Η κυβέρνηση δοσίλογων που υπηρετεί τα συμφέροντα της υπερεθνικής κατοχής που έχει εγκαθιδρυθεί στην Ελλάδα, προχώρησε, κάτω από πέπλο απόλυτης μυστικότητας, στην κατάργηση και των ελάχιστων ασφαλιστικών δικλείδων που περιλαμβάνονταν στην «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία (γνωστότερη και ως τρομονόμος), και διασφάλιζαν ―έστω και θεωρητικά― ότι μαχητικές ενέργειες που υποστηρίζουν συνδικαλιστικές δράσεις αλλά και δράσεις πολιτικής διαμαρτυρίας δεν μπορούσαν χαρακτηριστούν ως «τρομοκρατικές» πράξεις και να περιληφθούν στην δικαιοδοσία της νομοθεσίας για την καταπολέμηση της «τρομοκρατίας». Η αναθεώρηση αυτή που εγκρίθηκε εν κρυπτώ από το θερινό τμήμα της Βουλής κι έγινε γνωστή μόνο πριν από λίγες ημέρες, αναγάγει την πολιτική διαμαρτυρία και τις δυναμικές συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις σε εν δυνάμει τρομοκρατική πρακτική και θεσμοποιεί την έλευση του σοσιαλφασισμού στην Ελλάδα, περαιτέρω ποινικοποιώντας την Κοινωνική Πάλη στη χώρα.
Πλέον, η διατάραξη της κοινωνικής ειρήνης, η πρόκληση φθοράς σε περιουσία, η πρόκληση σωματικών βλαβών και η παρακώλυση των συγκοινωνιών, ακόμη κι αν διενεργούνται στο πλαίσιο συλλογικών εκδηλώσεων πολιτικής διαμαρτυρίας, θα εκλαμβάνονται ως εχθρικές προς το Κράτος και το Σύστημα ενέργειες, θα ταξινομούνται ως πράξεις πολιτικής ανυπακοής που αποβλέπουν στον βίαιο εξαναγκασμό του Δημοσίου και θα τιμωρούνται με κακουργηματικές ποινές. Η νομική ταύτιση κάθε αντισυστημικής δράσης με την «τρομοκρατία», επικυρώνει τον εκφασισμό του καθεστώτος και αποτελεί πράξη ωμής επιβολής της θέλησης των ελίτ πάνω στα ετεροκαθοριζόμενα κοινωνικά στρώματα, μέσα στις συνθήκες ανελέητου κοινωνικού πολέμου που σηματοδότησε η υπογραφή του Μνημονίου.
Για μας η εξέλιξη αυτή συνιστά το φυσικό επιστέγασμα μιας λυσσαλέας εκστρατείας «από τα πάνω» που έχουν εξαπολύσει οι ελίτ παγκοσμίως, ιδιαίτερα μετά την Κρίση του Συστήματος της διεθνοποιημένης Οικονομίας της Αγοράς για την επιδείνωση των σχέσεων εξάρτησης και την εντατικοποίηση της οικονομικής καταπίεσης σε βάρος των μη-προνομιούχων κοινωνικών ομάδων. Η αύξηση της καταπίεσης στο πολιτικό επίπεδο, είναι το αναπόφευκτο συμπλήρωμα της αύξησης της ανισοκατανομής δύναμης στο πεδίο της οικονομίας. Κατά τη γνώμη μας, ο βαθμός σταθερότητας κάθε ετερόνομου καθεστώτος που χαρακτηρίζεται από την ασυμμετρία δύναμης μεταξύ των πολιτών και βασίζεται για την αναπαραγωγή του σε ιεραρχικές δομές και σχέσεις ―που διασφαλίζουν και συντηρούν αυτή την ασυμμετρία―, εξαρτάται από τον βαθμό στον οποίο τα υποτελή κοινωνικά στρώματα εσωτερικεύουν μέσω της διαδικασίας κοινωνικοποίησης τις ετερόνομες, ηγεμονικές αξίες που είναι συμβατές με το κυρίαρχο θεσμικό πλαίσιο και ως εκ τούτου φτάνουν να πιστεύουν ότι έχουν και οι ίδιες επενδυμένο συμφέρον στην αναπαραγωγή του εν λόγω καταπιεστικού κοινωνικού συστήματος.
