυρίαρχο χαρακτηριστικό αυτού του μοντέλου, που το διαφοροποιεί από παρόμοια μοντέλα κεντρικού ή αποκεντρωτικού σχεδιασμού, είναι ότι μολονότι δεν προυποθέτει την προηγούμενη κατάργηση της σπάνεως, εξασφαλίζει την ικανοποίηση των βασικών αναγκών όλων των πολιτών, χωρίς να θυσιάζει την ελευθερία της επιλογής, σε μια μη κρατική, μη χρηματική και μη αγοραία οικονομία.
Οι θεμελιακές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται ούτως ώστε να είναι εφικτή η οικονομική δημοκρατία μπορεί να οριστούν ως εξής:
(α) δημοτική αυτοδυναμία,
(β) δημοτική ιδιοκτησία των πλουτοπαραγωγικών πηγών
(γ) συνομοσπονδιακή κατανομή των αγαθών και των υπηρεσιών.
Η τρίτη συνθήκη ειδικότερα συνεπάγεται ότι, στην περιεκτική δημοκρατία, ο μηχανισμός αποφάσεων για την κατανομή των σπάνιων οικονομικών πόρων πρέπει να βασίζεται στο συνομοσπονδιακό μάλλον παρά στο τοπικό επίπεδο, δηλαδή στο επίπεδο της συνομοσπονδίας των δήμων παρά στον κάθε δήμο χωριστά. Και αυτό, διότι στις σημερινές κοινωνίες πολλά προβλήματα δεν μπορούν να (επί)λυθούν στο τοπικό επίπεδο (ενέργεια, περιβάλλον, μεταφορές, επικοινωνίες, τεχνολογικές αλλαγές κ.ά.). Ο προτεινόμενος μηχανισμός για την κατανομή των σπάνιων οικονομικών πόρων σκοπεύει να αντικαταστήσει τόσο το μηχανισμό της αγοράς όσο και το μηχανισμό του κεντρικού σχεδιασμού.
Ο μηχανισμός της αγοράς απορρίπτεται διότι μπορεί να δειχθεί ότι το σύστημα της οικονομίας της αγοράς έχει οδηγήσει, τους δύο τελευταίους αιώνες από την καθιέρωσή του, σε μια συνεχή συγκέντρωση του εισοδήματος και του πλούτου στα χέρια ενός μικρού ποσοστού του παγκόσμιου πληθυσμού και, κατά συνέπεια, σε μια στρεβλή κατανομή των παγκόσμιων οικονομικών πόρων. Και αυτό, διότι στην οικονομία της αγοράς οι βασικές οικονομικές αποφάσεις που πρέπει να πάρει μια κοινωνία (δηλαδή τι παράγεται, πώς και για ποιον) καθορίζονται αποφασιστικά από την αγοραστική δύναμη εκείνων των εισοδηματικών ομάδων που μπορούν να στηρίξουν τις επιθυμίες τους με χρήμα. Με άλλα λόγια, κάτω από συνθήκες ανισότητας, που είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς, η θεμελιώδης αντίφαση σε σχέση με την δια μέσω της αγοράς ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών γίνεται φανερή: δηλαδή, η αντίφαση μεταξύ της δυνάμει ικανοποίησης των βασικών αναγκών ολόκληρου του πληθυσμού έναντι της πραγματικής ικανοποίησης των επιθυμιών που στηρίζονται με χρήμα ενός τμήματος του πληθυσμού.
Ο κεντρικός σχεδιασμός απορρίπτεται διότι μπορεί να δειχθεί ότι το συγκεντρωτικό Πλάνο, μολονότι είναι καλύτερο από το σύστημα της αγοράς στην εξασφάλιση της εργασίας και την αντιμετώπιση των βασικών αναγκών των πολιτών (έστω σε στοιχειώδες επίπεδο), όχι μόνο οδηγεί σε ανορθολογικές λύσεις (που τελικά οδήγησαν στην κατάρρευση του) και είναι μη αποτελεσματικό όσον αφορά τη κάλυψη μη βασικών αναγκών, αλλά είναι επίσης λίαν αντιδημοκρατικό.
Το σύστημα κατανομής των οικονομικών πόρων που προτείνεται από το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας σκοπεύει να ικανοποιήσει τον διπλό στόχο :
1. της ικανοποίησης των βασικών αναγκών όλων των πολιτών –που προϋποθέτει ότι οι βασικές μακροοικονομικές αποφάσεις λαμβάνονται δημοκρατικά— και
2. της εξασφάλισης της ελευθερίας επιλογής –η οποία προϋποθέτει ότι το ίδιο το άτομο παίρνει τις σημαντικές αποφάσεις που αφορούν την προσωπική του ζωή (τι δουλειά να κάνει, τι να καταναλώσει κλπ).
Τόσο οι μακροοικονομικές αποφάσεις όσο και οι ατομικές αποφάσεις του πολίτη υλοποιούνται μέσα από ένα συνδυασμό του δημοκρατικού σχεδιασμού —που περιέχει τη δημιουργία μιας διαδικασίας ανατροφοδότησης ανάμεσα στις εργατικές συνελεύσεις, στις δημοτικές συνελεύσεις και στη συνομοσπονδιακή συνέλευση– και μιας τεχνητής «αγοράς» που εξασφαλίζει την πραγματική ελευθερία επιλογής, χωρίς να επιφέρει τις αρνητικές συνέπειες που συνδέονται με τις πραγματικές αγορές. Με λίγα λόγια, η κατανομή των οικονομικών πόρων γίνεται πρώτον με βάση τις συλλογικές αποφάσεις των πολιτών, έτσι όπως εκφράζονται μέσω των τοπικών και συνομοσπονδιακών πλάνων και δεύτερον με βάση τις ατομικές επιλογές των πολιτών, όπως εκφράζονται μέσω ενός συστήματος διατακτικών. Το γενικό κριτήριο της κατανομής των οικονομικών πόρων δεν είναι η αποτελεσματικότητα, όπως ορίζεται σήμερα με στενά τεχνο-οικονομικά κριτήρια. Η αποτελεσματικότητα θα πρέπει να οριστεί εκ νέου ώστε να σημαίνει αποτελεσματικότητα στην ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών και όχι μόνο των επιθυμιών που υποστηρίζονται με χρήμα. Όσον αφορά την έννοια των αναγκών, είναι σημαντικό να κάνουμε μια σαφή διάκριση, από τη μια μεριά, μεταξύ βασικών και μη βασικών αναγκών, και από την άλλη, μεταξύ αναγκών και μέσων ικανοποίησής τους , (δηλαδή των μορφών ή τρόπων με τους οποίους οι ανάγκες αυτές ικανοποιούνται). Τι συνιστά μια ανάγκη -βασική ή μη βασική- καθορίζεται από τους ίδιους τους πολίτες δημοκρατικά. Στη συνέχεια, το επίπεδο της ικανοποίησης των αναγκών καθορίζεται συλλογικά και υλοποιείταιι μέσω ενός μηχανισμού δημοκρατικού σχεδιασμού, ενώ τα μέσα ικανοποίησης τόσο των βασικών όσο και των μη βασικών αναγκών καθορίζονται από τις προτιμήσεις των καταναλωτών, όπως εκφράζονται από τη χρήση των διατακτικών που διανέμονται σ’αυτούς σε αντάλλαγμα για βασική και μη βασική εργασία. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι και οι δυο τύποι διατακτικών εκδίδονται σε προσωπική βάση, έτσι ώστε να μην μπορούν χρησιμοποιηθούν ως γενικό μέσο ανταλλαγής και συσσώρευσης, όπως το χρήμα.
Οι Βασικές Διατακτικές (ΒΔ), που διανέμονται ως αντάλλαγμα για «βασική» δουλειά, (δηλαδή τον αριθμό των ωρών εργασίας που απαιτούνται από κάθε πολίτη σ’ ένα επάγγελμα της δικής του/της επιλογής για την αντιμετώπιση των βασικών αναγκών), χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των βασικών αναγκών. Οι διατακτικές αυτές, που είναι προσωπικές και εκδίδονται για λογαριασμό της συνομοσπονδίας, εξουσιοδοτούν κάθε πολίτη να ικανοποιεί, μέχρι ενός προκαθορισμένου επιπέδου, εκείνες τις ανάγκες του/της που έχουν χαρακτηριστεί (δημοκρατικά) ως βασικές, χωρίς όμως να προκαθορίζουν τα συγκεκριμένα μέσα ικανοποίησής τους, έτσι ώστε να κατοχυρώνεται η δυνατότητα επιλογής. Προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι το επίπεδο ικανοποίησης των βασικών αναγκών των πολιτών θα είναι το ίδιο σ’ ολόκληρη τη συνομοσπονδία, το τι συνιστά βασική ανάγκη, καθώς και το επίπεδο ικανοποίησης της, αποτελούν ζητήματα που θα πρέπει να καθορίζονται από τη συνομοσπονδιακή συνέλευση, με βάση τις αποφάσεις των δημοτικών συνελεύσεων και τους διαθέσιμους πόρους στη συνομοσπονδία.
Οι Μη Βασικές Διατακτικές (ΜΒΔ), που διανέμονται ως αντάλλαγμα για μη βασική δουλειά, χρησιμοποιούνται για την ικανοποίηση των μη βασικών αναγκών (κατανάλωση μη στοιχειωδών αγαθών και υπηρεσιών) καθώς και για την ικανοποίηση των βασικών αναγκών πέραν του προκαθορισμένου από τη συνομοσπονδιακή συνέλευση επιπέδου. Οι ΜΒΔ είναι προσωπικές, όπως και οι ΒΔ, αλλά εκδίδονται για λογαριασμό της κάθε κοινότητας και όχι της συνομοσπονδίας. Η προσωπική εργασία των πολιτών πάνω από τον καθορισμένο αριθμό «βασικών» ωρών είναι εθελοντική και τους εξουσιοδοτεί σε ΜΒΔ, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην ικανοποίηση μη βασικών αναγκών τους. Οι ‘τιμές’ σε αυτό το σύστημα αντί να αντανακλούν ελλείψεις σε σχέση μ’ ένα διαστρεβλωμένο πρότυπο κατανομής του εισοδήματος/πλούτου (όπως στην οικονομία της αγοράς) λειτουργούν ως μεριστικά τεχνάσματα για να προσαρμόσουν τις ελλείψεις στις επιθυμίες των πολιτών, δηλαδή ως οδηγοί για μια δημοκρατική κατανομή των αγαθών και των υπηρεσιών. Έτσι, οι τιμές, αντί να είναι η αιτία του μερισμού –όπως στο σύστημα της αγοράς– γίνονται το αποτέλεσμά του και τους ανατίθεται ο ρόλος να εξισορροπούν τη ζήτηση με τη προσφορά σε μια τεχνητή «αγορά» που εξασφαλίζει την ανεξαρτησία τόσο των καταναλωτών όσο και των παραγωγών. Οι «τιμές» που διαμορφώνονται μ’ αυτό τον τρόπο, σε συνδυασμό με ένα σύνθετο «δείκτη επιθυμητικότητας» (που σχεδιάζεται με βάση τις «εκπεφρασμένες» προτιμήσεις των πολιτών όσον αφορά τον τύπο εργασίας που επιθυμούν να κάνουν), καθορίζουν ένα «υποκειμενικό» μέγεθος αμοιβής για μη βασική εργασία, στη θέση του ‘αντικειμενικού’ μεγέθους που προτείνεται από την εργασιακή θεωρία της αξίας.
Όπως κάνει φανερό η παραπάνω σύντομη περιγραφή του μοντέλου της οικονομικής δημοκρατίας, το πρόταγμα για μια περιεκτική δημοκρατία αναφέρεται σε μια μελλοντική διεθνή πολιτική οικονομία η οποία ξεπερνάει τόσο την πολιτική οικονομία του κρατικιστικού σοσιαλισμού, όπως υλοποιήθηκε στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην Ανατολική Ευρώπη, όσο και την πολιτική οικονομία της οικονομίας της αγοράς, είτε με την μορφή της μικτής οικονομίας της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, είτε με την παρούσα νεο-φιλελεύθερη μορφή της.
Η Δημοκρατία στον κοινωνικό χώρο
Η ικανοποίηση των παραπάνω προϋποθέσεων της πολιτικής και της οικονομικής δημοκρατίας θα σήμαινε την ανάκτηση του πολιτικού και οικονομικού χώρου από τον δημόσιο χώρο, δηλαδή την ανάκτηση μιας πραγματικής κοινωνικής ατομικότητας, τη δημιουργία συνθηκών ελευθερίας και αυτοκαθορισμού, τόσο στο πολιτικό όσο και στο οικονομικό επίπεδο. Εντούτοις, η πολιτική και οικονομική δύναμη δεν είναι οι μόνες μορφές δύναμης και επομένως η πολιτική και η οικονομική δημοκρατία δεν εξασφαλίζουν από μόνες τους μια περιεκτική δημοκρατία. Με άλλα λόγια, μια περιεκτική δημοκρατία είναι αδιανόητη εάν δεν επεκτείνεται στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο για να συμπεριλάβει το χώρο εργασίας, το νοικοκυριό, τον εκπαιδευτικό χώρο και στην πραγματικότητα κάθε οικονομικό ή πολιτισμικό θεσμό που αποτελεί στοιχείο του χώρου αυτού.
Ιστορικά, εισήχθησαν διάφορες μορφές δημοκρατίας στον κοινωνικό χώρο, ιδιαίτερα στον αιώνα μας, συνήθως σε περιόδους επαναστατικής δραστηριότητας. Εντούτοις, οι μορφές αυτές δημοκρατίας όχι μόνο υπήρξαν βραχύβιες αλλά και σπάνια εκτείνονταν πέρα από το χώρο εργασίας (π.χ. τα ουγγρικά εργατικά συμβούλια το 1956) και το χώρο της εκπαίδευσης (π.χ. οι παρισινές φοιτητικές συνελεύσεις το 1968).
Το θέμα σήμερα είναι πως θα επεκτείνουμε τη δημοκρατία σε άλλες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, όπως το νοικοκυριό, χωρίς να καταργήσουμε τον διαχωρισμό μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου χώρου. Με άλλα λόγια, πώς θα υιοθετήσουμε τέτοιους θεσμούς, οι οποίοι εισάγουν τη δημοκρατία στο νοικοκυριό και τον κοινωνικό χώρο γενικότερα ενώ συγχρόνως ενδυναμώνουν τους θεσμούς της πολιτικής και οικονομικής δημοκρατίας. Και αυτό, διότι μια αποτελεσματική δημοκρατία είναι αδιανόητη εάν ο ελεύθερος χρόνος δεν κατανέμεται εξίσου μεταξύ όλων των πολιτών. Όμως, στο βαθμό που εξακολουθούν να υφίστανται οι σημερινές ιεραρχικές συνθήκες στο νοικοκυριό, στο χώρο εργασίας και σ’ οποιονδήποτε άλλο χώρο, η προϋπόθεση αυτή δεν μπορεί ποτέ να ικανοποιηθεί. Επιπλέον, η δημοκρατία στον κοινωνικό χώρο, ιδιαίτερα στο νοικοκυριό, είναι αδύνατη, εάν δεν εισαχθούν θεσμικές ρυθμίσεις που να αναγνωρίζουν το ρόλο του νοικοκυριού στην ικανοποίηση των αναγκών και να ενσωματώνουν τη φροντίδα και τις υπηρεσίες, που παρέχονται στο πλαίσιό του, στο γενικό σχήμα ικανοποίησης των αναγκών.
Οικολογική Δημοκρατία
Εάν δούμε τη δημοκρατία ως μια διαδικασία κοινωνικής αυτοθέσμισης, όπου δεν υπάρχει κανένας θεϊκά ή «αντικειμενικά» καθοριζόμενος κώδικας ανθρώπινης συμπεριφοράς, δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι μια περιεκτική δημοκρατία θα μπορούσε να εξασφαλίζει μια οικολογική δημοκρατία με την έννοια που ορίστηκε παραπάνω. Επομένως, η αντικατάσταση της οικονομίας της αγοράς από ένα νέο θεσμικό πλαίσιο περιεκτικής δημοκρατίας συνιστά μόνο την αναγκαία συνθήκη για μια αρμονική σχέση μεταξύ του φυσικού και του κοινωνικού κόσμου. Η επαρκής συνθήκη αναφέρεται στο επίπεδο οικολογικής συνείδησης των πολιτών. Παρόλα’ αυτά, θα μπορούσε κανείς εύλογα να περιμένει ότι η ριζοσπαστική αλλαγή στο κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα που θα ακολουθήσει τη θέσμιση μιας περιεκτικής δημοκρατίας, σε συνδυασμό με τον αποφασιστικό ρόλο που θα παίζει η παιδεία σ’ ένα φιλικό προς το περιβάλλον θεσμικό πλαίσιο, θα οδηγήσουν σε μια ριζική αλλαγή της ανθρώπινης συμπεριφοράς προς τη Φύση.
Με άλλα λόγια, μια δημοκρατική οικολογική προοπτική δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από τις θεσμικές προϋποθέσεις που προσφέρουν τις μεγαλύτερες ελπίδες για μια καλύτερη σχέση του ανθρώπου με τη Φύση. Εντούτοις, υπάρχουν ισχυροί λόγοι να πιστεύουμε ότι η σχέση μεταξύ της περιεκτικής δημοκρατίας και της Φύσης θα είναι πολύ πιο αρμονική από τη σχέση που θα μπορούσε ποτέ να επιτευχθεί στην οικονομία της αγοράς, ή στο σοσιαλιστικό κρατισμό. Οι παράγοντες που στηρίζουν την πεποίθηση αυτή αναφέρονται και στα τρία στοιχεία μιας περιεκτικής δημοκρατίας: το πολιτικό, το οικονομικό και το κοινωνικό.
Στο πολιτικό επίπεδο, έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι η δημιουργία ενός δημόσιου χώρου θα συμβάλει σημαντικά, από μόνη της, στο να γίνει ο υλισμός λιγότερο ελκυστικός. Και αυτό, διότι ο δημόσιος χώρος θα δώσει ένα νέο νόημα στη ζωή για να γεμίσει το υπαρξιακό κενό που δημιουργεί η σημερινή καταναλωτική κοινωνία. Η συνειδητοποίηση του τι σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος λογικά θα έπρεπε να μας στρέψει ξανά προς τη Φύση.
Επίσης, στο οικονομικό επίπεδο, δεν είναι τυχαίο ότι, ιστορικά, η διαδικασία μαζικής καταστροφής του περιβάλλοντος συμπίπτει με τη διαδικασία αγοραιοποίησης της οικονομίας. Με άλλα λόγια, η ανάδυση της οικονομίας της αγοράς και της συνακόλουθης οικονομίας ανάπτυξης είχε κρίσιμες συνέπειες για τη σχέση κοινωνίας και Φύσης και οδήγησε στην επικράτηση της ιδεολογίας ανάπτυξης ως του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος. Έτσι, έγινε κυρίαρχη μια «εργαλειακή» αντίληψη της Φύσης, στην οποία η Φύση εθεωρείτο ως ένα εργαλείο για την ανάπτυξη, σε μια διαδικασία απεριόριστης συγκέντρωσης δύναμης. Εάν υποθέσουμε ότι, σήμερα, μόνο μια συνομοσπονδιακή κοινωνία θα μπορούσε να εξασφαλίσει την περιεκτική δημοκρατία, είναι εύλογο να υποθέσουμε περαιτέρω ότι όταν η οικονομία της αγοράς αντικατασταθεί από μια δημοκρατική συνομοσπονδιακή οικονομία, η δυναμική ανάπτυξη—ή–θάνατος της πρώτης θα αντικατασταθεί από τη νέα κοινωνική δυναμική της δεύτερης: μια δυναμική που θα στοχεύει στην ικανοποίηση των κοινοτικών αναγκών και όχι στην ανάπτυξη καθαυτή. Εάν η ικανοποίηση των κοινοτικών αναγκών δεν εξαρτάται, όπως σήμερα, από τη συνεχή επέκταση της παραγωγής για να καλυφθούν οι «ανάγκες» που δημιουργεί η αγορά και, εάν αποκατασταθεί ο δεσμός μεταξύ κοινωνίας και οικονομίας, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο η σημερινή εργαλειακή αντίληψη της φύσης θα συνεχίσει να καθορίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά.
Επιπλέον, θα μπορούσαμε, επίσης εύλογα, να περιμένουμε ότι η δημοκρατία στο γενικότερο κοινωνικό χώρο θα είναι φιλική προς το περιβάλλον. Η εξάλειψη των πατριαρχικών σχέσεων στο νοικοκυριό και των ιεραρχικών σχέσεων γενικά θα δημιουργούσε ένα νέο αντί-κυριαρχικό ήθος που θα επεκτεινόταν τόσο στην Φύση όσο και στη Κοινωνία. Με άλλα λόγια, η δημιουργία δημοκρατικών συνθηκών στο κοινωνικό πεδίο θα ήταν ένα αποτελεσματικό βήμα στη δημιουργία των επαρκών συνθηκών για μια αρμονική σχέση φύσης-κοινωνίας.
Τέλος, το γεγονός ότι η βασική μονάδα κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής στην συνομοσπονδιακή δημοκρατία θα είναι η κοινότητα, θα έπρεπε να ενδυναμώνει το φιλικό προς το περιβάλλον χαρακτήρα της. Είναι λογικό να υποθέσουμε –και η εμπειρία σχετικά με την αξιοσημείωτη επιτυχία τοπικών κοινοτήτων στη διαφύλαξη του περιβάλλοντός υποστηρίζει την υπόθεση αυτή– ότι, όταν οι άνθρωποι στηρίζονται άμεσα στο φυσικό τους περιβάλλον για να επιβιώσουν, αναπτύσσουν μια στενή σχέση μ’ αυτό, η οποία αναγκαστικά επηρεάζει θετικά τη συμπεριφορά τους προς αυτό. Εντούτοις, η προϋπόθεση για να είναι επιτυχής ο τοπικός έλεγχος του περιβάλλοντος είναι ότι η κοινότητα βασίζεται στο φυσικό περιβάλλον για τη μακροπρόθεσμη επιβίωσή της και ότι κατά συνέπεια έχει άμεσο συμφέρον να το προστατέψει –ένας ακόμα λόγος για τον οποίο μια οικολογική κοινωνία είναι αδύνατη χωρίς την οικονομική δημοκρατία.
Μια νέα αντίληψη για την ιδιότητα του πολίτη
Οι παραπάνω συνθήκες της δημοκρατίας συνεπάγονται μια νέα αντίληψη της ιδιότητας του πολίτη : οικονομική, πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική. Έτσι,
η πολιτική ιδιότητα του πολίτη εμπεριέχει νέες πολιτικές δομές και την επιστροφή στην κλασική αντίληψη της πολιτικής (άμεση δημοκρατία).
η οικονομική ιδιότητα του πολίτη εμπεριέχει νέες οικονομικές δομές δημοτικής ιδιοκτησίας και ελέγχου των οικονομικών πόρων (οικονομική δημοκρατία).
η κοινωνική ιδιότητα του πολίτη εμπεριέχει δομές αυτοδιαχείρισης στο χώρο εργασίας, δημοκρατία στο νοικοκυριό και νέες δομές πρόνοιας, στις οποίες όλες οι βασικές ανάγκες (που θα καθορίζονται δημοκρατικά) καλύπτονται από τους κοινοτικούς πόρους, είτε αυτές ικανοποιούνται στο νοικοκυριό είτε στο κοινοτικό επίπεδο. Τέλος,
η πολιτισμική ιδιότητα του πολίτη εμπεριέχει νέες δημοκρατικές δομές διάδοσης και ελέγχου των πληροφοριών και της κουλτούρας (ΜΜΕ, τέχνη κτλ) που επιτρέπουν σε κάθε μέλος της κοινότητας να συμμετέχει στη διαδικασία και ταυτόχρονα να αναπτύσσει τις διανοητικές και πολιτισμικές του δυνατότητες.
Μολονότι η έννοια αυτή της ιδιότητας του πολίτη συνεπάγεται μια έννοια της πολιτικής κοινότητας η οποία, οριζόμενη γεωγραφικά, αποτελεί τη θεμελιακή μονάδα της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής, εντούτοις, στην περιεκτική δημοκρατία η κοινότητα συναρθρώνεται με διάφορες άλλες, μη γεωγραφικά καθορισμένες, κοινότητες (πολιτισμικές, επαγγελματικές, ιδεολογικές κτλ). Επομένως, η κοινότητα και η ιδιότητα του πολίτη, όπως ορίζονται εδώ, δεν αποκλείουν πολιτισμικές διαφορές ή άλλες διαφορές με βάση το φύλο, την ηλικία, την εθνότητα κτλ, αλλά παρέχουν απλώς το δημόσιο χώρο όπου μπορούν να εκφραστούν οι διαφορές αυτές. Ακόμη, οι διευθετήσεις αυτές θεσμίζουν διάφορες ασφαλιστικές δικλίδες που στοχεύουν ν’ αποκλείσουν την περιθωριοποίηση τέτοιων διαφορών από την πλειονότητα. Εκείνο, επομένως, που ενώνει τους ανθρώπους σε μια πολιτική κοινότητα ή σε μια συνομοσπονδία κοινοτήτων δεν είναι κάποιες κοινές αξίες, που επιβάλλονται στην κοινότητα από μια εθνικιστική ιδεολογία, θρησκευτικό δόγμα, μυστικιστική πίστη ή «αντικειμενική» ερμηνεία της φυσικής ή της κοινωνικής «εξέλιξης», αλλά οι δημοκρατικοί θεσμοί και πρακτικές, που έχουν εγκαθιδρυθεί από τους ίδιους τους πολίτες.
Είναι φανερό ότι η παραπάνω νέα αντίληψη της ιδιότητας του πολίτη ελάχιστη σχέση έχει με τον φιλελεύθερο και σοσιαλιστικό ορισμό της ιδιότητας του πολίτη, που συνδέονται με τη φιλελεύθερη και τη σοσιαλιστική αντίληψη για τα ανθρώπινα δικαιώματα αντίστοιχα. Έτσι, για τους φιλελεύθερους, ο πολίτης είναι απλώς ο ατομικός φορέας συγκεκριμένων ελευθεριών και πολιτικών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το νόμο και που υποτίθεται ότι διασφαλίζουν την ίση κατανομή της πολιτικής δύναμης. Ακόμα, για τους σοσιαλιστές, ο πολίτης είναι φορέας όχι απλώς πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών αλλά και κάποιων οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ενώ για τους μαρξιστές η ιδιότητα του πολίτη πραγματώνεται με τη συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Η αντίληψη της ιδιότητας του πολίτη που υιοθετείται εδώ, την οποία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε δημοκρατική αντίληψη, βασίζεται στον ορισμό που δώσαμε στην περιεκτική δημοκρατία και προϋποθέτει μια «συμμετοχική» αντίληψη της ενεργού ιδιότητας του πολίτη, όπως αυτή που υπαινίσσεται στο έργο της η Χάννα Άρεντ. Στην αντίληψη αυτή η πολιτική δραστηριότητα δεν είναι ένα μέσο για κάποιο σκοπό, αλλά ένας αυτοσκοπός. Είναι επομένως φανερό ότι αυτή η αντίληψη της ιδιότητας του πολίτη είναι ποιοτικά διαφορετική από τη φιλελεύθερη και τη σοσιαλδημοκρατική αντίληψη που υιοθετούν μια «εργαλειακή» αντίληψη της ιδιότητας του πολίτη, δηλαδή, μια αντίληψη που σημαίνει ότι η ιδιότητα του πολίτη συνεπάγεται για τους πολίτες συγκεκριμένα δικαιώματα, τα οποία μπορούν να ασκούν ως μέσα για την επίτευξη του στόχου της ατομικής ευημερίας.
Εφαρμογές
Ένα σημαντικό γνωστικό πεδίο έχει ήδη αναπτυχθεί σε σχέση με την Περιεκτική Δημοκρατία και τις εφαρμογές της. Κρίσιμα θέματα όπως η στρατηγική της μετάβασης σε μια Περιεκτική Δημοκρατία, η σχέση της επιστήμης και της τεχνολογίας με τη δημοκρατία, η σημασία της ανάδυσης του ιρασιοναλισμού σε σχέση με το δημοκρατικό πρόταγμα, η αλληλεξάρτηση μεταξύ της κουλτούρας, των μέσων μαζικής ενημέρωσης και της δημοκρατίας, η σχέση μεταξύ κράτους πρόνοιας και οικονομικής δημοκρατίας έχουν διερευνηθεί συστηματικά στο περιοδικό Democracy & Nature, The International Journal of Inclusive Democracy (δες επιπλέον διάβασμα).
Επιπλέον διάβασμα:
Τάκη Φωτόπουλου (1997) Towards An Inclusive Democracy (Λονδίνο : Cassell), σελ. 401 (Ελληνική μετάφραση: Περιεκτική Δημοκρατία – 10 Χρόνια Μετά, Ελεύθερος Τύπος, 2008). Η Ιταλική έκδοση του βιβλίου είχε προγραμματιστεί για τον Νοέμβριο του 1999 και η Ισπανική για το 2001.