Στην κρίσιμη ιστορική περίοδο που διανύουμε οι βασικοί ιδεολογικοί μύθοι που εκτρέφουν τις συνθήκες αναπαραγωγής του συστήματος και δικαιολογούν την αυξανόμενη τάση για συγκέντρωση όλων των μορφών δύναμης σε όλο και λιγότερα χέρια διαψεύδονται βίαια και καταρρέουν με αποτέλεσμα η διαδικασία κοινωνικοποίησης να είναι όλο και λιγότερο αποτελεσματική Η υπόσχεση της επέκτασης της καταναλωτικής κοινωνίας χάνει τη λάμψη της και φαντάζει κίβδηλη όταν τα εισοδήματα πετσοκόβονται και η βαριά φορολογία πλήττει την έτσι κι αλλιώς πενιχρή αγοραστική δύναμη των λαϊκών στρωμάτων. Η προοπτική της κοινωνικής κινητικότητας (δηλαδή οι ευκαιρίες αναρρίχησης στην κοινωνική πυραμίδα) που εξασφαλίζε την ανοχή μεγάλου μέρους του πληθυσμού για τον ιεραρχικό τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας παύει να εκπέμπει την ιδεολογική έλξη της κι εξαφανίζεται από τον ορίζοντα μπροστά στο απειλητικό φάσμα της «προλεταριοποίησης» των μεσαίων και μικρομεσαίων στρωμάτων.
Σε αυτό το πλαίσιο γενικευμένης αναταραχής των θεμελιώδων συστημικών παραμέτρων, η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» δεν αισθάνεται τόσο ασφαλής όσο παλιά. Εξαναγκάζεται να εγκαταλείψει τις τυπικές φόρμες της συνταγματικής διακυβέρνησης. Διατηρεί το περίβλημα των θεσμών πολιτικής αντιπροσώπευσης, εισάγοντας παράλληλα ένα κατασταλτικό νομοθετικό οπλοστάσιο ―από φασίζουσες, ημιολοκληρωτικές ρυθμίσεις― που στόχο έχει να καλύψει μέσω της πολιτικής, της φυσικής βίας και του εξαναγκασμού τις ανεπάρκειες της διαδικασίας κοινωνικοποίησης.
Η τελική συστημική μορφή που λαμβάνει ένα ετερόνομο καθεστώς, ο βαθμός συμμετοχής στην πολιτική διαδικασία που παρέχει στους υπηκόους του και η νομική κατοχύρωση που επιφυλάσσει σε ορισμένα «φυσικά» και «αναφαίρετα» δικαιώματα τους, είναι για εμάς πρωτίστως ζήτημα ποσοτικό, όχι ποιοτικό, και προκύπτει κάθε φορά από την ιστορική έκβαση της Κοινωνικής Πάλης μέσα στις δεδομένες επιμέρους αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες. Σε συμφωνία με την ανάλυση της ΠΔ για την ατομική και κοινωνική αυτονομία, δεν υφίσταται για εμάς ουσιαστικός διαχωρισμός ανάμεσα σε «κακά» δικτατορικά καθεστώτα της υπανάπτυκτης περιφέρειας του διεθνούς συστήματος και «καλά», «δημοκρατικά» καθεστώτα του ανεπτυγμένου καπιταλιστικού κέντρου, εάν δεν συνυπολογίζονται εξίσου ο οικονομικός και κοινωνικός παράγοντας στην κάθε περίπτωση και η θέση τους σε σχέση με το διεθνοποιημένο σήμερα σύστημα και την υπερεθνική ελίτ. Οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί είναι κρατικιστικοί πολιτικοί θεσμοί που αποσπούν και διαχωρίζουν την Πολιτική από την Κοινωνία κι ευνοούν την συγκέντρωση πολιτικής δύναμης στα χέρια μιας μικρής επαγγελματικής πολιτικής ελίτ, που αποκτά το δικαίωμα να διευθύνει και να μορφοποιεί αυθαίρετα τις βασικές παραμέτρους της πολιτικής, αλλά και –-λιγότερο— της οικονομικής και κοινωνικής ζωής πέρα από τον έλεγχο και τη βούληση της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών. Έτσι, η διάκριση των καθεστώτων που κάνει η ΠΔ δεν αφορά απλά τους πολιτικούς θεσμούς (Αντιπροσωπευτική «Δημοκρατία», Δικτατορία κτλ.) που εύκολα μπορεί να οδηγήσει ένα μέσο φιλελεύθερο (αλλά και κάποιους «ελευθεριακούς») σε συμπεράσματα για ανωτερότητα ενός καθεστώτος απέναντι στο άλλο, με βάση την υποτιθέμενη ποιοτική προσέγγιση της αυτονομίας μέσω της κατοχύρωσης κάποιων ατομικών δικαιωμάτων, αλλά είναι ανάμεσα σε καθεστώτα που υποστηρίζουν και τυποποιούν διαφορετικά είδη σχέσεων ανισοκατανομής δύναμης και ετερονομίας (πολιτική, οικονομική, κοινωνική). ΜΕ ΑΛΛΑ ΛΟΓΙΑ ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΙΔΩΝ ΕΤΕΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ ΕΙΝΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΠΟΙΟΤΙΚΕΣ και δεν συρρικνώνονται «κατά το δοκούν» μόνο στην πολιτική, οικονομική ή κοινωνική σφαίρα αλλά κρίνονται ολιστικά.
Γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω ότι τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα ―στο μέτρο που συνιστούν παραχώρηση στην οποία εξαναγκάζονται να προβούν οι κυρίαρχες ελίτ ως αποτέλεσμα της πίεσης που ασκούν τα ετεροκαθοριζόμενα κοινωνικά στρώματα μέσω της εντατικοποίησης της Κοινωνικής Πάλης― αποτελούν απλά αναγκαίο ανάχωμα στη συστημική βία και δεν μπορούν να αποτελούν αυτοσκοπό για ένα κίνημα αυτοκαθορισμού σε όλα τα επίπεδα όπως η ΠΔ. Κι αυτό διότι προϋποθέτουν την ύπαρξη μιας ετερόνομης πολιτικής εξουσίας εναντίον της οποίας θεσπίζονται και στρέφονται, ενώ μια ΠΔ λειτουργεί έξω από το πολιτικό σύστημα της αντιπροσωπευτικής «Δημοκρατίας» και το Κράτος. Δεύτερον, διότι η ύφεση σε μια δεδομένη χρονική περίοδο της Κοινωνικής Πάλης από τη μεριά των μη-προνομιούχων κοινωνικών ομάδων ―που μπορεί να θεωρήσουν ότι εκπλήρωσαν τους στρατηγικούς στόχους τους με την κατοχύρωση των εν λόγω δικαιωμάτων― μοιραία θα επιφέρει την αντεπίθεση των ελίτ (όπως γίνεται τώρα με την «εξέγερση» τους) που κατέχουν τη θεσμική δύναμη στο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό πεδίο και θα εκφραστεί μέσα από την κατάργηση εκείνων των κρίσιμων κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων που μέσω της ύπαρξης τους επιβάλλουν κάποιου είδους κοινωνικό έλεγχο και περιορίζουν την αυθαιρεσία των ελίτ στην άσκηση της εξουσίας τους. Αυτό δεν συμβαίνει απλώς γιατί τα μέλη της ελίτ εμφορούνται από αντικοινωνικές αντιλήψεις και νοοτροπίες, αλλά οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι σε μια ετερόνομη κοινωνία η Κοινωνική Πάλη αποτελεί δομικό στοιχείο της κοινωνικής πραγματικότητας και απορρέει από την εγγενή συστημική αντίθεση ανάμεσα στα συμφέροντα και τους σκοπούς της κυρίαρχης μειονότητας ―η οποία φυσιολογικά αποβλέπει στη συνέχιση και αναπαραγωγή της κυριαρχίας της― και στα συμφέροντα και τους σκοπούς μεγάλου τμήματος των υποτελών κοινωνικών ομάδων ―που σαν συνέπεια της κοινωνικής θέσης τους, δεν βρίσκουν έκφραση στις συγκεντρωτικές δομές κυριαρχίας της ετερόνομης κοινωνικής ολότητας.
Γι’ αυτούς τους λόγους, η Περιεκτική Δημοκρατία δεν προτείνει έναν σισύφειο αγώνα υπεράσπισης των κεκτημένων με σκοπό την επιστροφή σε μια «χρυσή εποχή» όπου τα πολιτικά δικαιώματα και οι ατομικές ελευθερίες υποτίθεται ότι γίνονταν σεβαστά από τους κυριάρχους. Αντίθετα, πιστεύουμε ότι οι ατομικές ελευθερίες και τα πολιτικά δικαιώματα έχουν νόημα μόνο όταν αξιοποιούνται συνειδητά αμυντικά στο πλαίσιο της Κοινωνικής Πάλης με σκοπό την δημιουργία των αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών που θα οδηγήσουν στην κατάλυση των ιεραρχικών δομών και την απελευθέρωση του ανθρώπου σε όλα τα επίπεδα. ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΑΝΤΑ ΕΝΟΣ ΑΝΤΙΥΣΥΣΤΗΜΙΚΟΥ ΠΡΟΤΑΓΜΑΤΟΣ Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε και δεν πρέπει να παλεύουμε για τη διατήρηση των δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών ως αυτοσκοπό, αλλά συμπληρωματικά στην αντισυστημική μας πάλη για την συνεχή διεύρυνση τους μέσω της δημιουργικής ένταξης τους σε ένα απελευθερωτικό πολιτικό ΠΡΟΤΑΓΜΑ, ΜΕ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΥΣ ΣΤΟΧΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ που θα στοχεύει στην κατάλυση των ιεραρχικών δομών και σχέσεων, στην καθολική ανατροπή του συστήματος και την αντικατάσταση του από μια εναλλακτική μορφή ελευθεριακής και αμεσοδημοκρατικής κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης. Μέσα σε ένα τέτοιο απελευθερωτικό πολιτικό πλαίσιο, ο αγώνας για την προάσπιση των δικαιωμάτων θα χάσει τον απλά ρεφορμιστικό χαρακτήρα που έχει σήμερα και θα συμβάλει στην υπεράσπιση του κινήματος για την ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή.